ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ




Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, 

ο γραίγος αδιάκοπος εφύσα και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους… 

Ο κυρ - Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον 

και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (παπα-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). 

Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την «Ακρόπολιν» 

και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του 

προς πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, 

γέρων ήδη κεκμηκώς υπό των ετών και της νηστείας, 

αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, αλλά φιλακόλουθος πιστός, 

έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και σπασμένην φωνήν του, 

πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως δεξιός ψάλτης, 

εις το παρεκκλήσιον του Προφήτου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, 

σχεδόν από στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, 

δεν είχεν ακόμη φέξει! 

Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) 

έβγαλε το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, 

και ημίκλιντος επί της πενιχράς στρωμνής του, 

πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, 

ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής 

και έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται 

εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω. 

Εκρύωνεν. 


Αλλά το καφενείον του κυρ-Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει: – Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή η ρώμι). Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει διά βίου κάθε Παρασκευήν διά να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται. Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού. 


Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με τα ρόδιν᾿ ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοιζούσας πλαγιάς, με τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους η ναυαγούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους. Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνια των· και ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, «άνθρωπος την όψιν και θεός την καρδίαν», η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάριά των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολυρροιβδον κύμα… 


Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο κυρ-Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το αριστερόν του υπόδημα διά ν᾿ ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων. Αλλ᾿ η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Αη-Γιάννην τον Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την οποία ετέλει ο παπα-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ᾿ Αναγνώστην τον Παρθένην. Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωινή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού. 


Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης καθαράς οθόνης. Τέσσερ᾿ αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα καλούδια, προιόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους συνδαιτυμόνας. – Καλώς ώρισες κυρ-Αλέξαντρε, κάτσε κ᾿ η αφεντιά σου, του είπεν η θεία η Αμέρσα. Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεία-Αχτίτσα, φορούσα καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ᾿ ευγνωμοσύνης το συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδία τα οποία κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. 


Εσηκώθη και παρέδωσεν εις τον κυρ-Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε πως να μεθύση και εορτάση τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν (συχωρεμένος ας είναι!). Ιδού κι ο Μπαρμπ᾿ Αλέξης, ο Καλοσκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του πορθμείου του Χάροντος διά να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον· είχε το ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας. – Να φροντίσης, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου! 


Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν: – Όρσε, κουβέρνο! Εκεί ήτον κι ο Μπαρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου διά να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ᾿ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!



Αλλ᾿ ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ᾿ς του Μπόζα, 

του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της αβύσσου, 

όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, 

αν δεν τον κατεβίβαζαν διά σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του. 

– Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. 

Τη Στέρφα (την άλλην αίγα) θα την σφάξω για σένα, 

να την φάμε. 

Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, 

με τας τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, 

τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την Αφέντρα, η Ασημίνα, 

που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της Αφέντρας 

με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν 

επένθησεν τον θάνατον του υιού της του Θανάση. 

Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, 

ο Αλέξανδρος Παπαδημούλης, 

ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος! 

Ο κυρ-Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, 

ότι έπλασεν όλους αυτούς τους ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς 

και ταπεινούς η τόσον αμαρτωλούς (ουδείς αναμάρτητος!) 

και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!… 

Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, 

η περιφερομένη από χειρός εις χείρα. 

Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και ήχησαν τα λαλούμενα 

(βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) και… εξύπνησεν. 

Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ-Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, 

όσον εκείνην την αγίαν ημέραν, 

ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης της ζωής του! 

– ζωήν να έχει! 


Εκ του βιβλίου: ''Ποιητικά - Πεζός λόγος - Ελεύθερος κόσμος'', Κώστα Βάρναλη, εκδόσεις Κέδρος 1979. 
Επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Κώστας Βάρναλης 


Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ




Χριστούγεννα παραμονές. 

Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. 

Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. 

Χιόνι δεν έριχνε. 

Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη και φυσούσανε 

σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές. 

Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. 

Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. 

Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, 

κ’ έπιασε κ’ έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο. 

Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, 

βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού 

που κοίταζε κατά το πέλαγο. 

Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κ’ έρημο, 

γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, 

που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. 

Το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο (=ξερολιθιά). 

Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα 

και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. 

Μεγάλη σπηλιά, με τρία – τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. 

Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, 

που έσκυβες για να μπεις μέσα. 

Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κ’ εκεί, 

και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. 



Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές. Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα, κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κ’ οι μαρχαμάδες (= τα κρόσια) κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος! 


Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να ’ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο. Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κ’ ήτανε λημέρι των ληστών. 


Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι. Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα – νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης. Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. 


Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κ’ ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει. Θα ’τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα ’τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα. Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που ’χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. 


Ο κυνηγός έρριξε απάνου του και τα σκάγια τον πονέσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά. «Ώρα καλή, βρε παιδιά!» φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά. Ο άλλος που ήτανε μαζί του ήτανε ο γυιός του, ο Δημητρός. «Πολλά τα έτη!» αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κ’ η συντροφιά του. «Καλώς ορίσατε!». Τους πήγανε στη σπηλιά. «Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!» είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε. Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. 


Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε. «Βρε αδερφέ», έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, «ποιος να το ’λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια-Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. Κ’ επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να ’ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! 


Για κοίταξε τι χάλια το ’κανε!». Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κ’ έτρεμε σαν θερμιασμένο. «Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!». Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά. Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του και στο τέλος έπιασε να τραγουδά: Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας. Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε». Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κ’ έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε. 


Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κ’ έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κ’ είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του. Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή. Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σιλβέστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κ’ ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. 


Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κ’ ήτανε από τη Θεσσαλία. Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ’μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα. Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. Κ’ επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι (=μαντρί). Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’-Απόστολο με τον μούτσο. 


Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία. «Μωρέ να δεις», έλεγε ο κυρ-Παναγής, «τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε “εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…”, φτάξατε κ’ εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, “σμύρναν, χρυσόν και λίβανον”! Χα! Χα! Χα!» — γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς. Στο μεταξύ ο πάτερ-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κ’ είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του: «Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!» κ’ έκανε τον σταυρό του.




Ο πάτερ-Σιλβέστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κ’ είπε λίγες ευχές, 

το «Χριστός γεννάται», 

κ’ ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: 

«Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. 

Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. 

Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, 

την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, 

ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν». 

Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. 

Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. 

Τρώγανε και ψέλνανε. 

Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, 

τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, 

ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, 

καθώς και κρασί μπρούσικο. 

Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογγούσανε τα δέντρα κ’ η θάλασσα από μακριά. 

Ανάμεσα στα βουίσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. 

Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς 

μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. 

Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, 

ρουχάλιζε λιγάκι κ’ ύστερα ξυπνούσε κ’ έψελνε μαζί με τη συνοδεία. 

Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. 

Όλα υπήρχανε: 

το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, 

κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, 

που ευλογούσανε «την βρώσιν και την πόσιν».




Φώτης Κόντογλου


Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΔΙΕΣΠΑΣΕ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ




Στο πολὺ ἐνδιαφέρον βιβλίο 

«Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου»,
τὸ ὁποῖο συνεγράφη ἀπὸ τὸν Ἀγωνιστὴ τῶν Πατρίων Γρηγόριο Εὐστρατιάδη (+1950),
δικηγόρο-ἐκδότη-πολιτικό, καὶ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1929,
προκειμένου σὺν τοῖς ἄλλοις νὰ ἀντιμετωπισθοῦν τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα τῶν Νεοημερολογιτῶν,
ὅτι ἡ Καινοτομία τους δὲν προσκρούει στὸ Δόγμα καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε βλάπτει τὴν Ἑνότητά της,
τονίζεται καὶ ἡ μεγάλη ἀλήθεια,
ὅτι οἱ Ἱερὲς Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας ἀπέβλεπαν στὴν Ἑνότητα ἐν Ἀληθείᾳ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν,
καὶ τοῦτο εἶναι τὸ μεγαλύτερο Δόγμα καὶ ὁ ἐπιτακτικώτερος Ὅρος καὶ Κανόνας τους,
ὅπως καὶ ὁ κυριώτερος λόγος τῆς συγκροτήσεώς τους.
Καὶ μάλιστα, ὄχι μόνον ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν, τὸ Ἅγιον Πάσχα,
ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες Ἑορτές, τὶς Νηστεῖες καὶ ἐν γένει
τὰ παραδεδομένα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες,
ὅλες οἱ Σύνοδοι ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελοῦνται αὐτὰ ἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μονομερὴς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως
προσέκρουσε στὸν σκοπὸ αὐτὸ τῆς ἑνότητος τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν
καὶ παραβίασε τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
οἱ ὁποῖοι θεσπίσθηκαν ἀκριβῶς γιὰ τὴν Ἑνότητα
τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89 τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου).


Τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὁ σκοπὸς τῶν Συνόδων, τονίζει ὁ Εὐστρατιάδης, δὲν ἦταν μόνον γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἐπιτέλεση τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς Ἑορτές, οἱ ὁποῖες συνδέονται μὲ αὐτήν, ὅπως καὶ γιὰ τὶς ἀκίνητες λεγόμενες Ἑορτὲς –καὶ μάλιστα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-, καθὼς καὶ γιὰ τὶς Νηστεῖες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ὁ λόγος γιὰ τὸ Πάσχα ἀναφέρεται ὄχι μόνον στενὰ σὲ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ αὐτό, ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Τυπικὴ διάταξη, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔχει ὡς βάση τὸ Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, διότι σὲ αὐτὸ εἶναι προσαρμοσμένο τὸ Πασχάλιο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Ἑορτολόγιο, οἱ Νηστεῖες καὶ τὸ Κυριακοδρόμιο τῶν Εὐαγγελίων. 


Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος διαταράσσει τὴν Τυπικὴ αὐτὴ διάταξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καὶ διαταράσσεται καίρια μὲ τὴν μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου, παραβιάζει ἀναπόφευκτα τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ σκοπὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἡ διασφάλιση τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας (βλ. σελ. 89-90). Τὰ ὅσα δὲ θεσπίσθηκαν γιὰ τὸ Πάσχα ἰδίως ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶχαν σκοπὸ τὸν καθορισμὸ τῆς ἀκριβοῦς ἀστρονομικῆς ἰσημερίας σὲ ὁρισμένη ἐποχή, παρὰ ἀπέβλεπαν στὸ νὰ τελεῖται αὐτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ὅπου γῆς σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ Κυριακή, γιὰ νὰ τηρεῖται ἡ μία πίστη καὶ ὁμογνώμων εὐσέβεια, [νὰ ἀποφεύγεται ὁ συνεορτασμὸς μὲ τοὺς Ἰουδαίους ἤ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, θὰ προσθέταμε ἐπίσης], καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει διαφωνία ὡς πρὸς τὴν Ἑορτὴ αὐτή, ἐφ’ ὅσον μία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἄρα εἶναι ἐντελῶς ἀπρεπὲς στὶς ἴδιες καὶ τὶς αὐτὲς ἡμέρες ἄλλοι νὰ νηστεύουν καὶ ἄλλοι νὰ πανηγυρίζουν εὐφραινόμενοι (βλ. σελ. 95). 


πὶ τοῦ ἀξιοπρόσεκτου αὐτοῦ σκεπτικοῦ, συνεχίζει ὁ ἀοίδημος Γρηγόριος Εὐστρατιάδης τὸ ἔργο του, μὲ τὴν δεινότητα καὶ ἐμβρίθεια ποὺ διέκρινε αὐτὸ τὸν ἔξοχο ἀπολογητὴ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, διαφωτίζοντας καὶ ἐμᾶς σήμερα ἐπικαίρως στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀπαραδέκτων σοφιστειῶν τῶν Καινοτόμων Νεοημερολογιτῶν-Οἰκουμενιστῶν, γράφοντας καὶ τὰ ἑξῆς σημαντικά: «Ἀλλὰ πρόκειται περὶ τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα [ἡ ἀπόφασις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου], θὰ μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Καινοτόμοι μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου], καὶ ἡμεῖς δὲν ἐκαινοτομήσαμεν διὰ τὸ Πάσχα. Ὄχι, ἀπαντῶμεν. Τοῦτο εἶνε Φαρισαϊσμὸς καὶ σοφιστεία.


ταν μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὁρίζῃ ὅτι ὁ σκοπὸς τοῦ καθορισμοῦ τοῦ Πάσχα εἶναι ἵνα μὴ διαφωνῶσιν αἱ διάφοροι Ἐκκλησίαι καὶ ἵνα μή, ὅταν ἑορτάζωμεν οἱ μέν, οἱ ἄλλοι νηστεύωσιν. Ὅταν δηλονότι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος θεσπίζῃ τὴν Ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπιτάσσῃ ἐν αὐτῇ ὁμογνωμίαν. Ὅταν τοιοῦτον λέγει ὅτι εἶχον σκοπὸν οἱ Κανόνες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ σκοπὸς οὗτος ὑπάρχει διὰ πᾶσαν κοινὴν ἑορτήν, διὰ πᾶσαν κοινὴν νηστείαν. Οὐδὲ ἦτο δυνατὸν νὰ νοηθῇ ὅτι ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος περιώριζε τὴν ἀνάγκην τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μόνον εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα καὶ ὅτι ἠδιαφόρει διὰ τὴν διχογνωμίαν εἰς ἄλλας ἑορτὰς καὶ εἰς ἄλλας νηστείας. 


Διὰ τοῦτο ἐὰν ὑπῆρχε προσβολὴ τῶν ἀποφάσεων καὶ Κανόνων τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐφ’ ὅσον μετεβάλλετο ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, καὶ ἐπήρχετο διαίρεσις καὶ διαφωνία εἰς τὰς Ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ἡ αὐτὴ προσβολὴ τῶν διατάξεων τῆς αὐτῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπάρχει καὶ ὅταν διὰ τῆς μεταβολῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου ἐπέρχεται διαφωνία καὶ διχασμὸς τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν τέλεσιν καὶ πάσης ἄλλης ἑορτῆς καὶ δὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κλπ. Καὶ τότε προσβάλλεται ἐπίσης ἡ ἑνότης τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ μόνον διὰ τὴν ἑνότητα ταύτην ἐμερίμνησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἑνότητα τὴν ὁποίαν διασπᾶ καὶ συντρίβει ἡ μετὰ τόσης ἐπιπολαιότητος καὶ τόσης ἐλλείψεως Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ἀποφασισθεῖσα μονομερῶς μεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου. 


Καὶ ὅτι δὲν ἀπέβλεψαν ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἀλλ’ εἶχον ὑπ’ ὄψιν ἁπάσας τὰς ἑορτὰς καὶ τὰς νηστείας καὶ δι’ ἁπάσας ἀπήτησαν ἑνότητα καὶ ὁμοφωνίαν, ἀποδεικνύεται ἐκτὸς τῆς ἀνωτέρω Συνοδικῆς ἀποφάσεως, ἐκτὸς τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου [πρόκειται γιὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα εἶχαν παρατεθῆ ὑπὸ τοῦ συγγραφέως νωρίτερα], καὶ ἐκ τῶν κατωτέρω: Ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅστις – Διάκονος τότε – συμμετέσχεν εἰς τὴν ἐν Νικαίᾳ Σύνοδον, ἥν ἐπιστολὴν ἀπηύθυνε πρὸς τοὺς Ἀφρικανοὺς Ἐπισκόπους καὶ διὰ τῆς ὁποίας λέγει: “...Ἡ μὲν γὰρ (Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐν Νικαίᾳ) διὰ τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν καὶ διὰ τὸ Πάσχα συνήχθη. Ἐπειδὴ αἱ κατὰ Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν διεφώνουν πρὸς ἡμᾶς καὶ τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ ποιοῦσιν οἱ Ἰουδαῖοι, ἐποίουν καὶ οὗτοι. Ἀλλὰ χάρις τῷ Κυρίῳ, ὥσπερ περὶ τῆς πίστεως οὕτω καὶ περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς γέγονε συμφωνία. Καὶ τοῦτο ἦν τὸ αἴτιον τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου”. 


συμφωνία λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ὁ λόγος τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον. Ἐὰν δὲ καὶ περὶ οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς ἐπήρχετο διαφωνία, ὡς περὶ τοῦ Πάσχα, θὰ συνεκροτεῖτο καὶ περὶ ταύτης Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Διὰ τοῦτο κυρίως ἀπέβλεπον αἱ Σύνοδοι καὶ αἱ διατάξεις αὐτῶν νὰ ἀσφαλίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἑνότητα διὰ κοινῆς συμφωνίας. Ὅτι δὲ καὶ τὰς λοιπὰς Δεσποτικὰς ἑορτὰς ἐθεώρουν οἱ Πατέρες ὅπως καὶ τὴν τοῦ Πάσχα, τὸ εἶπεν ὁ [Ἅγιος] Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐκ τοῦ Λόγου τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου πρὸς Μακάριον τὸν Φιλογόνιον (Λόγος Γ΄) ὁμιλοῦντος περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἥν ὀνομάζει «Μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» καὶ λέγει περὶ ταύτης: “Ἀπὸ γὰρ ταύτης τὰ Θεοφάνεια καὶ τὸ Πάσχα τὸ ἱερὸν καὶ ἡ Ἀνάληψις καὶ ἡ Πεντηκοστὴ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν ὑπόθεσιν ἔλαβον. Εἰ γὰρ μὴ ἐτέχθη κατὰ σάρκα ὁ Χριστός, οὐκ ἄν ἐβαπτίσθη, ὅπερ ἐστὶ τὰ Θεοφάνεια, οὐκ ἄν ἐσταυρώθη, ὅπερ ἐστὶ τὸ Πάσχα, οὐκ ἄν τὸ Πνεῦμα κατέπεμψεν, ὅπερ ἐστὶν ἡ Πεντηκοστή. 


στε ἐντεῦθεν ὥσπερ ἀπό τινος πηγῆς ποταμοὶ διάφοροι ρυέντες, αὗται ἐτάχθησαν ἡμῖν αἱ ἑορταί”. Ἐὰν τοιαύτη εἶναι καὶ θεωρῆται ὑπὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, πῶς ἐπετρέπετο δι’ αὐτὴν διαφωνία τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ πῶς διὰ τὸ Πάσχα μόνον θὰ συνεκαλοῦντο αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι; Καὶ ἀφοῦ αἱ διατάξεις αὐτῶν ἐγένοντο ὅπως ἀσφαλισθῇ ἡ περὶ τὰς ἑορτὰς ἑνότης, πῶς διὰ μὲν τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα θεωροῦμεν τὴν μεταβολὴν ἀπηγορευμένην ὑπὸ τῶν Κανόνων, διὰ δὲ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ τὰς ἄλλας, ἅς μετεκίνησε κατὰ 13 ἡμέρας ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἡμερολογίου θεωροῦμεν αὐτὴν μὴ προσκρούουσαν εἰς τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων; 


φοῦ τὸ πνεῦμα τῶν Κανόνων περὶ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα εἶναι νὰ ὑπάρχῃ ὁμογνωμία τῶν Ἐκκλησιῶν διὰ τὴν ἡμέραν πασῶν τῶν ἑορτῶν, πῶς δὲν εἶναι ἀντικανονικὴ ἡ Ἡμερολογιακὴ μεταβολή, διὰ τῆς ὁποίας ἄλλαι Ἐκκλησίαι ἄγουν τὰς ἑορτὰς Χριστουγέννων, Φώτων κλπ. μίαν ἡμέραν, καὶ ἄλλαι ἄγουν αὐτὰς ἄλλην ἡμέραν; Ὑψίστην ἄρα σημασίαν ἀπέδιδον οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Ἑνότητα αὐτῆς καὶ ὡς πρώτιστον Δόγμα ἐκήρυσσον τὴν συμφωνίαν ἁπασῶν εἰς τὰ τῆς τελέσεως τῆς ἐξωτερικῆς Λατρείας» (σελ. 95-98).



Ὅπως γίνεται ἄμεσα ἀντιληπτὸ καὶ κατανοητό,
ἡ Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία προσκρούει στὸ γράμμα καὶ μάλιστα στὸ πνεῦμα
τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας
περὶ ὁμογνωμίας καὶ συμφωνίας στὸν ἑορτασμὸ ὅλου τοῦ ἑορτολογικοῦ κύκλου τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως ἀποδεικνύει μὲ τόση σαφήνεια ὁ Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως Γρηγόριος Εὐστρατιάδης,
καταδεικνύοντας τὴν τεράστια ἀστοχία καὶ εὐθύνη τῶν Καινοτόμων,
οἱ ὁποῖοι ἔβλαψαν καίρια τὴν ἐξωτερικὴ ἔκφραση τοῦ Δόγματος τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ὅτι αὐτοὶ τολμοῦν νὰ ἑορτάζουν Χριστούγεννα μαζὶ μὲ τοὺς Ἑτεροδόξους,
ἀποχωριζόμενοι ἀπὸ τὴν Ἑορτολογικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία προβλέπει τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τὴν ἡμέρα αὐτὴ
καὶ τὴν ἐξακολούθηση τῆς εὐλογημένης περιόδου Νηστείας
ἐν ὄψει τῆς μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων τῶν Ὀρθοδόξων,
διαδηλώνουν τὸ χάσμα ποὺ τοὺς χωρίζει ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία
καὶ τὴν ἐξακολουθητικὴ προτίμηση καὶ ἁμαρτία τους
νὰ ἀποστατοῦν συνευφραινόμενοι Οἰκουμενιστικῶς μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ ἐν χώρᾳ μακρᾷ!
Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς δώσει μετάνοια καὶ ἐπιστροφή!



Εκ της ιστοσελίδας της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών ΕΔΩ.


+Ἐ.Γ.Κ.

12/25.12.2017

Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Η ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ




Ο εντολοδόχος, κοσμικός συναισθηματισμός των Πολυεθνικών 

που βιώνει ο Νεοέλληνας τις ημέρες των Χριστουγέννων
απέχει απροσπέλαστες παρασάγγας από την βιωματική και μυστηριακή κατάνυξη
που συναισθάνεται ο ορθοπραττών πιστός
και η οποία δεν είναι μια κτιστή και αναλώσιμη αίσθηση,
αλλά μια αγιοπνευματική αποκάλυψη και εμπειρική ''έκρηξη'' της Θείας Χάριτος!
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος,
που οι περισσότεροι αναπνέουν την ''μαγεία των ''Χριστουγέννων''
μέσα από το φωτορυθμικό ''παλκοσένικο'' του διεθνούς εμπορίου,
την καταναλωτική βουλιμία της αγοράς και την αδηφάγα κραιπάλη
της ''εκπορνευμένης'' γαστρός.
Και όταν τελειώσει η ''θεατρική παράσταση'' θά΄χει απομείνει αποκλειστικά
το χειροκρότημα!
Και η μελαγχολία...
Αυτή είναι η εξοστρακισμένη τραγωδία,
μέσα στην οποία παφλάζει, κοχλάζει κι αποσυντίθεται
ο προτεσταντίζων άνθρωπος του ''Santa Claus'' και της Χολυγουντιανής, χρηματιστηριακής φιέστας.
Ζήτω το ''Hollywood'' λοιπόν, 

ζήτω οι Πολυεθνικές, 

ζήτω και η ''20th century fox''...


Αυτά τα ''Χριστούγεννα'' ζουν δυστηχώς οι Νεοέλληνες, που βαυκαλίζονται ανέξοδα -δίκην άδωρων δώρων- στη θέα ενός android κινητού, μιας υπαίθριας απόδρασης στην Αράχωβα και την Αγόριανη ή μιας ομαδικής, μεταμεσονύχτιας κραιπάλης στα γυφτολαικίζοντα νυχτομάγαζα των πόλεων! Το τραγικότερο όλων βέβαια δεν είναι η εκκοσμίκευση, η έκπτωση και τελικά η αναίρεση αυτών των απομεινάντων ''Χριστουγέννων'', αλλά αυτή η ανεκλάλητη, παγωμένη ''ηδονή'' και συμμετοχή στην καρναβαλική αυτή φιέστα, που αποτελεί επίσημα και την Ειδωλολατρεία του Χειμώνα! 


Άτακτες ορδές ''βαρβάρων'' επιδίδονται σε ένα ακαταίσχυντο, ακατάσχετο και ''επικό'' πλιάτσικο των απανταχού σούπερ μάρκετς σε βαθμό γενικής λεηλασίας... Η Ειδωλολατρεία του Χειμώνα, αυτά τα εκκοσμικευμένα και χαλκευμένα Ψευδοχριστούγεννα, αυτά τα μαριναρισμένα εκ του σιωνιστικού ''τσελεμεντέ'' συμπόσια φθηνής αγαπολογίας συσκευασμένα σε αμπαλαρισμένο, χρυσαφένιο περιτύλιγμα είναι μια τσίγκινη και κάλπικη αγάπη που διαρκεί μια μέρα. 


Αυτό που θα μείνει εντέλει στους ''μυούμενους'' καταναλοσυλλέκτες αυτής της ειδωλολατρικής φιέστας και εορτινής αυτοκατάνυξης είναι οι φουσκωμένες, τετράπαχες και ''ασφυκτικές'' κοιλιές, η οδυνηρή, άθλια και διαβεβλημένη μέθη και φυσικά μια διάχυτη, οφθαλμοφάνερη και ''επική'' μελαγχολία να συνοδεύει τους δύσμοιρους Νεοέλληνες, που έμειναν με την απατηλή ψευδαίσθηση, πως γιόρτασαν ''Χριστούγεννα''! Και πως να τους εξηγήσεις, πως αυτά τα... ''χιονισμένα'' και ''μαγικά'' Ψευδοχριστούγεννα είναι αποκλειστικό εργόχειρο της Coca-Cola έτει 1931 ακόμα, πως όλα τα αποκαλούμενα -πλην των δημοτικών τραγουδιών και των παραδοσιακών καλάντων- είναι αμιγώς προτεστάντικα, δηλαδή αιρετικά τραγούδια του συρμού, πως ο Βασίλειος ο Μέγας δεν δίδαξε ποτέ τον άπακο, την ζωική και μανιώδη βουλιμία και την ιδεοληψία της καθολικής οινοκατάνυξης! 


Αντιθέτως, τα Χριστούγεννα είναι μια αποκλειστικά Ορθόδοξη, Δεσποτική εορτή, που πραγματώνεται καθ΄όλη την περίοδο της Σαρρακοστής, μέσα στο ψυχικό και πνευματικό θεραπευτήριο που ονομάζεται Ορθόδοξη Εκκλησία! Χριστούγεννα χωρίς Εκκλησία δεν λογίζονται, Χριστούγεννα χωρίς την ''σταυρωτική'' ανάβαση της νηπτικής Σαρρακοστής που αποκορυφώνεται στο ''κοινόν ποτήριον'' και την θεοδώρητη ένωσή μας με τον Γεννηθέντα Χριστό δεν υφίστανται. Τί απείρου κάλλους -όμως- αντίθετες, αμφίρροπες και ανομοιογενείς ανθρώπινες αντιδράσεις... 


Οι κοσμικοί άνθρωποι στον γεννηθέντα και εορτάζοντα Χριστό μας δεν θα προσφέρουν Τίποτα. Μεταξύ τους όμως θα ανταγωνίζονται στην αγορά ενός τετραπύρηνου tablet του ''Κωτσόβολου'', στα καλύτερα androit κινητά από το ''Πλαίσιο'' ή στα καινούρια playstation των ''Media market''. Και όταν οι περισσότεροι πάλι θα πιστοποιήσουν, θα διακηρύξουν και θα αναβαθμίσουν την αλαφιασμένη, φίλαυτη ματαιοδοξία τους στην κοσμική αίγλη ενός εορταστικού Ρεβεγιόν, οι λιγότεροι, οι ελάχιστοι, οι ''σαλεμένοι'' -μα πατροπαράδοτοι-πιστοί θ΄αγρυπνούν σε Μονές και Εκκλησιές, για να υποδεχθούν τον γεννηθέντα και άμωμο Αμνό μέσα στο σύγχρονο σπήλαιο της Γέννησης, που είναι αυτή η Εκκλησία!



Γιατι αυτά είναι τα αληθινά Χριστούγεννα: 
η ψυχική ανάταση, η πνευματική ολοκλήρωση κι η χριστουγενννιάτικη αυτή 
''έκρηξη'' αγιοπνευματικής ευτυχίας που νιώθει ο συμμέτοχος, μετανοών πιστός, 
δεν ανταλλάσσεται με οιοδήποτε handmade μόρφωμα προβοκατόρικης, ημεροληκτικής χαράς, 
που κατασκεύασαν επιμελώς οι σιωνιστικοί ''Έμποροι των Εθνών'' των Η.Π.Α και της Coca-Cola! 
Τα ''Ψευδοχριστούγεννα'' λοιπόν που βιώνουν 
οι σημερινοί κατοχικοί και υπόδουλοι, ραγιάδες νεοέλληνες 
είναι τα βιομηχανικά απόβλητα που παρήχθησαν στα αμερικάνικα εργαστήρια των Tomas Nast και Haddon Sundblom, 
που ανέλαβαν εργολαβικά -μέσω του Αβραάμ Λίνκολν και της Coca-Cola- 
να δημιουργήσουν όλη αυτή την  φαντασμαγορική φιέστα των ''animated designs'': 
έναν θραψερό, κοιλιόδουλο και καλοθρεμμένο ''Άι Βασίλη'', 
που από το 1931 του φόρεσαν κόκκινη στολή και μακρόσυρτη, λευκή γενειάδα, 
ταράνδους, ξωτικά, φαντάσματα, αστερόσκονη, άμαξες, χιόνια, δώρα, 
μα κυρίως Ψέμα! 
Αυτό το Ψέμα ζουν δυστηχώς αυτές τις μέρες 
οι περισσότεροι υπόδουλοι δέκτες των απάντων, 
που μετά τις γιορτές θα΄χουν να λένε πως έκαναν ''Καλά Ψευδοχριστούγεννα''... 
Εύχεσθε!


Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος 

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΣ

     



Σαν σήμερα, Χριστούγεννα, στα 1864, έκανε μεγάλη φουρτούνα με χιονιά. 

Στ’ αγριεμένο πέλαγο δεν φαινότανε πουθενά πανί. 

Μοναχά ένα μικρό καΐκι πάλευε με το χάρο ανοιχτά από την Τήνο. 

Ήτανε ενός καπετάν Γιώργη από τη Νάξο, φορτωμένο κρασιά από τη Σαντορίνη. 

Όλη τη μέρα αγαντάριζε στον αγέρα, 

μα σαν σκοτείνιασε, ο βοριάς σκύλιαξε κι’ έσπασε τ’ άρμπουρο, 

έβγαλε και το τιμόνι από τα βελόνια. 

Οι άνθρωποι προφτάξανε και ρίξανε τη βάρκα στη θάλασσα και μπήκανε μέσα. 

Δεν είχανε αλαργάρει ως μια τουφεκιά τόπο, και βούλιαξε το καΐκι. 

Τη βάρκα την άρπαξε το μπουρίνι και την πήγαινε όπου ήθελε μέσα στην πίσσα της νύχτας. 

Οι τρεις νοματέοι που βρισκόντανε μέσα ήτανε ο καπετάν Γιώργης κι’ άλλοι δυο γεμιτζήδες, 

σε ελεεινή κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο με κείνον τον χιονιά, 

πουντιασμένοι από το τάντανο, δίχως καμιάν ελπίδα πως θα γλυτώνανε. 

Πιάσανε και κλαίγανε σαν τα μωρά και τάξανε κι’ οι τρεις να πάνε να καλογερέψουνε, 

αν λάχαινε να γλυτώσουνε. 

Κι’ ο Θεός άκουσε τις φωνές που τον παρακαλούσανε, 

γιατί βγαίνανε σαν του Ιωνά μέσα από καρδιές απελπισμένες, 

και κει που δεν ξέρανε πού βρισκόντανε, 

σαν ξημέρωσε, 

είδανε πως ο καιρός καλωσύνεψε ανέλπιστα, και πως βρισκόντανε κοντά στη Σύρα. 


Ήβγανε γεροί όξω και τους μαζέψανε κάτι ψαράδες, δεν αρρώστησε κανένας. Καθίσανε δυο τρεις μέρες στη Σύρα κι’ είπανε πως έχουνε χρέος να κάνουνε το τάξιμό τους. Πουλήσανε τη βάρκα, και με κείνα τα λεφτά μπαρκάρανε, και πήγανε ίσια στ' Άγιον Όρος και γινήκανε κ' οι τρεις καλογέροι, δίχως να ειδοποιήσουνε τα σπίτια τους πως γλυτώσανε, αφού είπανε πως είναι πια πεθαμένοι για τον κόσμο. Ο καπετάν Γιώργης πήγε κι' ασκήτεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, κ' έφταξε σε μεγάλα μέτρα, με προσευχή, με νηστεία και με σκληρή κακοπάθηση του κορμιού, τόσο, που ξακούστηκε η αγιοσύνη του σ' όλο το Όρος. Έμαθε και την τέχνη κοντά σ’ έναν γέροντα μάστορα, κ' έγινε σπουδαίος αγιογράφος. Η γυναίκα του τον είχε για πνιγμένον κ' έκανε κάθε χρόνο τα κόλλυβά του. Δεν έμαθε πως γλύτωσε και πως καλογέρεψε ο άντρας της. Μαυροφόρεσε αυτή και τα δυο παιδιά της τα πιο μεγάλα, γιατί το μικρό ήτανε μωρό βυζανιάρικο. 


Κι' ο καπετάν Γιώργης, που γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δεν θέλησε να μάθει τίποτα για το σπίτι του, μην τύχει και τον νικήσει η αγάπη των παιδιών του. Αλλά σαν περάσανε δυο τρία χρόνια, δυνάμωσε η ψυχή του με τη θεία χάρη κ' ήθελε να βγει για λίγον καιρό από το Όρος, όπως βγαίνανε κι' άλλοι πατέρες για ελέη, και να πάγει στη Νάξο να δει τα παιδιά του και τη γυναίκα του, δίχως να φανερωθεί. Μάλιστα, σαν διάβασε το συναξάρι τ' άγιου Γιάννη του Καλυβίτη, που ήτανε μοναχογυιός κι’ αρχοντόπουλο, και πήγε κρυφά και καλογέρεψε, και για να πονέσει ακόμα πιο πολύ η καρδιά του για την αγάπη του Χριστού, πήγε στο πατρικό το σπίτι του κι’ έκανε τον υπηρέτη δίχως να τον ξέρουνε οι γονιοί του, κι’ έτσι παράδωσε το πνεύμα του στον Θεό, σαν διάβασε λοιπόν ο πάτερ Γεράσιμος τούτη τη συγκινητική την ιστορία, αποφάσισε σίγουρα να πάγει στη Νάξο. 


Πήρε λοιπόν την ευχή από τον γέροντά του, και μπήκε σ' ένα καΐκι και τον έβγαλε στην Πάρο. Εκεί κάθισε κανένα μήνα, κι’ επειδής είχε πάρει μαζί του και τα σύνεργα της ζωγραφικής, ζωγράφισε και καμπόσα εικονίσματα που του παραγγείλανε. Και τόση ήτανε η ευλάβειά του κι’ η σεβασμιότητα που είχε το παρουσιαστικό του, που ξακούστηκε στα γύρωθε νησιά πως τα εικονίσματα που ζωγράφιζε ήτανε «έθαρμα» (θαυματουργά), γιατί δεν έτρωγε λάδι παρά έβαζε μονάχα λίγο, με του φτερού την άκρη, στο φαγητό του την Κυριακή που δεν δούλευε, κ' έτρωγε και το ψωμί με μέτρο, και το νερό ακόμα πούπινε. Τα γόνατά του ήτανε πληγωμένα από τις μετάνοιες που έκανε όλη τη νύχτα, κι' ο ύπνος του ήτανε μοναχά μια δυο ώρες, και τον έπαιρνε καθιστός απάνω στο σεντούκι πούχε τα εργαλεία του, είτε πλαγιαστός απάνω στο χώμα. 


Κι’ από τα λιγοστά λεφτουδάκια που έπαιρνε για τα κονίσματα που έκανε, για τη συντήρησή του ξόδευε τα πιο λίγα, και τ’ άλλα τάδινε κρυφά στους φτωχούς. Πήγανε λοιπόν από τη Νάξο δυο τρεις ευλαβείς χριστιανοί και τον παρακαλέσανε να πάγει και στο νησί τους. Και δεν τον γνωρίσανε, γιατί είχε αλλάξει ολότελα το πρόσωπό του από τα γένεια κι’ από τα μαλλιά κι’ από τη μεγάλη εγκράτεια, και πιο πολύ από την αγιοσύνη. Και κείνος χάρηκε πολύ, και σαν βρέθηκε μοναχός του έκλαψε και φχαρίστησε τον Θεό, γιατί ήτανε φανερό πως θέλημά του ήτανε να πάγει στην πατρίδα του να δοκιμαστεί η πίστη του «ως χρυσός εν χωνευτηρίω». Βγήκε λοιπόν στη Νάξο, έξη χρόνια από τότε που γίνηκε καλόγερας. Οι θεοφοβούμενοι χριστιανοί κατεβήκανε και τον πήρανε από τη βάρκα, κι’ ο καθένας ήθελε να τον πάρει στο σπίτι του, για νάχει την ευλογία του. 


Πλην ο Χριστός έδειξε πάλι πως τον θεωρούσε στερεόν στην πίστη του και ήρθανε τα πράγματα τέτοιας λογής, ώστε να τον βάλουνε οι πιτρόποι της εκκλησίας σ' ένα κελλί που ήτανε αντίκρυ στο σπίτι του. Δεν περάσανε δυο τρεις μέρες και πήρε παραγγελιά να ζωγραφίσει κάμποσες εικόνες, κ' έπιασε και δούλευε. Τη μέρα ήτανε κλεισμένος στο κελλί του και δεν κύταξε καθόλου από το παράθυρο. Μοναχά τη νύχτα, σαν ανάβανε τη λάμπα στο σπίτι του, καθότανε στα σκοτεινά δίχως να τον βλέπουνε, και κύτταζε μέσα τη χήρα τη γυναίκα του και τα παιδιά του μαυροντυμένα, που καθόντανε στο τραπέζι για να φάνε. Τότες τρέχανε σαν βρύσες τα μάτια του, κ' έπεφτε σε προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό να τον βαστάξει με το δυνατό χέρι Του για να μην λυγίσει, ώστε να βγάλει πέρα τούτον τον μεγάλον αγώνα, που ήτανε παραπάνω απ' όσο μπορεί να αντέξει άνθρωπος. Γονάτιζε, κι’ έκλαιγε γονατιστός. 


Έλεγε το ψαλτήρι κ' η καρδιά του σα νάθελε να βγει από το στήθος του, σαν περιστέρι να πετάξει. Πού να πετάξει; Στο σπίτι του ή στον Θεό, που είπε «όποιος αγαπά πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά περισσότερο από εμένα, αυτός δεν είναι άξιός μου»; Κι’ έλεγε με κλάψιμο: «Έως τίνος θήσομαι οδύνας εν τη καρδία μου, ημέρας και νυκτός; Επίβλεψον, εισάκουσόν μου, Κύριος ο Θεός μου. Φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον, μήποτε είπη ο εχθρός μου: Ίσχυσα προς αυτόν. Κύριε, εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου, και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Συ μου ει καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη. Πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ' εμέ διήλθον. Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς, και πετασθήσομαι, και καταπαύσω; 


Ο Θεός, την ζωήν μου εξήγγειλά σοι, έθου τα δάκρυά μου ενώπιόν σου. Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι. Οτι ερρύσω την ψυχήν μου εκ του θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, τους πόδας μου από ολισθήματος. Εκοπίασα κράζων, εβραγχίασεν ο λάρυγξ μου, εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου». Κι’ από τον πολύν αγώνα τον έπαιρνε ο ύπνος κατά τα ξημερώματα. Κι’ άνοιγε τα μάτια του κι’ έβλεπε τη μέρα που γλυκοχάραζε και στάλαζε ειρήνη στην καρδιά του, σαν νάτανε άλλος άνθρωπος. Έβαζε με τον νου του το θρήνο που έκανε τη νύχτα, κι’ έλεγε με σιγανή φωνή: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωί αγαλλίασις. Κύριος εγεννήθη βοηθός μου. Έστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσάς με ευφροσύνην». Έτσι περνούσανε οι μέρες. Και δυνάμωνε η ψυχή του, τόσο, που απορούσε και δόξαζε τον Θεό. 


Γιατί έφταξε να καλημερίζει τ' αγοράκι του που έβγαινε το πρωί από το σπίτι του να πάγει να δουλέψει σ' ένα τσαγκαράδικο, και το μικρό το κοριτσάκι του που ήτανε βυζανιάρικο τον καιρό που θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στο κελλί του και του φιλούσε το χέρι και κουβεντιάζανε μαζί. Ήτανε τότε ως έξη χρονών και το λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπόν η Καλλιοπίτσα, στον παπού, και τούδινε κρύο νερό από τη στέρνα, και σαπούνιζε και τις βρούτσες που ζωγράφιζε, και δεν ήθελε να φύγει από κοντά, σα νάνοιωθε πως την τραβούσε το αίμα. Και κει που μιλούσανε, ώρες-ώρες γύριζε ο Πάτερ Γεράσιμος το πρόσωπό του και σφούγγιζε τα μάτια του, κ' έλεγε πάλι: «Κτηνώδης εγενήθην παρά σοι• καγώ διαπαντός μετά σου, ήγουν: “Σαν τ' αναίσθητο το ζώο γίνηκα για σένα, Θεέ μου, μα εγώ παντοτινά είμαι μαζί σου”». Μια μέρα χτύπησε η πόρτα του κελλιού του, και σαν άνοιξε, βλέπει μπροστά του τη γυναίκα του. 


Και σαν νάτανε από πέτρα κι' όχι άνθρωπος με κορμί, δεν απόδειξε τίποτα, κι' ούτε ταράχτηκε στο παραμικρό. Και κείνη δεν τον γνώρισε ολότελα, και του λέγει: «Καλή μέρα, γέροντα», και φίλησε το χέρι του. Και κείνος της λέγει: «Ο Θεός να σε ευλογεί, τέκνο μου». Και σαν μπήκανε μέσα, κάθισε ο Πάτερ Γεράσιμος στο σκαμνί του, και κείνη κάθισε ντροπαλή και πικραμένη στο σεντούκι. Και θέλοντας να μιλήσει η κακομοίρα δάκρυσε. Η γυναίκα που δεν γνώρισε τον άντρα της, δάκρυσε, και κείνος που τη γνώρισε, δεν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα απόδειξε, παρά καθότανε με χαροποιό πρόσωπο, σαν τους μάρτυρες την ώρα που τους καίγανε και που ξεσκίζανε τα κορμιά τους. 


Λέγει του η γυναίκα δακρυσμένη: «Ήρθα, γέροντα, να σε παρακαλέσω να μου φτιάξεις μιαν εικόνα τ' άγιου Γιώργη, σε μνημόσυνο του μακαρίτη τ’ αντρός μου, που πνίγηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα πριν από έξη χρόνια». «Μετά χαράς», λέγει ο καλόγερας. «Βοήθειά σου. Μα δεν είναι καλό να κλαις, γιατί βαραίνεις την ψυχή του. Είσαι χήρα γυναίκα, δεν θέλω τίποτα για τον κόπο μου». Η γυναίκα τούκανε μετάνοια κ' έφυγε. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ο Πάτερ Γεράσιμος έβαλε μπροστά την εικόνα. Όσον καιρό τη δούλευε, τα μάτια του τρέχανε σαν βρύσες, οι μπογιές με τα δάκρυα ήτανε ζυμωμένες. 


Στο απάνω μέρος ζωγράφισε τον άγιο Γιώργη αρματωμένον και θλιμμένον καβάλλα στ' άλογο, κι' από κάτω το θεριό λαβωμένο από το κοντάρι του, κ' η βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' έμοιαζε στην Καλλιοπίτσα. Και στο κάτω μέρος χώρισε ένα μέρος, και ζωγράφισε ένα καράβι που βούλιαζε, και τρεις ναύτες που θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' άγρια τα κύματα, κ' έγραψε: «Το ναυάγιον». Και σε μια γωνιά έγραψε πάλι τούτα τα λόγια: «Υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του δούλου του Θεού Γεωργίου Αντρή, ονπερ κατέπιε υδατόστρωτος τάφος, εν έτει 1864, μηνί Δεκεμβρίω 25». Κι' από κάτω έγραψε «Διά χειρός Γερασίμου μοναχού του αμαρτωλού. Έτους 1870».



Ύστερα από κανέναν μήνα, 

ο Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε από τη Νάξο για να γυρίσει στο Όρος. 

Περνώντας από τη Σύρα, έγραψε στη γυναίκα του πως έμαθε από έναν άλλον καλόγερα 

πως ο Καπετάν Γιώργης ζει και πως είναι στο Όρος, 

και πως να στείλει εκεί πέρα το γυιό της τον μεγάλο για να του δώσει τις παραγγελιές του. 

Σαν γύρισε πίσω στη σκήτη της μετανοίας του, 

πήρε ένα γράμμα από το γυιό του πως σε λίγες μέρες θα πήγαινε να τον ανταμώσει. 

Κατέβηκε στη Δάφνη και τον περίμενε. 

Σαν βγήκε από τη βάρκα, τον καλωσόρισε ο Πάτερ Γεράσιμος. 

Καθίσανε και κουβεντιάζανε για τη Νάξο, για το σπίτι τους. 

Κάθε τόσο ρωτούσε το παιδί: 

«Πότε θάρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;». 

Και κείνος τούλεγε: «Πήγε ως του Ξηροποτάμου, κι' όπου νάναι θάρθει». 

Πάλι σε λίγο ξαναρωτούσε: «Πότε θάρθει, γέροντα, ο πατέρας μου;». 

Όπου σε μια στιγμή τον πήρανε τα δάκρυα τον γέροντα και λέγει του παιδιού του: 

«Εγώ είμαι, παιδί μου, ο πατέρας σου, εγώ ήμουνα μια φορά ο καπετάν Γιώργης. 

Μα θάμουνα πνιγμένος αν δε με γλύτωνε ο Θεός, κ' έταξα να γίνω καλόγερας. 

Τώρα εσύ δεν είσαι ορφανό, μα εγώ είμαι πια πεθαμένος για τον κόσμο. 

Έτσι θέλησε ο Παντοδύναμος, 

που είπε πως θα αφήσει γονιούς και παιδιά και γυναίκα 

όποιος Τον αγαπά. 

Γεννηθήτω το θέλημά Του».




Φώτης Κόντογλου


Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ




Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. 

Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. 

Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. 

Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. 

Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ᾿ όλα τα καλά. 

Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε, στ᾿ άλλο έμπαινε. 

Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές. 

Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. 

Ο καφενές τ᾿ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. 

Είχε μέσα δύο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ᾿ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. 

Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, 

κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι. 

Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. 

Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. 

Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, 

μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, 

όχι σαν και τώρα, 

που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, 

και κείνα παράφωνα.


Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ᾿ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ᾿ όλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα. Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το ’να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. 


Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε. Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το ’να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ᾿ άλλο τον μάντη Τειρεσία, που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ᾿ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη. Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πέντ᾿ - έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία. 


Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε. Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του, και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε: — Εεεέχ! Μωρέ, ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!… Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε: — Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά! Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής! Απ᾿ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από ’δω κι από ’κει ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά. 


Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι. Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες: Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ᾿ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη… Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια: Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν, του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν. 


Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε, κοιμηθείτε, ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε. Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε, στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε. Ν᾿ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε, δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται. Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ᾿ είναι ορισμός σας και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας. Και εις έτη πολλά. Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα. Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια! 


Όλα γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά. Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε πάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ᾿ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ’ όλα, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν τ᾿ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας. 


Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο, που βογγά από τον άγριο τον χιονιά. Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα, κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παρα-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ᾿ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ᾿ όξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι. Εκεί μέσα βρίσκουνται εξ᾿-εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. 


Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες, με το μαλλί γυρισμένο από μέσα. Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του, τον Κωσταντή. Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού. 


Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός. Απ᾿ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια.



Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος 

και μασούσε το μουστάκι του. 

Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ᾿ όλο που έκανε ζέστη, 

κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ᾿ ανοιχτό μανίκι τ᾿ αλλουνού χεριού. 

Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. 

Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. 

Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε: 

Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. 

Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους; 

Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα! 

Κανένας δε μίλησε. 

Ύστερ᾿ από ώρα, σαν να ’τανε μοναχός, 

ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε: 

Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;… 

Και δάγκασε το μουστάκι του. 

Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, 

σα να μιλούσε με τον εαυτό του: 

Δεν μπορεί! Κατιτίς θα υπάρχει… Και δεν ξαναμίλησε.



Φώτης Κόντογλου


Print Friendly and PDF