ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Η ΩΡΑ ΗΛΘΕΝ Ω ΑΝΔΡΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ


 


Προκήρυξη

 

Η ώρα ήλθεν, ώ άνδρες Έλληνες!

                             

Oι αδελφοί μας και φίλοι είναι πανταχού έτοιμοι· oι Σέρβοι, oι Σουλιώται, καί όλη η Ήπειρος οπλοφορούντες μας περιμένουν· ας ενωθώμεν λοιπόν με ενθουσιασμόν! Η Πατρίς μας προσκαλεί! Η Ευρώπη προσηλόνουσα τους οφθαλμούς της εις ημάς, απορεί διά την ακινησίαν μας· ας αντηχήσωσι λοιπόν όλα τα όρη της Ελλάδος από τον ήχον της πολεμικής μας σάλπιγγος και αι κοιλάδες από την τρομεράν κλαγγήν των αρμάτων μας. Η Ευρώπη θέλει θαυμάσει τας ανδραγαθίας μας oι δέ τύραννοι ημών τρέμοντες και ωχροί θέλουσι φύγη απ' έμπροσθέν μας. Oι φωτισμένοι λαοί της Ευρώπης ασχολούνται εις την απόλαυσιν της ιδίας ευδαιμονίας και πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των προπατόρων μας ευεργεσίας, επιθυμούσι την ελευθερίαν της Ελλάδος.


Ημείς φαινόμενοι άξιoι της προπατορικής αρετής καί του παρόντος αιώνος είμεθα ευέλπιδες, να επιτύχωμεν την υπεράσπισιν αυτών και εις βοήθειαν πολλοί εκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν έλθη, διά να συναγωνισθώσι με ημάς. Κινηθείτε, ώ φίλοι, και θέλετε ιδή μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας! Θέλετε ιδή και εξ αυτών των εχθρών μας πολλούς οίτινες παρακινούμενοι από την δικαίαν μας αιτίαν, να στρέψωσι τα νώτα προς τον εχθρόν και να ενωθώσι με ημάς· ας παρρησιασθώσι με ειλικρινές φρόνιμα, η Πατρίς θέλει τους εγκολπωθή! Ποίος λοιπόν εμποδίζει τους ανδρικούς σας βραχίονας; Ο άνανδρος εχθρός μας είναι ασθενής και αδύνατος. 


Oι στρατηγοί μας έμπειροι, και όλοι oι ομογενείς γέμουσιν ενθουσιασμού! Ενωθήτε λοιπόν, oι ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες! Ας σχηματισθώσι φάλαγγες εθνικαί, ας εμφανισθώσι πατριωτικαί λεγεώνες, και θέλετε ιδή τους παλαιούς εκείνους κολοσσούς του δεσποτισμού να πέσωσιν εξ ιδίων, απέναντι των θριαμβευτικών μας σημαιών. Εις την φωνήν της σάλπιγγός μας όλα τα παράλια του loνίoυ και Αιγαίoυ πελάγους θέλουσιν αντηχήση· τα ελληνικά πλοία, τα οποία εν καιρώ είρήνης ήξευραν να εμπορεύωνται και να πολεμώσι, θέλουσι σπείρη εις όλους τους λιμένας του τυράννου με το πυρ και την μαχαίραν την φρίκην και τον θάνατον.


Ποία ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήση εις την πρόσκλησιν της Πατρίδος; Εις την Ρώμην ένας του Καίσαρος φίλος σείων την αιματωμένην χλαμύδα του τυράννου εγείρει τον λαόν. Tι θέλετε κάμη σεις ώ Έλληνες, προς τους οποίους η Πατρίς γυμνή δεικνύει μεν τας πληγάς της και με διακεκομμένην φωνήν επικαλείται την βοήθειαν των τέκνων της; Η θεία πρόνοια, ώ φίλοι συμπατριώται, εύσπλαγχνισθείσα πλέον τας δυστυχίας μας ηυδόκησεν ούτω τα πράγματα, ώστε μέ μικρόν κόπον θέλομεν απολαύση με την ελευθερίαν πάσαν ευδαιμονίαν. Αν λοιπόν από αξιόμεμπτον αβελτηρίαν αδιαφορήσωμεν, ο τύραννος γενόμενος αγριώτερος θέλει πολλαπλασιάση τα δεινά μας, και θέλομεν καταντήση διά παντός το δυστυχέστερον πάντων των εθνών.


Στρέψατε τους οφθαλμούς σας, ώ συμπατριώται! και ίδετε την ελεεινήν μας κατάστασιν· ίδετε εδώ τους ναούς καπατημένους· εκεί τα τέκνα μας αρπαζόμενα, διά χρήσιν αναιδεστάτην της αναιδούς φιληδονίας των βαρβάρων τυράννων μας· τους οίκους μας γεγυμνωμένους∙ τους αγρούς μας λεηλατισμένους και ημάς αυτούς ελεεινά ανδράποδα. Eίναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον ζυγόν, να ελευθερώσωμεν τήν Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέλινον, δια να υψώσωμεν το σημείον δι' ού πάντοτε νικώμεν, λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών καιαφρόνησιν. Μεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, ος τις ανδρειωτέρως υπερασπισθή τα δίκαια της Πατρίδος και ωφελιμωτέρως την δουλεύσει. Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξη τους δημογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην βουλήν θέλουσιν υπέκει ολαι μας αι πράξεις.


Ας κινηθώμεν λοιπόν μέ εν κοινόν φρόνιμα, oι πλούσιοι ας καταβάλωσιν μέρος της ιδίας περιουσίας, oι ιερoί ποιμένες ας εμψυχώσωσι τον λαόν με το ίδιόν των παράδειγμα, και oι πεπαιδευμένοι ας συμβουλεύσωσιν τα ωφέλιμα. Oι δε εν ξέναις αυλαίς υπουργούντες στρατιωτικοί και πολιτικοί ομογενείς, αποδίδοντες τας ευχαριστίας εις ην έκαστος υπουργεί δύναμιν, ας ορμήσωσιν όλοι εις το ανοιγόμενον ήδη μέγα και λαμπρόν στάδιον, και ας συνεισφέρωσιν εις την πατρίδα τον χρεωστούμενον φόρον, και ως γενναίoι ας ενοπλισθώμεν όλοι άνευ αναβολής καιρού με το ακαταμάχητον όπλον της ανδρείας και υπόσχομαι εντός ολίγου την νίκην και μετ' αυτήν παν αγαθόν. Πoίoι μισθωτοί και χαύνοι δούλοι τολμούν να αντιπαραταχθώσιν απέναντι λαού, πολεμούντος υπέρ της ιδίας ανεξαρτησίας; Μάρτυρες oι ηρωικοί αγώνες των προπατόρων μας· Μάρτυς η lσπανία, ήτις πρώτη και μόνη κατετρόπωσεν τας αηττήτους φάλαγγας ενός τυράννου.


Με την ένωσιν, ώ συμπολίται, με το προς την ιεράν θρησκείαν σέβας, με την προς τους νόμους και τους στρατηγούς υποταγήν, με την ευτολμίαν και σταθηρότητα, η νίκη μας είναι βεβαία και αναπόφευκτος· αυτή θέλει στεφανώση μέ δάφνας αειθαλείς τους ηρωικούς αγώνας μας· αυτή με χαρακτήρας ανεξαλείπτους θέλει χαράξη τα ονόματα ημών εις τον ναόν της αθανασίας, διά το παράδειγμα των επερχομένων γενεών. Η Πατρίς θέλει ανταμείψη τα ευπειθή και γνήσιά της τέκνα με τα βραβεία της δόξης και τιμής· τα δε απειθή και κωφεύοντα εις την τωρινήν της πρόσκλησιν, θέλει αποκηρύξη ως νόθα και ασιανά σπέρματα, και θέλει παραδώση τα ονόματά των, ως άλλων προδοτών, εις τον αναθεματισμόν και κατάραν των μεταγενεστέρων.


Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ώ ανδρείοι, και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος. Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών. Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των Πατέρων μας, oι οποίοι δια να μας αφήσωσιν ελευθέρους επολέμησαν και επέθανον εκεί. Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Επαμινώνδου Θηβαίου, και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους∙ εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτονος, oι oπoίoι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν· εις εκείνην του Τιμολέοντος ος τις απεκατέστησε την ελευθερίαν εις την Κόρινθον και τας Συρακούσας, μάλιστα εις εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους του Λεωνίδου και των Τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών, των οποίων τους βαρβαρωτέρους και ανανδροτέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον με πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου.



Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς μας προσκαλεί!

 


Αλέξανδρος Υψηλάντης

Την 24η του Φεβρουαρίου 1821

Εις το γενικόν στρατόπεδον του Ιασίου

ΕΝΑ ΔΑΝΕΙΟ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ


 


Μόλις λοιπόν τον έφερε στο περίστοο της εκκλησίας, όπου είναι οι μεγάλες πύλες, του έδειξε τους φτωχούς και είπε: «Αν δώσεις σε τούτους, ο Θεός των χριστιανών τα παίρνει, επειδή όλοι αυτοί είναι δικοί Του». Αυτός αμέσως δίνει μετά χαράς τα πενήντα μιλια­ρήσια στους φτωχούς και πήγε στο σπίτι του. Και μετά τρεις μήνες, επειδή είχαν ανάγκη από χρήματα, λέει ο άνδρας στη γυναίκα: «Αδελφή, δεν οφείλει να μας δώσει ο Θεός των χριστιανών κάτι από το χρέος εκείνο, επειδή είμαστε σε δύσκολη θέση;» Του αποκρίνεται λοιπόν η γυναίκα και του λέει: «Ναι, πήγαινε όπου τα έδωσες και θα σου δώσει πολύ πρόθυμα».


 

Στη νήσο Σάμο μάς διηγήθηκε η θεοφιλής και φιλόπτωχη Μαρία, η μητέρα του κυρού Παύλου του κανδιδάτου (αξιωματικού),τα εξής: «Ήταν κάποια γυναίκα στην πόλη Νί­σιβη χριστιανή κι ο άνδρας της ειδωλολάτρης. Και είχαν πενήντα μιλιαρήσια (ασημένια νομίσματα). Μια μέρα λοιπόν λέει ο άνδρας στη γυναίκα του: «Ας δανείσουμε τα μιλιαρήσια, για να έχουμε απ’ αυτά λίγη απολαβή, επειδή, αν τα χαλάμε ένα-ένα, πρόκειται να τα ξοδέψουμε όλα». Αποκρίθηκε η γυναίκα και του λέει: «Αν προστάζεις να τα δανείσουμε, έλα δάνεισέ τα στο Θεό των χριστιανών». Της λέει ο άνδρας:«Και πού είναι ο Θεός των χριστιανών, να του δανείσουμε;» Του λέει εκείνη: «Εγώ θα σου Τον δείξω· όχι μόνο δεν τα χάνεις, αλλά και τόκους σου δίνει και το κεφάλαιο διπλασιάζει». Αυτός της λέει: «Πάμε να μου Τον δείξεις και να Του δανείσουμε». Αυτή τον παίρνει και τον πηγαίνει στην αγιότατη εκκλησία. Έχει δε η εκκλησία της Νίσιβης πέντε πύλες μεγάλες.Μόλις λοιπόν τον έφερε στο περίστοο της εκκλησίας, όπου είναι οι μεγάλες πύλες, του έδειξε τους φτωχούς και είπε: «Αν δώσεις σε τούτους, ο Θεός των χριστιανών τα παίρνει, επειδή όλοι αυτοί είναι δικοί Του». Αυτός αμέσως δίνει μετά χαράς τα πενήντα μιλια­ρήσια στους φτωχούς και πήγε στο σπίτι του. Και μετά τρεις μήνες, επειδή είχαν ανάγκη από χρήματα, λέει ο άνδρας στη γυναίκα: «Αδελφή, δεν οφείλει να μας δώσει ο Θεός των χριστιανών κάτι από το χρέος εκείνο, επειδή είμαστε σε δύσκολη θέση;» Του αποκρίνεται λοιπόν η γυναίκα και του λέει: «Ναι, πήγαινε όπου τα έδωσες και θα σου δώσει πολύ πρόθυμα». Αυτός τότε πήγε τρέχοντας στην αγία εκκλησία.Κι όταν έφτασε στον τόπο όπου έδωσε τα μιλιαρήσια στους φτωχούς και τριγύρισε όλη την εκκλησία, επειδή νόμιζε ότι θα δει κάποιον που όφειλε να του δώσει κάτι, δεν είδε κανένα έκτος από τους φτωχούς που κάθονταν πάλι εκεί. Και καθώς διαλογιζόταν σε ποιόν να πει ή από ποιόν να απαιτήσει, βλέπει μπροστά στα πόδια του στο μάρμαρο ένα μιλιαρήσιο μεγάλο από εκείνα που είχε μοιράσει στους αδελφούς. Έσκυψε τότε, το πήρε, πήγε στο σπίτι του και λέει στη σύζυγό του: «Να, που πήγα στην εκκλησία σας και σε διαβεβαιώνω, γυναίκα, δεν είδα όπως είπες το Θεό των χριστιανών και δεν μου έδωσε τίποτε, βρήκα όμως το μιλιαρήσιο τούτο στον τόπο όπου κι εγώ έδωσα τα πενήντα μιλιαρήσια».Τότε του λέει η θαυμαστή γυναίκα: «Αυτός είναι που έδωσε τούτο αφανώς, επειδή είναι αόρατος και διοικεί τον κόσμο με αόρατη δύναμη και χέρι. Όμως πήγαινε, κύριέ μου, κι αγόρασέ μας τίποτε να φάμε σήμερα κι Αυτός σου ξαναδίνει». Αυτός πήγε κι αγόρασε γι’ αυτούς ψωμί και κρασί και ψάρι και τα δίνει στη γυναίκα. Αυτή πήρε το ψάρι κι άρχισε να το καθαρίζει. Κι όταν το άνοιξε, βρίσκει στα σπλάχνα του μια πέτρα τόσο θαυμαστή, που απόρησε η γυναίκα μ’ αυτήν. Βέβαια δεν ήξερε τι είναι, αλλ’ όμως τη φύλαξε. Όταν ήρθε ο άνδρας της, καθώς έτρωγαν, του έδειξε την πέτρα που βρήκε και είπε: «Να, αυτήν την πέτρα βρήκα στο ψάρι». Αυτός βλέποντάς την, θαύμασε μεν κι αυτός την ομορφιά της, αγνοούσε όμως τη φύση της. Κι όταν έφαγαν, της λέει: «Δώσ’ τη μου και πηγαίνω να την πουλήσω, αν τυχόν και βρω κανένα να μου δώσει γι’ αυτήν τίποτε».Γιατί ούτε κι αυτός, όπως είπα, ήξερε τι είναι, όντας αστοιχείωτος. Παίρνει λοιπόν την πέτρα και πηγαίνει στον τραπεζίτη, ο οποίος ήταν και αργυροπράτης. Ήταν τότε ώρα να κλείσει· (ήταν βράδυ). Λέει στον αργυροπράτη: «Θέλεις να αγοράσεις αυτήν την πετρούλα:» Τότε ο αργυροπράτης τη βλέπει και λέει: «Και τί θέλεις γι’ αυτήν;» Του λέει ο πωλητής: «Δώσε ό,τι θέλεις». Του λέει εκείνος: «Πάρε πέντε μιλιαρήσια». Τότε ο πωλητής, επειδή νόμισε ότι τον περιπαίζει, του λέει: «Και δίνεις αυτά για τούτη;» Και ο αργυροπράτης, επειδή νόμισε ότι ειρωνικά του απάντησε έτσι, του λέει: «Πάρε δέκα μιλιαρήσια».Ο δε πωλητής, νομίζοντας ότι τον ξανακοροϊδεύει, σιωπούσε. Του λέει ο αργυροπράτης: «Πάρε είκοσι μιλιαρήσια γι’ αυτήν». Αλλ’ αυτός σιωπούσε χωρίς να αποκρίνεται τίποτε. Καθώς όμως ανέβηκε στα τριάντα και μετά μέχρι τα πενήντα μιλιαρίσια ο αργυ­ροπράτης ορκιζόμενος ότι πράγματι θα τα δώσει, τότε το καλοσκέφτηκε και μπήκε στο νόημα ότι, αν δεν ήταν αυτή πολύτιμη, δεν θα έδινε πενήντα μιλιαρήσια γι’ αυτήν κι’ ανεβάζοντας λίγο-λίγο την τιμή, του δίνει μέχρι τριακόσια μιλιαρήσια μεγάλα. Κι όταν τα πήρε, αφού έδωσε την πέτρα, έρχεται στη γυναίκα του χαρούμενος.Αυτή, όταν τον είδε του λέει: «Πόσο την πήρε;» νομίζοντας ότι ή πέντε ή δέκα φόλεις την πούλησε. Αυτός έβγαλε τότε τα τριακόσια μιλιαρή­σια και της τα έδωσε λέγοντας ότι τόσο την πούλησε. Αυτή θαύμασε την αγαθότητα του φιλάνθρωπου Θεού και λέει προς αυτόν: «Να, άνδρα μου, πόσο αγαθός και ευγνώμων και πλούσιος είναι ο Θεός των χριστιανών. Βλέπεις πως όχι μόνο τα πενήντα μιλιαρήσια, αλλά και τον τόκο τους έδωσε σε σένα που Του δάνεισες, αλλά και σε λίγες μέρες στα παρέδωσε εξαπλάσια.Μάθε λοιπόν ότι δεν υπάρχει Θεός άλλος ούτε στη γη ούτε στον ουρανό παρά μόνο Αυτός». Κι επειδή πείστηκε απ’ αυτό το θαύμα και γνώρισε εκ πείρας και μ’ αυτόν τον τρόπο την αλήθεια, έγινε αμέσως χριστιανός και δόξασε το Σωτήρα μας Χριστό «συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι» ευχαριστώντας τον πάρα πολύ για τη σύνεση της γυναίκας του, διά της οποίας του δωρήθηκε το να γνωρίσει το Θεό «εν αληθεία».





«Να, άνδρα μου, πόσο αγαθός και ευγνώμων και πλούσιος είναι ο Θεός των χριστιανών. 

Βλέπεις πως όχι μόνο τα πενήντα μιλιαρήσια, αλλά και τον τόκο τους έδωσε σε σένα που 

Του δάνεισες, αλλά και σε λίγες μέρες στα παρέδωσε εξαπλάσια.

Μάθε λοιπόν ότι δεν υπάρχει Θεός άλλος ούτε στη γη ούτε στον ουρανό παρά μόνο Αυτός». 

Κι επειδή πείστηκε απ’ αυτό το θαύμα και γνώρισε εκ πείρας και μ’ αυτόν τον τρόπο την αλήθεια,

 έγινε αμέσως χριστιανός και δόξασε το Σωτήρα μας Χριστό

 «συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι»

 ευχαριστώντας τον πάρα πολύ για τη σύνεση της γυναίκας του, 

διά της οποίας του δωρήθηκε το να γνωρίσει το Θεό «εν αληθεία».



(Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ.Σταυρονικήτα-Αγ. Όρος, σ.205-208)



Πηγή: ΑΓΙΑ ΜΕΤΕΩΡΑ


Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΟΦΡΟΝΕΣ


 


Σχόλιο. ''Ό­τι δε οι Λατίνοι είναι αιρετικοί, δεν είναι καμμία χρεία επί του παρόντος να κάμωμεν καμμίαν απόδειξιν,'' λέει παρακάτω ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. 

Κι όμως στην σημερινή εποχή του διαθρησκειακού αχταρμά, υπάρχουν εξ' ορισμού ορθόδοξοι, που ελαφρά τη καρδία αποφαίνονται, [άκουσον-άκουσον], πως για να είναι αιρετικοί οι παπικοί, πρέπει να συνέλθει... Οικουμενική Σύνοδος... 

Ο πρώην Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Καλλίνικος, από το ραδιόφωνο της ''Πειραικής Εκκλησίας'' συστήνει σε μεσημβρινή έκπομπή του, τέτοιες οικουμενιστικές συζεύξεις. 

Προτρέπει Έλληνες μετανάστες στην Ευρώπη, όπου δεν υπάρχει ορθόδοξη εκκλησία να λειτουργούνται, να προσέρχονται σε... καθολικές και μάλιστα να κοινωνούν την ά-Χαρι όστιά τους... 

Και δυστηχώς, την έκτροπη αυτή γραμμή ακολουθούν κι άλλοι μεγαλόσχημοι κληρικοί καταπατώντας όχι μόνο τους κανόνες της Εκκλησίας, αλλά κι αυτό, το ίδιο το ''Πηδάλιο''.

Κι όταν τους λες, ''αδελφοί,αυτά που λέτε και κάνετε είναι αντίχριστα, σου απαντούν στωικά...

 Καλύτερα με το ψέμα και μέσα στη Εκκλησία, παρά με την αλήθεια και έξω από αυτήν...'' 

Λες και η Εκκλησία του Θεού είναι διοικητικό οργανισμός με εκτελεστικά φιρμάνια και ατέρμονα πρωτόκολλα. 

Λες και δεν είναι πνευματική σύναξη ομοδόξων, που ενώνονται Ευχαριστιακά, εν Αληθεία, όμως Πίστεως, στο κοινόν ποτήριον. 

Λες και η ανορθόδοξη, αγαπολογική, με πολλούς αποδέκτες, ποίμανση έχει σκεπάσει τα πάντα... 

Τους Πατέρες, την Καινοτόμο Εκκλησία, την ίδια την Παράδοση της Ορθοδοξίας... 

Λες και οι αιρετικοί οικουμενιστές είναι... Εντός Εκκλησίας του Κυρίου μας... 

Αλίμονο! Προσέξτε αδελφοί, γιατι πολλές... Εκπλήξεις θα δούμε στην ζωή που έρχεται... 

Στην Άνω Ιερουσαλήμ...! 


Ερμηνεία ΜΖ ­Α­πο­στο­λι­κου Κανόνος, Πηδάλιον 1970, σελ. 55-56. Λοιπόν ακολουθούντες εις τα ειρημένα, επειδή ο τύπος του Α­πο­στο­λι­κού Κανόνος το απαιτεί, λέγομεν, ότι το των Λατίνων βάπτισμα είναι ψευδώνυμον βάπτισμα, και δια τούτο, ούτε κατά τον λόγον της ακριβείας είναι δεκτόν, ούτε κατά τον λόγον της οικονομίας. Δεν είναι δεκτόν κατά τον λόγον της ακριβείας,.­... δια­τί είναι αιρετικοί. Ο­τι δε οι Λατίνοι είναι αιρετικοί, δεν είναι καμμία χρεία επί του παρόντος να κάμωμεν καμμίαν απόδειξιν. Αυτό γαρ τούτο, οπού τόσον μίσος και τόσην αποστροφήν έχομεν ήδη τόσους αιώνας προς αυτούς, είναι μία φανερά απόδειξις, ότι ως αιρετικούς τούς βδελυττόμεθα, ο,τι λογής δηλαδή και τούς Α­ρει­α­νο­ύς, η Σαβελλιανούς, η πνευματομάχους Μακεδονιανούς. Μα ανίσως τινάς αγαπά να καταλάβη και από βιβλία τας αιρέσεις των, αυτάς θέλει τας εύρει όλας μεν, εις τα βιβλία του αγιωτάτου Πατριάρχου Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων κυρίου Δοσιθέου του παπομάστιγος, με τας σοφωτάτας αναιρέσεις των. Πλην ικανήν είδησιν ημπορεί να λάβη και από το βιβλιάριον του σοφού Μηνιάτου, το επιγραφόμενον Πετρα σκανδάλου· αρκούσι δε όσα περί αυτών ο άγιος Μαρκος ο Ε­φέ­σου εν τη Φλωρεντία (συνελεύσει κε) παρρησία είπεν ούτως· «ημείς δι ο­δέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλ ότι εισίν, ου μόνον σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί». Δι ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς. Και ο μέγας δε Εκ­κλη­σι­άρ­χης Σιλβεστρος (τμημ. θ'. κεφ. ε') έλεγεν· «Η των Λατίνων διαφορά, αίρεσίς εστι, και ούτως είχον αυτήν οι προ ημών. «Λοιπόν όντας ομολογούμενον, πως οι Λατίνοι είναι παμπάλαιοι αιρετικοί, εν πρώτοις ευθύς από τούτο είναι αβάπτιστοι, κατά τον μέγαν Βασίλειον ανωτέρω, και τούς προ αυτού αγίους Κυπριανόν και Φιρμιλιανόν. Διατί λαϊκοί γενόμενοι, με το να εξεκόπησαν από την ορθόδοξον Εκ­κλη­σί­αν, δεν έχουσι πλέον με λόγου τους την χάριν του αγίου Πνεύματος, δια της οποίας οι ορθόδοξοι Ι­ε­ρείς τελειόνουσι τα μυστήρια. Εν τούτο επιχείρημα, το οποίον τόσον είναι ισχυρόν και αναντίρρητον, όσον είναι ισχυροί και αντίρρητοι οι Κανόνες του μεγάλου Βασιλείου, και του ιερομάρτυρος Κυπριανού, ωσάν οπού έλαβον, και έχουν μάλιστα το κύρος από την αγίαν και Οικουμενική στ' σύνοδον. β' οι Λατίνοι είναι αβάπτιστοι, διατί δεν φυλάττουσι τας τρεις καταδύσεις εις τον βαπτιζόμενον, καθώς άνωθεν η ορθόδοξος Εκ­κλη­σί­α παρά των αγίων Α­πο­στό­λων παρέλαβεν.Λοιπόν αβάπτιστοι οι Λατίνοι, διατί δεν κάνουσι τας τρεις καταδύσεις και αναδύσεις, κατά την Α­πο­στο­λι­κήν παράδοσιν. Περί τούτων των τριών καταδύσεων πόσον είναι αναγκαίαι και απαραίτητοι εις τελείωσιν του βαπτίσματος, δεν λέγομεν. Ο­ποι­ος αγαπά, ας αναγνώση, αλλά κατά πάσαν ανάγκην ας αναγνώση, το εγχειρίδιον του πολυμαθεστάτου και σοφωτάτου Ευστρατίου του Αρ­γέν­του. Αλ­λά και ημείς εις τον ν' Α­πο­στο­λι­κόν Κανόνα θέλομεν ειπή, όσα η νυν χρεία απαιτεί. Ει δε και τις εξ αυτών των Λατίνων, η και των Λατινοφρόνων, ήθελε προβάλη τας τρεις επικλήσεις της αγίας Τριάδος, δεν πρέπει να καμόνηται πως αλησμόνησεν εκείνα οπού ήκουσεν ανωτέρω από τον ιερόν Φιρμιλιανόν, και από τον μέγαν Α­θα­νά­σιον· ήγουν πως είναι αργα δηλαδή και ανενέργητα τα υπέρθεα εκείνα ονόματα, προφερόμενα από των αιρετικών τα στόματα. Διατί αν ούτω δεν είναι, βεβαιότατα πρέπει να πιστεύσωμεν, ότι και τα κακογραίδια κάμνουσι θαύματα, με το να επάδουσι τα θεία ονόματα».Και παρακάτω:«Και προς ταύτα απλά και δίκαια αποκρινόμεθα ταύτα. Ο­τι φθάνει, οπού ομολογείς, πως με μύρον τούς εδέχετο. Λοιπόν είναι αιρετικοί. Διατί γαρ με μύρον, αν δεν ήσαν αιρετικοί»;Ακρίβεια πλέον και όχι οικονομία.«Οικονόμησαν λοιπόν ομοίως και οι προ ημών, και εδέχθησαν το βάπτισμα των Λατίνων, κατά τον δεύτερον μάλιστα τρόπον, δια τι ο παπισμός τότε ήκμαζε, και όλας τας δυνάμεις των της Ευρώπης βασιλέων είχεν εις τας χείράς του, το δε βασίλειον το ιδικόν μας έπνεε τα λοίσθια. Ο­θεν ήτο ανάγκη, αν η οικονομία αυτή δεν εγίνετο, να εγείρη τα Λατινικά γένη ο Παπας κατά των Α­να­το­λι­κών, να αιχμαλωτίζουν, να φονεύουν, και άλλα μύρια εις αυτούς να κάμνουν δεινά. Αλ­λά τώρα οπού κακά τοιαύτα δεν δύνανται εις ημάς να κάμνουν, με το να επέστησεν εις ημάς η θεία πρόνοια φύλακα τοιούτον, οπού και αυτών εκείνων των αγερώχων εις τέλος κατέβαλε την οφρύν, τώρα λέγω, οπού τίποτε καθ ημών δεν ισχύει η λύσσα του παπισμού, τι πλέον οικονομία χρειάζεται; η οικονομία γαρ έχει μέτρα και όρια, και δεν είναι παντοντινή, και αόριστος». Και παρακάτω: «Βεβαια κακή οικονομία είναι αυτή, όταν δια μέσου αυτής ούτε τούς Λατίνους ημπορούμεν να επιστρέψωμεν, και ημείς παραβαίνομεν την ακρίβειαν των ιερών Κανόνων, και δεχόμεθα των αιρετικών το ψευδοβάπτισμα. «Οικονομητέον γαρ ένθα μη παρανομητέον», λέγει ο θείος Χρυσόστομος.



Σημ: Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για σαράντα ολόκληρα χρόνια, λόγω της αίρεσης του μονοθελητισμού, αποτειχίσθηκε από την εκκλησία και δεν είχε καμμία κοινωνία με τους ταγούς της. 

Όταν τον πλησίασαν για να επιστρέψει, τους απάντησε...

"Eκκλησία, όπως είπε ο Xριστός μας, δεν είναι ούτε τα κτίρια, ούτε τα ντουβάρια, ούτε οι κληρικοί, ιερείς και αρχιερείς, ούτε τίποτε άλλο. Αλλά εκκλησία τι είναι; 

Είναι ο ίδιος ο Χριστός και η Αλήθειά Του, το Ευαγγέλιο Του, η Ορθή Πίστη, η ορθή δόξα. 

Αυτή είναι η Εκκλησία! 

Και όπου υπάρχει αυτή η αλήθεια, η ορθή δόξα, εκεί είναι και η Εκκλησία του Xριστού. 

Όπου δεν υπάρχει αυτή η ορθή δόξα, η ορθή ομολογία και η αλήθεια, εκεί δεν υπάρχει ούτε Εκκλησία του Xριστού". 

Γι’ αυτό λέγει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, τί λέει, μετά από τόσους αιώνες από τον Αγιο Mάξιμο; 

7ος αιώνας ο Άγιος Mάξιμος, 14ος αιώνας ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. 

Mετά από 6-7 αιώνες λέει περίπου τα ίδια πράγματα. 

Tι; 

"Kαι γαρ οι τοις του Xριστού εκκλησίας της αληθείας εισίν, οι δε μη όντες της αληθείας ουδέ τοις του Xριστού εκκλησίας εισίν".

Δηλαδή, αυτοί που είναι μέσα στην αλήθεια είναι και μέσα στην εκκλησία του Xριστού. 

Ενώ αυτοί που είναι έξω από την αλήθεια, δεν είναι ούτε μέσα στην εκκλησία του Xριστού, 

αλλά είναι έξω από αυτήν.


Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΧΑΡΑ




«Πάντοτε χαίρετε»· «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε, πάλιν ἐρῶ χαίρετε»
(Αʹ Θεσ. εʹ 16, Φιλιπ. δʹ 4)

 

Ο θεοφόρος καί χριστοφόρος εὐσεβής «χαίρει ἐν Κυρίῳ πάντοτε» 

καί ἡ παρουσία του στόν κόσμο εἶναι μία μαρτυρία τῆς Αναστάσεως καί τῆς Πεντηκοστῆς, 

εἶναι μία ἀποκάλυψις τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί τῆς μακαριότητος τῶν ᾿Εσχάτων, 

τήν ὁποίαν ἤδη προγεύεται.

Για εκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀντιρρήσεις, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά χαίρη κάποιος πάντοτε, 

ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε μίαν θαυμάσια ῾Ομιλία, 

ἐπιγραφομένην «Περί εὐχαριστίας», 

διά τῆς ὁποίας ἀντιμετωπίζει τούς τολμῶντας «κατηγορεῖν 

τοῦ Παύλου ὡς ἀδύνατα ἡμῖν διορίζοντος».



Δεν είναι δυστυχῶς ἀσυνήθιστο τὸ φαινόμενο νὰ βλέπουμε εὐσεβεῖς, στὸ πρόσωπο τῶν ὁποίων δὲν ἀνθίζει ἡ χαρά, ἡ ἱλαρότης, ἡ εἰρήνη τοῦ Παρακλήτου, τὸ Φῶς τῆς Χάριτος. Προφάσεις ὑπάρχουν πολλές: ταραχὲς στῂν οἰκογένεια, προβλήματα στὴν ἐργασία, διάφορα ἀτυχήματα, οἰκονομικὴ δυσπραγία, δυσκολίες στὴν ὑγεία, δυσάρεστες ἐθνικὲς καὶ πολιτικὲς ἐξελίξεις κ. ἄ. ῏Αρά γε, εἶναι δυνατὸν ὅλα αὐτὰ νὰ ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ ἐμπόδια, γιὰ νὰ στερῆται ὁ Χριστιανὸς τὴν εἰρήνη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καὶ τὴν χαρὰ τοῦ Χριστοῦ μας; Βεβαίως, ὄχι· διότι ἡ χαρὰ τῶν εὐσεβῶν δὲν ὀφείλεται στὴν ἀπουσία τῶν πειρασμῶν καὶ τῶν θλίψεων τῆς ζωῆς, ἀλλὰ στὴν παρουσία τοῦ Σωτῆρος μας μέσα στὴν καρδιά τους. ῞Οταν ὁ Χριστιανὸς ἔχη ταπεινὸ φρόνημα καὶ πενθῆ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του· ὅταν ἐπιδιώκη «πάντοτε τὸ ἀγαθὸν καὶ εἰς ἀλλήλους καὶ εἰς πάντας»· ὅταν ἀγωνίζεται νὰ τηρῆ τὶς θεῖες ἐντολές· ὅταν μετέχη συνεχῶς τῶν Αχράντων᾿ Μυστηρίων· ὅταν διαρκῶς ἀναλογίζεται μὲ εὐγνωμοσύνη τὴν ἀγάπη καὶ τὶς δω- ρεὲς τοῦ Θεοῦ· ὅταν καλλιεργῆ τὴν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ προσευχή· τότε, ζῇ ἐν Χριστῷ καὶ σὺν τῷ Χριστῷ, δηλαδὴ ἔχει στὴν καρδιά του τὸν Δοτῆρα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης. Ο θεοφόρος καὶ χριστοφόρος εὐσεβὴς «χαίρει ἐν Κυρίῳ πάντοτε» καὶ ἡ παρουσία του στὸν κόσμο εἶναι μία μαρτυρία τῆς Αναστάσεως᾿ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι μία ἀποκάλυψις τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ τῆς μακαριότητος τῶν ᾿Εσχάτων, τὴν ὁποίαν ἤδη προγεύεται. ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀντιρρήσεις, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ χαίρη κάποιος πάντοτε, ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε μίαν θαυμάσια ῾Ομιλία, ἐπιγραφομένην «Περὶ εὐχαριστίας», διὰ τῆς ὁποίας ἀντιμετωπίζει τοὺς τολμῶντας «κατηγορεῖν τοῦ Παύλου ὡς ἀδύνατα ἡμῖν διορίζοντος». Η εὐλογημένη χαρὰ τῶν Χριστιανῶν ἀποτελεῖ τὸν δείκτη τῆς πνευματικῆς των καταστάσεως: ἔλλειψις χαρᾶς, καὶ μάλιστα διαρκοῦς, σημαίνει ἔλλειψιν κοινωνίας μὲ τὸν Χριστό μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἀδελφό μας. Ο Κύριος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ δὲν ἔχουμε κοινωνίαν μαζί Του, ἰδιαιτέρως ὅταν μέσα σὲ αὐτὴν δὲν ὑπάρχη ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον μας· ὅταν κακολογοῦμε τὸν ἀδελφό μας καὶ τὸν πληγώνουμε· ὅταν τὸν ὑποτιμοῦμε καὶ περιφρονοῦμε· ὅταν τοῦ προξενοῦμε λύπη καὶ ταραχή. Ο ῞Αγιος Απόστολος᾿ Παῦλος μᾶς προτρέπει: «τὸ ἀγαθὸν διώκετε», καὶ ἐννοεῖ·«ἐπιτεταμένως καὶ ὑπερβολικῶς σπουδάζετε νὰ ἀγαθοποιῆτε καὶ ἀλλήλους σας, ἤγουν καὶ τοὺς ὁμοπίστους σας Χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ πάντας, ἤγουν καὶ τοὺς ἀπίστους καὶ ἀσεβεῖς». Τὸ ἀντίθετο, δηλαδὴ ἡ ἀλοζονεία καὶ ἡ ἐκδίκησις, ἡ ψυχρότης, ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ ἀδράνεια, ἡ μισαδελφία καὶ ἡ ἀσπλαγχνία,θὰ μᾶς κάμουν νὰ ὁμοιάζουμε πρὸς τὴν μέλισσα, ὅπως λέγει χαρακτηριστικὰ ὁ ῾Ιερὸς Χρυσόστομος: «Δὲν βλέπετε τὴν μέλισσα, ὅτι πεθαίνει ἀμέσως μόλις πλήξει κάποιον μὲ τὸ κεντρί της; Διὰ μέσου ἐκείνου τοῦ ζώου μᾶς διδάσκει ὁ Θεὸς νὰ μὴ λυποῦμε τὸν πλησίον μας, διότι ἐμεῖς πρῶτοι δεχόμεθα τὸν θάνατον. ᾿Εκείνους, τοὺς ὁποίους πλήττουμε, ἴσως τοὺς ἐλυπήσαμε προσωρινά, ἐμεῖς ὅμως δὲν θὰ ζήσουμε πλέον, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε ἐκεῖνο τὸ ζῶο». Η ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ Θεοτόκος εἶναι ᾿Εκείνη, πρὸς τὴν ῾Οποία ἀπευθύνουμε τὸν χαιρετισμό: «Χαῖρε πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη», στὶς δὲ Παρακλήσεις Της ψάλλουμε πολὺ ὡραῖα: «Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα, τῆς ἁμαρτίας τὴν λύπην ἐξαφανίσασα». Ας ἐπαναλαμβάνουμε συχνὰ καὶ ἐγκάρδια τὸ εὐφρόσυνο αὐτὸ τροπάριο, προσευχόμενοι στὴν Παναγία Μητέρα μας νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ χαίρουμε ἐν Κυρίῳ πάντοτε μὲ τὴν χαρὰ τῆς Αναστάσεως᾿ καὶ τῆς Βασιλείας. Αμήν!


 

Η υπερευλογημένη Θεοτόκος εἶναι ᾿Εκείνη, πρὸς τὴν ῾Οποία ἀπευθύνουμε τὸν χαιρετισμό: 

«Χαῖρε πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη», στὶς δὲ Παρακλήσεις Της ψάλλουμε πολὺ ὡραῖα:

«Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, 

Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα, τῆς ἁμαρτίας τὴν λύπην ἐξαφανίσασα».

Ας ἐπαναλαμβάνουμε συχνὰ καὶ ἐγκάρδια τὸ εὐφρόσυνο αὐτὸ τροπάριο, 

προσευχόμενοι στὴν Παναγία Μητέρα μας νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ χαίρουμε ἐν Κυρίῳ πάντοτε μὲ τὴν χαρὰ τῆς Αναστάσεως

 καὶ τῆς Βασιλείας. Αμήν!



† Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗ ΕΧΕΙ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ


 


Στο Κελλί του Χατζηγιώργη στην Κερασιά, όπου είχαν θαυματουργή εικόνα τού αγίου Μηνά, την παραμονή μιας πανηγύρεως, κατά την ώρα της αρχής της αγρυπνίας, ήλθε ένας φτωχός λαϊκός, που είχε χάσει το ζώο του. Οι πατέρες τού είπαν να ξεκουραστεί και τον παρηγορούσαν. Εκείνος ήταν απαρηγόρητος, γιατί το ζώο αυτό ήταν μεγάλη βοήθεια στη φτώχεια του. Την ώρα εκείνη ακούστηκαν δυνατά κτυπήματα στην εξώθυρα. Πήγαν να δουν ποιος κτυπά έτσι δυνατά, είδαν το ζώο, το έδιωχναν, μα δεν έφευγε. Ο φτωχός που βγήκε να δει, είδε πως ήταν το μουλάρι του...!
 

 

 

Έλεγε ο Γέροντας Ιωακείμ,πως πρόλαβε στο Άγιον Όρος πολύ καλούς πατέρες. Βέβαια οι καλοί δεν φαίνονται, κρύβονται. Υπήρχαν όμως αληθινοί αγωνιστές και άνθρωποι μεγάλης υπομονής. Επίσης είχαν πενία, κόπωση, μεγάλες ακολουθίες, πολύωρες ορθοστασίες, πολλές αγρυπνίες και στα μοναστήρια και στα καλύβια. Τότε έβγαζαν το ψωμί με τον ιδρώτα τους, δεν περίμεναν, δεν είχαν και δεν ήθελαν βοήθεια από τους κοσμικούς, όπως σήμερα. Πολλοί πατέρες αγόραζαν μόνο ενδύματα, τα οποία συχνά τα μπάλωναν, και αλάτι. Αρκούνταν σε αυτά που παρήγαγαν. Ούτε έβγαιναν συχνά από το Άγιον Όρος, αρκετοί, τότε, δεν είχαν βγει ποτέ από τότε που ήλθαν. Μόνο στα Κελλιά που είχαν πολλές λεπτοκαρυές και ιδίως σ' εκείνα που ήσαν αγιογράφοι περνούσαν ίσως κάπως πιο άνετα. Το εργόχειρο της αγιογραφίας απέδιδε, γιατί τότε, η λεγόμενη αγία Ρωσία, έκαμε πολλές παραγγελίες στο Άγιον Όρος εικόνων, για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της, από ευλάβεια, και το θεωρούσε ιδιαίτερη ευλογία να έχει κάτι από το Περιβόλι της Παναγίας. Αυτοί είχαν και κάποια άνεση για να επιδιορθώνουν τα Κελλιά τους.Επίσης πολλά θαύματα έβλεπαν τότε οι άγιοι πατέρες, από τα τίμια λείψανα, τις ιερές εικόνες, τους τιμώμενους αγίους της μονής ή τού Κελλιού. Εκτός των αγίων Αναργύρων και του αγίου Παντελεήμονος πολλά θαύματα έκανε και ο άγιος Αρτέμιος, γιατί αρκετοί πατέρες από τη μεγάλη ορθοστασία, έπασχαν από κήλη, την οποία ο άγιος θεραπεύει. Ο άγιος Νικόλαος επίσης είχε συχνές θαυματουργικές επισκέψεις σ' εκείνους που ταξίδευαν, ασχολούνταν με την αλιεία κι είχαν βάρκες. Ο άγιος Μηνάς είχε καθημερινώς ταξίματα, άλλος έταζε μια λαμπάδα και άλλος μία λειτουργία για αντικείμενα που έχαναν. Όλοι έτρεχαν στον άγιο Μηνά και πολλά από τα απολεσθέντα τα έβρισκαν με θαυματουργικό τρόπο.Στο Κελλί του Χατζηγιώργη στην Κερασιά, όπου είχαν θαυματουργή εικόνα τού αγίου Μηνά, την παραμονή μιας πανηγύρεως, κατά την ώρα της αρχής της αγρυπνίας, ήλθε ένας φτωχός λαϊκός, που είχε χάσει το ζώο του. Οι πατέρες τού είπαν να ξεκουραστεί και τον παρηγορούσαν. Εκείνος ήταν απαρηγόρητος, γιατί το ζώο αυτό ήταν μεγάλη βοήθεια στη φτώχεια του. Την ώρα εκείνη ακούστηκαν δυνατά κτυπήματα στην εξώθυρα. Πήγαν να δουν ποιος κτυπά έτσι δυνατά, είδαν το ζώο, το έδιωχναν, μα δεν έφευγε. Ο φτωχός που βγήκε να δει, είδε πως ήταν το μουλάρι του. Ευχαρίστησαν όλοι τον άγιο.Πολλά θαύματα ετελούντο κατά τις μνήμες εορταζόντων αγίων, στις πανηγύρεις μονών και Κελλιών. Κακοκαιρίες σφοδρές, εμπόδια μεγάλα και διάφορα, την τελευταία ώρα διαλύονταν κι όλα πήγαιναν καλά.Τα θαύματα είναι πάμπολλα, αυτά που ξέρουν οι ίδιοι οι μοναχοί, η συνοδεία τους, και οι πνευματικοί τους. Άπειρα τα θαύματα από θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας και των αγίων, των μονών και των Κελλιών. Πολλά διηγούνται οι Σλάβοι και ιδίως οι Ρώσοι, κυρίως θαύματα της Παναγίας, του αγίου Νικολάου και του αγίου Παντελεήμονος.Διηγείτο ο Ρώσος παπα-Ισαάκ στον Γ. Ιωακείμ, που εκοιμήθη γύρω στο 1960 στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος, πως όταν ήταν στο Παντοκρατορινό Κελλί των Δώδεκα Αποστόλων στην Καψάλα, του έλεγαν οι Γεροντάδες του για ένα θαύμα που έγινε στο Κελλί τους, πριν το 1917. Λέγεται πως το Κελλί αυτό ήταν παλαιά Κυριακό της εκεί σκήτης. Σε μια Ρωσίδα παρουσιάσθηκε η Παναγία και της είπε να στείλει βοήθεια στο Κελλί αυτό: Μη στενοχωρείσαι, θα σε κάνω καλά, μόνο στείλε κάτι στο Κελλί των Αγίων Αποστόλων στο Άγιον Όρος... Εκεί βρίσκεται η εικόνα μου η Γοργοεπήκοος. Όταν έλαβαν οι πατέρες το γράμμα, θαύμασαν για τη βοήθεια της Παναγίας προς τη Ρωσίδα και το Κελλί τους. Μιά εικόνα που είχαν έτοιμη, της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, για να τη στείλουν στη Ρωσία, δεν την έστειλαν και παρήγγειλαν άλλη στους αγιογράφους. Σήμερα το Κελλί είναι ακατοίκητο και η εικόνα αυτή δεν υπάρχει εκεί.Λέγουν οι παλαιοί πατέρες, πως πολλοί των πατέρων που άγιασαν στον ιερό αυτό τόπο, δεν φανερώνονται μετά την κοίμηση τους, μόνο και μόνο για να τιμάται η Παναγία και προς αυτή ν' απονέμεται όλη τους η ευλάβεια. Ακόμη και των γνωστών οσίων των μονών, των σκήτεων και των Κελλιών ή μετά την κοίμηση δράση και τιμή είναι περιορισμένη και δεν κάνουν παρά πολλά θαύματα, όπως άλλοι άγιοι στον έξω κόσμο. Ο λόγος είναι ένας, για να έχει το προβάδισμα στην τιμή η Θεοτόκος.Εν τούτοις έχουμε και παραδείγματα αρκετά επεμβάσεων των τοπικών αγίων στη ζωή των μοναχών. Ο Γέροντας Εφραίμ, αντιπρόσωπος της μονής Γρηγορίου, έλεγε στον Γ. Ιωακείμ: Έναν αδελφό, που ήταν διάκος, τον πολεμούσε ο λογισμός να φύγει από το μοναστήρι, αρρώστησε όμως βαρειά κι έπεσε στο κρεβάτι. Πριν ξεψυχήσει πήγε ο αδελφός που τον υπηρετούσε, να πάρει τα ρούχα του, για να τα πλύνει. Του λέγει: Κάνε υπομονή μέχρι να έλθω, πάω να πλύνω τα ρούχα. Του λέγει ο ετοιμοθάνατος: Τα πήρε τα ρούχα η γυναίκα εκείνη με τα μαύρα, που ήταν πριν εδώ... Και λέγοντας αυτά παρέδωκε το πνεύμα του. Η γυναίκα ήταν η οσιομάρτυς Αναστασία, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων της φυλάγεται στη μονή. Τούτο συνέβη.Στην ίδια μονή ο ηγούμενος επισκέφθηκε άλλο ετοιμοθάνατο αδελφό και τον ρώτησε: Γέροντα, πως πας, τι καταλαβαίνεις, θα σωθούμε; Τού απαντά ταπεινά εκείνος: Αγαθάς ελπίδας έχουμε Γέροντα, από αυτά που βλέπω, αγαθάς ελπίδας έχουμε...Στη Μ. Λαύρα ήταν τα τελευταία χρόνια ένας ευλαβέστατος εκκλησιαστικός ο Γ. Θεόφιλος, ο οποίος πολύ αγαπούσε τον κτίτορα της μονής, όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Ήθελε να είναι ακοίμητα τα κανδήλια τού τάφου και της εικόνας τού οσίου, και τον παρακάλεσε όταν σβύνουν να τον ειδοποιεί. Πράγματι κατά τρόπο θαυμαστό τού παρουσιαζόταν ο άγιος, ημέρα και νύκτα και τού έλεγε ποιο καντήλι του δεν ανάβει. Ο άγιος τού μήνυσε και τον ακριβή χρόνο τού θανάτου του.Στη μονή Διονυσίου ο Γ. Ιάκωβος έβλεπε τον προστάτη της μονής Τ. Πρόδρομο να λιχνίζει τους καλούς από τους σκάρτους. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν «Ω ευλογημένο κοινόβιο!».

 


Έναν αδελφό, που ήταν διάκος, τον πολεμούσε ο λογισμός να φύγει από το μοναστήρι, αρρώστησε όμως βαρειά κι έπεσε στο κρεβάτι. 

Πριν ξεψυχήσει πήγε ο αδελφός που τον υπηρετούσε, να πάρει τα ρούχα του, για να τα πλύνει. 

Του λέγει: 

Κάνε υπομονή μέχρι να έλθω, πάω να πλύνω τα ρούχα. 

Του λέγει ο ετοιμοθάνατος: 

Τα πήρε τα ρούχα η γυναίκα εκείνη με τα μαύρα, που ήταν πριν εδώ... 

Και λέγοντας αυτά παρέδωκε το πνεύμα του.

 Η γυναίκα ήταν η οσιομάρτυς Αναστασία, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων της φυλάγεται στη μονή.


 Πηγή: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον


Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΟΣΟ ΠΙΟ ΦΑΝΑΤΙΚΟΣ,ΤΟΣΟ ΠΙΟ ΠΙΣΤΟΣ




Ο μη κατ΄επίγνωσιν ζηλωτής κέκτηται μεν ζήλον,αλλ' ου κατ' επίγνωσίν,πλανάται εν ταις σκέψεσι και ενεργείας αυτού και εργαζόμενος δήθεν υπέρ της δόξης του Θεού παραβαίνει τον νόμον της προς τον πλησίον αγάπης.Ο μη κατ' επίγνωσίν ζηλωτής εν τη ζέσει του ζήλου αυτού πράττει τα ενάντια,προς τας διατάξεις του θείου νόμου και προς το θείον θέλημα.Ο μη κατ' επίγνωσίν ζηλωτής διαπράττει το κακόν,όπως επέλθη το υπ' αυτού νοούμενον αγαθόν.Ο ζήλος του ,μη κατ' επίγνωσίν ζηλωτού είναι πυρ διαφθείρον,πυρ καταναλίσκον.Η καταστροφή προπορεύεται αυτού και η ερήμωσις έπεται αυτώ.


Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης.



Είναι αφάνταστα λυπηρό να βλέπεις επηρμένους ''ορθοδόξους'' να ζουν υπό το κράτος ενός μισερού, πολυδαίδαλου φανατισμού, που έκαναν σημαία τους το σύνθημα, ''Όσο πιο φανατικός, τόσο πιο πιστός''... Είναι άνθρωποι που έχουν αναλάβει εργολαβικά τις πολεμικές τέχνες, ως αποκλειστική δραστηριότητα στην ευφάνταστη, ανορθόδοξη βιοτή τους, χωρίς Χριστολογικό ήθος και Θεάρεστη ευγένεια. Άνθρωποι που έκαναν την Πίστη κοσμική ιδεολογία και ως εκ τούτου, την αντιμετωπίζουν με απόλυτα ορθολογιστικό ύφος, με επίπλαστες, αδόκιμες προσθαφαιρέσεις της Γραφής και επιλεκτικές σημειολογίες, ακόμα κι αυτού του Ευαγγελίου. Ο φανατικός εραστής μιας ιδιώνυμης, εξατομικευμένης Πίστης είναι ένας πάσχων, έκπτωτος ιδεαλιστής, που ζει και αναπνέει, για να καταφέρει χτυπήματα στον αντίπαλο κάτω από την μέση. Συνεργούντος του διαβόλου αναλώνεται ανέξοδα και αδιάκοπα σε αστυνομικίστικους, α-Διάκριτους ελέγχους, σε δαιμονόπληκτες, δημόσιες, ευκαιριακές διαπομπεύσεις και συχνά σε αήθεις, λεκτικούς χαραχτηρισμούς. Είναι αυτός, που προκειμένου ν' αποδείξει το αλάθητο της σκέψης του, εκπίπτει πλουσιοπάροχα από την Χάρι του Θεού, γινόμενος ο ίδιος, ένας ά-Χαρις, εφάμιλλος, μεταλλαγμένος πάπας. Το ιστολόγιο ''ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ'' τελευταία δέχεται δίκην σχολίων, απερίγραπτες ύβρεις και ανέξοδους, απρόσωπους χαραχτηρισμούς από ''ορθοδόξους,'' που θεωρούν, πως η κριτική μας απέναντι στον Οικουμενισμό και τις αιρέσεις, δεν είναι η... πρέπουσα. Χαραχτηριστήκαμε και ''γιαλαντζί, χριστιανοί βερμπαλιστές, ''επειδή... δεν χτυπάμε, όσο θά' πρεπε τους οικουμενιστές και τον Οικουμενισμό.'' Την εκούσια σιωπή μας την εξέλαβαν ως ελαφρά φυγοδικία. Θεωρούμε όμως τώρα, πως πρέπει ν' απαντήσουμε, ξεκινώντας από τις βασικές αρχές της Χριστολογικής αγάπης, που είναι η διάκριση, το ήθος και η ευγένεια. Ο έλεγχος στους οικουμενιστές, αν και επιβλημένος, αφού είναι παναίρεση, δεν είναι αυτοσκοπός, πολεμοχαρής, αιμοδιψώντας πόλεμος. Εάν δεν ελένγχεις τους εκπεσσόμενους, διαθρησκειακούς λατινιστές, με Χριστολογική αγάπη και Θεόφρων ήθος, μοιάζεις με ''κύμβαλα αλαλάζοντα,'' με καινοφανή, απουσιάζων άνθρωπο, που αναζητά την ευφροσύνη μέσα από τον πόλεμο. Κι ο τρόπος που θα γνωμοδοτήσεις, δεν είναι κανένας, μερακλίδικος, καφενειακός, επηρμένος λόγος, που ηχεί βαρέως στα αυτιά των υπολοίπων. Δεν φτάνεις ποτέ σε διακριτικές, εξ' απαλών ονύχων, ύβρεις, πασπαλισμένες με επαναλαμβανόμενες copy paste πατερικές αιτιολογίες, προκειμένου να υπερασπιστείς το δικό σου, το αλάθητο, ακόμα και την πνευματική σου μάντρα. Αυτές είναι περίγελες, ανοικές ανορθοδοξίες. Είναι λίγοι αυτοί -δόξα τω Θεώ- που έχουν μπερδέψει, κατά πως φαίνεται, Χρυσαυγίτικες, υστερικές πολυδοξασίες με τον Ορθό λόγο του Θεού. Κι είναι κρίμα, που πολλοί εξ' αυτών, ούτε καν το Ευαγγέλιο δεν έχουν διαβάσει, όμως έχουν γνώμη περί παντός επιστητού. Αν τους ρωτήσεις κάτι, έχουν έτοιμες απαντήσεις από το ιστολόγιο τάδε κι ετοιματζίδικες, γραπτές καταθέσεις από το ιστολόγιο δείνα. Να εκφέρουν δικό τους λόγο δεν δύνανται, απλά, γιατι ο απλόχερα, φανατισμένος άνθρωπος γυρεύει, να καλύψει το δικό του το κενό, με την μισερή κατ' αυτόν, πληρότητα του άλλου. Όσοι αγωνιζόμαστε, με τον δικό του τρόπο ο καθένας, για την ακεραιότητα της πολυβάσανης, πατερικής Ορθοδοξίας μας, δεν είμαστε μεσανατολικοί, κουκουλοφόροι ταλιμπάν, ούτε επίορκοι, κατοχικοί γερμανοτσολιάδες, με το δάχτυλο να δείχνει το πρόσωπο του άλλου. Δεν λέει ο Χριστός μας, '' ὑμῖν λέγω ἄρτι ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους., ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν αλλήλοις; ''Αυτά - δυστηχώς - τα λόγια, για κάποιους λογίζονται παροχημένες, ξεπερασμένες αιτιάσεις. Ο ορθώς φρονών χριστιανός αποστασιοποιείται από την αίρεση, ελένχει τους αιρετικούς, αλλά ζει μια ευαγγελική ζωή, μυστηριακά εν Παραδείσω. Δεν ζει για τον αντίχριστο, ούτε για την πανθρησκεία του, ούτε βιώνει τρομολαγνικά τις πτώσεις του κόσμου τούτου. Δεν έχει μίσος για κανέναν, παρά μόνο για τον διάβολο. Είναι το ίδιο φοβερή κι αυτή η εκτροπή, όπως και η άλλη, η αγαπολόγα γενικώς υποτροπή. Ο φανατισμένος χριστιανός είναι το ίδιο αιρετικός, ως και ο δογματικά έκτροπος ορθόδοξος, απλά, γιατι η πηγή του φανατισμού, αυτή η υπερηφάνεια είναι, που έφερε την πρώτη Πτώση του ανθρώπου. Πολλοί πιστεύουν, πως πρέπει να δίνουμε καθημερινά τα χριστιανικά μας διαπιστευτήρια, χτυπώντας λυσσαλέα την αίρεση και τους φέροντες αυτήν. Πρέπει κατ' αυτούς να αποδεικνύουμε καθημερινά τα πνευματικά μας φρονήματα, με το κατά πόσον στηλιτεύουμε και την παραμικρή εκτροπή κάποιου κληρικού, ακόμη κι όταν δεν πρόκειται για θέματα της πίστεως. Αν γράφεις περισσότερο για τα ανεκλάλητα μυστήρια της Τρισηλίου Θεότητας, αν κομίζεις αγιοπνευματικές διδαχές Αγίων, κάνοντας κοινωνούς της αφάτης δόξας του Χριστού μας περισσότερους αναγνώστες, σε λογίζουν... όχι και τόσο πολύ ορθόδοξο... Πρέπει να χτυπάς λυσσαλέα, όχι το υπερφίαλο εγώ σου, αλλά τα γιοματάρικα εγώ των άλλων! Είναι τόσο κρίμα, να καταστρέφονται ψυχές προκειμένου να αυτοδικαιωθούν μέσα από την απολογητική αποδοχή των άλλων. Είναι κρίμα να χαλαλίζονται καρδιές στην θελκτικότητα μιας μισερής εμπάθειας, στο κράτος ενός αγοραίου έρωτα με τον ίδιο αυτό, τον διάβολο. Και είναι κρίμα, η υπεράσπιση της Πίστης από αυτόκλητους κι αδόκιμους σωτήρες να σκοντάφτει σ' έναν ενδόμυχο πνευματικό χρυσαυγητισμό, που κάπου, κάπως, κάποτε,κρύβουμε όλοι μέσα μας. Εύχεσθε και προσεύχεσθε!



Ο ζήλος ο αγαθός επιζητεί την επικράτηση της Βασιλείας του Θεού επί της γης, επιζητεί την τελειότητα της αρετής, μιμείται το καλό, επιποθεί το αγαθό και είναι απαλλαγμένος από τον φθόνο. Ο κατ' επίγνωσίν ζηλωτής είναι αφοσιωμένος στον Θεό και φυλάσσει τον Νόμον Του. Εργάζεται με θέρμη για την δόξα του ονόματος του Θεού, βαδίζει με προθυμίατην οδό της αρετής, διακαίεται από τον πόθο για την διάδοση του λόγου του Θεού, για την στερέωση της πίστεως,για την ευόδωση του έργου της Εκκλησίας. Ο κατ' επίγνωσίν ζηλωτής πάντοτε εργάζεται, πάντοτε κινείται,πάντοτε δρα. Κοπιάζει αλλά δεν εξαντλείται, δεν δυσθυμεί. Είναι πάντοτε ακμαίος, ζωηρός, εύθυμος και θαρραλέος. Ο κατ' επίγνωσίν ζηλωτής ορμώμενος από την αγάπη του για τον Θεό και τον πλησίον, εργάζεται με αυταπάρνηση και δεν κάνει τίποτε που θα μπορούσε να προκαλέσει θλίψη στον αδελφό του.
Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης



Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΠΕΙΝΩΝΤΩΝ




''Το καλό της ελεημοσύνης είναι διπλό,και το μεν ένα είναι η μετάδοση στέγης,σκέπης,τροφής και ευκαιριακή βοήθεια προς εκείνους που έχουν ανάγκη.
Το δε άλλο είναι η μακροθυμία,ανεξικακία και συμπάθεια προς όσους πταίουν.
Ο Υιός του Θεού που έγινε για χάρι μας άνθρωπος,και κατάδέχτηκε να είναι δάσκαλός μας,λέγει.
Να δίδεις σε όποιον σου ζητεί και να μην αποστραφείς,όποιον θέλει να δανεισθεί από εσένα,καθώς όλα σε αυτόν τον κόσμο είναι δανεικά...''
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.


Περπατάω την οδό Νάξου. Τα φορτηγά την κόβουν κάθε τόσο στη μέση. Οι μισοί πάγκοι έχουν γίνει ξανά τάβλες και χαλύβδινα καβαλέτα. Οι έμποροι φορτώνουν τις καρότσες. Στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας, μια γυναίκα γύρω στα 70 ψαχουλεύει πεταμένες μπανάνες. «Είναι απίθανο να βρεις καλές, αυτές λιώνουν εύκολα», μου λέει. Τα χέρια της ως τον αγκώνα είναι πασαλειμμένα από χυμούς. Νομίζει πως είμαι εδώ για την ίδια δουλειά μ' εκείνη.«Δημοσιογράφος», της λέω. Σηκώνει τους ώμους χωρίς καν να σταματήσει το ψάξιμο. «Εμένα πάντως οι δικοί μου το ξέρουν», κάνει όταν τη ρωτάω. «Τους ξένους να ντραπώ;». Με δύο μαυρισμένες μπανάνες στην ποδιά της, η κ. Αλίκη κάθεται στα σκαλάκια. «Θες;» κάνει προτείνοντάς μου τη μία μπανάνα. Γελάει, θέλει να με πειράξει...

 

 

Περπατάω την οδό Νάξου. Τα φορτηγά την κόβουν κάθε τόσο στη μέση. Οι μισοί πάγκοι έχουν γίνει ξανά τάβλες και χαλύβδινα καβαλέτα. Οι έμποροι φορτώνουν τις καρότσες. Στα σκαλάκια μιας πολυκατοικίας, μια γυναίκα γύρω στα 70 ψαχουλεύει πεταμένες μπανάνες. «Είναι απίθανο να βρεις καλές, αυτές λιώνουν εύκολα», μου λέει. Τα χέρια της ώς τον αγκώνα είναι πασαλειμμένα από χυμούς. Νομίζει πως είμαι εδώ για την ίδια δουλειά μ' εκείνη.«Δημοσιογράφος», της λέω. Σηκώνει τους ώμους χωρίς καν να σταματήσει το ψάξιμο. «Εμένα πάντως οι δικοί μου το ξέρουν», κάνει όταν τη ρωτάω. «Τους ξένους να ντραπώ;». Με δύο μαυρισμένες μπανάνες στην ποδιά της, η κ. Αλίκη κάθεται στα σκαλάκια. «Θες;» κάνει προτείνοντάς μου τη μία μπανάνα. Γελάει, θέλει να με πειράξει.«Πρώτη φορά ήρθα έτσι στη λαϊκή, πέρυσι τον χειμώνα», λέει. «Σκέφτηκα πως καλύτερα να κρατήσω τη σύνταξή μου για το κρέας». Η κ. Αλίκη κουνάει το κεφάλι. «Μισοκρυβόμουν λιγάκι, ξέρεις τώρα. Αλλά είδα κάτι πορτοκάλια στο πεζοδρόμιο. Ξεδιάλεξα τρία, τέσσερα. Οπως σηκώθηκα, στα δύο βήματα, «Αλίκη!», ακούω. «Τι γίνεσαι;». Ηταν μια ξαδέλφη. Ενας Θεός ξέρει από πότε είχα να τη δω. Πάγωσα. Η γυναίκα δεν έδειξε τίποτα, και ίσως και να μην είδε τι κάνω, τι να σου πω; Εγώ πάντως δεν την ήξερα αυτή την ντροπή μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σκέψου, όταν χωρίσαμε ήταν το σπίτι μου απ' την άλλη μεριά, και περπάτησα ένα χιλιόμετρο ανάποδα μη στρίψω και την ξανασυναντήσω. Βρε πώς ντρεπόμουνα τότε»!Η κ. Αλίκη μονολογεί. Και με τις μπανάνες στη σακούλα της σηκώνεται ξανά, σπρώχνοντας με το χέρι τα σκαλιά. Στο ύψος της οδού Μυτιλήνης, βρίσκω τον Βενάτ που μαζεύει κρεμμύδια. Ενα αγοράκι οκτώ χρονών παρακολουθεί τις κινήσεις του πεσμένο στα γόνατα. Ο Αχμεντάν προσπαθεί με απλωμένα τα χεράκια του να συγκρατήσει τα κρεμμύδια, να μη φύγουν. Ο έμπορος τ' άδειασε πιο πάνω, αλλά αυτά κύλησαν την κατηφόρα ώς τον υπόνομο. Μερικά πήγαν κάτω απ' τη σχάρα, μερικά κόλλησαν στο σίδερο. Τα περισσότερα από αυτά τα κρύβει ένα στρώμα από ξερά κόκκινα φύλλα.«Πώς θα τα μαζέψεις τώρα;», ρωτάω τον Βενάτ. «Με υπομονή», απαντάει, και όπως είναι σκυμμένος κολλάει σχεδόν το πρόσωπό του στο ρείθρο. Ο Βενάτ είναι απ' το Κουρδιστάν. Εχει 15 χρόνια εδώ, τα 13 είχε δουλειά, αλλά τώρα έχει δύο παιδιά νηστικά. Ολα αυτά τα λέει σκυφτός, ψηλαφώντας τα κρεμμύδια μες στα φλούδια. Ξαφνικά βλέπει ένα πιο μακριά, «Αχμεντάν!» φωνάζει και κάνει νόημα στο μικρό να πάει να το ψάξει.Το αγόρι τρέχει πρόθυμα, μαζεύει το κρεμμύδι απ' τις λάσπες. Δεν τον νοιάζει που τον κοιτάζω. Ο έπαινος του μπαμπά του είναι πιο σημαντικός απ' τα μάτια των ξένων.Γύρω, ο κόσμος ψωνίζει. Η λαϊκή σε εξέλιξη. Ενας έμπορος πηδάει σχεδόν πάνω απ' την πλάτη του Βενάτ να πάει στον πάγκο του, αλλά εκείνος δεν κουνιέται πόντο. Υπάρχουν αρκετά κρεμμύδια ακόμη εκεί. Στα πέδιλα του Βενάτ έχουν τρυπώσει ξερά κόκκινα φύλλα, αλλά ούτε κι αυτό τον ενοχλεί. Μόνο όπως ψάχνει με τα χέρια του κάτω απ' τα φλούδια και βγάζει κάτι μισολιωμένα φρούτα, ένα σάπιο ροδάκινο, μόνο τότε υπάρχει ένταση στην κίνησή του. Τώρα κρατάει ένα ολόκληρο σχεδόν καθαρό κρεμμύδι. Ο Βενάτ ανταμείβεται που επιμένει. «Είδες;», μου κάνει. Και ξαναβάζει το χέρι στο σωρό.Ξαφνικά ένα φορτηγό «Αγροτικό - Εδρα Αργολικό» παίρνει με την όπισθεν τη στροφή. Ο Βενάτ το βλέπει τελευταία στιγμή πριν τον πατήσει, και πηδάει στο πεζοδρόμιο. Οπως το αυτοκίνητο μου κλείνει το οπτικό πεδίο, η ρόδα του πατάει τα κρεμμύδια. Ο Βενάτ πιάνει τον Αχμεντάν απ' το χέρι φεύγουν, σαν τα πουλιά απ' τα ψίχουλα άμα πλησιάσει άνθρωπος.Τους ξαναβλέπω μισή ώρα μετά, κάπου πεντακόσια μέτρα πιο κάτω. Ο Βενάτ τσακώνεται μ' έναν σκύλο, για κάτι μισολιωμένους γιαρμάδες...Είναι η ώρα που εμφανίζονται οι συλλέκτες τροφίμων. Οπου να ’ναι οι πάγκοι θα αδειάσουν. Ο, τι μπορεί να πουληθεί άλλη μέρα θα μπει στα φορτηγά. Εκείνοι απλώς περιμένουν μέχρι ο έμπορος να αποφασίσει ποια τελάρα θα αδειάσει στην άσφαλτο. Τα φρούτα και τα λαχανικά που δεν διάλεξε κανείς, κι αυτά που έκοψε το μαχαίρι για να δουν οι πελάτες πως είναι καλή η σοδειά. Υστερα, οι συλλέκτες τροφίμων θα έχουν τουλάχιστον μισή ώρα μέχρι να έρθουν οι εργάτες του δήμου.Ηδη η ώρα έχει πάει τέσσερις. Στη μία άκρη της λαϊκής ένας άνδρας με μια μάνικα τινάζει νερά στην άσφαλτο. Κάτι λιωμένα φασολάκια σαν μικροσκοπικές βάρκες τρέχουν για τον υπόνομο.Εκατό μέτρα πιο πέρα, μια ηλικιωμένη γυναίκα με μια μαύρη σακούλα. Στην πρώτη διασταύρωση, τα κασόνια έχουν ακόμα μερικές βανίλιες. Η γυναίκα σκύβει όσο μπορεί. Τα δάκτυλα ξεσκαρτάρουν γοργά. Δέκα, είκοσι δευτερόλεπτα. Κάτι παίρνει, βλέπω τη σακούλα να τεντώνεται. Φεύγει. Σκύβει εκατό μέτρα πιο πέρα, και ξανά απ’ την αρχή.Στην τρίτη της στάση, όπως ξεδιαλέγει κολοκυθάκια, σηκώνει το κεφάλι. «Συγγνώμη», της λέω. «Απ’ την “Καθημερινή” είμαι». Με κοιτάζει έκπληκτη, με το ελεύθερο χέρι της φτιάχνει τα μαλλιά της. «Ηθελα να σας ρωτήσω…», πάω να πω. «Μα εγώ δεν…», με κόβει. Απ’ το χέρι της ένα πράσινο σκουπίδι έχει κολλήσει στα μαλλιά της. «Εγώ απλώς δεν πρόλαβα τη λαϊκή», κάνει. «Και χρειάζομαι μερικά πράγματα. Κατάλαβες; Γι’ αυτό ήρθα και ψάχνω εδώ, γιατί τα άλλα τα πήρανε».Οπως μιλάει, έχει ήδη ξεκινήσει να απομακρύνεται. «Πάω τώρα... Μήπως προλάβω τίποτε». Εχει ήδη χαθεί πίσω από ένα φορτηγό...


 «Συγγνώμη», της λέω. «Απ’ την “Καθημερινή” είμαι». 
Με κοιτάζει έκπληκτη, με το ελεύθερο χέρι της φτιάχνει τα μαλλιά της. 
«Ηθελα να σας ρωτήσω…», πάω να πω. 
«Μα εγώ δεν…», με κόβει. 
Απ’ το χέρι της ένα πράσινο σκουπίδι έχει κολλήσει στα μαλλιά της. 
«Εγώ απλώς δεν πρόλαβα τη λαϊκή», κάνει. 
«Και χρειάζομαι μερικά πράγματα.
 Κατάλαβες;
 Γι’ αυτό ήρθα και ψάχνω εδώ, γιατί τα άλλα τα πήρανε».
Οπως μιλάει, έχει ήδη ξεκινήσει να απομακρύνεται. 
«Πάω τώρα... Μήπως προλάβω τίποτε». 
Εχει ήδη χαθεί πίσω από ένα φορτηγό...


Η ελεημοσύνη είναι πράξη αγαθής προαιρέσεως.
Η ελεημοσύνη είναι υπαγόρευση αγαθής καρδίας που αγαπάει τον πλησίον της.
Η ελεημοσύνη είναι δικαιοσύνη,που αποδίδει τα οφειλόμενα σε όσους τα έχουν ανάγκη.
Γιατι όποιος έχει λάβει τα αγαθά από τον Θεό,γίνεται διαχειριστής και οικονόμος αυτών.
Η ελεημοσύνη είναι εντολή του Θεού,της οποίας την εκπλήρωση ζητάει ο Θεός περισσότερο από θυσίες και ολοκαυτώματα.''
 Άγιος Νεκτάριος.


Μαρίλη Μαργωμένου


ΒΑΣΤΑΩ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΜΟΥ!ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΣΑΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ;



Ο Στάρετς Ζαχαρίας διηγήθηκε ένα περιστατικό, συγκινητικό για το βαθύ περιεχόμενό του, 

που συνέβη σε κάποιον νέο, 

τελείως άπειρο από ψεύδος και πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία

 για την αγάπη του προς την αλήθεια. 

Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός καθαρού και τίμιου, 

αλλά αγράμματου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, 

ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό,

 μια ψυχή που τον έκανε πράγματι λίγο μόνο παρακάτω από τους αγγέλους.

 Όντως είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια. 

Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Ρωσία, στα απόμερα βάθη της χώρας,

 σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό.

 

 


Εκεί ζούσε ένας χωριάτης, ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο. Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπήκουε στην συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή. Με τον απλό τρόπο του δεν την κατεπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν ένας άνθρωπος παρακούει την συνείδησή του μια φορά, δυο φορές ή και περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια. Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Δεν κατέκρινε κανένα ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον. Μια ημέρα, άκουσε από ένα προσκυνητή πως για να σωθεί κανείς πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό. Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι που ζούσε. Είχε βαπτισθεί σαν μωρό, μα δεν το θυμόταν καθόλου. «Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Αυτά τα λόγια ο απλοϊκός μας άνθρωπος τα εννοούσε στην κυριολεξία. Παρήγγειλε ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθήσει τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιό δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να ο σταυρός, αλλά πού να τον πάει; Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε όλα τα λίγα υπάρχοντά του και τη δουλειά του, σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. Βάδιζε, όπως λέει η παροιμία, ακολουθώντας τη μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και επιτέλους, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα. - «Ποιός είσαι εσύ;», ρώτησε με απορία ο πορτάρης και «πού πας με τον σταυρό σου;» - «Να εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φτάσω στον Χριστό, δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;» - «Πω, πω, βρήκαμε έναν παλαβό. Θα πάω να τα πω στον ηγούμενο». Πήγε ο μοναχός και τα είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό. - «Μα δεν έρχεται, επιμένει να μη αφήσει τον σταυρό του και έτσι δεν μπορεί να μπει στο κελλί σας με τον σταυρό, είναι πολύ μεγάλος». Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού. - «Λοιπόν εάν θέλεις θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις στον Χριστό. Κι εμείς σ' Αυτόν πηγαίνουμε». - «Τότε που είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε, ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς ένα σταυρό». - «Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος. - «Μα πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος. «Εσύ ο ίδιος θα δεις πως. Αλλά προς το παρόν θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα, να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρε τον κάτω εκεί, στην εκκλησία». Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο και άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά επάνω του, επάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος σταυρό και επάνω του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και στα πόδια, απ' όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος του, επίσης, ήταν αίμα και τραύμα. Και το κεφάλι του ήταν λουσμένο στο αίμα, το δε πρόσωπό του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιός ήταν; Ποιός ήταν αυτός; «Άνθρωπε, ποιός είσαι; Και εσύ βάσταξες τον σταυρό σου και δεν χωρίσθηκες από αυτόν; Αλλά πώς γίνεται να είσαι κρεμασμένος στον σταυρό σου;» Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι' αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θα έδιδε και την ζωή του, εάν μονάχα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον πάσχοντα και να τον βοηθήσει. - «Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω, κατέβα από τον σταυρό σου και θα σου δώσω εγώ να φας». Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε ...;.Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα, έλα σε μένα. Δίδαξόν με πώς και πού να βαστώ τον σταυρό μου, μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ επάνω του;». Έτσι προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές ημέρες και νύχτες, με όλη του την καρδιά. Και έπεσε κάτω μπροστά Του και έγινε μούσκεμα από τα δικά του τα δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος ακούοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό πώς να βαστά τον σταυρό του για να έλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το σταυρό του. Ο Κύριος απεκάλυψε στον απλοϊκό το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ είμαι ο Υιός του Ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό μου. Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του. Κανείς δεν θα δεχθεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης». Ο απλοϊκός τα άκουγε όλα και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του και ο Κύριος του απεκάλυψε πώς εντός ολίγων ημερών θα αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατο, προσευχόμενος ακαταπαύστως και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα. Επίσης απεκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος έχυσε λίγα δάκρυα και τον παρεκάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι' αυτόν. Με όλη του την καθαρή καρδιά ο απλοϊκός άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα για τον ηγούμενο. - «Πάρε και αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών, απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή». - «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω και αυτόν; Δεν είναι ακόμα έτοιμος». - «Ω! Πάρε τον, χάριν της αγάπης που μου έδειξε, όταν μου έδωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό έφερα σε Σένα. Κάμε αγάπη σ' αυτόν, χάριν της αγάπης που έκαμε σε μένα.


 

Πάρε τον στην Βασιλεία των Ουρανών.

 Ω Κύριε, Θεέ μας, είσαι ο Σωτήρ μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας, επάκουσον της προσευχής μου. 

Μη τον στερήσεις της ανεκφράστου Σου Χάριτος και χαράς».

 Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού και του απεκάλυψε την ώρα του θανάτου του ηγουμένου και ο απλοϊκός του είπε την ώρα του τέλους του.

 Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα. 

Στην ορισμένη ημέρα και ώρα, ο απλοϊκός εξεδήμησε προς τον Κύριο και μετά από δυο εβδομάδες, 

στην ορισμένη ημέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος.


Στάρετς Ζαχαρίας 



Απόσπασμα από το βιβλίο ''Ο Στάρετς Ζαχαρίας'' 
Εκδόσεις Ιερού Μετοχίου Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Ορμύλια Χαλκιδικής 


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΘΑ ΣΤΗΣΕΙ ΖΥΓΑΡΙΑ ΣΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ



Σήμερα ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω. Ἂν πιστεύαμε, σήμερα θὰ είχαμε πόνο στὴν καρδιὰ καὶ δάκρυα στὰ μάτια. Ἂν πιστεύαμε, θὰ κρατούσαμε στὸ χέρι κομποσχοίνι σὰν ἐκεῖνο ποὺ κρατοῦσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στὴν ἔρημο καὶ θὰ ἤμεθα πεσμένοι στὰ γόνατα καὶ θὰ παρακαλούσαμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους νὰ μᾶς σώσουν.Γιατί; Γιατὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ διαφέρει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες.52 Κυριακὲς ἔχει ὁ χρόνος καὶ κάθε Κυριακὴ ἔχει τὸ εὐαγγέλιό της.Ἀλλὰ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε τὸ φοβερώτερο ἀπ᾿ ὅλα. Ὅταν τ᾿ ἀκοῦς νομίζεις πὼς ἀστράφτει καὶ βροντάει ὁ οὐρανός, νομίζεις ὅτι πέφτουν ἀστροπελέκια στὰ κεφάλια τῶν ἀμετανοήτων, νομίζεις ὅτι σείεται ἡ γῆ καὶ τὸ σύμπαν. Ἐὰν αὐτὰ ποὺ γράφει τὸ εὐαγγέλιο τὰ πιστεύαμε, θὰ ἦτο πολὺ διαφορετικὰ τὰ πράγματα. Τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο;


 

  

Ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ ἔρθῃ πάλι. Ἐκεῖνος ποὺ ἦρθε καὶ τὸν περιφρονήσαμε· ποὺ ἔζησε σὰν φτωχός, ὁ φτωχότερος ἀπ᾿ ὅλους· ποὺ δὲν εἶχε σπίτι, δὲν εἶχε ποῦ νὰ γείρῃ τὸ κεφάλι του· ἐκεῖνος ποὺ πείνασε καὶ δίψασε ψάχνοντας νὰ βρῇ τὸ χαμένο πρόβατο· ἐκεῖνος ποὺ τέλος σταυρώθηκε στὸ Γολγοθᾶ· ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος καὶ περιφρονημένος, αὐτὸς θὰ ἔρθῃ πάλι. Θὰ ἔλθῃ ἐν δόξῃ, μετὰ τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων.Πότε θὰ ἔρθῃ; Ἄγνωστο. Ὡς «κλέπτης» ἐν νυκτί, λέει ὁ διος (βλ. Ματθ. 24,43· Λουκ. 12,39), ξαφνικὰ σὰν τὴν «ἀστραπή» (βλ. Ματθ. 24,27· Λουκ. 17,24). Ὑπάρχουν ὅμως μερικὰ σημάδια, ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πότε θὰ γίνῃ ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου.Ποιά εἶνε τὰ σημάδια; Είδατε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἀμυγδαλιά; Εἶνε γυμνή. Ὅταν ἡ ἀμυγδαλιὰ βγάλῃ λουλούδια καὶ ἀσπρίσῃ καὶ φαίνεται σὰ᾿ νύφη στολισμένη, λές· Ἔρχεται ἡ ἄνοιξι. Ἔτσι κι ὅταν δοῦμε μερικὰ σημάδια στὸν κόσμο, θὰ καταλάβουμε ὅτι ἔρχεται ὁ βασιλεὺς τοῦ κόσμου.Τὰ σημάδια αὐτὰ μᾶς τὰ εἶπε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ ἐξήγησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶνε σημεῖα στὸν ἥλιο, στὴ σελήνη καὶ στὰ ἄστρα. Ὁ ἥλιος θὰ σκοτισθῇ, ἡ σελήνη θὰ χάσῃ τὸ φέγγος της, τὰ ἄστρα θὰ πέσουν (βλ. Ματθ. 24,29· Λουκ. 21,25). Ἀλλὰ καὶ σημεῖα στὴ γῆ. Ἡ γῆ ποὺ πατοῦμε τί εἶνε; Διάφορα στοιχεῖα. Ὅπως ἡ γυναίκα παίρνει τὸ ἀλεύρι, τὸ ζυμώνει μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ κάνει ψωμί, ἔτσι κι ὁ Θεὸς πῆρε τρία πράγματα, χῶμα – φωτιὰ – νερό, τὰ ζύμωσε καὶ ἔκανε τὴ γῆ. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὰ στοιχεῖα αὐτὰ τῆς γῆς, αὐτὸς θὰ πῇ νὰ διαλυθοῦν πάλι. Παράδειγμα ἡ θάλασσα.Τὰ κύματά της προχωροῦν ἀφρισμένα, ἀλλὰ σταματοῦν στὴν ἀκρογιαλιά. «Ὅριον ἔθου, ὃ οὐ παρελεύσονται, οὐδὲ ἐπιστρέψουσι καλύψαι τὴν γῆν» (Ψαλμ. 103,9). Τὴν ἀπέραντη θάλασσα ὥρισε ὁ Θεὸς νὰ τὴν σταματᾷ ἕνα λεπτὸ πραγματάκι, ἡ ἄμμος. Τῆς λέει Ἄλτ, δὲ᾿ θὰ προχωρήσῃς. Τὴν ἡμέρα ὅμως ἐκείνη τὴν φοβερὰ τὰ κύματα ἀφρισμένα θὰ ὑψωθοῦν, θὰ περάσουν τὴν ἀμμουδιά, θὰ προχωρήσουν, θὰ καλύψουν ἐκτάσεις, καὶ μετὰ πάλι θὰ τραβηχτοῦν μὲ θόρυβο, σὰν θεριὸ ποὺ μουγκρίζει. «Σάλος» θαλάσσης θὰ ἀκούγεται, λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Λουκ. 21,25). Τὸ νερὸ τῶν ποταμῶν ἐπίσης θὰ λιγοστέψῃ καὶ θὰ ἀλλοιωθῇ.Τὰ δέντρα, λέει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, θὰ στάζουν αἷμα. Ἀκόμα θὰ γίνῃ κάποιος «σεισμός» (Ἀπ. 16,18)· ὄχι ὅπως οἱ ἄλλοι σεισμοί, ποὺ εἶνε τοπικοί. Αὐτὸς θὰ εἶνε παγκόσμιος, θὰ σεισθῇ ὁλόκληρος ὁ πλανήτης, καὶ μαζὶ μὲ τὰ παλάτια θὰ γκρεμιστοῦν καὶ τὰ καλύβια· δὲ᾿ θὰ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθον», ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Ματθ. 24,2). Καὶ μετὰ θὰ σαλπίσῃ «σάλπιγγα μεγάλη» (ἔ.ἀ. 24,31), σάλπιγγα ἀρχαγγέλου ποὺ θὰ λέῃ· Νεκροί, ἀναστηθῆτε! Καὶ ἀπὸ τοὺς τάφους καὶ κάθε μέρος μὲ τὸ θεῖο πρόσταγμα «οἱ νεκροὶ ἀναστήσονται» (Ἠσ. 26,19· Ἰωάν. 5,21). Αὐτὰ εἶνε μερικὰ ἀπὸ τὰ σημάδια ποὺ θὰ προηγηθοῦν.Καὶ γιατί θὰ ἔρθῃ πάλι ὁ Χριστός; θὰ ρωτήσετε· ποιός ὁ λόγος; Διπλὸς εἶνε ὁ λόγος. Θὰ ἔρθῃ πρῶτον γιὰ νὰ φανερωθῇ ὅλη ἡ θεότης του. Θυμᾶστε τὴ Μεγάλη Παρασκευή; Ἐπάνω στὸ σταυρὸ φαινόταν ὡς ὁ πιὸ ἀδύνατος ἄνθρωπος. Ἀπὸ κάτω οἱ Ἑβραῖοι σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα τὸν ὕβριζαν και τὸν ἔφτυναν. Καὶ μποροῦσε, ἐὰν κουνοῦσε τὸ δαχτυλάκι του μόνο, νὰ κάνῃ κάρβουνο αὐτὴ τὴ γῆ. Δὲν τὸ ἔκανε.Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὅμως θὰ παρουσιαστῇ μὲ ὅλη τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς θεότητός του· καὶ τότε αὐτοὶ ποὺ τὸν βλαστήμησαν καὶ τὸν πότισαν ὄξος καὶ χολή, «ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν» (Ἰωάν. 19,37).Δεύτερον θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος γιὰ ν᾿ ἀποδώσῃ δικαιοσύνη. Ἐδῶ στὴ γῆ τώρα δὲν ὑπάρχει δικαιοσύνη. Οἱ ἄνθρωποι στενάζουν ἀπὸ τὴν ἀδικία. Λίμνη εἶνε τὰ δάκρυα τῶν ἀδυνάτων καὶ καταφρονεμένων γιὰ τὴν καταπίεσι καὶ ἐκμετάλλευσι ποὺ δέχονται. Βλέπεις π.χ. ἕναν ὑπάλληλο ποὺ τηρεῖ τὸν ὅρκο του νὰ ζῇ φτωχά, γιατὶ εἶνε τίμιος· καὶ βλέπεις τὸν ἄλλο, ποὺ ἐκμεταλλεύεται τὴ θέσι του, νὰ πλουτίζῃ καὶ νὰ θησαυρίζῃ. Ποῦ εἶνε ἡ δικαιοσύνη; Βλέπεις τὸν πάμπτωχο ἐργάτη νὰ μένῃ σὲ μιὰ παράγκα, καὶ τὸν ἄδικο καὶ ἄσπλαγχνο νὰ ζῇ μέσα στὴν πολυτέλεια καὶ εὐμάρεια. Βλέπεις τὴν τίμια γυναῖκα νὰ ζῇ ἐγκαταλελειμμένη ἀπὸ τὸν ἄντρα της καὶ νὰ τρέχῃ γιὰ νὰ ζήσῃ τὰ παιδιά της, καὶ τὴν ἄτιμη ἀντροχωρίστρα νὰ ζῇ σὰν βασίλισσα.Ὅλα λοιπὸν αὐτὰ τὰ ἄδικα θὰ τὰ τακτοποιήσῃ ἡ δευτέρα παρουσία. Θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος γιὰ ν᾿ ἀποδώσῃ δικαιοσύνη στὸν καθένα, νὰ ἀμείψῃ τοὺς δικαίους καὶ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς ἀσεβεῖς. Ναί, θὰ κρίνῃ τὸν κόσμο. Πῶς θὰ τὸν κρίνῃ; Θὰ στήσῃ ζυγαριά, ποὺ θὰ τὰ ζυγίσῃ ὅλα.Πρῶτα – πρῶτα θὰ ζυγίσῃ τὰ ἔργα μας, ὅλα ὅσα κάναμε. Καὶ τὰ φανερὰ καὶ τὰ κρυφὰ ποὺ δὲν τὰ εἶδε μάτι ἀνθρώπου. Θὰ ζυγίσῃ ἀκόμη τὰ λόγια μας. Ποιά λόγια; Τὶς φλυαρίες, κουτσομπολιά, κατακρίσεις, συκοφαντίες, αἰσχρολογίες, βλασφημίες, ψέματα, ψευδορκίες… Αὐτὰ ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα σὰν φαρμάκι ὀχιᾶς. Αὐτὰ ποὺ λέμε ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ χωρὶς ἔλεγχο, ὅλα θὰ παρουσιαστοῦν γραμμένα ὅπως στὸ μαγνητόφωνο. Τὸ εἶπε καθαρὰ ὁ Χριστός, ὅτι θὰ δώσουμε λόγο γιὰ κάθε «ἀργὸ» λόγο (Ματθ. 12,36).Δὲν σοῦ ᾿δωσε ὁ Θεὸς τὴ γλῶσσα γιὰ νὰ γίνῃ πριόνι τοῦ διαβόλου· σοῦ τὴν ἔδωσε γιὰ νὰ λὲς τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ νὰ σκορπᾷς μύρο μὲ τὰ ὡραῖα σου λόγια. Αὐτὴ τὴ γλῶσσα θὰ τὴ ζυγίσῃ καὶ θὰ τὴν κρεμάσῃ ὁ Χριστός. Κ᾿ ἔπειτα μοῦ ᾿ρχονται στὴν ἐξομολόγησι· «Παπούλη, δὲν ἔκανα τίποτε, δὲ᾿ σκότωσα…». Σκότωσες μὲ τὴ γλῶσσα σου, διέλυσες σπίτια, χώρισες ἀντρόγυνα, ἄναψες φωτιές, κατέστρεψες κόσμο. Ἀλλοίμονο, δὲν αἰσθανόμεθα τὴν ἁμαρτωλότητά μας. Θὰ ζυγίσῃ ὅμως τότε ἀκόμη καὶ τὶς σκέψεις μας. Ναί. «Ὤ ποία ὥρα τότε!…», ὅπως ἔψαλαν σήμερα οἱ ψάλτες (αἶνοι Κυρ. Ἀπόκρεω), ποὺ ἔπρεπε νὰ τ᾿ ἀκοῦμε καὶ νὰ κλαῖμε. Θὰ ζυγιστοῦν καὶ οἱ σκέψεις μας, ὅλα τὰ πονηρὰ ποὺ διαλογιζόμεθα μέρα καὶ νύχτα.Αὐτὸ εἶνε τὸ κριτήριο ποὺ θὰ κάνῃ ὁ Χριστός. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔχει μιὰ ὁμιλία στὴ δευτέρα παρουσία. Εἶμαι, λέει, ἁμαρτωλός, καὶ θὰ ἤθελα κ᾿ ἐγὼ νὰ μὴν ὑπάρχῃ κόλασις, γιατὶ τὴ φοβᾶμαι· ἀλλ᾿ ὅμως ὑπάρχει ἡ κόλασις! Γιὰ ὅλα μπορεῖ νὰ ἀμφιβάλλῃς· γιὰ ἕνα δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλῃς, ὅτι ὑπάρχει κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, ὑπάρχει μέλλουσα ζωή, κόλασις καὶ παράδεισος. Ὑπάρχει ἕνα μάτι ποὺ τὰ βλέπει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα αὐτὶ ποὺ τ᾿ ἀκούει ὅλα, ὑπάρχει ἕνα χέρι ποὺ τὰ γράφει ὅλα.Ἀδελφοί μου· νὰ ἔχουμε προσοχὴ στὸν βίο μας. Μιά φορὰ περνᾶμε ἀπὸ τὴ φλούδα αὐτὴ τῆς γῆς. Ἂς ἀποφεύγουμε τὸ κακὸ καὶ ἂς κάνουμε τὸ καλό· αὐτὸ θὰ μείνῃ. «Μακάριοι οἱ νεκροὶ οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνῄσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι», ὅτι «τὰ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν» (Ἀπ. 14,13). Ἂς προσέξουμε, διότι δὲν ξέρουμε πότε ἔρχεται ὁ Κύριος. Εμαστε τώρα πιὸ κοντά.


 

 

Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα σημάδια, ποὺ επαμε, ὑπάρχει καὶ ἕνα ποὺ ἔγινε στὶς μέρες μας καὶ δὲν τὸ προσέξαμε. Κάπου μιὰ προφητεία λέει, ὅτι ὅταν πλησιάζει ἡ δευτέρα παρουσία οἱ Ἑβραῖοι θὰ φτειάξουν κράτος. Ἔ, τὸ ἔφτειαξαν στὶς ἡμέρες μας, τὸ 1948. Μήπως, λοιπόν, ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα γίνῃ ἡ δευτέρα παρουσία;Μακάρι ὅταν ἔρθῃ νὰ μᾶς βρῇ μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία, τὴν ὥρα ποὺ γίνεται ἡ θεία λειτουργία, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια, τὴν ὥρα ποὺ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μακάρι νὰ μᾶς βρῇ στὸ σπίτι μέσα ἀγαπημένους ὅλους, συζύγους καὶ παιδιά. Μακάρι νὰ σὲ βρῇ τὴν ὥρα ποὺ κάνεις ἐλεημοσύνη. Μὴ μᾶς βρῇ ποτέ στὴν ἀτιμία καὶ τὴ διαφθορά.Είθε ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ μετάνοια σὲ ὅλους μας, μικροὺς καὶ μεγάλους, κι ὅταν φθάσῃ ἡ τελευταία μας ὥρα νὰ σφραγίσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)·Αμήν!

Πηγή: Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης.

 

Μακαριστός Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης

 

Print Friendly and PDF