ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2016

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΤΑΛΟΦΗΣ ΠΟΛΗΣ



Δημοσιεύουμε σε συνέχειες ένα σχολαστικά περιγραφικό κείμενο περί των τελευταίων ημερών της Άλωσης της Βασιλεύουσας, αφενός μεν για να καταδείξουμε την νομοτελειακή συνέπεια της κατά Θεόν Αποστασίας, εφετέρου για να σκιαγραφήσουμε με έντονα χρώματα το όμοιον με την σημερινή δύσμορφη και δύσμοιρη εικόνα της εαλωμένης - από κοινοβουλευτικούς εκποιητές και ευρωπαίους, εωσφορικούς ευρωπαιστές - ημιθανής Πατρίδα μας. Λαός παντελώς αποστάτης, εξουσία διεφθαρμένη, ήθη πνευματικά τεθνεώτα, εποφθαλμιώντες άρπαγες, γειτονικοί λαοί, Καινοτόμος Εκκλησία πνευματικά έκπτωτη, συγκρητισμός και λατινόδουλοι ταγοί, Παπικοί Χριστοκτόνοι και ενχώριοι Ενωτικοί Μειοδότες, ζωή ερμητικά ξοδεμένη σε μια μετά Θεόν γενικευμένη, δαιμονική ανταρσία. Αποστασία και Συγκρητικός Οικουμενισμός είναι οι δύο μεγάλοι κάρφοι στο πληγωμένο Σώμα του παντεπόπτου Χριστού μας, λαός περί άλλων τυρβάζων και παναιρετικοί Νεοποχικοί Οικουμενιστές που διαστρέφουν, εκμαυλίζουν και εκποιούν τον ίδιο τον λόγο του Θεού. Το ''Μετανοείτε'' του Τιμίου Προδρόμου είναι - ίσως, όσο ποτέ - τόσο επίκαιρο, τόσο καθοριστικό και τόσο ψυχικά και πνευματικά αναγκαίο προς εφαρμογή. Ειδάλλως, όπως λέει και η γνωστή, αρχαιοελληνική παροιμία: ''Το Πεπρωμένον Φυγείν Αδύνατον''! Και ο νοών νοείτω. Γ. Δ.



Το θέαμα ήταν τρομερό και ελεεινό πέραν πάσης φαντασίας, βλέποντας

 να τραβούν από τα μαλλιά, παρθένες οι οποίες δεν είχαν βγει ποτέ από τα σπίτια τους,

 ευγενείς κυρίες, καλόγριες που είχαν αφιερώσει την ζωή τους στο Θεό και να τις βιάζουν σαν άγρια θηρία. 

Τους γέροντες, τους τρυπούσαν με τα ξίφη όπως και τα μωρά που άρπαζαν 

από την αγκαλιά των μανάδων τους. Και τι να πει κανείς για την σύλληση

 και αρπαγή των ιερών εικόνων και άλλων αντικειμένων από τις εκκλησίες και τα Μοναστήρια;

 Τα ιερά άμφια πετάγονταν στην πυρά ή με αυτά έντυναν τα άλογά τους, 

και ενώ έπιναν την Θεία Κοινωνία, θρυμμάτιζαν τους μαρμάρινους τάφους 

και σκύλευαν τους νεκρούς, πετάγοντας προς όλες τις κατευθύνσεις τα οστά τους. 


Τα βιβλία και τα πονήματα των φιλοσόφων πετάγονταν στην πυρά ή καταπατούνταν. Οι δε Ρωμηοί που μάχονταν στα άλλα μέρη του τείχους, όταν έβλεπαν πίσω τους τον εχθρό να καταφθάνει έπεφταν κάτω από τα τείχη." Αντίστοιχη είναι και η αφήγηση του Φρατζή, σύμφωνα με τον οποίο δεν φαινόταν το χώμα από τις αμέτρητες σωρούς των νεκρών, οι δρόμοι είχαν μετατραπεί σε ποτάμια αίματος, και η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε χώρο θυσίας και μαρτυρίου: "Χριστέ βασιλεύ, ως ανερμήνευτα και ανεξιχνίαστα εισι καί ην ιδείν τον παμμέγιστον εκείνον ναόν και θειότατον της του Θεού Σοφίας, τον ουρανόν τον επίγειον, τον θρόνον της δόξης του Θεού, ου έσωθεν των αδύτων και άνωθεν των θυσιαστηρίων και τραπεζών ήσθιον και έπινον, και τας ασελγείς γνώμας και ορέξεις αυτών μετά γυναικών και παρθένων και παίδων επάνωθεν εποίουν και έπραττον. 


Τις μη θρηνήση σε, άγιε ναέ; και πανταχού παν κακόν ην, και πάσα κεφαλή ήλγει, εν οίκοις θρήνοι και κλαυθμοί ανδρών οιμωγαί, γυναικών βιασμοί." Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία γκρεμίζονταν, ενώ σφάζονταν οι τελευταίοι κατοικοί της. Σύμφωνα με τους νόμους του Ισλάμ, η πόλη ήταν στο έλεος των εισβολέων για τρεις μέρες και τρεις νύκτες, προτού παραδοθεί στον σουλτάνο. Ο Γάλλος ιστορικός Σλουμπερζέ, στο βιβλίο του για την άλωση που έγραφε το 1914, και στο οποίο στηρίζομαι για την αφήγησή μου, εκδήλωνε την ευχή, οι νίκες των Ελλήνων κατά τους Βαλκανικούς πολέμους να αποτελέσουν, παρά την αντίδραση των Ευρωπαίων, εκδίκηση για την μεγάλη εκείνη συμφορά. Δυστυχώς η ευχή του δέν πραγματοποιήθηκε τότε. 


Εν τω μεταξύ, οι δερβίσηδες κατακερμάτιζαν επί πολλές ώρες τους μαρμάρινους τάφους των αυτοκρατόρων καί των Πατριαρχών, ενώ οι εισβολείς οργανωμένοι σε συμμορίες, σε κάθε σπίτι που κατελάμβαναν ύψωναν και μία σημαία με την ημισέληνο για να μην πλησιάσουν άλλοι ομμόφιλοί τους. Ο Barbaro αναφέρει ίσως τον υπερβολικό αριθμό των διακοσίων χιλιάδων σημαιών ότι ανυψώθηκαν στα σπίτια που είχαν καταληφθεί. Οι Ιταλοί έτρεχαν πρός τίς γαλέρες τους στόν Κεράτιο για να σωθούν και οι περίφημοι αδελφοί Boccardi, έφιπποι κατόρθωσαν να σκοτώσουν πολλούς Τούρκους καθ'οδόν προς την σωτηρία τους. 'Ολοι οι ναύτες του ναυάρχου Χαμουζά, παράτησαν τα πλοιάριά τους και έτρεξαν να λεηλατήσουν την πόλη, γεγονός που επέτρεψε σε πολλούς Ιταλούς να διαφύγουν με τα πλοία τους, αφού εξουδετέρωσαν την μεγάλη αλυσίδα που τους έφραζε την έξοδο από τον κόλπο του Χρυσού Κέρατους, όπως αλλιώς λεγόταν ο Κεράτιος κόλπος. 


Μεταξύ των Ιταλών που σώθηκαν ήταν ο Φλωρεντίνος ιστορικός Tetaldi, ο Βενετός πλοίαρχος Δολφίνος, ο Βενετός ιστορικός Nicolo Barbaro, ο Ιερώνυμος Μοροζίνι και άλλοι. Οι μόνοι υπερασπιστές που δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια, ήταν οι Κρήτες ναύτες που υπερασπίζονταν τον πύργο του Βασιλείου Β' στην Ωραία Πύλη, (Μπαχτσέ Καπουσί) κοντά στην έξοδο του Κεράτιου. Αυτούς τελικά ο Μωάμεθ τους άφησε ελεύθερους να φύγουν. Πολλοί Ελληνες κλείστηκαν στο ναό της Αγίας Σοφίας, αλλά και στο ναό της Αγίας Θεοδοσίας, που γιόρταζε και ήταν στολισμένη με τριαντάφυλλα (Γκυλ Τζαμί, γκυλ σημαίνει τριαντάφυλλο), με την ελπίδα ότι σύμφωνα με την παράδοση, Άγγελος με την ρομφαία του θα εμπόδιζε τους άπιστους να μπουν μέσα στο ναό. Αλλά κανένας δεν εμπόδισε τους Οθωμανούς να μπούν στις εκκλησίες που ήταν κατάμεστες από κόσμο και να σκορπίσουν τον τρόμο, την ατίμωση και τελικά τον θάνατο. Ξεγύμνωναν τις γυναίκες, τις βίαζαν πάνω στα πλακόστρωτα δάπεδα των εκκλησιών και όσες έφερναν αντίσταση, τους έσπαγαν το κεφάλι πάνω στα πλακάκια. 


Τα αγόρια και τα κορίτσια τα μάζευαν στις πλατείες για να τα πωλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς καί της Συρίας. "Σκοτώνετε τους γέροντες και να αρπάζετε τα παιδιά" ήταν η παραγγελία των χοτζάδων στους μαχητές του Ισλάμ, σύμφωνα με τον Αραβα ιστορικό Saad-ud-din. Ο ανώτερος κλήρος της Bασιλεύουσας βρισκόταν στην Αγία Σοφία. Οι ιερείς είχαν φορέσει τα επίσημα άμφια, μήπως και προκαλέσουν τον οίκτο των εισβολέων και τελούσαν λειτουργία την ώρα της εφόδου. Φυσικά, επειδή οι περισσότεροι ήταν γέροντες κατασφάxτηκαν, αλλά η μνήμη του λαού μας διατηρεί τον μύθο ότι ένας ιερέας πήρε το Αγιο Δισκοπότηρο, χάθηκε πίσω από τον τείχο, και θα επανέλθει να συνεχίσει την Θεία Λειτουργία, όταν Ορθόδοξος Βασιλιάς εισέλθει ελευθερωτής στην Αγία Σοφία. 


Τα άπειρα βιβλία της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης έγιναν στάχτη. Aς σημειωθεί, ότι απαγορεύονταν επί ποινή θανάτου, να εισέρχεται κανείς με αναμμένο κερί στο εσωτερικό της στο οποίο βρίσκονταν πολλοί αρχαίοι πάπυροι, σπάνια χειρόγραφα, Ευαγγέλια και άλλα θεολογικά και επιστημονικά συγγράματα και όλος ο πνευματικός πλούτος της Αρχαίας και Βυζαντινής Γραμματείας. Σώπασε Κυρά Δέσποινα. Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια, σημαίνει και η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες, κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειόνταν οι κολώνες. Να μπούνε στο χερουβικό και νά 'βγη ο Βασιλέας, φωνή τους ήρθε εξ' ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια, παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε, γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη. 


Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρθουνε τρία καράβια το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο, το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας μη μας την πάρουν τα σκυλιά, μη μας την μαγαρίσουν. Η Δέσποινα ταράχθηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες «Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι». Πενήντα χιλιάδες υπολογίστηκαν οι νεκροί της άλωσης και άλλοι τόσοι οι αιχμάλωτοι από τους οποίους προσδοκούσαν οι δεσμώτες τους λύτρα. Από τετρακόσια παιδιά εστάλησαν ως λάφυρα στον χαλίφη της Βαγδάτης, της Μπαρμπαριάς (Αιγύπτου), της Τύνιδος και της Γρανάδας. Ο βάιλος της βενετικής συνοικίας Ιερώνυμος Minotto και ο βενετός ευαπατρίδης Καταρίνος Κονταρίνι αποκεφαλίστηκαν. Ομοίως ο Ισπανός Πέτρος Ιουλιανός με τον γυιό του είχαν την ίδια τύχη. 


Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, Ρωμηός στην καταγωγή, φόρεσε τά ρούχα κάποιου νεκρού ζητιάνου και κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι Τούρκοι, όταν βρήκαν το πτώμα με τα ρούχα του καρδινάλιου, έκοψαν το κεφάλι και τό περιέφεραν στην πόλη κραυγάζοντας, ότι σκότωσαν τον απεσταλμένο του πάπα. Ο ιστορικός Φρατζής συνελήφθη καί απελευθερώθηκε μετά από τήν καταβολή λύτρων. Ο δεκαπεντάχρονος όμως γιός του καί η δεκατετράχρονη κόρη του αγοράστηκαν από τον σουλτάνο. Η κόρη του πέθανε μετά από λίγο διάστημα από τίς κακουχίες και ο γυιος του, που δεν υπέκυψε στις ανώμαλες ορέξεις του Μωάμεθ, σκοτώθηκε από τον ίδιο τον πορθητή... Η χειρότερη ίσως μοίρα περίμενε τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά, ο οποίος σημειωτέον ήταν ανθενωτικός. Αρχικά ο Μωάμεθ τον μεταχειρίσθηκε με επιείκια, ακριβώς επειδή ήταν αντίθετος με την ένωση των εκκλησιών. 'Ομως ο ακόλαστος νεαρός ηγεμόνας είχε μάθει ότι ο Νοταράς είχε μία πολύ όμορφη κόρη, την Αννα Νοταρά. 'Εστειλε λοιπόν τον αρχιευνούχο του να του την φέρει. Η Αννα όμως είχε καταφέρει νά διαφύγει, και μάλιστα πήγε στην Βενετία, όπου έζησε μέχρι τα βαθιά της γεράματα. 


Ο σουλτάνος τότε εκνευρισμένος ζήτησε να του φέρουνε τους νεαρούς γυιούς του Νοταρά. Ο τελευταίος αρνήθηκε και δόθηκε τότε η διαταγή να αποκεφαλιστούν και οι τρεις... Ο τελευταίος πρωθυπουργός του Βυζαντίου ζήτησε από τόν δήμιο νά σκοτώσει πρώτα τα παιδιά του και μετά αυτόν, φοβούμενος μήπως αλλαξοπιστήσουν τελευταία στιγμή. 'Ετσι ο άτυχος πατέρας, αφού είδε τα κεφάλια των παιδιών του να πέφτουν στο έδαφος, προσευχήθηκε και έγειρε το κεφάλι του κάτω από το ξίφος του δημίου...Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον. 


Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. "Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!" Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.


«Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. 
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα 
και την απαντοχήν τους. Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο; 
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε,
 στέκει και αναρωτά το: 
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
 -"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, 
ακ την ανεμοζάλην απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. 
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.». 
Ο Μωάμεθ ο κατακτητής μπήκε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη
 και έφτασε στο ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί κάλεσε έναν ιμάμη και τον διέταξε να ανέβει 
στον άμβωνα και να αναγνώσει το σύμβολο της μωαμεθανικής πίστης.
 Αυτός στράφηκε πρός τή Μέκκα, και προσευχήθηκε. Από εκείνη την στιγμή 
ο μεγαλοπρεπής ναός του Ιουστινιανού, το σύμβολο της Ορθοδοξίας, μετατρεπόταν σε τζαμί,
 όλος ο πλούτος των μωσαικών και των τειχογραφιών θα καταστρεφόταν, 
ενώ η Βασιλεύουσα, το καμάρι των Ρωμηών, θα μετονομαζόταν σε Ιστανμπούλ... 
3ον Μέρος. 
Τελευταίο.



Εκ του Ιστολογίου ''CONSTANTINOPLE''
 Τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF