«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»
Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Έτος: 12ο (2013 - 2025)
Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης
Διαχειριστής:
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine
«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».
Κωστής Παλαμάς
Τρίτη 29 Απριλίου 2025
ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ: ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΕΜΠΤΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
Ο σωστικός χώρος της εκκλησίας (καθημερινές σκέψεις και σχόλια στα ευαγγελικά και αποστολικά αναγνώσματα για τις 365 μέρες του χρόνου) είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο που περιέχει το καθημερινό σχόλιο του οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου για κάθε μέρα του έτους.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
Ο ΚΡΥΦΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ
ΤΑ ΞΥΛΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
Πέμπτη τοῦ Πάσχα κι ὁ πάπα-Λευτέρης πρωΐ-πρωῒ φόρτωνε τὸ ζῶο του κι ἑτοιμαζόταν νὰ κατεβεῖ στὴν Τραπεζούντα. Τὴν ἴδια ὥρα ἀκούστηκαν οἱ πρῶτοι χτύποι τῆς καμπάνας. Ὁ συνεφημέριός του ὁ πάπα-Γαβριὴλ φαίνεται πὼς εἶχε ἀϋπνίες. Χθὲς ἦταν ἡ σειρά του νὰ λειτουργήσει. Μετὰ πῆρε τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια νὰ μαζέψει ξύλα. Καὶ σήμερα νά τον ξημερώματα, ἕτοιμος νὰ κάνει τὸν πραματευτή. Κανονικὰ ὄφειλε νὰ πάει στὴν ἐκκλησιά. Τέτοια μέρα, ἀκόμη Πασχαλιά, ποὺ ξανακούστηκε νὰ λείπει ἀπ᾿ τὴ Λειτουργία!
Ἂς ὄψονται, ὅμως, τὰ τόσα στόματα ποὺ περιμένουν στὸ σπίτι. Κάποιος ἔπρεπε νὰ νοιαστεῖ γιὰ τὸ καθημερινό τους... Ὀκτὼ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς κι ἄλλα τρία ὁ Ἀναστάσης ὁ κουμπάρος του: Τὴ γυναῖκα του, τὴν πεθερά του, τὴν «κυρὰντουλάπα», καὶ τὸν κουνιάδο του, ποὺ δὲν φτουρᾶ σὲ δουλειά… Ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ξεκίνησε… Εἶχε μπροστά του πολὺ δρόμο. Ὑπολόγιζε πρὶν τὸ μεσημέρι νὰ φτάσει στὴν πόλη κι ἂν ὅλα πᾶν καλά, ἀργὰ τὸ βράδυ νὰ εἶναι πάλι πίσω. «Βαστᾶτε ποδαράκια μου», ἀναστέναξε καθὼς ἀναλογίστηκε τὸ δρόμο ποὺ ᾿χε νὰ κάνει. Κατὰ πὼς τὸ εἶχε συνήθειο ἄρχισε τὸ ψάλσιμο, νὰ σπάει κι ἡ μονοτονία. Νὰ κάνει ὅμως καὶ τὸ κέφι του.
Μέσα στὴν ἐρημιὰ ποιός τὸν ἀκούει; Μόνο ὁ Θεός. Ἀποφεύγει καὶ τὰ κοροϊδευτικὰ χαμόγελα τοῦ πάπα-Γαβριὴλ ἢ τὶς εἰρωνίες τοῦ Ἰορδάνη, τοῦ ψάλτη: «Ἐξαιρετικὰ τὰ λὲς παπᾶ. Σὰν μανάβης!». Τὸ ξέρει. Ἡ φωνή του ἀκούγεται ἄσχημα. Μὰ ὅτι λέει, τὸ ψέλνει μὲ τὴν καρδιά του κι αὐτὸ θέλει ὁ Θεός. Ὅπως τότε ποὺ ἦταν μικρός. Καὶ φλεγότανε ἀπ᾿ τὸ μεράκι τῶν ὕμνων... Ἀκόμη κι ὁ δεσπότης τὴ μοναδικὴ φορὰ ποὺ λειτούργησε μαζί του τοῦ εἶπε: «Σούς, μπρέ. Δὲν τὸ λέγεις καλά». Ἦταν ἕνα ὅριο ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ Θεὸς καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ξεπεράσει. Τί κι ἂν πάλαιψε; Τί κι ἂν προσευχήθηκε; Τί κι ἂν ἔκλαψε; Τὸ μόνο ποὺ κατόρθωσε εἶναι, ὅσα λέει, νὰ τὰ λέει μέσα ἀπ᾿ τὴν καρδιά του. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ θέλει ὁ Θεός. Τὴν καρδιά, ὄχι τὸ λαρύγγι!
Ἡ παρηγοριά του γιὰ τὴν σιωπὴ ποὺ ἔχει ἐπιβάλλει στὸν ἑαυτό του. Σιωπὴ γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλεῖ, ὅπως ἐνοχλοῦσε τότες ποὺ μικρὸς στεκόταν παράμερα στὸ ψαλτήρι. Ὅπως ἐνοχλοῦσε ἀργότερα τοὺς φίλους του ποὺ προχώρησαν στὴν ψαλτικὴ κι ἂς πίστευε πὼς θὰ τὸν θέλουν κοντά τους. Ὅπως ἐνοχλοῦσε τὸ φίλο του τὸν Ἀποστόλη, ποὺ ἔγινε δεξιὸς ψάλτης στὸ διπλανὸ χωριό. Σταμάτησε, ἔτσι, νὰ ψέλνει μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ προτιμοῦσε τὶς ἐρημιές. Μὲ τὰ τροπάρια μετροῦσε τὶς ἀποστάσεις. Ξεκίναγε μὲ τὸν Ὄρθρο, ἔλεγε καὶ λίγα ἀπ᾿ τὸν Ἑσπερινὸ κι ἂν εἶχε κι ἄλλο δρόμο πρόσθετε καὶ μερικὰ σκόρπια τροπάρια. Αὐτὸ θὰ ἔκανε καὶ τώρα, μέρες τῆς Πασχαλιᾶς. «Μπρός, λοιπόν, παπᾶ, δῶσε του νὰ καταλάβει» μονολόγησε. Ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἄρχισε:
«Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…». Ἀφοῦ ἔψαλε ὅλον τὸν Κανόνα, προχώρησε καὶ στοὺς Αἴνους κι ἐκεῖ κατὰ τὸ δοξαστικὸ ἔμπαινε πιὰ στὰ πρῶτα σπίτια τῆς Τραπεζούντας. Μὲ τὸ ψάλσιμο κάπου εἶχε ἀφαιρεθεῖ. Ὅταν κατάλαβε πὼς ἦταν στὸν τουρκομαχαλὰ σκέφτηκε νὰ γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο νὰ προσανατολιστεῖ κι ὕστερα πῆρε ἕνα σοκάκι ἐκεῖ στ᾿ ἀριστερά. Περίμενε νὰ τὸν βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸ Κάστρο, μ᾿ αὐτὸ φιδογύριζε ἀνάμεσα στὰ τουρκόσπιτα. Σὲ κάποια στροφὴ φάνηκε ἕνας καφενὲς κι ἀπόξω δύο τρεῖς τοῦρκοι ἀραχτοί, ἀπολάμβαναν τὸ ναργιλέ τους. Καθὼς περνοῦσε μπροστά του ὁ ἕνας τοῦ φώναξε: «Πόσο τὰ ξύλα, παπᾶ;». «Πέντε γρόσια, ἐφέντη μ’». «Πολλὰ δὲν εἶναι, βρὲ καραμπὰς (μαυροκέφαλε);». «Ὄχι, ἐφέντη μ’, ὄχι. Ἔρχουμαι ἀπὸ μακριά», ὁ πάπα-Λευτέρης ἤξερε ν’ ἀντιστέκεται στὰ παζάρια τῶν τούρκων. «Κι ὑστέρα τί παίρνεις μὲ πέντε γρόσια;». «Ἄντε νὰ σοῦ δώσω τρία νὰ τὰ φέρεις καὶ στὸ σπίτι».
«Νὰ χαρεῖς τὰ νειάτα σου, ἐφέντη μ’. Κάμε 3 τα τουλάχιστο τέσσερα. Εἶμαι φτωχὸς κι ἔχω τόσα στόματα νὰ θρέψω». «Καλά. Ἂς εἶναι. Θὰ σοῦ δώσω τέσσερα». Σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ σκαμνί του, τεντώθηκε καὶ πλησίασε τὸν παπᾶ. Χάϊδεψε λίγο τὸ ζῶο καὶ μετὰ στράφηκε ἄγριος στὸ παπᾶ.
«Δὲν λυπᾶσαι τὸ ζῶο, βρὲ Γκιαούρ; Πῶς τὸ φόρτωσες τὸ καημένο; Κοντεύει νὰ ψοφήσει! Δὲν φοβᾶσαι τὸ Θεό, βρὲ καραμπάς;». «Ἀντέχει, ἐφέντη μ’», τόλμησε ν᾿ ἀπαντήσει ὁ πάπα-Λευτέρης. «Σούς, μπρέ», ἔβαλε τὶς φωνὲς ὁ τοῦρκος καὶ σήκωσε τὸ χέρι του ἀπειλητικά.
«Πᾶμε σπίτι νὰ τὸ ταΐσεις λίγο καὶ νὰ τὸ ποτίσεις. Γκιαούρ. Διαβόλου γενιά!». Γιόμισε ὁ μαχαλᾶς ἀπ᾿ τὶς φωνές του. Ὁ παπᾶς, τὸν ἀκολούθησε φοβισμένος. «Τρελὸς θάναι», σκέφτηκε κι ἀπὸ μέσα του ἔλεγε ὅσες εὐχὲς τοῦ ἐρχόντουσαν στὸ μυαλό. Μπροστὰ στὴν αὐλόπορτα τοῦ σπιτιοῦ φώναξε ἕνα ὄνομα.
Ὕστερα καὶ μὲ μία κλωτσιὰ τὴν ἄνοιξε διάπλατα. «Μπὲς μέσα, μπρὲ γκιαούρ. Δὲν φοβᾶσαι τὸ Θεὸ εἶσαι καὶ παπᾶς». Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔκλεισε τὴν πόρτα κι ἀμέσως δύο νεαροὶ ξεφόρτωσαν τὸ ζῶο. Ὁ τοῦρκος, μὲ φωνές, τράβηξε σχεδὸν τὸν παπᾶ-Λευτέρη μέσα στὸ σπίτι, ποὺ ἀπ᾿ τὸ φόβο του ἔχασε κάθε δύναμη ν᾿ ἀντισταθεῖ. Μόνο ἔτσι σὰν ἀστραπὴ τοῦ πέρασε ἡ σκέψη: «Εἶδες τί ἔπαθες γιὰ νὰ μὴν πᾶς στὴ Λειτουργία;». Μέχρι τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ χαλοῦσε τὸν κόσμο μὲ τὶς φωνές του. Μόλις πέρασαν τὸ κατώφλι τὴν ἔκλεισε μὲ τόση δύναμη λὲς κι ἤθελε νὰ τὴν γκρεμίσει. Καὶ τότε ἔγινε ἡ μεταμόρφωση. Ὁ ἄγριος τοῦρκος, αὐτὸς ποὺ χωρὶς αἰτία ἦταν ἕτοιμος νὰ κακοπαιδέψει τὸ φτωχὸ παπᾶ, ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ φίλησε τὸ χέρι του μὲ σεβασμό.
Ἡ φωνή του μόλις ἀκουγόταν. «Σχώραμε, παπούλη μου, σχώραμε», τοῦ εἶπε ἑλληνικά. «Δὲν εἶχα κακὸ σκοπό. Γι᾿ αὐτὰ τὰ σκυλιὰ φώναζα, ποὺ μᾶς ἔβλεπαν. Μὴν καταλάβουν τίποτα καὶ χαθοῦμε. Χριστιανοὶ εἴμαστε κι ἐμεῖς κι ἂς φαινόμαστε τοῦρκοι». Κατάλαβε. Εἶχε μπροστά του ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ οἱ ρωμιοὶ ὀνόμαζαν κλωστούς. Ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀντιστάθηκαν τόσα χρόνια στὴν ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς. Στὴ φαντασία του ὁ ἡρωϊσμὸς κι ἡ πίστη τους ἔπαιρναν μυθικὲς διαστάσεις. Πᾶνε μερικὰ χρόνια ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτούς. Τότε θυμᾶται θέλησε νὰ τοὺς συναντήσει, νὰ ἔρθει σ᾿ ἐπαφὴ μαζί τους. Τὸν συγκράτησαν οἱ πιὸ φρόνιμοι. Θάρθει ἡ στιγμή, 4 τοῦ εἶπαν, καλύτερα νὰ μὴ βιάζεσαι. Πέρασαν τὰ χρόνια κι ἡ στιγμὴ δὲν ἦρθε. Στὴν ἀρχὴ μάθαινε πὼς κάποιος παπᾶς βρέθηκε στὴ δίνη τῆς ἱστορίας τους, μὰ κι αὐτὸ σταμάτησε μὲ τὰ χρόνια.
Ἔτσι, κάπου μέσα του, ἄρχισε νὰ μὴν πολυπιστεύει στὴν ύπαρξή τους. Ἄρχισε νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ πολλά, ἢ νὰ τὰ δέχεται σὰν μιὰ χαριτωμένη ὑπερβολή. Καὶ νὰ τώρα ποὺ εἶχε μπροστά του ἕναν δικό τους. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὸν σήκωσε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ φάνηκαν δύο γυναῖκες, ἡ μία νέα ἡ ἄλλη ἡλικιωμένη, καὶ τὸν περιτριγύρισαν ἕνα τσοῦρμο παιδιά! «Ἡ φαμίλια μου παπούλη μου», τοῦ εἶπε ὁ κρυφὸς Χριστιανός. Σὲ λίγο καθισμένοι στὸ σαλόνι ἀντάλασσαν τὶς ἱστορίες τους. Αἰσθάνονταν γνωστοὶ ἀπὸ χρόνια. Ἦταν κι αὐτοὶ ὅπως ὅλοι οἱ δικοί τους. Χρόνια τώρα, ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, κράταγαν μυστικὴ τὴν πίστη τους καὶ συνέχιζαν φανερὰ νὰ κάνουν τὴ ζωὴ τοῦ μουσουλμάνου. Πρῶτα κοντά τους ἔμενε ἕνας χότζας ποὺ ἦταν κρυφὸς παπᾶς. Αὐτὸς τοὺς βάφτισε, αὐτὸς τοὺς πάντρεψε, αὐτὸς κήδευε τοὺς πατεράδες τους. Ὅλα στὰ κρυφά.
Νύχτα πάνω στὴ νύχτα. Τὴ μέρα τοὺς πάντρευε τούρκικα. Τὴ νύχτα χριστιανικά. Γεννιόταν ἕνα παιδί; Τὴ μέρα ἔκανε σουνέτι. Τὴ νύχτα βαφτίσια. Στὸ θάνατο ὁ πρῶτος ποὺ ἔμπαινε στὸ σπίτι ἦταν αὐτός. Μόνος μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ διάβαζε τρισάγιο. Τὴ νύχτα ἔκανε τὴν κηδεία καὶ τὸ πρωῒ ὅλα τὰ ἔθιμα τῶν μουσουλμάνων. Διπλὴ ζωή, διπλὸ ξόδι. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ πέθανε, ἔμειναν ὀρφανοί. Ἀλειτούργητοι. Ἀβάφτιστοι. Δύο χρόνια ἔχουν νὰ κάνουν Ἀνάσταση. Τὴ νύχτα τὸ Μεγάλο Σάββατο ἄκουσαν τὶς καμπάνες ἀπ᾿ τὸ χριστιανικὸ μαχαλᾶ. Ἄναψαν κερὶ καὶ ἔψαλαν σιγανὰ τρεῖς φορὲς τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». «Νὰ κάνουμε τώρα τὴν Ἀνάσταση», ἡ ἰδέα ἄστραψε στὸ μυαλὸ τοῦ πάπα-Λευτέρη. «Τί πειράζει; Πασχαλιὰ εἶναι ἀκόμη. Ἑτοιμαστεῖτε κι ἐδῶ εἶμ᾿ ἐγώ». Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνας ὁλάκερος μηχανισμὸς μπῆκε σὲ λειτουργία. Μέχρι τὸ βράδυ βρέθηκαν ἄμφια, σκεύη, πρόσφορα, ἐνῶ ἕνα νιὸ παληκάρι, μὲ γρήγορο ἄλογο, ἔτρεξε στὸ χωριὸ νὰ καθησυχάσει τὴν παπαδιά, ποὺ δὲν θὰ γύριζε ὁ παπᾶς ἐκεῖνο τὸ βράδυ.
Γύρω στὰ μεσάνυχτα γιόμισε τὸ σπίτι ἀπὸ κρυφοχριστιανούς. Ἄντρες, γυναῖκες, παιδιὰ πέρασαν τὸ κατώγι μ᾿ ἁγιοκέρια ποὺ εἶχαν μόνοι τους ἑτοιμάσει. Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ μιὰ κασέλα εἶχε γίνει Ἁγία Τράπεζα. Ὁ πάπα-Λευτέρης ἄρχισε τὸ ψάλσιμο μ᾿ ἕνα γέροντα. «Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον». Τούτους ᾿δῶ δὲν ἐνοχλοῦσε ἡ φωνή του. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἄκουσε ἐκεῖνο 5 τὸ «σούς, μπρέ», ποὺ τοῦ μαύριζε τὴν ψυχή. Τοὺς ἔφτανε ποὺ ἄκουγαν τὰ λόγια. Κι ἂν ἔκρινε ἀπὸ τὰ βλέμματα, ἴσως καὶ νὰ φχαριστιόντουσαν ἀπ᾿ τὸ ψάλσιμό του. Στὸ τέλος ἄναψε τὸ κερί του ἀπ᾿ τὸ καντήλι ποὺ τρεμόπαιζε καὶ κάλεσε τοὺς μυστικοὺς Χριστιανούς του: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν». Μετά, ἐκεῖ στὴ μέση, ἔψαλε «τὴν Ἀνάστασίν Σου Χριστὲ Σωτήρ», διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο κι ἐνῶ ἡ πόλη ἡσύχαζε, ψάλανε ὅλοι μαζὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
Γύρω του τὰ δακρυσμένα μάτια τοῦ σκλάβωναν τὴν καρδιά. Ἦταν μιὰ ἀπ᾿ τὶς στιγμὲς ποὺ θὰ τὸν συνόδευαν σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή. Ἦταν ἕτοιμη νὰ ξεπροβάλει ἡ νέα μέρα, ὅταν ξεκίναγε νὰ γυρίσει στὸ χωριό. Πίσω του ἄφηνε τὸ σπίτι, ποὺ ἔγινε ἡ κολυμπήθρα γιὰ ν᾿ ἀναβαπτιστεῖ στὴν πίστη του κι ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του. Θαρχόταν νὰ τὸ συναντήσει πάλι σὲ λίγες μέρες. Τὸν περίμεναν οἱ νέοι του Χριστιανοί. Μαζί τους καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ εἶχαν μείνει ἀβάπτιστα. Τώρα ἤξερε. Κάθε φορὰ ποὺ ξεκίναγε μὲ ξύλα γιὰ τὴν Τραπεζούντα θὰ ἔφερνε κι ἕνα φόρτωμα στὸν τουρκομαχαλά. Κάθε φορὰ καὶ σὲ διαφορετικὸ σπίτι. Τὴ νύχτα τὸ σπίτι αὐτὸ θὰ γινόταν ἡ ἐκκλησιὰ κι ἐκεῖ θὰ συνάζονταν οἱ κλωστοί. Ἀπ᾿ τὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη ξεφύτρωναν οἱ μαῦρες σκιὲς ποὺ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν προχωρημένη ὥρα.
Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἐρχόταν στὸ σπίτι τοῦ πεθαμένου κρυφοῦ παπᾶ, ὅπου ὑπῆρχε ὁλάκερη ἐκκλησιὰ κρυμμένη ἀπ᾿ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Μυστικὲς πόρτες ἔφερναν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς δρόμους. Ἔξω οἱ νέοι εἶχαν ἀναλάβει τὴ φύλαξη. Τόσα χρόνια στὴ ζωὴ αὐτὴ ἔμαθαν νὰ φροντίζουν τὴν ἀσφάλειά τους. Μαζί τους ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ ζεῖ τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀγωνίες τους κι ὅταν γνωρίστηκαν καλὰ ἡ ἔγνοια του σκλαβώθηκε στὸ μαχαλᾶ τους. «Τὰ παιδιὰ ἔχουν σήμερα μπαϊράμι», ἔλεγε στὴν παπαδιά, «κι ὅλη μέρα θὰ εἶναι νηστικά»...
(*) Γιώργη Θ. Πρίντζιπα, Τὸ συναξάρι τῶν κρυφῶν ὀνείρων, § Τὰ ξύλα τοῦ παπᾶ (ἀποσπάσματα), σελ. 113-140, ἔκδοσις 1η, ἔκδοσις Τέρτιος, Κατερίνη, Ὀκτώβριος 1992. Ἐπιμέλ. ἡμετ. *Εκ του ιστοτόπου της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
Δευτέρα 28 Απριλίου 2025
ΑΓΙΟΥ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΟΣΧΑΣ: ΣΤΑΥΡΟΣ & ΑΝΑΣΤΑΣΗ 12ο ΜΕΡΟΣ
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου του
Πέτρου Μπότση:
«Αγίου Φιλαρέτου Μητροπολίτη Μόσχας (+1867): Σταυρός και ανάσταση»,
Αθήνα 2020, σελ. 95-99.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Ο άγιος μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος Ντροζντώφ ήταν σύγχρονος του οσίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ και συνέπεσε ν' αναπαυτεί την ίδια με κείνον χρονιά. Υπηρέτησε ως προκαθήμενος τη Ρωσική Εκκλησία για μισόν αιώνα σχεδόν, από το 1821 ως τις 1867 Νοεμβρίου του 1867, σε μια περίοδο πνευματικής αναγέννησης στη Ρωσία. Χρημάτισε Διευθυντής της Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και έγραψε σπουδαία θεολογικά έργα για την εποχή του. Το σημαντικότερο από τα έργα του ήταν η Κατήχηση της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, που κυκλοφόρησε σε σύντομη και σε εκτενή μορφή και επηρέασε βαθύτατα την ορθόδοξη δογματική θεολογία. Ήταν γόνιμος και χαρισματικός συγγραφέας. Οι κατηχήσεις του είναι ακόμα κλασσικές στη Ρωσία κι οι ομιλίες του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Συμμετέσχε επίσης ως μέλος της Βιβλικής Εταιρίας στη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη Ρωσική και κατά τη διάρκεια της πατριαρχείας του στη Μόσχα αντιμετωπίστηκαν σοβαρά εκκλησιαστικά ζητήματα, οι δε αποφάσεις για τα ζητήματα αυτά εκδόθηκαν σε τρεις τόμους (1903-1906).
Εκ του προλόγου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης
Χριστός Ανέστη! Αγαπητοί αδελφοί, πέρασε η διακαινίσιμη Εβδομάδα και μαζί της πήρε τις πράξεις μας, για να τις παρουσιάσει ενώπιον του θρόνου του Ουράνιου Κυρίου και Κριτή: Εκεί, αδελφοί, βρίσκονται τώρα οι πράξεις μας. Τα λέω αυτά για να φοβίσω με την ουράνια κρίση εκείνους που δεν έζησαν τη λαμπρή εορτή της Ανάστασης του Χριστού με χριστιανικό τρόπο, αλλά και να παρηγορήσω εκείνους που τη γιόρτασαν με εγκράτεια και πνευματική χαρά. Πώς έζησαν πολλοί τη λαμπρή γιορτή της Ανάστασης; Δεν θα ήθελα να θυμίσω τις άνομες ανθρώπινες πράξεις τους, αλλ' αυτοί, μαζί μ' εκείνους που τις διέπραξαν, πρέπει να γνωρίζουν ότι θα κριθούν από το Θεό. Μετά την ακολουθία της Ανάστασης, την πανευφρόσυνη εορτή ακολούθησαν σκοτεινές πράξεις, όπως: αδιαφορία, μέθη, διαμάχες, κατάρες και κάθε είδους αμαρτία. Πριν από την εορτή νηστέψαμε, για να επιδοθούμε μετά ανεπιφύλακτα και επιπόλαια σε κάθε αμαρτωλή σαρκική πράξη και να απολαύσουμε κάθε ανομία. Αλίμονο! Αλίμονό μας! Όταν εκείνοι που αντιμετώπισαν τη γιορτή με αδιαφορία και μέθη, με μοιχείες, βλασφημίες και άλλες παρόμοιες σαρκικές πράξεις, έχασαν κάθε ωφέλεια που ενδεχομένως έλαβαν από τη χάρη της εορτής, έχασαν την ωφέλεια της μετάνοιας και της θεικής Κοινωνίας των Αγίων Μυστηρίων, τα ποδοπάτησαν όλα σαν ζώα κάτω από τα πόδια τους, έχασαν τον αποδεκτό χρόνο που τους δόθηκε από το έλεος του Κυρίου για τη σωτηρία τους, έχασαν τον αποδεκτό χρόνο που τους δόθηκε από το έλεος του Κυρίου για τη σωτηρία τους, το χρόνο που δεν ξαναγυρίζει. Θα ήταν σκόπιμο να σας πω κατά τη διάρκεια της νηστείας, πως τώρα είναι ο αποδεκτός χρόνος: Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, νυν ημέρα σωτηρίας (Β' Κορ. στ' 2). Τότε ακριβώς ήταν που πλησιάσατε τη σωτήρια πηγή της μετάνοιας και τα άχραντα μυστήρια του σώματος και του αίματος του Χριστού. Τώρα η εξομολόγηση κι η θεία κοινωνία σας αναβάλλεται μέχρι την επόμενη νηστεία, αλλά ποιος ξέρει αν ο Κύριος θα σας αξιώσει να εξομολογηθείτε και να κοινωνήσετε ξανά; Ποιός γνωρίζει αν δεν πεθάνετε στις αμαρτίες σας, με τις οποίες μολύνατε ξανά τον εαυτό σας μετά την εξομολόγηση και τη θεία κοινωνία; Πόσο οδυνηρό, πόσο λυπηρό είναι αγαπητοί αδελφοί το γεγονός ότι τόσο σύντομα γίνατε προδότες του Χριστού και δοθήκατε στην υπηρεσία του διαβόλου, του αρχικού δολοφόνου, εκείνου που είναι δάσκαλος κάθε αμαρτίας! Χρησιμοποιώ τα λόγια του Σωτήρα μας εδώ, εγώ ο αμαρτωλός, και λέω ότι «υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν» (Ιωάν. η' 44). Τί μένει σε μας να κάνουμε τότε, αγαπημένοι μου αδελφοί; Να προσευχηθούμε και να κλάψουμε για τις αμαρτίες μας. Να θρηνήσουμε επειδή πολλοί από μας προσεγγίσαμε τη μεγάλη εορτή όχι σαν χριστιανοί, αλλ' ούτε καν ως άνθρωποι, αλλά σαν άθλιοι ειδωλολάτρες, σαν τα άγρια ζώα που έχουν μείνει χωρίς τροφή για μεγάλο διάστημα. Να θρηνήσουμε πρέπει, επειδή αγνοήσαμε τα μεγάλα και σωστικά μυστήρια της μετάνοιας και της θείας κοινωνίας, τα περιφρονήσαμε. Να κλάψουμε, επειδή δαπανήσαμε τον πολύτιμο χρόνο που μας δόθηκε για τη σωτηρία μας. Να πενθήσουμε και να προσευχηθούμε στον Κύριο «να μην εξοργιστεί εναντίον μας ούτε και να μας απολέσει για τις ανομίες μας, αλλά να μας βοηθήσει να επιστρέψουμε στο δρόμο της μετάνοιας' να μας αξιώσει να γίνουμε πιστοί τηρητές των εντολών Του. Ας αποφασίσουμε σταθερά από τώρα και στο εξής να μην παραδοθούμε στην ακράτεια, τη μέθη και κάθε αμαρτία που ακολουθεί, αλλά να ζητήσουμε με δάκρυα από τον Κύριο ώστε Εκείνος, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος να μας ενισχύσει στις προϋποθέσεις μας για έργα αγαθά».
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του Πέτρου Μπότση:
«Αγίου Φιλαρέτου Μητροπολίτη Μόσχας (+1867): Σταυρός και ανάσταση»,
Αθήνα 2020, σελ. 95-99.
Σάββατο 26 Απριλίου 2025
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ: ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός(:στο μεταξύ με τα χέρια των αποστόλων γίνονταν συνεχώς πολλά εκπληκτικά και εξαιρετικά θαύματα, που επιβεβαίωναν ότι η διδασκαλία τους ήταν αληθινή και προκαλούσαν κατάπληξη στον λαό. Και όλοι οι πιστοί μαζί με μια καρδιά μαζεύονταν στη στοά του Σολομώντος. Και από τους υπόλοιπους που δεν είχαν πιστέψει, κανείς δεν τολμούσε ν’ ανακατευτεί με αυτούς, να αστειευτεί μαζί τους και να τους συμπεριφερθεί σαν συνηθισμένους ανθρώπους του δρόμου˙ αλλά ο πολύς λαός τους τιμούσε και τους εγκωμίαζε)»[Πράξ.5,12-13].
«Καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος». «Και συγκεντρώνονταν», λέγει, «όλοι μαζί με μια ψυχή στη στοά του Σολομώντος». Από αυτό είναι φανερό, ότι δεν ήταν σε οικία, αλλά αφού εισήλθαν στο ιερό, διέμεναν εκεί· ούτε πλέον φυλάσσονται να μην εγγίζουν ακάθαρτα, αλλά απλώς άγγιζαν τους νεκρούς. Και πρόσεχε πώς στους μεν δικούς τους είναι αυστηροί, στους ξένους όμως δεν χρησιμοποιούν τη δύναμη.
«Τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός(:και από τους υπόλοιπους που δεν είχαν πιστέψει, κανείς δεν τολμούσε ν’ ανακατευτεί με αυτούς, να αστειευτεί μαζί τους και να τους συμπεριφερθεί σαν συνηθισμένους ανθρώπους του δρόμου˙ αλλά ο πολύς λαός τους τιμούσε και τους εγκωμίαζε)»[Πράξ.5,13]. Αυτό το λέγει, για να δείξει ότι δεν ήταν πλέον ευκαταφρόνητοι όπως και προηγουμένως, και ότι σε σύντομο καιρό και σε μία στιγμή έγιναν τόσα πολλά από τους αλιείς και απλοϊκούς αυτούς ανθρώπους. Ουρανός λοιπόν ήταν πλέον η γη, εξαιτίας του τρόπου ζωής τους, της παρρησίας τους, των θαυμάτων και όλων αυτών· και σαν ακριβώς άγγελοι τόσο πολύ θαυμάζονταν χωρίς να υποχωρούν μπροστά σε τίποτε, ούτε τον γέλωτα, ούτε σε απειλές, ούτε στους κινδύνους. Όχι μόνο εξαιτίας αυτού, αλλά επειδή ήταν υπερβολικά φιλάνθρωποι και ενδιαφέρονταν γι’αυτούς, άλλους μεν τους βοηθούσαν με χρήματα, άλλους δε με τη θεραπεία των σωμάτων.
«Μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν(:έτσι ολοένα και περισσότερο προσελκύονταν πλήθη ανδρών και γυναικών, οι οποίοι πίστευαν στον Κύριο και γίνονταν μέλη της Εκκλησίας, αυξάνοντας κατά πολύ τον αριθμό των πιστών. Τόσο πολύ μάλιστα τους σεβόταν ο λαός, ώστε έβγαζαν τους αρρώστους από τα σπίτια τους στις πλατείες και τους έβαζαν πάνω σε πολυτελή κρεβάτια οι πλουσιότεροι, και σε φτωχικά και πρόχειρα φορεία οι φτωχότεροι, έτσι ώστε, όταν θα περνούσε από το πλήθος εκείνο ο Πέτρος, να πέσει έστω και η σκιά του σε κάποιον από τους αρρώστους αυτούς για να τον θεραπεύσει)»[Πράξ.5,13-14].
Αυτό το τελευταίο, δηλαδή η θεραπεία ακόμη και από τη σκιά του αποστόλου Πέτρου, δεν συνέβηκε κατά την περίοδο που ο Χριστός βρισκόταν επάνω στη γη· άρα είναι δυνατόν και τώρα να βλέπει κανείς να πραγματοποιείται εκείνο που λέχτηκε από τον ίδιο τον Κύριο: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου πορεύομαι, καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ. ἐάν τι αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω(:άλλωστε δεν ενεργώ μόνο εγώ τα υπερφυσικά αυτά έργα, αλλά και στους άλλους μπορώ να μεταδώσω τη δύναμη με την οποία τα επιτελώ. Αληθινά, αληθινά σας λέω ότι εκείνος που πιστεύει σε μένα, τα υπερφυσικά έργα που εγώ ενεργώ θα τα κάνει κι εκείνος, αλλά και μεγαλύτερα απ’ αυτά θα κάνει· διότι θα θεραπεύει και θα ανασταίνει ψυχές και θα συντελεί θαυμαστές αλλοιώσεις στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων.
Και θα τα πραγματοποιεί όλα αυτά με τη δική μου επενέργεια. Διότι εγώ πηγαίνω στον επουράνιο Πατέρα μου για να συμβασιλεύσω μαζί του, και κάθε τι που θα ζητήσετε με την προσευχή, επικαλούμενοι το όνομά μου και διατελώντας σε στενή κοινωνία και ένωση με μένα, θα το πραγματοποιήσω, για να δοξασθεί ο Πατήρ διαμέσου του Υιού. Εάν ζητήσετε κάτι επικαλούμενοι με πίστη ζωντανή το όνομά μου, εγώ θα το πραγματοποιήσω, επειδή έχω κάθε εξουσία και δύναμη κοντά στον Πατέρα μου)»[Ιω.14,12].
Μεγάλη λοιπόν ήταν η πίστη των προσερχομένων και μεγαλύτερη παρά επί του Χριστού. Από πού λοιπόν έγινε αυτό; Από τον ίδιο τον Χριστό που διακήρυξε όσα σας υπενθύμισα παραπάνω[Ιω.14,12: «Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, τα έργα που κάνω εγώ, θα μπορεί και μεγαλύτερα από αυτά να κάνει»]· διότι ενώ αυτοί έμεναν εκεί και δεν περιφέρονταν άσκοπα, έφερναν όλοι επάνω στα κρεβάτια και τα φορεία τους ασθενείς που είχαν και από παντού οδηγούσε σε αυτούς το θαύμα, από εκείνους που πίστεψαν, από εκείνους που θεραπεύτηκαν, από εκείνους που τιμωρήθηκαν, από το θάρρος τους προς εκείνους, από την αρετή των αποστόλων, που δεν πίστεψαν απλώς· καθόσον βέβαια δεν ήταν το γεγονός μόνο των σημείων· διότι εάν και αυτοί δείχνοντας μετριοφροσύνη, αποδίδουν σε Αυτόν το παν, λέγοντας ότι κάνουν αυτά με την επίκληση του ονόματος του Χριστού, αλλά όμως και ο τρόπος ζωής και η αρετή των ανδρών φανέρωνε αυτό. Και πρόσεχε πως εδώ δεν αναφέρει αριθμό αυτών που πίστεψαν, αφήνοντας τον ακροατή να υπολογίζει μόνος του· σε τόσο μεγάλο πλήθος επεκτάθηκαν τα γεγονότα της πίστεως. Από αυτά και η ανάσταση περισσότερο διακηρυσσόταν.
Δικαιολογημένα λοιπόν, εφόσον αυξανόταν η πίστη τους, και τα θαυματουργικά σημεία γίνονταν περισσότερα και πολύς φόβος υπήρχε και στους ομοπίστους, επειδή δεν μας θορυβούν τόσο πολύ τα όσα συμβαίνουν στους έξω, όσο τα δικά μας.
Αν λοιπόν είμαστε όλοι συνενωμένοι μεταξύ μας, κανένας δεν θα υπάρχει που θα μας πολεμά όπως ακριβώς αν διαιρούμαστε μεταξύ μας, θα συμβεί το αντίθετο, όλα θα μας επιτεθούν.
Από αυτό λοιπόν και εκείνοι έπαιρναν θάρρος και με παρρησία εισέρχονταν και στην αγορά και ανάμεσα στους εχθρούς και επικρατούσαν· εκπληρωνόταν εκείνο που έχει λεχθεί: «Ῥάβδον δυνάμεως ἐξαποστελεῖ σοι Κύριος ἐκ Σιών, καὶ κατακυρίευε ἐν μέσῳ τῶν ἐχθρῶν σου(:ράβδο στιβαρή, σκήπτρο βασιλικό ακατανίκητης δύναμης θα σου αποστείλει ο Κύριος από τη Σιών, όπου βρίσκεται ο ιερός ναός Του. Και εσύ κατατρόπωσε τους εχθρούς σου, για να αποδειχτείς θριαμβευτής και κυρίαρχος ανάμεσά τους)»[Ψαλμ.109,2], πράγμα που ήταν απόδειξη και μεγαλύτερης δυνάμεως, ότι, αν και συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν, έκαναν αυτά. «Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς Ἱερουσαλὴμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες (:επιπλέον μαζεύονταν στην Ιερουσαλήμ και πλήθη από τους κατοίκους των γειτονικών πόλεων˙ όλοι αυτοί έφερναν κάθε είδους αρρώστους, καθώς και ανθρώπους που υπέφεραν από ακάθαρτα πνεύματα, και όλοι τους θεραπεύονταν)»[Πράξ.5,16].
«Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ(:όλα όμως αυτά προκάλεσαν την αντίδραση του αρχιερέως και όλων όσων ήταν μαζί του και αποτελούσαν τη θρησκευτική παράταξη των Σαδδουκαίων. Γέμισαν οι καρδιές τους από φθόνο και κακία και ετοιμάστηκαν να δράσουν. Άπλωσαν λοιπόν τα χέρια τους πάνω στους αποστόλους, τους συνέλαβαν και τους έριξαν στη δημόσια φυλακή)»[Πράξ.5,17-18].
Δεν υπάρχει τίποτε θρασύτερο ούτε τολμηρότερο από την κακία. Από πείρα αφού έμαθαν την ανδρεία αυτών από εκείνα που επιχείρησαν προηγουμένως, παρά ταύτα όμως επιχειρούν ξανά και πάλι συγκεντρώνονται εναντίον τους. Τι σημαίνει: «αφού σηκώθηκε ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του»; Παρακινήθηκε σε ενέργειες, λέγει, και δραστηριοποιήθηκε από τα γεγονότα. «Και συνέλαβαν τους αποστόλους και τους έριξαν σε δημόσια φυλακή». Τώρα επιτίθενται σφοδρότερα εναντίον τους. Δεν τους δίκασαν όμως αμέσως, επειδή ανέμεναν αυτούς να γίνουν πάλι πράοι. Και από πού είναι φανερό, ότι σφοδρότερα επιτέθηκαν εναντίον τους; Από το ότι τους έκλεισαν σε δημόσια φυλακή.
Πάλι περιπίπτουν σε κινδύνους και πάλι απολαμβάνουν την εύνοια του Θεού· και πώς, άκουσε τα εξής: «Ἂγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε· πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης(: Άγγελος Κυρίου όμως μέσα στη νύχτα άνοιξε τις θύρες της φυλακής, τους έβγαλε έξω και τους είπε: “Πηγαίνετε αμέσως και σταθείτε γεμάτοι θάρρος στον ιερό περίβολο του ναού και κηρύξατε δημόσια στον λαό όλα τα λόγια της νέας αυτής ζωής, την οποία σας μετέδωσε ο Ιησούς και από πείρα γνωρίσατε”)»[Πράξ.5,19-20]. Αυτό έγινε και για παρηγορία εκείνων και για ωφέλεια και διδασκαλία αυτών. Και πρόσεχε εκείνο που έγινε στην περίπτωση του Χριστού, αυτό γίνεται και τώρα· διότι όταν γίνονται μεν τα θαύματα, δεν αφήνει αυτούς να δουν, εκείνα δε με τα οποία ήταν δυνατό να μάθουν, αυτά τους παρέχει· για παράδειγμα στην περίπτωση της δικής Του αναστάσεως δεν άφησε αυτούς να δουν πώς αναστήθηκε(διότι ήταν ανάξιοι να δουν αυτήν), αλλά αποδεικνύει εκείνα με τα οποία κατόρθωσε αυτό. Όμοια και στην περίπτωση του κρασιού, που έγινε από το νερό, δεν βλέπουν οι παρακαθήμενοι(διότι μεθούσαν), και την κρίση επιτρέπει σε άλλους.
Έτσι λοιπόν και εδώ· όταν δηλαδή εξέρχονται αυτοί δεν τους βλέπουν, αποδείξεις όμως με τις οποίες μπορούσαν να κατανοήσουν τα γενόμενα, είδαν. Γιατί όμως ο άγγελος έβγαλε αυτούς κατά τη νύχτα; Διότι έτσι πιστεύτηκαν περισσότερο, παρά αλλιώς· άλλωστε ούτε ερώτηση μπόρεσαν να κάνουν· ούτε βέβαια, αν συνέβαινε κατά άλλο τρόπο, αυτοί θα πίστευαν. «Ἐξαγαγών τε αὐτοὺς(:και αφού τους έβγαλε έξω)»· ο άγγελος τους έβγαλε έξω από τη φυλακή, όμως δεν τους οδηγεί αυτός στο πού έπρεπε να πάνε· αυτό έγινε ώστε και με την ενέργεια αυτή να γίνει γνωστή η αφοβία των αποστόλων, την οποία και απέδειξαν όταν νύχτα εισήλθαν στο ιερό και δίδασκαν. Εάν όμως τους έβγαζαν έξω οι φύλακες, όπως νόμιζαν οι άπιστοι Ιουδαίοι αρχιερείς, θα διέφευγαν, εφόσον βέβαια θα πείθονταν να εξέλθουν· μάλλον δε, αν εκείνοι τους έβγαζαν, δεν θα παρέμεναν στο ιερό, αλλά θα δραπέτευαν. Αυτό μάλιστα κανένας δεν ήταν τόσο ανόητος, ώστε να μην το αντιληφτεί.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στις Πράξεις των Αποστόλων, ομιλίες ΙΒ΄και ΙΓ΄(κατ΄επιλογήν), πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 15, σελίδες 345-357 και 362-367.Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm *Εκ του ιστολογίου <<Ακτίνες>> της 21.4.2023. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ: «ΔΙΔΑΧΗ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ»
«Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 29). «Μακάριοι είναι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει». Αυτά τα λόγια είπε ο Κύριος στον πιστό μαθητή Του, που αρνήθηκε να πιστέψει στην ανάστασή Του, όταν οι αδελφοί του, οι απόστολοι, του τη γνωστοποίησαν. Αυτά τα Λόγια είπε ο Κύριος στον μαθητή Του, που είχε δηλώσει ότι δεν θα πίστευε στην ανάστασή Του, ώσπου να βεβαιωνόταν με τις αισθήσεις του γι’ αυτό το τόσο θαυμαστό και τόσο σημαντικό για ολόκληρη την ανθρωπότητα γεγονός.
«Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας!» (Ιω. 20, 25), έλεγαν με χαρά στον άγιο Θωμά οι άλλοι απόστολοι, στους οποίους εμφανίστηκε ο Κύριος την ημέρα της αναστάσεώς Του, όταν βράδιασε. Οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι σ’ ένα σπίτι με κλειδωμένες τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους, που μόλις είχαν διαπράξει τη θεοκτονία κι έπαιρναν ήδη μέτρα εναντίον της προαναγγελμένης αναστάσεως του Ιησού (Βλ. Ιω. 20, 19).
Ο Κύριος είχε μπει στο σπίτι χωρίς ν’ ανοίξει τις πόρτες. Ο Θωμάς, λοιπόν, αποκρίθηκε στους αδελφούς του με αμηχανία: «Αν δεν δω στα χέρια Του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά Του, δεν θα πιστέψω» (Ιω. 20, 25).
Με τα λόγια αυτά δεν εκφράστηκε απιστία, που είναι εναντίωση στον Θεό. Με τα λόγια αυτά εκφράστηκε μια άφατη χαρά. Με τα λόγια αυτά εκφράστηκε η απορία μιας ψυχής μπροστά στο μεγαλείο ενός γεγονότος που υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση, ενός γεγονότος που άλλαξε την κατάσταση της ανθρωπότητας.
Ο πανάγαθος Κύριος δεν άργησε να δώσει στον μαθητή Του την επιβεβαίωση που τόσο ποθούσε. Μία εβδομάδα μετά την πρώτη εμφάνισή Του στους αποστόλους, εμφανίστηκε πάλι σ’ αυτούς εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι. Μαζί τους βρισκόταν τώρα κι ο Θωμάς. Ξαφνικά, λοιπόν, μολονότι οι πόρτες ήταν κι αυτή τη φορά κλειδωμένες, είδαν τον Κύριο να παρουσιάζεται και να στέκεται ανάμεσά τους. «Ειρήνη σ’ εσάς» (Ιω. 20, 26), τους είπε.
Έπειτα γυρίζει στον Θωμά και του λέει: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου. Φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις· πίστεψε!» (Ιω. 20, 27). Έτσι ο Κύριος έδειξε ότι, ως «πανταχού παρών», βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στους μαθητές Του, και τότε που ο Θωμάς, θεωρώντας Τον απόντα, είχε αμφισβητήσει την ανάστασή Του. Ο Θωμάς ήθελε να βεβαιωθεί για την ανάσταση του Χριστού.
Αλλά τώρα, παίρνοντας μιαν ασύγκριτα ανώτερη διαβεβαίωση, δεν χρειάζεται την επιβεβαίωση της αναστάσεως. «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» (Ιω. 20, 28), αναφωνεί. Σαν να έλεγε: “Αφού βεβαιώθηκα για τη θεότητά Σου, δεν ζητώ να διαπιστώσω την ανάστασή Σου. Σ’ Εσένα, τον παντοδύναμο Θεό, είναι όλα δυνατά, ακόμα κι εκείνα που υπερβαίνουν την ανθρώπινη αντίληψη”.
Απαντώντας στην ομολογία του αποστόλου, ο Κύριος μακάρισε εκείνους που πιστεύουν χωρίς να Τον έχουν δει. Μακάρισε κι εμάς ο Κύριος μαζί μ’ όλους όσοι δεν Τον είδαν με τα σωματικά τους μάτια. Μακάρισε κι εμάς, που βρισκόμαστε τόσο μακριά Του χρονικά και τοπικά. Μας μακάρισε τότε που στεκόταν ανάμεσα στους άγιους αποστόλους Του με την ανθρώπινη φύση που την είχε προσλάβει, την είχε προσφέρει θυσία για την ανθρωπότητα και, τελικά, την είχε δοξάσει, ανασταίνοντάς την.
Δεν ξέχασε ο Κύριος κι εμάς, όσους βρισκόμαστε εδώ, στον Ιερό ναό Του, αναπολώντας το γεγονός, από το οποίο μας χωρίζουν δεκαοκτώ αιώνες. Μακάριοι κι εμείς, που δεν Τον είδαμε, αλλά πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Μακάριοι όσοι από μας πιστεύουν σ’ Αυτόν.
Η ουσία βρίσκεται στην πίστη. Αυτή φέρνει τον άνθρωπο κοντά στον Θεό και τον κάνει παιδί του Θεού. Αυτή θα παρουσιάσει τον άνθρωπο στον Θεό. Αυτή, την τελευταία ημέρα της ζωής του πρόσκαιρου τούτου κόσμου και κατά την απαρχή της αιώνιας ημέρας, θα βάλει τον άνθρωπο στα δεξιά του θρόνου του Θεού, για ν’ ατενίζει αιώνια τον Θεό, για να ευφραίνεται αιώνια με τον Θεό, για να βασιλεύει αιώνια μαζί με τον Θεό.
«Μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει». Μ’ αυτά τα λόγια ο Κύριος συνένωσε τους πιστούς όλης της γης και όλων των εποχών με τους αποστόλους. Το ίδιο είχε κάνει, όταν προσευχήθηκε στον Πατέρα Του, λίγο πριν οδηγηθεί στα παθήματα και τον θάνατο για τη σωτηρία μας. «Δεν προσεύχομαι μόνο γι’ αυτούς (δηλαδή τους αποστόλους)», είχε πει τότε, «αλλά και για εκείνους που με το κήρυγμα αυτών θα πιστεύουν σ’ εμένα» (Ιω. 17,20).
Έτσι κι εδώ, λοιπόν, κάνει μετόχους του μακαρισμού των αποστόλων όλους τους πιστούς, όλα τα μέλη της Εκκλησίας. «Μακάρια είναι τα μάτια σας», είχε πει στους μαθητές Του σε μιαν άλλη περίσταση, «γιατί βλέπουν, και τ’ αυτιά σας γιατί ακούνε! Σας βεβαιώνω ότι πολλοί προφήτες και δίκαιοι» της Παλαιάς Διαθήκης «επιθύμησαν να δουν και ν’ ακούσουν αυτά που βλέπετε και ακούτε εσείς, αλλά δεν τα είδαν και δεν τα άκουσαν» (Ματθ. 13, 16-17).
Οι μακάριοι αυτόπτες και υπηρέτες του Λόγου μας παρέδωσαν με ακρίβεια ό,τι είδαν και άκουσαν (Βλ. Λουκ. 1,3, Α’ Ιω. 1, 1-3), όταν, όπως λέει ένας απ’ αυτούς, «ο Λόγος έγινε άνθρωπος, κι έστησε τη σκηνή Του ανάμεσά μας, και είδαμε τη θεϊκή Του δόξα, τη δόξα που ο μονογενής (Υιός) έχει από τον Πατέρα, και ήρθε γεμάτος θεία χάρη και αλήθεια για μας» (Ιω. 1, 14). Η σαφής αφήγηση των αποστόλων μας κάνει νοερούς θεατές των γεγονότων, των οποίων εκείνοι υπήρξαν αυτόπτες.
Μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας βρισκόμαστε σε διαρκή κοινωνία με τον Κύριο. Η ζωντανή πίστη κάνει τον Θεό, που είναι αόρατος με τα μάτια του σώματος, ορατό με το μάτι της ψυχής, τον νου (Πρβλ. Εβρ. 11, 27). Μυστικά μας αποκαλύπτει τον Κύριο η ζωή η σύμφωνη με τις εντολές Του.
Όταν οι “μαθητές” του Κυρίου, δηλαδή οι ιδέες που έχει προσλάβει ο νους από το Ευαγγέλιο, συγκεντρωθούν στο “υπερώο”, δηλαδή στην καρδιά και κλειδώσουν τις πόρτες της για να μην εισχωρήσουν εκεί οι “Ιουδαίοι”, δηλαδή οι λογισμοί που εναντιώνονται στον Κύριο και την πανάγια διδασκαλία Του, τότε Εκείνος εμφανίζεται πνευματικά εκεί, στον εσωτερικό άνθρωπο.
Εφόσον εξομοιωνόμαστε με τους αγίους αποστόλους, τολμούμε να ισχυριστούμε πως είμαστε πιο μακάριοι από τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης. Εκείνοι πίστευαν σε Λυτρωτή που θα ερχόταν εμείς πιστεύουμε στον Λυτρωτή που ήρθε και πραγματοποίησε τη λύτρωση.
Σ’ εκείνους είχε δοθεί η υπόσχεση των δωρεών της χάριτος· σ’ εμάς έχουν δοθεί άφθονες οι ίδιες οι δωρεές, από τις οποίες ωφελούμαστε ανάλογα με την προαίρεσή μας. Ο Δωρητής είναι απείρως πλούσιος και απείρως ελεήμων. Αν αισθανόμαστε έλλειψη των δωρεών Του, υπαίτιοι γι’ αυτό είμαστε εμείς, μόνο εμείς. Δεν τις αισθανόμαστε, επειδή έχουμε αδύναμη πίστη, ή μάλλον -θα το πω απροκάλυπτα— επειδή δεν έχουμε πίστη.
Γιατί δεν έχουμε πίστη; Επειδή δεν καταβάλαμε, δεν θελήσαμε να καταβάλουμε κανέναν κόπο για να διδαχθούμε τον Χριστιανισμό, ώστε ν’ αποκτήσουμε την πίστη από την ακρόαση του κηρύγματος (Βλ. Ρωμ. 10, 17) και την πίστη από την εκτέλεση των έργων της αρετής (Βλ. Ιω. 2, 18). Η πίστη από την ακρόαση του κηρύγματος παρέχει τη θεωρητική γνώση του Χριστιανισμού, ενώ η πίστη από τα έργα παρέχει την πρακτική γνώση του Χριστιανισμού.
Ο χριστιανός που επιθυμεί με ειλικρίνεια να γνωρίσει βαθύτερα τον Θεό, οδηγείται απ’ αυτές τις δύο γνώσεις, οδηγείται από τον ίδιο τον Θεό, στη μυστική και ουσιαστική γνώση, την πνευματική. Η πνευματική γνώση είναι πάντα συνυφασμένη με τη ζωή της πίστεως. «Εκείνος που κατέχει τις εντολές μου και τις εκτελεί», είπε ο Κύριος, «αυτός με αγαπά· κι αυτός που με αγαπά, θ’ αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και θα του φανερώσω τον εαυτό μου» (Ιω. 14, 21).
Τον Χριστιανισμό μπορούμε να τον παρομοιάσουμε μ’ ένα θαυμάσιο και μεγάλο λιμάνι, στο οποίο μπορούν ελεύθερα να πιάσουν πλοία όλων των τύπων και όλων των μεγεθών. Σ’ αυτό το λιμάνι βρίσκουν καταφύγιο και μια ταπεινή ψαρόβαρκα κι ένα τεράστιο φορτηγό πλοίο γεμάτο εμπορεύματα κι ένα γιγάντιο θωρηκτό οπλισμένο με πολυάριθμα μέσα καταστροφής και μια πολυτελής βασιλική θαλαμηγός προορισμένη για ταξίδια αναψυχής.
Ο Χριστιανισμός δέχεται τον άνθρωπο σε οποιαδήποτε ηλικία και σε οποιαδήποτε κατάσταση, με οποιαδήποτε μόρφωση και με οποιεσδήποτε ικανότητες· τον δέχεται και τον σώζει. «Αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου…, θα βρεις τη σωτηρία. Πραγματικά, όποιος πιστεύει με την καρδιά του, οδηγείται στη δικαίωση, και όποιος ομολογεί με το στόμα, οδηγείται στη σωτηρία» (Ρωμ. 10, 9-10).
Όποιος δεχθεί τον Χριστιανισμό και ενταχθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία —γιατί μόνο σ’ αυτήν διαφυλάσσεται ο αληθινός Χριστιανισμός—, θα σωθεί. Σε κάθε εξαγορά εκείνο που έχει σημασία είναι το τίμημά της. Το τίμημα, με το οποίο όλοι οι άνθρωποι λυτρώνονται από την αμαρτία, είναι ο Χριστός. Αυτό το τίμημα καταβάλλεται χωρίς διακρίσεις και χωρίς μεροληψίες για όλους όσοι θέλουν να λυτρωθούν, για όλους όσοι πιστεύουν στην αξία της λυτρώσεως και την ομολογούν.
Η ομολογία της αξίας της λυτρώσεως είναι συγχρόνως απόρριψη κάθε δικής μας αξίας. Το τίμημα της λυτρώσεως καταβάλλεται με την προϋπόθεση της αυταπαρνήσεως. Ένας απλοϊκός άνθρωπος, που δεν έχει καμιά κοσμική παιδεία, σώζεται διά του Χριστιανισμού όπως ένας μορφωμένος και σοφός. Ο Χριστιανισμός, ως δωρεά του υπερτέλειου Θεού, τους ικανοποιεί όλους πλήρως.
Ο απλοϊκός και απαίδευτος άνθρωπος που θα πιστέψει με ειλικρίνεια, αναπληρώνει με τον τρόπο αυτόν την απαιδευσία του, ενώ ο σοφός που θα έρθει στον Χριστιανισμό χωρίς έπαρση και νομικιστικό πνεύμα, θα βρει σ’ αυτόν απύθμενο βάθος και άφθαρτο ύψος σοφίας. Στον Χριστιανισμό υπάρχουν η αληθινή θεολογία και η γνήσια ψυχολογία. Μόνο ο χριστιανός μπορεί ν’ αποκτήσει την ορθή γνώση για τον άνθρωπο, για τα αγαθά και τα πονηρά πνεύματα, για τον αόρατο στα σωματικά μάτια κόσμο.
Με τον φωτισμό που παρέχει ο Χριστιανισμός, ο άνθρωπος κατανοεί τη θέση του Θεού για την κοσμική σοφία: «Ό,τι ο κόσμος αυτός θεωρεί σοφία, είναι μωρία στα μάτια του Θεού… Ξέρει ο Κύριος πως οι σκέψεις των σοφών τίποτα δεν αξίζουν» (Α’ Κορ. 3, 19-20). Αυτές οι σκέψεις, που αναφέρονται μόνο στα πρόσκαιρα και μάταια, οδηγούν στην κενοδοξία και την υπερηφάνεια, στην αυταπάτη και την πλάνη, στην απορρόφηση από τις εγκόσμιες μέριμνες, στην αμαρτωλή ζωή, στη λήθη και την άρνηση του Θεού και της αιωνιότητας.
Όταν ο νους του ανθρώπου που δεν έχει καταυγαστεί από το φως του Χριστού, αποτολμά ν’ ασχοληθεί με την εξέταση πνευματικών θεμάτων, τότε πλανιέται σαν σε απέραντη και σκοτεινή έρημο. Έτσι, αποκομίζει, αντί για αληθινές γνώσεις, τις οποίες δεν έχει καμιά δυνατότητα ν’ αποκτήσει, ιδεολογήματα και φαντασιοκοπήματα.
Αυτά τα ντύνει μ’ έναν πολύπλοκο και δυσνόητο λόγο, με τον οποίο ξεγελά και τον εαυτό του και τους άλλους, αναγνωρίζοντας σοφία εκεί όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, πρέπει ν’ αναγνωρίσει κανείς παράνοια. Περίεργη είναι η τυφλότητα και ακατανόητη η σκληρότητα των συγχρόνων του Χριστού, οι οποίοι, μολονότι άκουγαν την πανάγια διδασκαλία Του και έβλεπαν τα εκπληκτικά θαύματά Του, δεν πίστευαν σ’ Αυτόν.
Επτά αιώνες πριν, ανεβασμένος, θαρρείς, στην κορυφή ενός μακρινού βουνού και κατάπληκτος από τη θέα της ανθρώπινης αναισθησίας, ο προφήτης Ησαΐας κραύγαζε στο πολυάριθμο πλήθος των ζωντανών νεκρών: «Θ’ ακούσετε με τ’ αυτιά, μα δεν θα καταλάβετε· θα δείτε με τα μάτια, μα δεν θ’ αντιληφθείτε» (Ησ.6, 9). Το ίδιο περίεργη είναι και η σημερινή απιστία πολλών ανθρώπων στον Χριστιανισμό, που λάμπει με τις ακτίνες της ολοκάθαρης αλήθειας του.
Αλλά η Γραφή αιτιολογεί την απιστία τους: «Γιατί έγινε αναίσθητη η καρδιά αυτού του λαού» (Ησ. 6, 10), έγινε σκληρή από τη σαρκική ζωή, έγινε τυφλή και κουφή, έγινε νεκρή για καθετί το πνευματικό, το αιώνιο, το θείο.
Η ορθή σπουδή του Χριστιανισμού δείχνει με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα την αλήθεια του. Η ορθή σπουδή του Χριστιανισμού εδραιώνει στην ψυχή την πεποίθηση για την ύπαρξη όλων των αοράτων που κηρύσσονται απ’ αυτόν, πεποίθηση πολύ ισχυρότερη από τη γνώση της υπάρξεως των ορατών, που παρέχεται από τις αισθήσεις.
Η αξιοπιστία και η δύναμη αυτής της πεποιθήσεως αποδεικνύονται από το ότι εκατομμύρια άνθρωποι άφησαν τα ορατά για ν’ αποκτήσουν τα αόρατα, περιφρονώντας τα βασανιστήρια, με τα οποία η άλογη κακότητα προσπαθούσε να τους κερδίσει, και επισφραγίζοντας την πίστη τους με το αίμα του μαρτυρίου.
Ακόμα και μια επιφανειακή ματιά στην εμφάνιση, τη στερέωση και την εξάπλωση του Χριστιανισμού μας προκαλεί έκπληξη, αλλά και μας πείθει ότι αυτός δεν προέρχεται από ανθρώπους· προέρχεται από τον Θεό. Ο Κύριος, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, ευδόκησε να φανερωθεί στη γη όχι ένδοξος, λαμπρός και μεγαλειώδης, αλλά άδοξος, ασήμαντος και ταπεινός.
Ως άνθρωπος προερχόταν από βασιλική γενιά (βλ. Ματθ. 1, 1-17. Αποκ. 22, 16). Αλλά η γενιά αυτή είχε από καιρό ξεπέσει. Χάνοντας τον βασιλικό θρόνο και την ηγεμονική αξία, είχε μετοικήσει από τα μεγαλόπρεπα ανάκτορα σε φτωχικές καλύβες και είχε εξομοιωθεί με τους απλούς ανθρώπους του λαού, που κέρδιζαν το ψωμί τους με τον κόπο των χεριών τους. Μην έχοντας πάρει τίποτε από την ανθρώπινη δόξα και δύναμη, ο Θεάνθρωπος δεν πήρε τίποτε και από την ανθρώπινη σοφία. Δεν είχε σπουδάσει (Βλ. Ιω. 7, 15).
Όταν άρχισε να κηρύσσει, σε ηλικία τριάντα χρονών, διάλεξε δώδεκα μαθητές από την τάξη στην οποία ανήκε και ο Ίδιος (Βλ. Μαρκ. 3, 13-19). Οι μαθητές, με τα κριτήρια της πεσμένης φύσεως, ήταν επίσης «αγράμματοι και απλοϊκοί» (Πράξ. 4, 13). Τέτοια, λοιπόν, ήταν τα πρόσωπα που θα γίνονταν οι θεμελιωτές του Χριστιανισμού. Τι παραγγέλλει και τι προαναγγέλλει αυτός ο άσημος Διδάσκαλος σ’ αυτούς τους άσημους μαθητές Του;
Τους παραγγέλνει να Τον αναγνωρίσουν ως τον ενανθρωπήσαντα Θεό, να το κηρύξουν αυτό σ’ όλον τον κόσμο και να οδηγήσουν όλη την ανθρωπότητα στην υπηρεσία και την προσκύνησή Του, καταλύοντας τις άλλες θρησκείες. Τους παραγγέλλει ν’ απαρνηθούν τις επίγειες απολαύσεις, ν’ απαρνηθούν τον ίδιο τους τον εαυτό για την πίστη σ’ Αυτόν και την ένωση μ’ Αυτόν.
Προαναγγέλλει ότι ο Ίδιος θα καταδικαστεί στον ατιμωτικό σταυρικό θάνατο των κακούργων και τότε θα τους ελκύσει όλους κοντά Του. Τους προειδοποιεί ότι θα μισηθούν, θα καταδιωχθούν, θα θανατωθούν, αλλά και ότι με τη διδαχή τους θα σαγηνεύσουν την ανθρωπότητα. Σταλμένοι «σαν πρόβατα ανάμεσα στους λύκους» (Ματθ. 10, 16), αυτοί, τα πρόβατα, θα καταβάλουν τους λύκους, τους ισχυρούς και τους σοφούς της γης.
Σύμφωνα με τη λογική του κόσμου, ο Χριστιανισμός δεν μπορούσε να επιβιώσει. Η πρόθεση του Θεμελιωτή του ήταν ένα ουτοπικό όνειρο της φαντασίας και της φιλοδοξίας Του. Τα μέσα για την πραγματοποίησή του ήταν ασήμαντα, παράδοξα, αστεία. Το όλο εγχείρημα φαινόταν εξαρχής παράλογο, επιπόλαιο, καταδικασμένο σε αποτυχία. Τρία μόνο χρόνια δίδαξε ο Διδάσκαλος τους μαθητές Του.
Δεν φρόντισε ούτε λίγα γράμματα να τους μάθει, ώστε να διαβάζουν τουλάχιστον τη Γραφή, ούτε τη συντήρησή τους να εξασφαλίσει. Απεναντίας, μάλιστα, τους έδωσε την εντολή της ακτημοσύνης (Βλ. Ματθ. 10, 9-10) και τους υποσχέθηκε πως η θεία πρόνοια θα τους έδινε όλα όσα χρειάζονταν για την πρόσκαιρη επίγεια ζωή (Βλ. Ματθ. 6, 25-34).
Ανεξήγητη, λοιπόν, από την ανθρώπινη λογική είναι η ίδια η ίδρυση του Χριστιανισμού. Εξίσου ανεξήγητα, όμως, είναι και τα γεγονότα που ακολούθησαν την ίδρυσή του τόσο στα Ιεροσόλυμα όσο, στη συνέχεια, και σ’ ολόκληρη την οικουμένη.
Ο Θεάνθρωπος καρφώθηκε στον Σταυρό. Η καταδίκη σε σταυρικό θάνατο ήταν εκείνη την εποχή ό,τι είναι σήμερα η καταδίκη σε απαγχονισμό. Στο ικρίωμα ανεβάζουν τους ποινικούς εγκληματίες που θέλουν να τους ατιμάσουν ακόμα και με τον τρόπο της εκτελέσεώς τους. Καρφωμένος, λοιπόν, στον Σταυρό, γυμνός και εξευτελισμένος, ο Θεάνθρωπος άρχισε ήδη να κατακτά την ανθρωπότητα, όπως το είχε προαναγγείλει:
«Όταν εγώ θα υψωθώ από τη γη, όλους τους ανθρώπους θα τους τραβήξω κοντά μου» (Ιω. 12, 32). Στον Σταυρό ήταν ακόμα, και ο σταυρωμένος σαν κι Αυτόν ληστής Τον ομολόγησε Κύριο (Βλ. Λουκ. 23, 42). Στον Σταυρό ήταν ακόμα, και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, που Τον φρουρούσε, Τον ομολόγησε Υιό του Θεού (Βλ. Μάρκ. 15, 39). Δέκα μέρες μετά την ανάληψη του Κυρίου στον ουρανό, ήρθε το Άγιο Πνεύμα στους αποστόλους και τους φώτισε (Βλ. Πράξ. 2, 1 κ.ε.), δίνοντάς τους σοφία και ικανότητες θαυμαστές:
Εκείνοι που δεν μιλούσαν σωστά ούτε στη δική τους γλώσσα, όντας αγράμματοι, άρχισαν τώρα να μιλούν άπταιστα σε διάφορες γλώσσες, άρχισαν να ερμηνεύουν ορθά τις Γραφές που ποτέ δεν τις είχαν διαβάσει, άρχισαν να επιτελούν εξαίσια θαύματα.
Τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, που το αποτελούσαν ιερείς, γραμματείς, πρεσβύτεροι και άλλοι επιφανείς Ιουδαίοι, άνθρωποι μορφωμένοι και σεβαστοί, επειδή θορυβήθηκαν απ’ όλα αυτά, κάλεσαν τους απλοϊκούς, όπως τους θεωρούσαν, αποστόλους και τους ανέκριναν, για να πάρουν απαντήσεις αποστομωτικές και ν’ ακούσουν κήρυγμα πρωτάκουστο.
Μη βρίσκοντας λόγια ν’ αντιπαραθέσουν στην αλήθεια, κατέφυγαν σε απειλές (Βλ. Πράξ. 4, 17, 21) και ξυλοδαρμούς (Βλ. Πράξ. 5, 40), σε φυλακίσεις (Βλ. Πράξ. 12, 1-3) και λιθοβολισμούς (Βλ. Πράξ. 7, 54-60), δείχνοντας έτσι την αδυναμία τους και τη δύναμη των αντιπάλων τους.
Μετά το Συνέδριο και ο βασιλιάς Ηρώδης άρχισε να κατατρέχει τους αποστόλους, αποκεφαλίζοντας μάλιστα έναν απ’ αυτούς (Βλ. Πράξ. 12, 1-3). Ο διωγμός που ξέσπασε στα Ιεροσόλυμα, ανάγκασε πολλούς μαθητές του Χριστού να φύγουν (Βλ. Πράξ. 11, 19). Διασκορπίστηκαν στην οικουμένη κι έριξαν παντού τους σπόρους του Χριστιανισμού, τους οποίους πότισαν με το ίδιο τους το αίμα.
Μέσα σε είκοσι χρόνια ο Χριστιανισμός είχε αγκαλιάσει όλον τον γνωστό τότε κόσμο. Μέσα σε πενήντα χρόνια οι χριστιανοί είχαν αυξηθεί τόσο, που, στον καιρό του αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117), βρέθηκε στην Ανατολή ένα στρατιωτικό σώμα του οποίου και οι έντεκα χιλιάδες άνδρες ήταν χριστιανοί. Ο αυτοκράτορας πρόσταξε πρώτα να εξοριστούν στην Αρμενία και μετά να θανατωθούν. Δέκα χιλιάδες σταυρώθηκαν σ’ έναν ερημικό τόπο, κοντά στο βουνό Αραράτ. Οι υπόλοιποι χίλιοι εκτελέστηκαν με διάφορους άλλους τρόπους.
Ο Ρωμύλος, χριστιανός αξιωματούχος του παλατιού, που διαμαρτυρήθηκε για την απάνθρωπη αλλά και άκριτη αυτή εξολόθρευση ολόκληρου στρατεύματος, αφού, με εντολή του Τραϊανού, ξυλοκοπήθηκε άγρια, αποκεφαλίστηκε. Τον Τραϊανό μιμήθηκαν κι άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, κυρίαρχοι τότε της οικουμένης, οι οποίοι έτρεφαν άσβεστο μίσος εναντίον των χριστιανών.
Ούτε οι Κέλτες και οι Μαρκομάνοι, ούτε ο Αττίλας και ο Γκιζέριχος εξόντωσαν τόσα πλήθη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσα οι διώκτες των χριστιανών αυτοκράτορες. Τρεις αιώνες κράτησε ο αιματηρός αγώνας ανάμεσα στους λύκους και τα πρόβατα. Οι λύκοι χρησιμοποιούσαν το σπαθί, τη φωτιά, τα θηρία, τις σκοτεινές φυλακές, όλα τα μέσα βασανιστηρίων και φόνων.
Τα πρόβατα αγωνίζονταν με τη δύναμη της πίστεως, τη δύναμη του Πνεύματος, τη δύναμη του Θεού, υπομένοντας ως το τέλος τις πιο φρικτές κακοποιήσεις και πεθαίνοντας γενναία για τον Κύριο. Με νίκη τους έληξε αυτός ο παράδοξος πόλεμος των τριών αιώνων.
Στην αρχή του τέταρτου αιώνα η χριστιανική πίστη είχε κυριαρχήσει στον κόσμο. Μπροστά στη διδαχή των αγράμματων ψαράδων υποκλίθηκαν τόσο οι ισχυροί όσο και οι σοφοί της γης, όπως και όλοι οι λαοί της. Ο σταυρός, όργανο ως τότε ατιμωτικής τιμωρίας και φρικτού θανάτου, έγινε σημείο μέγιστης τιμής:
Στολίζει τα κεφάλια και τα στήθη βασιλέων και αρχιερέων, υψώνεται στους ναούς του αληθινού Θεού, αποτελεί το σημάδι κάθε αληθινού χριστιανού, το σημάδι της πίστεως, της ελπίδας, της αγάπης του.
Ποιος δεν βλέπει το θείο θέλημα, τη θεία δύναμη και τη θεία ενέργεια, που υπερβαίνουν την ανθρώπινη λογική και τις ανθρώπινες δυνατότητες, πίσω από την εμφάνιση και την εξάπλωση του Χριστιανισμού; Πραγματοποιήθηκε κάτι το υπερφυσικό, πραγματοποιήθηκε ένα έργο θεϊκό. Αυτά τα συμπεράσματα βγάζουμε με μια γρήγορη ματιά στην ιστορία του Χριστιανισμού.
Η λεπτομερής σπουδή του διαμορφώνει μέσα μας πιο σαφή πεποίθηση για τη θεϊκή του προέλευση. Αυτή η πεποίθηση, πάντως, ολοκληρώνεται και εδραιώνεται στην ψυχή μας, όταν ζούμε σύμφωνα με τις ευαγγελικές εντολές, καθώς βεβαιώνει και ο προφήτης:
«Από τις εντολές Σου κατάλαβα…» (Ψαλμ. 118, 104). Η πεποίθηση που γεννιέται και ενεργεί άμεσα στην ψυχή από την τήρηση των εντολών, είναι ισχυρότερη από κάθε εξωτερικό πειστήριο. Οι ευαγγελικές εντολές ειρηνεύουν, ζωογονούν, ενισχύουν την ψυχή. Όποιος αισθάνθηκε την ενέργειά τους, απέκτησε ζωντανή πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό, πίστη που εκδηλώνεται μπροστά Του με την ξεκάθαρη και αποφασιστική ομολογία: «Εσύ κατέχεις τα λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή.
Κι εμείς έχουμε πιστέψει κι έχουμε καταλάβει πως Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού» (Ιω. 6, 68-69). «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ», λέει ο Σωτήρας στον μαθητή με την ασταθή πίστη, στον μαθητή που στεκόταν άφωνος από την αμηχανία μπροστά στο μεγαλείο των έργων του Θεού. «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ… Φέρε και το χέρι σου… Μην αμφιβάλλεις- πίστεψε!» (Ιω. 20, 27). «Ψηλαφήστε με και δείτε» (Λουκ. 24, 39). Ψηλαφήστε με, εφαρμόζοντας τις εντολές μου.
Ψηλαφήστε με, ζώντας σύμφωνα με το θέλημά μου. Ψηλαφήστε με έτσι, και θα δείτε εμένα, τον Αόρατο· θα με δείτε με την πνευματική σας αίσθηση. Όποιος με ψηλαφήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, θα βεβαιωθεί για τη θεότητά μου και γεμάτος ενθουσιασμό θα αναφωνήσει μαζί με τον αγαπημένο μου απόστολο: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» (Ιω. 20, 28). Αμήν.
Πηγή: https://alopsis.gr
''Ασκητικές ομιλίες Α'',
Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ
επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας.
Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)