ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ




Μεθαύριο ο Ελληνισμός θυμάται την αποφράδα μέρα. Την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Την πτώση της χιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο συμβαίνουν πράγματα στην πατρίδα μας που μας πείθουν ότι η άλωση συμβαίνει πλέον εντός μας. Οτι έχει μετακομίσει στο έδαφός μας. Ως άλωση φρονήματος, ως άλωση ταυτότητας, ως άλωση αξιοπρέπειας.


Παρακολουθούσα προχθές σε μεταμεσονύκτια εκπομπή της ΕΡΤ την πολλοστή κραυγή αγωνίας που εξέπεμψε ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής, ο οποίος προσπαθεί από το 2021 να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που απαιτούνται για τα γυρίσματα μιας ταινίας που θα αφιερωθεί στον πρώτο κυβερνήτη του ελληνικού κράτους, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στη ζωή και στο έργο του. Το εξευτελισμένο ελληνικό κράτος, που ως υπουργείο Πολιτισμού χρηματοδοτεί και την τελευταία αηδία κάθε ανοήτου, δυστυχώς απαξίωσε να δώσει έστω ένα ευρώ για το φιλόδοξο εγχείρημα του Σμαραγδή.


Αλλά και οι ευεργέτες που αφανώς πλησίασαν τον Σμαραγδή για να τον βοηθήσουν δέχονται απειλές από… δοξασμένα κέντρα νενέκων πως, αν το πράξουν και διανοηθούν να τον βοηθήσουν, θα χαρακτηρισθούν… ρωσόφιλοι και θα έχουν προβλήματα με τις επιχειρήσεις τους! Είναι προφανές τι συμβαίνει. Κάποιοι φοβούνται. Φοβούνται πολύ μην τυχόν και γίνει γνωστό στις μάζες ποιοι πάτρωνες έδωσαν την εντολή δολοφονίας του Καποδίστρια.


Γιατί, όπως θα αποκαλυφθεί, η εντολή αυτή είναι το σταθερό μοτίβο που επικράτησε για όλους τους ανεξάρτητους πολιτικούς μας ηγέτες καθ’ όλη τη διάρκεια του ελεύθερου βίου μας. Επί 203 ολόκληρα χρόνια! Διαρκώς στεφανώνονται και προάγονται οι δούλοι που προδίδουν την Ελλάδα και συνεχώς κυνηγιούνται τα ελεύθερα πνεύματα που αγαπούν την Ελλάδα.


Ο Καποδίστριας δεν ήταν ρωσόφιλος. Εφτιαξε το Σύνταγμα της Ελβετίας, επέδρασε δημιουργικά στην πολιτική ζωή της Γαλλίας, ξεκαθάρισε στον τσάρο τι θα κάνει αν συγκρουστούν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα με τα ρωσικά. Θα υπερασπιστεί τα πρώτα. Το αμάρτημα του Καποδίστρια είναι πως ήταν ελεύθερος και πατριώτης. Δεν ήταν δεδομένος. Και οι μη δεδομένοι απαγορεύεται να γίνονται πρότυπα για τη νεότερη γενιά μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Επικίνδυνο! Οι καιροί απαιτούν υπάκουους ηγέτες που να εκτελούν τις εντολές των ξένων κέντρων χωρίς να ρωτάνε και πολλά!


Ο Σμαραγδής σε μια ελεγχόμενη έκρηξη θυμού είπε σε αυτή τη συνέντευξη πως «και να με σκοτώσουν, έχω βρει αυτόν που θα γυρίσει την ταινία!» Η οποία, και να γυριστεί, μην υπάρχει αμφιβολία, θα αντιμετωπίσει πρόβλημα με τη διανομή της στα σινεμά γνωστών πολυεθνικών. Ωστόσο, πέρα απ’ όλα θεωρώ την υπόθεση της ταινίας για τον Καποδίστρια σκάνδαλο εθνικής ντροπής.


Αν ένας διακεκριμένος σκηνοθέτης δεν μπορεί να γυρίσει μια ταινία για τον πρώτο κυβερνήτη της χώρας του και δέχονται απειλές αυτός και οι χρηματοδότες του από άθλιους νενέκους, μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία και για δημοκρατία στην Ελλάδα σήμερα; Μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία έκφρασης της τέχνης; Η απάντηση είναι όχι.


Ελευθερία της τέχνης στον 21ο αιώνα στην Ελλάδα είναι να κάνεις κουρέλι τη σημαία, να τη βάφεις ροζ, να την καις και, όταν σε συλλαμβάνουν, να αθωώνεσαι στο Αυτόφωρο. Ελευθερία της τέχνης είναι να βεβηλώνεις τον σταυρό ατιμώρητα. Τέχνη στην Ελλάδα αυτής της διακυβέρνησης είναι οτιδήποτε κατά της πατρίδας. Οτιδήποτε υπέρ της πατρίδας δεν θεωρείται τέχνη. Γι’ αυτό επί αυτής της διακυβέρνησης δεν έχω ελπίδα για τον Καποδίστρια. Ο Γιάννης ματαιοπονεί. Η ταινία θα γίνει. 'Οταν ο Θεός το θελήσει. Τώρα με αυτούς, όχι. Σήμερα έχουμε άλωση. *Εκ του ιστολογίου «newsbreak.gr» της 27.5.2024. *Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ: ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ




Ζωὴ σὲ ἀδιάλειπτη ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Πόσο ἀπαραίτητο εἶναι ν’ ἀνήκει ὁ ἄνθρωπος στὴ Μία, Ἁγία, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Πρέπει ὁπωσδήποτε ν’ ἀνήκουμε στὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία, Κεφαλὴ τῆς ὁποίας εἶναι ὁ παντοδύναμος Κύριος, ὁ ἄρχοντας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.


Η Ἐκκλησία εἶναι ἡ βασιλεία Του, πού μάχεται μὲ τὶς ἀρχές, μὲ τὶς ἐξουσίες καὶ τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, μὲ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας «ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». Συνθέτουν κι αὐτὰ ἕνα ὀργανωμένο βασίλειο καὶ πολεμοῦν τὸν ἄνθρωπο μ’ ἕναν ἰδιαίτερα ἒμπειρο, πανοῦργο, καλογυμνασμένο καὶ πανίσχυρο στρατό, ἀφοῦ πρῶτα μελετήσουν ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς ροπές του. Στὸν πόλεμο αὐτὸν κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ ν’ ἀγωνιστεῖ ἀπὸ μόνος του. Οἱ μεγάλες, μὴ ὀρθόδοξες κοινότητες, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα χωρὶς τὴν Κεφαλὴ -τὸν Χριστό. Δὲν μποροῦν νὰ νικήσουν αὐτοὺς τοὺς παμπόνηρους καὶ ἄγρυπνους ἐχθροὺς πού εἶναι πανεπιστήμονες στὸν πόλεμο αὐτόν.


Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ διαθέτουν τὴν ἀπαραίτητη καὶ πανίσχυρη βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔχουν ὡς συμμάχους τοὺς ἁγίους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ πού κατατρόπωσαν τοὺς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μὲ τὴ δύναμη τῆς χάρης Του, ἔχουν τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους, ἀλλά καὶ τὴ δύναμη τῆς προσευχῆς καὶ τῆς Θείας Κοινωνίας.


Η Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς ἕνας ἄριστος βοηθὸς στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν ὁρατῶν καὶ ἀόρατων ἐχθρῶν. Εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ἀνήκουμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ καθολικοὶ ἐπινόησαν καινούργια κεφαλὴ καὶ ὑποβίβασαν τὴν ἀληθινὴ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό. Οἱ λουθηρανοὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπομακρύνθηκαν κι ἒμειναν ἀκέφαλοι. Τὸ ἴδιο κι οἱ ἀγγλικανοί. Δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία σ’ αὐτούς. Ὁ δεσμὸς μὲ τὴν Κεφαλὴ ἒσπασε. Δὲν ἒχουν βοήθεια ἄνωθεν. Ἔτσι ὁ Βελίαρ τοὺς πολεμᾶ μ’ ὅλες του τὶς δυνάμεις καὶ τὴν πανουργία του καὶ τοὺς κρατάει σφιχτὰ στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀπώλεια. Πλήθη μεγάλα ὁδηγοῦνται στὴ διαφθορὰ καὶ τὸν ὄλεθρο.


Όπως γνωρίζουμε, ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν» Του. Ἔτσι ἔθεσε ἕνα δεσμὸ ἀνάμεσα σ’ Ἐκεῖνον καὶ τὸ δημιούργημά Του. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ διατηρήσει τὴν εὐλογημένη αὐτὴ ἕνωση μὲ ἀπόλυτη ὑποταγὴ στὸν Θεό, τὸ δημιουργό του, τηρώντας τὶς ἅγιες, σοφὲς καὶ ζωοποιὲς ἐντολές Του. Κορωνίδα τῶν ἐντολῶν Του ἦταν ἐκείνη πού τοῦ ἀπαγόρευε νὰ δοκιμάσει τόν καρπὸ τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ στόχευε στὸ νὰ δυναμώσει τὴ θέλησή του καὶ νὰ τὴν ἐναρμονίσει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτόν τὸν τρόπο τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θὰ ἦταν ἕνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀκριβῶς τὸ θέλημα κάθε Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι ἀκριβῶς ταυτόσημο μὲ τὸ θέλημα τῶν δύο ἄλλων Προσώπων. «ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ιζ’ 21).


Ο ἄνθρωπος ὅμως, μὲ τὴν ἀνυπακοὴ καὶ τὴν αὐθάδειά του, ἔσπασε τὸ δεσμὸ αὐτὸ μὲ τὸν Θεὸ κι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτίας ὅμως εἶναι θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τότε ὑπόκειται στὴ φθορά, στὸν πρόσκαιρο καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο, καθὼς καὶ σὲ ἀμέτρητες ἄλλες κι ὀδυνηρὲς συνέπειες-ἀρρώστιες, συμφορές, θλίψεις, διαφθορὰ καὶ κάθε εἶδος διαστροφῆς καὶ δουλείας στὴν ἁμαρτία.


Τὴ χαμένη ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ δὲν μποροῦσε κανένας ἄλλος ν’ ἀποκαταστήσει, παρὰ μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος, μὲ τὴν ἀμέτρητη ἀγαθότητα καὶ τὴ συγκατάβασή Του πρὸς τὸν πεσμένο ἄνθρωπο, τὴν ἀποκατέστησε μὲ τὸν πιὸ σοφὸ καὶ θαυμαστό τρόπο. Κι οἱ ἄξιοι κι ἐκλεκτοὶ ἄνθρωποι ἀξιοποίησαν τὴ σωτήρια ἀποκατάσταση πού μᾶς χάρισε. Μὲ τί τρόπο κατορθώθηκε ἡ ἀποκατάσταση αὐτή; Μὲ τὸ ν’ ἀναλάβει ὁ Υίός τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς ἁμαρτία, καὶ νὰ ἐκπληρώσει μὲ τὴ φύση αὐτὴ τή βουλή τοῦ Θεοῦ. Ἀνέλαβε πάνω Του τή δική μας κατάρα, ἔπαθε καὶ πέθανε γιά μᾶς, κατάργησε τὸ θάνατο μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἐκ νεκρῶν. Ἔτσι χάρισε καὶ σὲ μᾶς τὴν ἀνάσταση, τὴν ἀθανασία. Ἵδρυσε στὴ γῆ τὴν Ἐκκλησία Του, μὲ κεφαλὴ της τὸν Ἲδιο καὶ καθοδηγητὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.


Μέσα στὴν Ἐκκλησία χορήγησε ὅλα τὰ μέσα πού βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο ν’ ἀποκαταστήσει τὸν διαρραγέντα δεσμό του μὲ τὸν Θεό. Μᾶς ἔδωσε τὰ Μυστήρια, τὶς ἐντολές Του, τοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους. Μᾶς δώρισε τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, τὴ Μετάνοια, τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ τὸ λόγο Του. Ὅποιος λοιπόν, θέλει νὰ ζήσει ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ, πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ μᾶς διδάσκει, αὐτὴ κατέχει τὰ ἅγια Μυστήρια πού μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἁγιότητα, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τότε εἶναι σίγουρο πώς θὰ σωθεῖ.


«Ομὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει» (Λουκ. ια’ 23). Ὅποιος δὲν εἶναι μὲ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ἐναντίον της. Ὅποιος δὲν ἔχει πίστη, εἶναι σὰ νὰ τὴν μάχεται. Ὅποιος δὲν ἐργάζεται τὰ ἔργα τῆς μετάνοιας καὶ τῶν ἀρετῶν, οὐσιαστικὰ στρέφεται ἐναντίον τῶν ἀρετῶν αὐτῶν. Δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα νὰ λέγεται κάποιος χριστιανός. Ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ κάνει τὰ ἔργα καὶ νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς πού θέσπισε ὁ Χριστός. Μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη ἡ διαρκής μετάνοια, ἡ συνεχὴς ἐγρήγορση γιὰ νὰ διατηροῦμε τὴν ὀρθὴ πίστη, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ἀδιάκοπη διόρθωση, ἡ βία στὸν ἑαυτό μας, ἡ προσπάθεια γιὰ τελείωση καὶ βέβαια ἀκατάπαυστος αὐτοέλεγχος.


Έτσι θὰ διαπιστώνουμε ἂν μένουμε σταθεροὶ στὴν πίστη, ἂν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ἂν ἡ θέση μας εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἂν ἐκκλησιαζόμαστε συχνά, ἂν ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἂν τηροῦμε τὰ κελεύσματά της ἤ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ πού Ἐκείνη διακηρύττει. Πρόσεξε τί μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός. Ἔτσι θὰ διαπιστώσεις πώς ὅποιος δὲν θέλει νὰ ἐκκλησιάζεται, ἀλλ’ ἀντὶ γιὰ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ συχνάζει στὰ θέατρα καὶ σὲ διάφορες κοσμικὲς συνάξεις, αὐτός περιφρονεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν εἶναι χριστιανός.


Ο Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸν πιστὸ χριστιανὸ μέσω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, μέσω τῆς πίστης, τῆς ἑνότητας τῶν δογμάτων, τῶν Μυστηρίων καὶ τῆς ἱεραρχίας. Ἔτσι κατορθώνεται ἡ βελτίωση, ἡ ἀναγέννηση τῆς λογικῆς δημιουργίας. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ διατηρήσει τὸ δεσμὸ αὐτό μὲ τὴν ἁγία ζωὴ καὶ τὴν ἀμοιβαία μὲ τοὺς ἄλλους ὑποταγή.


Χριστιανέ! Ὅσο ἔχεις καιρό προσπάθησε νὰ προσεγγίσεις τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους Του στὴ γῆ μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν εὐλάβειά σου. Μεῖνε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία. Καλλιέργησε μέσα σου τό πνεῦμα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ, τὸ πνεῦμα τῆς μετάνοιας, τῆς ἁγιότητας, τῆς εἰρήνης, τῶν εὐλαβῶν λογισμῶν, τῆς ἀγάπης, τῆς πραότητας, τῆς ταπείνωσης, τῆς ὑπομονῆς, τῆς ὑποταγῆς στό καλό καὶ τῆς σωτηρίας. Μὴν ὑψηλοφρονεῖς καὶ μὴν περιφρονεῖς τὴ μητέρα σου, τὴν Ἐκκλησία πού σέ σώζει.


Νὰ παρακολουθεῖς συχνὰ τὴ Θεία Λειτουργία, νὰ στέκεσαι μὲ ταπείνωση, ν’ ἀκοῦς, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ διαβάζεις ἤ νὰ ψάλλεις. Ἂν δὲν κερδίσεις ἐδῶ τὴν Ἐκκλησία, καὶ μέσα ἀπὸ ἐκείνη τὸν Θεό, θ’ ἀποξενωθεῖς κι ἀπό τούς δύο. Καὶ μετὰ τὸ θάνατό σου ὁ Θεὸς δὲν θὰ σὲ δεχτεῖ κι οἱ ἅγιοί Του θὰ σ’ ἀπαρνηθοῦν, ἐπειδὴ θὰ εἶσαι ξένος κατὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν καρδιακὴ διάθεση ἀπ’ αὐτούς. Θὰ ὁδηγηθεῖς σὲ χώρα παράξενη, στὸ σκοτεινὸ καὶ πύρινο τόπο ὅπου κατοικοῦν τὰ πονηρὰ πνεύματα κι οἱ ἀμετανόητες ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ γίνου σοφὸς καὶ συνετός, γιὰ νὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὴν πανουργία τοῦ πονηροῦ καὶ ν’ ἀνταποκριθεῖς στὴν ὑψηλή σου κλήση.


Ανήκεις στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὴν κοινωνία τῶν πιστῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κεφαλὴ της εἶναι ὁ Θεός. Ὀφείλεις νὰ εἶσαι πιστὸ μέλος, νὰ ζεῖς μὲ ἁγιότητα, νὰ ‘χεις διαρκή μετάνοια, νὰ διορθώνεις τὴ ζωή σου, τοὺς λογισμούς, τὴν καρδιά σου, τοὺς στόχους σου κι ὅλη γενικὰ τὴ συμπεριφορά σου. Εἶσαι ζωντανὸ ἤ νεκρό μέλος; Θὰ σὲ παραλάβουν οἱ ἅγιοι ὅταν ἀναχωρήσεις ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο γιὰ τὴν αἰώνια ζωή; Μήπως σὲ ἀρνηθοῦν καὶ σὲ ἀποβάλουν σὰν σάπιο καὶ ἄχρηστο μέλος; Μήπως ἡ μοίρα σου θὰ εἶναι κοινὴ μὲ τὴ μοίρα τῶν ἀποβλήτων τοῦ Θεοῦ, μὲ τοὺς κολασμένους; Βιάσου νὰ διορθώσεις τὰ πράγματα, νὰ βελτιώσεις ὅλη σου τὴ συμπεριφορά. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μᾶς δόθηκε ὁ χρόνος. *Ἀπό τό βιβλίο, «Ἡ Ἐκκλησία, ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας», Ἐκδ. Πέτρου Μπότση. *Εκ του ιστολογίου «imaik.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


ΜΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ





Τον 5ο ήδη αιώνα ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης, χωρίς τα προάστειά της, πρέπει να ήταν περίπου ένα εκατομμύριο και ο αριθμός αυτός διατηρήθηκε κατά προσέγγιση ως τη λατινική κατάκτηση. Μετά τη λατινική κατάκτηση όμως άρχισε να λιγοστεύει με γρήγορο ρυθμό, ώσπου το 1453 αυτοί που έμεναν δεν ήταν ούτε εκατό χιλιάδες.


Η έκταση της Πόλης ήταν πολύ πιο μεγάλη και από όσο θα δικαιολογούσε ένας τέτοιος αριθμός. Η βάση του Τριγώνου, όπου ήταν χτισμένη, είχε περίπου εφτάμιση χιλιόμετρα μήκος και εκεί, σε διπλή γραμμή, από τον Μαρμαρά ως τον Κεράτιο κόλπο, εκτείνονταν τα χερσαία τείχη, που είχε χτίσει ο Θεοδόσιος Β’, με τις έντεκα πύλες τους, εκ περιτροπής μια στρατιωτική και μια πολιτική. Από τις δύο άκρες τους άρχιζαν τα θαλάσσια τείχη, που το καθένα είχε δέκα περίπου χιλιόμετρα μήκος, για να συναντηθούν στην αμβλεία κορυφή του τριγώνου στο Βόσπορο.


Μέσα στα τείχη υπήρχαν διάφορες πολυάνθρωπες πόλεις και χωριά, που τα χώριζαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα και κήποι. Όπως η παλιά Ρώμη έτσι και η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να υπερηφανεύεται για τους εφτά της λόφους. Οι λόφοι αυτοί ορθώνονταν απότομοι πάνω από το Βόσπορο και τον Κεράτιο κόλπο, προς τη θάλασσα όμως του Μαρμαρά οι πλαγιές ήταν πιο μαλακές και οι χώροι ανάμεσά τους πιο μεγάλοι.


Ο ταξιδιώτης που ερχόταν από τη θάλασσα, από το νότο ή από τη δύση, καθώς πλησίαζε την Πόλη, έβλεπε στο δεξί του χέρι τους θόλους και τις σκεπασμένες με κεραμίδια στοές του Μεγάλου Παλατίου, την Αγία Σοφία να υψώνεται από πίσω και κήπους να απλώνονται ως κάτω στο Βόσπορο. Ύστερα έβλεπε τον πελώριο κυρτό τοίχο, που ακόμα και σήμερα υποστηρίζει το νότιο άκρο του ιπποδρόμου, να υψώνεται πάνω από το κομψό λιμάνι του παλατιού, την εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, και πιο χαμηλά μια συνοικία με παλάτια μικρότερα. Στα αριστερά το θαλάσσιο τείχος, με τους αραιούς πύργους του, ήταν κατά διαστήματα κομμένο, και στα σημεία αυτά υπήρχαν μικρά τεχνητά λιμάνια για τα πλοία που δεν ήθελαν να κάμουν το γύρο ως τον Κεράτιο κόλπο. Γύρω από τα λιμάνια αυτά ήταν ένα πλήθος σπίτια πυκνοχτισμένα.


Από πίσω, κυρίως στην κοιλάδα του μικρού ποταμού Λύκου, υπήρχαν περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα, ακόμα και χωράφια με σιτάρι, στην κορυφή όμως του λόφου δέσποζε η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και άλλα μεγάλα κτίρια. Λίγο αριστερώτερα το τοπίο γινόταν πιο ομαλό. Στην όχθη βρισκόταν η πολυάνθρωπη συνοικία του Στουδίου με το ξακουστό μοναστήρι της. Από πίσω έβλεπε κανείς το απάνω μέρος των χερσαίων τειχών καθώς κατέβαιναν προς τη θάλασσα. Και έξω όμως από τα τείχη, τα σπίτια των προαστείων ήταν πυκνά σε μια απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτής.


Από την πλευρά του Κερατίου κόλπου, η όψη της Πόλης ήταν τελείως διαφορετική. Εκεί, μπρος από τα τείχη, έβλεπε κανείς μια ακτή που, με την πάροδο των αιώνων, συνεχώς μεγάλωνε, γεμάτη προβλήτες, αποθήκες και αποβάθρες, όπου ήταν αγκυροβολημένα τα εμπορικά πλοία, και λίγο πιο πέρα έβλεπε κανείς και σπίτια χτισμένα μέσα στο νερό απάνω σε πασσάλους. Από πίσω ένα πλήθος πύλες έβγαζαν στις εμπορικές συνοικίες. Εκεί δεν έβλεπε κανείς πολλή πρασινάδα. Οι πιο απότομες πλαγιές, που ανέβαιναν στην κεντρική κορυφή, ήταν γεμάτες σπίτια, εκτός από τη συνοικία του φρουρίου στην ανατολική άκρη και την ακόμα μεγαλύτερη περιοχή των Βλαχερνών, στο ακρότατο δυτικό σημείο, όπου ένα αυτοκρατορικό παλάτι και μια πολύ ιερή εκκλησία έδιναν σε όλη τη συνοικία έναν τόνο αρχοντιάς.


Στον ενδιάμεσο χώρο βρισκόταν το κέντρο της εμπορικής δραστηριότητας της Πόλης, τα γραφεία των πλοιοκτητών και των εξαγωγέων και τα καταστήματα των ξένων εμπόρων. Σ’ αυτό το μέρος επιτρέψανε στους Ιταλούς εμπόρους να εγκατασταθούν για πρώτη φορά. Η συνοικία με τα κομψά μαγαζιά βρισκόταν στο εσωτερικό. Ξεκινώντας από την είσοδο του παλατιού και του Ιπποδρόμου η οδός που λεγόταν Μέση, ο κυριότερος δρόμος, προχωρούσε κατά μήκος του κεντρικού λόφου σε μια απόσταση τριών χιλιομέτρων προς τα αριστερά.


ταν δρόμος πλατύς με στοές και από τις δύο πλευρές, και περνούσε μέσα από δύο φόρους ή αγορές (forum) – μεγάλες εκτάσεις στολισμένες με αγάλματα – το φόρο του Κωνσταντίνου κοντά στο παλάτι και τον ακόμα μεγαλύτερο του Θεοδοσίου. Τελικά χωριζόταν σε δύο μεγάλους δρόμους, που ο ένας, περνώντας από το φόρο του Βοός και του Αρκαδίου, πήγαινε στη συνοικία του Στουδίου, στη Χρυσή Πύλη και στην πύλη των Πηγών, ενώ ο άλλος περνούσε μπρος από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και έφτανε στις Βλαχέρνες και στη Χαρισία πύλη ή πύλη του Πολυανδρίου.


Στις στοές της Μέσης ήταν τα πιο σπουδαία μαγαζιά, κατά ομάδες, ανάλογα με τα εμπορεύματα που πουλούσαν – Τα χρυσοχοεία και δίπλα τους τα αργυροχοεία, τα καταστήματα των υφασμάτων, τα επιπλοποιεία κ.ο.κ. Τα πολυτελέστερα ήταν κοντά στο παλάτι, στα λουτρά του Ζευξίππου. Εκεί ήταν τα καταστήματα των μεταξωτών, στη μεγάλη αγορά που την έλεγαν Λαμπτήρα ή Λαμπτήρων Οίκο γιατί τα παράθυρά της ήταν φωτισμένα τη νύχτα.


Ιδιαίτερη αριστοκρατική συνοικία δεν υπήρχε. Παλάτια, καλύβες και σπιτάκια ήταν όλα στριμωγμένα κοντά – κοντά. Οι πλούσιοι έχτιζαν τα σπίτια τους κατά τον παλιό ρωμαϊκό τρόπο: διώροφα, με πρόσοψη γυμνή, και με μια εσωτερική αυλή που πότε – πότε ήταν σκεπασμένη και που συνήθως την στόλιζαν με καμιά δεξαμενή, αλλά και με ό,τι άλλο εξωτικό στολίδι τους περνούσε από τη φαντασία τους. Τα φτωχότερα σπίτια είχαν μπαλκόνια ή παράθυρα, που εξείχαν πάνω από το δρόμο, και από κει οι πιο αργόσχολες νοικοκυρές παρακολουθούσαν την καθημερινή ζωή των γειτόνων τους. Οι δρόμοι αυτοί με τις κατοικίες είχαν χτιστεί κυρίως από ιδιώτες και εργολάβους, ένας νόμος όμως του Ζήνωνος προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη.


Οι δρόμοι έπρεπε να έχουν 3,60 μέτρα πλάτος, τα μπαλκόνια έπρεπε να απέχουν τουλάχιστον 3 μέτρα από τον απέναντι τοίχο και να βρίσκονται σε 4,50 μέτρα ύψος από το έδαφος. Οι εξωτερικές σκάλες απαγορεύονταν και εκεί που οι δρόμοι ήταν κιόλας χτισμένοι και ήταν στενώτεροι από 3,60 μέτρα, δεν επιτρέπανε μεγάλα παράθυρα για θέα, μονάχα δικτυωτά για αερισμό. Αυτός ο νόμος έμεινε ως το τέλος ο καταστατικός χάρτης της βυζαντινής πολεοδομίας. Υπήρχαν αυστηροί κανονισμοί για τους υπονόμους, που όλοι έβγαζαν στη θάλασσα. Κανένας, εκτός από πρόσωπα αυτοκρατορικά, δεν μπορούσε να ταφεί μέσα στην Πόλη. Σε κάθε ενορία υπήρχαν υγειονομικοί υπάλληλοι που η δουλειά τους ήταν να φροντίζουν με κάθε λεπτομέρεια για τη δημοσία υγεία.


Σε αντίθεση με τους δρόμους που ήταν στενοί, υπήρχαν μεγάλα δημόσια πάρκα που τα συντηρούσε με έξοδά του ο δήμος. Το Μέγα Παλάτιον και ο περίβολός του έπιαναν ολόκληρη την νοτιοανατολική γωνία της Πόλης και τα διάφορα κτίριά του ήταν απλωμένα σε μια έκταση σχεδόν ενάμιση χιλιομέτρου. Δίπλα ήταν το παλάτι του πατριάρχη με τα παραρτήματά του και σε όλη την Πόλη υπήρχαν και πολλά άλλα αυτοκρατορικά παλάτια. Σε κάθε σχεδόν γωνία έβλεπε κανείς εκκλησίες. Υπήρχαν οι μεγάλες εκκλησίες της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων και η Νέα του Βασιλείου Α’ και πλήθος άλλες μικρότερες. Σε πολλές άπ’ αυτές ήταν προσαρτημένα μοναστήρια, μέσα σε πελώριους σκυθρωπούς περιβόλους, καθώς και νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και πανδοχεία. Υπήρχαν τα κτίρια του πανεπιστημίου, βιβλιοθήκες, υδραγωγεία, δεξαμενές, δημόσια λουτρά, και πάνω από όλα ο μεγάλος ιππόδρομος. Ένα άγαλμα της Αφροδίτης έδειχνε το μοναδικό οίκο ανοχής της Πόλης, στη συνοικία που λεγόταν Ζεύγμα, στον Κεράτιο κόλπο.


Οι κυριότεροι δρόμοι, και προπαντός οι φόροι, ήταν αληθινά μουσεία, όπου ήταν τοποθετημένα τα ωραιότερα έργα της αρχαίας γλυπτικής. Στους πρώτους αιώνες υπήρχε ένα πραγματικό μουσείο, το σπίτι του Lausus, κάηκε όμως μαζί με όλους τους θησαυρούς του το 476. Τα αγάλματα ωστόσο των δρόμων επιζήσανε ώσπου τα κατάστρεψαν ή τα έκλεψαν οι Λατίνοι σταυροφόροι.


Γύρω από την Πόλη ήταν τα προάστεια, που άλλα, όπως η Χαλκηδών και αργότερα ο ιταλικός Γαλατάς, ήταν πολυάσχολες εμπορικές πόλεις, και άλλα, όπως το Ιερόν, όπου η Θεοδώρα είχε το αγαπημένο της παλάτι, και τα χωριά του Βοσπόρου, ήταν κυρίως έξοχές όπου πήγαιναν το καλοκαίρι οι πλούσιοι. Στις Πηγές, έξω ακριβώς από τα τείχη, υπήρχε μια ονομαστή εκκλησία της Παναγίας. Στο Έβδομον, σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το μίλιον, τον χιλιομετρικό δείχτη της πύλης του Μεγάλου Παλατίου, υπήρχε ένας περίφημος χώρος παρελάσεων, όπου διαδραματίστηκαν πολλά σημαντικά επεισόδια της βυζαντινής ιστορίας.


Για την εξωτερική όψη της Πόλης, την εποχή της ακμής της, μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Οι φανταστικοί θόλοι και τα αετώματα και οι χρωματιστές αψίδες, που αποτελούν το φόντο στις μικρογραφίες των ιστορημένων χειρογράφων, μας δίνουν μια εικόνα πιο λαμπρή άπ’ την πραγματική, γιατί οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες τις ωραιότερες δημιουργίες τους τις φύλαγαν για τα εσωτερικά. Ακόμα όμως και επί Παλαιολόγων, όταν τεράστιες εκτάσεις της Πόλης κείτονταν σε ερείπια και το ίδιο το Μέγα Παλάτιον δεν ήταν πια κατοικήσιμο, εξακολουθούσε και τότε να κάνει εντύπωση στους ταξιδιώτες η μεγαλοπρέπεια της Κωνσταντινούπολης. Από το βιβλίο: Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας – Ερμείας, 2004. *Εκ του ιστολογίου «e-ΙΣΤΟΡΙΑ». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ


 


Σέ λίγους πιστούς εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή, μέ τήν ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε τώρα. Ἐκτός ἀπό τούς ἱερεῖς καί μερικούς ἄλλους χριστιανούς, πού ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μέ τήν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δέν γνωρίζουν κἄν τήν ὕπαρξί της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐκκλησιάζονται κατ᾽ αὐτή καί περισσότεροι δέν ὑποπτεύονται κἄν ὅτι τήν Τετάρτη μετά τήν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Καί ὅμως κάποτε ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί συνέτρεχαν κατ᾽ αὐτή στόν μεγάλο ναό πλήθη λαοῦ.


Εκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, πού καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καί καθορίζει μέ τήν γνωστή παράξενη βυζαντινή ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τό πρωΐ τῆς ἑορτῆς μέ τά ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καί τήν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπό τό ἱερό παλάτιο γιά νά μεταβῇ στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θά ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σέ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μέ ἐπί κεφαλῆς τόν πατριάρχη, καί βασιλεύς καί πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στόν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μέ τήν συνήθη στίς μεγάλες ἑορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά ἀπό αὐτήν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στό ὁποῖο παρεκάθητο καί ὁ πατριάρχης. Καί πάλι ὁ βασιλεύς ὑπό τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλούς καί ἀγαθούς χρόνους ὁ Θεός ἀγάγει τήν βασιλείαν ὑμῶν» καί μέ πολλούς ἐνδιαμέσους σταθμούς ἐπέστρεφε στό ἱερό παλάτιο.


Αλλά καί στά σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στό Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τά ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σάν μία μεγάλη δεσποτική ἑορτή, μέ τά ἐκλεκτά της τροπάρια καί τούς διπλοῦς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καί τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μέ τά ἀναγνώσματά της καί τήν ἐπίδρασί της στίς πρό καί μετά ἀπό αὐτήν Κυριακές καί μέ τήν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ της ἐπί ὀκτώ ἡμέρες κατά τόν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.


Ποιό ὅμως εἶναι τό θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονός τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τό θέμα της εἶναι καθαρά ἑορτολογικό καί θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπό τοῦ Πάσχα καί ἡ 25η πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τό μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετά τό Πάσχα ἑορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδή ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραῖα τό τοποθετεῖ τό πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς: «Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων ἐγέρσεως Πεντηκοστῇ δέ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καί λάμπει τάς λαμπρότητας ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα καί ἑνοῦσα τάς δύο καί παρεῖναι τήν δόξαν προφαίνουσα τῆς δεσποτικῆς ἀναλήψεως σεμνύνεται».


Χωρίς δηλαδή νά ἔχῃ δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτή συνδυάζει τά θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ᾽ ἑνός καί τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ᾽ ἑτέρου, καί «προφαίνει» τήν δόξαν τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, πού θά ἑορτασθῇ μετά ἀπό 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δέ αὐτό τό μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στό νοῦ καί ἕνα ἑβραϊκό ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τό «Μεσσίας». Μεσσίας στά ἑλληνικά μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλά ἠχητικά θυμίζει τό μέσον. Ἔτσι καί στά τροπάρια καί στό συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτή γίνεται ἀφορμή νά παρουσιασθῇ ὁ Χριστός σάν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στό συναξάριο.


Σ᾽ αὐτό βοήθησε καί ἡ εὐαγγελική περικοπή, πού ἐξελέγη γιά τήν ἡμέρα αὐτή (Ἰω. 7, 14-30). Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει στό ἱερό καί διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τόν θαυμασμό, ἀλλά καί ζωηρά ἀντιδικία μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ λαοῦ καί τῶν διδασκάλων. Εἶναι Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἤ δέν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἤ δέν εἶναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστός εἶναι διδάσκαλος. Αὐτός πού ἐνῷ δέν ἔμαθε γράμματα κατέχει τό πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπό αὐτόν τόν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς.


Εκεῖνος πού διδάσκει στόν ναό, στό μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στό μέσον τῆς ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ἀποδοκιμάζεται ἀπό τούς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία. Ἐκλέγομε ἕνα ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά τροπάρια, τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου: Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διδάσκοντός σου, Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μή μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες ὅτι σύ εἶ ἡ Σοφία ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον. Δόξα σοι».


Λίγες σειρές πιό κάτω στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετά τήν περικοπή πού περιλαμβάνει τόν διάλογο τοῦ Κυρίου μέ τούς Ἰουδαίους «Τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, πού ἔλαβε χώραν μεταξύ Χριστοῦ καί τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδή κατά τήν Πεντηκοστή. Αὐτός ἀρχίζει μέ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου.«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω.ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 37-38). Καί σχολιάζει ὁ Εὐαγγελιστής.«Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰω. 7, 39). Δέν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ Κυρίου δέν ἐλέχθησαν κατά τήν Μεσοπεντηκοστή, ἀλλά λίγες ἡμέρες ἀργότερα.


Ποιητικῇ ἀδείᾳ μπῆκαν στό στόμα τοῦ Κυρίου στήν ὁμιλία Του κατά τήν Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολύ μέ τό θέμα τῆς ἑορτῆς. Δέν μποροῦσε νά βρεθῇ πιό παραστατική εἰκόνα γιά νά δειχθῇ ὁ χαρακτήρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στό διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σάν ὕδωρ ζῶν, σάν ποταμός χάριτος πού ἐδρόσισε τό πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον, πού ξεδιψᾷ καί ἀρδεύει τίς συνεχόμενες ἀπό βασανιστική δίψα ψυχές τῶν ἀνθρώπων.


Πού μεταβάλλει τούς πίνοντας σέ πηγές. «Ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7, 38). «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», εἶπε στήν Σαμαρείτιδα (Ἰω. 4, 14). Πηγή πού μετέτρεψε τήν ἔρημο τοῦ κόσμου σέ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό γόνιμο αὐτό θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμές στήν ἐκκλησιαστική ποίησι καί στόλισε τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μέ ἐξαιρέτους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τούς πιό χαρακτηριστικούς: Τό κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρός τό «Τήν Σοφίαν καί Λόγον», πού ψάλλεται μετά τήν γ΄ ᾠδή τοῦ κανόνος στήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:


«Τῆς σοφίας τό ὕδωρ καί τῆς ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας, Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι σωτηρίας τά νάματα· τόν γάρ θεῖον νόμον σου δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει τῆς πλάνης τούς ἄνθρακας. Ὅθεν εἰς αἰῶνας οὐ διψήσει, οὐ λήξει τοῦ κόρου σου δέσποτα, βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διά τοῦτο δοξάζομεν τό κράτος σου, Χριστέ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις σου». Τό ἀπολυτίκιο καί τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τό πρῶτο τοῦ πλ. δ΄ καί τό δεύτερο τοῦ δ΄ ἤχου: «Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τήν ψυχήν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτήρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ἡ πηγή τῆς ζωῆς, Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι». «Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης ὁ τῶν ἁπάντων ποιητής καί δεσπότης πρός τούς παρόντας ἔλεγες, Χριστέ ὁ Θεός· Δεῦτε καί ἀρύσασθαι ὕδωρ ἀθανασίας. Ὅθεν σοι προσπίπτομεν καί πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τούς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν, σύ γάρ ὑπάρχεις πηγή τῆς ζωῆς ἡμῶν».


Καί τέλος τό ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς: «Ὁ τόν κρατῆρα ἔχων τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον». Αὐτή μέ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τόν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκό χαρακτῆρα, πού θά τήν ἔκανε προσφιλῆ στόν πολύ κόσμο. Καί τό ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δέν βοήθησε τούς χριστιανούς, πού δέν εἶχαν τίς ἀπαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, νά ξεπεράσουν τήν ἐπιφάνεια καί νά εἰσδύσουν στήν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος.


Συνέβη μέ αὐτή κάτι ἀνάλογο μέ ἐκεῖνο πού συνέβη μέ τούς περιφήμους ναούς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ἀντί νά τιμῶνται στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρός τιμήν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιά τούς ἰδίους λόγους, νά πανηγυρίζουν στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς ἤ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἤ τῆς ἁγίας Τριάδος ἤ τῶν Εἰσοδίων ἤ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἤ καί αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καί τῶν τριῶν θυγατέρων της Πίστεως, Ἐλπίδος καί Ἀγάπης.


Δέν ἔχει κανείς παρά νά ἀνοίξῃ τήν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιά νά ἰδῇ τό ἐπίσημο τυπικό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τήν Μεσοπεντηκοστή τοῦ ἔτους 903 στόν ναό τοῦ ἁγίου Μωκίου στήν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατά τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903). *Εκ του ιστολογίου «imaik.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΩΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΦΥΛΗΣ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Β': «ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ» (2023)




Ιερά Μονή Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης,

Φυλή Αττικής


Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΣ... ΚΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ



Σ
την Βρετανία, σύμφωνα μὲ τὴν «UK Deed Poll Service», τουλάχιστον 1 παιδὶ κάτω τῶν 16 ἐτῶν ζητεῖ κάθε μέρα τήν... ἀλλαγὴ τοῦ φύλου του!... Σήμερα καταγράφονται 7-10 αἰτήσεις τὴν ἑβδομάδα! Οἱ αἰτήσεις αὐτὲς προέρχονται περισσότερο ἀπὸ τὰ κορίτσια! Ἡ ἐφημερίδα «Wall Street Journal» ἀναφέρει, ὅτι οἱ γονεῖς βιώνουν μὲ αὐτὴν τὴν ὀλέθρια κατάσταση, μία ἀπίστευτη κόλαση! Εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ κόλαση τῆς εἰδωλολατρίας, ἀπὸ τὴν ὁποία μᾶς ἀπάλλαξε ὁ Χριστός μας... Αὐτὴν τὴν κόλαση, τὴν ὁποία κάποιοι ὀνομάζουν «πρόοδο» τάχα... Καὶ γιατί τότε οἱ ἄνθρωποι ἐγκατέλειψαν τάχιστα τὴν εἰδωλολατρία; Γιατὶ δὲν μποροῦσαν ἄλλο νὰ ὑποφέρουν τήν... προοδευτικὴ κόλασή της! Οἱ Ὀρθόδοξοι Γονεῖς ἂς ἐντείνουν τὴν ἐγρήγορσή τους, διότι τὰ παιδιά μας πλήττονται ὅλο καὶ περισσότερο –καὶ μάλιστα στὸ σχολικὸ περιβάλλον– ἀπὸ τέτοιες εἰδωλολατρικὲς ἐμμονές...



Ο Ἐρανιστὴς


† ὁ Μητροπολίτης Κυπριανὸς


12.5.2024 ἐκ. ἡμ.,


† Ἁγίου Ἐπιφανίου, Ἐπισκόπου Κύπρου




Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΣΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ





Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ὑπομένει ὅλα τὰ λυπηρὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς μὲ καρτερία κι ἐλπίδα στό Θεό. Γι αὐτὸν ἡ κάθε μέρα θὰ εἶναι μῆνας στόν οὐρανό, ἐνῶ στόν ἄπιστο θὰ μοιάζει μὲ χρόνο ὁλόκληρο. Γιατὶ ὁ ἄπιστος χαίρεται μόνο ὅταν δέν ὑποφέρει· κι ὅταν ὑποφέρει, τὸ κάνει χωρὶς ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στό Θεὸ καὶ δυσανασχετεῖ… Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ ν’ ἀναζητήσει τίς αἰτίες πού τὸν βασανίζουν μέσα του, ἐνῶ ὁ ἀνόητος κατηγορεῖ πάντα τοὺς ἄλλους. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος θυμᾶται ὅλες τίς ἁμαρτίες πού ἔκανε ἀπὸ παιδί. Τὶς θυμᾶται μὲ φόβο Θεοῦ καὶ περιμένει νά πληρώσει γι’ αὐτές...


Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἐπωφελεῖται ἀπ’ ὅλα τὰ βάσανα του, γνωρίζοντας πώς ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη Του γιά τὸν ἄνθρωπο, γιά τή δική του ὠφέλεια. Μὲ τὸ ἔλεός του ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νά ἐπισκεφτοῦν τὸν ἄνθρωπο βάσανα γιά τὶς ἁμαρτίες του. Μὲ τὸ ἔλεός Του τὸ κάνει αὐτό, ὄχι μὲ τή δικαιοσύνη Του. Ἂν ἐνεργοῦσε μὲ τή δικαιοσύνη Του, τότε κάθε ἁμαρτία ἀναπόφευκτα θὰ ‘φερνε θάνατο, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκυεῖ θάνατον» (Ἰάκ. Α΄ 15). Κι ὁ Θεὸς ἀντὶ γιά θάνατο χαρίζει θεραπεία μέσ’ ἀπὸ τὰ βάσανα. Τὰ βάσανα εἶναι ὁ τρόπος πού χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς γιά νά θεραπεύσει τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.


Μόνο ὁ ἀνόητος ἄνθρωπος σκέφτεται πώς τὰ βάσανα εἶναι κακό. Ὁ συνειδητὸς ἄνθρωπος γνωρίζει πώς τὰ βάσανα δέν εἶναι κάτι κακὸ ἀλλὰ ἡ φανέρωση τοῦ κακοῦ, ἡ θεραπεία του. Πραγματικὸ κακὸ γιά τὸν ἄνθρωπο εἶναι μόνο ἡ ἁμαρτία. Ἐκτὸς ἁμαρτίας δέν ὑπάρχει τίποτα κακό. Ὅλα τ’ ἄλλα πού οἱ ἄνθρωποι ἀποκαλοῦν κακὰ δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ τὸ πικρὸ φάρμακο πού θεραπεύει τὸ κακό. Ὄσο πιὸ ἄρρωστος πνευματικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πικρότερο εἶναι τὸ φάρμακο πού τοῦ δίνει ὁ γιατρός.


Μερικὲς φορὲς ὁ ἄρρωστος νομίζει πώς τὸ φάρμακο εἶναι χειρότερο καὶ πιὸ πικρὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀρρώστια. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλό. Τὰ βάσανα εἶναι βαρυτέρα καὶ πιὸ πικρὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία πού ἔκανε. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπάτη, μία πολὺ μεγάλη αὐταπάτη. Δέν ὑπάρχει στόν κόσμο βάσανο τόσο σκληρὸ καὶ τόσο ὀλέθριο ὅσο ἡ ἁμαρτία. Ὅλα τὰ βάσανα πού ὑποφέρουν ἄνθρωποι καὶ λαοὶ δέν εἶναι τίποτ’ ἄλλο, παρὰ ἡ πλούσια θεραπεία πού παρέχει σὲ ἀνθρώπους καὶ ἔθνη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά τοὺς σώσει ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο. Κάθε ἁμαρτία, ἑπομένως, ὅσο μικρὴ κι ἂν εἶναι, ἀναπόφευκτα τὴν ἀκολουθεῖ θάνατος, ἂν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν ἐπιτρέψει τὴν ἐπίσκεψη τῆς ἀρρώστιας, γιά νά συνεφέρει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τή μέθη τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἡ θεραπεία πού ἀκολουθεῖ τὸν πειρασμό, προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος.


Ισως ἰσχυριστεῖς: «Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τὰ βάσανα ἐπειδὴ φοβᾶται τὸ θάνατο. Μποροῦν τὰ βάσανα ν’ ἀπομακρύνουν τὸ θάνατο;» Τὶ εἶναι αὐτὸ πού ὁδηγεῖ τὸ σῶμα στό θάνατο; Ἡ ἀρρώστια ἢ τὸ φάρμακο; Σίγουρα ἡ ἀρρώστια, ὄχι τὸ φάρμακο. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν δέν εἶναι τὰ βάσανα πού ὁδηγοῦν τὴν ψυχὴ στό θάνατο ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ποὺ φέρνει τὴν ἀρρώστια στόν ἄνθρωπο καὶ τὸ θάνατο στήν ψυχή. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ὁ σπόρος τοῦ θανάτου, ἕνας φριχτὸς σπόρος, ποὺ ἂν δέν ξερριζωθεῖ ἔγκαιρα μὲ τὰ βάσανα καὶ δέν καεῖ μὲ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θ’ ἀναπτυχθεῖ καὶ θὰ καλύψει ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ θὰ τὴν κάνει δοχεῖο θανάτου, ὄχι ζωῆς.


Εἶναι σαφὲς λοιπόν πώς τὸν πόνο πρέπει νά τὸν ἀντιμετωπίσεις μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα στόν Θεό, μὲ εὐχαριστία, μὲ χαρά. «Ὅσας ἔδειξάς μοι θλίψεις πολλὰς καὶ κακάς», λέει ὁ προφήτης Δαβὶδ στό Θεό, «καὶ ἐπιστρέψας ἐζωοποίησάς με… ψαλῶ σοι ἐν κιθάρᾳ, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ. Ἀγαλλιάσονται τὰ χείλη μου, ὅταν ψάλω σοι, καὶ ἡ ψυχή μου, ἥν ἐλυτρώσω» (Ψαλμ. Ο΄ 20-23). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συμβουλεύει τοὺς πιστούς: «ἀλλὰ καθ’ ὃ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε» (Α΄ Πέτρ. δ΄ 13 ). Αὐτὸ σημαίνει πώς πρέπει νά χαιρόμαστε συνειδητά, ταπεινά, μὲ ὑπομονὴ καὶ πραότητα. Κι αὐτὸ γιά τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτιῶν μας, γιά καινὴ ζωή, γιά νά κατοικήσει μέσα καὶ γύρω μας ὁ Χριστός. Ὅταν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πέθαινε στήν ἐξορία, βασανισμένος καὶ περιφρονημένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ τελευταῖα λόγια πού ψέλλισε, ἦταν: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».


Η Ἁγία Γραφὴ κι ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας προσφέρουν τὰ μεγαλύτερα παραδείγματα ὑπομονῆς σὲ βάσανα πρωτάκουστα στούς ἀνθρώπους. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης καὶ μακρόχρονης ὑπομονῆς στόν πόνο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Κάνοντας τὴν περιγραφὴ τοῦ δύστυχου ἀνθρώπου πού ἦταν παράλυτος γιά τριάντα ὀκτὼ χρόνια, μὲ ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει ταυτόχρονα ἢ μᾶλλον μᾶς διαβεβαιώνει γιά δύο μεγάλα μυστήρια. Τὸ πρῶτο εἶναι πώς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἦταν τόσα χρόνια ἄρρωστος, χρωστοῦσε τὴν αἰτία τῆς ἀρρώστιας του στόν ἴδιο, στήν ἁμαρτία του.


Τὸ δεύτερο εἶναι πώς ὁ παντοδύναμος Κύριος Ἰησοῦς θεράπευσε τὸν ἄρρωστο μὲ τή θεϊκὴ του δύναμη, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβατόν σου καὶ περιπάτει» ( Ἰωάν. ε΄ 8). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀποκαλύφτηκαν γιά μία ἀκόμα φορὰ ἡ θεϊκὴ ἀγάπη Του γιά τὸ ἀνθρώπινο γένος κι ἡ θεϊκὴ Του δύναμη, ποὺ ἐπιφανειακὰ καλύπτονταν μὲ τὸ παραπέτασμα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας.


Εκεῖνο τὸν καιρὸ «ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἐστὶ δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τή προβατική κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα» ( Ἰωάν.ε΄ 1, 2). Ἡ Προβατικὴ κολυμβήθρα ἡ Βηθεσδά, πῆρε τ’ ὄνομά της ἀπὸ τή γειτονικὴ Προβατικὴ Πύλη (βλ. Νεεμ.Α΄ 1,32), ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα πού προορίζονταν γιά θυσία, γιά νά τὰ πλύνουν πρῶτα στήν κολυμβήθρα… «Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τήν τοῦ ὕδατος κίνησιν. Ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι» (Ἰωάν.ε΄ 3-4)…


Πέντε στοὲς γεμάτες μὲ ἀνάπηρους· τὶ περίεργος χῶρος γιά τὴν ἄσκήση τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδας στό Θεό! Τὶ περιέργη, τὶ ζωντανὴ εἰκόνα! Τὶ παράδοξη καὶ ψηλαφητὴ ἀπεικόνιση τῆς κατάστάσης ὅπου δαπανοῦν τή ζωή καὶ τὴν ὑγεία τους ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης! Καὶ γιά ποιό σκοπό; Γιά ν’ ἀγοράσουν ἁμαρτία, νά μαζέψουν ἁμαρτία. Οἱ πέντε στοὲς στήν Προβατικὴ Κολυμβήθρα ἔχουν καταρρεύσει ἐδῶ καὶ πολλά, πάρα πολλὰ χρόνια. Μὴ νομίζετε ὅμως πώς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπίνης θλίψης καὶ τῆς φτώχειας πού κείτεται θαμμένη στά ἐρείπιά της ἔχει τελειώσει. Μὴ νομίζετε πώς αὐτὴ εἶναι μία μεμονωμένη ἱστορία, πὼς βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ σᾶς καί πώς δέν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τή δική σας ζωή.


Δέν ἔχει ὑποπέσει στίς αἰσθήσεις σας συγκεντρωμένος πόνος καὶ θλίψη, δάκρυα καὶ στεναγμοί, ἁμαρτία κι ἀνομία, πονηρὲς καὶ κακὲς σκέψεις, τυφλὲς ἐπιθυμίες καὶ ἄνομα πάθη, ἀτελέσφορες προσπάθειες καὶ φροῦδες ἐλπίδες; Ἀχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια εἶσαι! Σὲ σένα ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ λειτουργοῦσε σὰν τὸν ποιμένα πού σῴζει ἕνα – ἕνα τὰ χαμένα πρόβατά του, ὡσότου ἐμφανιστεῖ ὁ Ποιμὴν τῶν πάντων, ἀγγέλων κι ἀνθρώπων. Ἔνας σιωπηλὸς ἄγγελος, ὑπηρέτης τοῦ Δημιουργοῦ του, τάραζε τὸ νερὸ γιά νά πλύνει τὸ ἄρρωστο πρόβατο ἀπὸ τή μόλυνση τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅταν κατέβηκε σὲ σένα ὁ καλὸς Ποιμένας, ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ δημιουργικὸ λόγο Του ἀπομάκρυνε τὴν ἁμαρτωλὴ μόλυνση καὶ σὲ ἄδειασε. Αὐτὸς ἦταν ὁ Καλὸς Ποιμένας. Γι αὐτὸ τὸ λόγο ἡ κολυμβήθρα αὐτὴ προφητικὰ εἶχε ὀνομαστεῖ προβατική. «Τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά… καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ» (Ἰωάν. ι΄3,4). Τὰ πρόβατα ἀκοῦνε τή φωνή τοῦ Καλοῦ Ποιμένα.


«Ην δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.» (Ἰωάν. ε΄5-7). Ὁ παντογνώστης Κύριος εἶχε δεῖ ἀπὸ πρὶν κι ἀπὸ μακριὰ ποιός τὸν ζητοῦσε, ποιός τὸν εἶχε ἀνάγκη… Ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος ἦταν πολὺ ἄρρωστος. Μία ἀρρώστια πού κρατάει τριάντα ὀκτὼ μέρες στούς ἀνθρώπους μοιάζει ἀτέλειωτη. Τὶ νά ποῦμε τώρα γιά μία ἀρρώστια πού κρατάει τριάντα ὀκτὼ χρόνια; Τὸ πόσο γρήγορα ἢ ἀργὰ περνάει ἡ ἀρρώστια, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τή δική μας στάση, ἀπὸ τή δική μας διάθεση.


Οἱ χαρούμενες ὦρες ἔχουν φτερά, περνᾶνε γρήγορα. Οἱ ὦρες τοῦ πόνου ὅμως εἶναι ἄπτερες, συχνὰ δέν ἔχουν οὔτε πόδια καὶ περνᾶνε πολὺ ἀργά. Γιά ἕναν παράλυτο ἄνθρωπο, φαίνεται νά ‘χει παραλύσει κι ὁ ἴδιος ὁ χρόνος. Ὁ χρόνος γιά ἐκεῖνον μοιάζει ἀκίνητος, ὅπως εἶναι κι ὁ ἴδιος… Τὶ ἡρωικὴ ὑπομονὴ εἶχε ὁ ἄνθρωπος αὐτός! Τὶ ὑπεράνθρωπες προσπάθειες θὰ κατέβαλε γιά νά συρθεῖ ὡς τὴν κολυμβήθρα τή στιγμή πού ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τάραζε τὸ νερό! Τὶ σταθερὴ ἐλπίδα εἶχε στή θεραπεία του ἀπὸ μέρα σὲ μέρα, ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, ἀκόμα κι ἀπὸ δεκαετία σὲ δεκαετία! Μ’ ὅλο πού ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπόφερε τόσο πολὺ γιά τὶς ἁμαρτίες του, δέν μποροῦμε παρὰ νά τὸν θαυμάζουμε. Ὅταν τὸν φέρνουμε στό νοῦ μας, δέν μπορεῖ παρὰ νά σκεφτόμαστε τόσους ἀδύναμους χαρακτῆρες – ἄντρες καὶ γυναῖκες, νέους καὶ νέες – στίς μέρες μας πού, ἂν καὶ ὑφίστάνται πολὺ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τὰ χέρια τους, παραιτοῦνται ἀπὸ τή ζωή κι ἀναχωροῦν γιά τὴν ἄλλη αὐτόχειρες.


«Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», τὸν ῥώτησε ὁ μοναδικὸς Φίλος πού ἔσκυψε ποτέ κοντὰ του, στό κρεβάτι του, τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄρρωστος. Ὁ τυφλὸς ἔχει κάποιον ὁδηγό, ὁ ἀνάπηρος ἔχει συγγενεῖς, ὁ ἀδύνατος ἔχει φίλους. Ἐγὼ δέν ἔχω κανέναν στόν κόσμο ὁλόκληρο νά μὲ λυπηθεῖ καὶ νά μὲ βάλει στό νερὸ τή στιγμή πού παίρνει τή θεραπευτική δύναμη. Τὴν ὥρα πού προσπαθῶ νά συρθῶ στό νερὸ ἄλλος προλαβαίνει, μπαίνει πρῶτος καὶ θεραπεύεται κι ἐγὼ πρέπει νά ξανάκανω τὴν ἴδια ἐπωδύνη προσπάθεια γιά νά γυρίσω στό κρεβάτι μου. Κι αὐτὸ γίνεται γιά τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια τώρα. «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δέν ἔχω οὔτε χρήματα οὔτε ὑπηρέτη.


Ανάμεσα σὲ τόσους ἀνθρώπους στήν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ τοὺς ἄνεργους ὡς τοὺς πλουσίους καὶ δυνατούς, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας καὶ μοναδικὸς γιά ν’ ἀπλώσει τὸ χέρι του καὶ νά σὲ βοηθήσει γιά χάρη τῆς ψυχῆς του; Δέν μποροῦσε τουλάχιστο νά στείλει τὸν ὑπηρέτη του καὶ νά σὲ βοηθήσει; Ὄχι οὔτε ἕνας…Ὑπάρχουν, Κύριε, πολλοὶ περπατοῦν κοντά μου, μὰ ἐγὼ «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Κι ὑπάρχουν τόσο πολλοὶ ἱερεῖς! Δές τὸ ναό, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ δρόμο. Ἀμέτρητοι ἱερεῖς διαβάζουν τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν τοὺς ἀνθρώπους νά δίνουν ἐλεημοσύνες. Καὶ δὲν βρέθηκε κανένας τους νά ἔρθει ἤ ἔστω νά στείλει κάποιον γιά νά σὲ βοηθήσει; Ἔτσι εἶναι, Κύριε. Ἐκεῖ στό ναὸ ὑπάρχουν πολλοὶ ἱερεῖς. Ἐγὼ ὅμως «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὑπάρχουν πολλοὶ Ἰουδαῖοι, χιλιάδες χιλιάδων, ποὺ συνάχτηκαν στήν Ἱερουσαλὴμ γιά τή γιορτή. Κανένας τους ὅμως δέν ἐνδιαφέρεται γιά ἕναν πονεμένο καὶ ἤσυχο ἄνθρωπο. Ἐνδιαφέρονται γιά τὸ Σάββατο…


Εδῶ βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος – ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος! Ἐδῶ εἶναι ὁ Κύριος, ποὺ ἀγαπᾷ περισσότερο ἀπὸ τὸ συγγενῆ καὶ τὸ φίλο, ποὺ ὑπηρετεῖ πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη. Δέν ἔκανε τὸ μακρὺ καὶ κουραστικὸ ταξίδι ἀπὸ τή Γαλιλαία ὡς τὴν Ἱερουσαλὴμ γιά τὸ Σάββατο καὶ τή γιορτή, ἀλλὰ γιά χάρη ἑνὸς πονεμένου ἀνθρώπου. Ἦρθε ὥστε μὲ τὰ ἔργα Του, κι ὄχι μὲ λόγια, νά καταγγείλει τή φοβερὴ ἔλλειψη ἀγάπης ἑνὸς λαοῦ πού τὰ αἰσθητήριά του ἔχουν ἀμβλυνθεῖ. Ὁ Ἄνθρωπος ἦρθε γιά χάρη τοῦ ἀνθρώπου. «Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.» (Ἰωάν.ε΄ 8-9). Ἀπὸ τή στιγμή αὐτή καὶ προφανῶς γιά πάντα, ὁ ἄγγελος σταμάτησε νά ‘ρχεται καὶ νά ταράζει τὸ νερὸ στήν Προβατικὴ Κολυμβήθρα.


Γιατὶ ἐμφανίστηκε ὁ Μεσσίας, ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ποὺ θεραπεύει χωρὶς μεσάζοντες. Ἐνόσω οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὸ Νόμο, ὑπηρέτες τοῦ Νόμου, ὁ Κύριος χρησιμοποιοῦσε τοὺς δούλους Του. Τώρα πού ἦρθε ἡ χάρη κι ὁ Νόμος ἀτόνησε, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κοντὰ στόν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ πατέρας στά παιδιὰ του. Ὁ ἴδιος, μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια, τοὺς προσφέρει τὶς δωρεὲς Του. Ἴσως ῥωτήσει κάποιος: Γιατὶ ὁ Κύριος δέν ἔκανε στόν ἄρρωστο ἄνθρωπο τή συνηθισμένη ἐρώτηση: Πιστεύεις; Γιατὶ δέν ἐρεύνησε νά δεῖ ἂν ὑπῆρχε πίστη μέσα του, ὅπως ἔκανε μὲ πολλοὺς ἄλλους; Μὰ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ δέν ἦταν ὁλοφάνερη; Τριάντα ὀκτὼ χρόνια κείτονταν ὑπομονετικὰ σ’ ἕνα συγκεκριμένο τόπο, μὲ τὴν ἐλπίδα πώς θὰ λάβει βοήθεια ἀπὸ τὸν οὐρανό…


Στή Βηθεσδὰ τότε ὁ Κύριος ἐνήργησε ἀπὸ τή μία ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὑπόφερε γιά τόσο μακρὺ διάστημα, σ ἕνα περιβάλλον ἐλεεινό. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τώρα, ἔδρασε ἔτσι καὶ μ’ ἕνα σκοπό: γιά νά καταδείξει τὴν ἔλλειψη ἀγάπης ὄχι μόνο τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀλλὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἔβλεπαν τὸ συνάνθρωπό τους νά ὑποφέρει καὶ δέν κουνάγανε τὸ δαχτυλάκι τους γιά νά βοηθήσουν. Καὶ τέλος, ὁ Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τὸν παραλυτικὸ ἡμέρα Σάββατο, ἂν καὶ θὰ μποροῦσε νά τὸ κάνει αὐτὸ καὶ Παρασκευή, ἂν ἤθελε. Τὸ ‘κανε αὐτὸ γιά νά καταγγείλει τὴν εἰδωλολατρικὴ προσκύνηση τῶν Ἰουδαίων στήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Νά δείξει πώς ὁ ἄνθρωπος ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὁποιοδήποτε εἶδος νομικῆς τυπολατρείας. Ἡ πράξη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἔχει τή μοναδική σφραγῖδα τοῦ τρόπου πού ἐνεργεῖ ὁ Θεός: νά στοχεύσει σὲ πολλοὺς στόχους ταυτόχρονα.


«Ην δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον» (Ἰωάν. ε΄ 9-10). Τὶ στρεψόδικες ψυχὲς ἔχουμε ἐδῶ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! Ἀντὶ νά χαροῦν πού ἕνα σερνάμενο σκουλήκι στάθηκε ὄρθιο καὶ ξανὰ ‘γινε ἄνθρωπος, ἀντὶ νά τὸν συγχαροῦν πού ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του, ἀντὶ νά ξεσηκώσουν τὴν πόλη ὁλόκληρη, νά τοὺς καλέσουν ὅλους γιά νά δοξάσουν τὸ ζωντανὸ καὶ στοργικὸ Θεό, ἀντὶ γιά ὅλ’ αὐτὰ ἐξοργίστηκαν μὲ τὸν ἄνθρωπο ἐπειδὴ κουβαλοῦσε στούς ὤμους του τὸ κρεβάτι του καὶ ξαναγύριζε ὑγιὴς στό σπίτι του. «Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;» ( Ἰωάν.ε΄ 11,12). Ἐδῶ ἔχουμε μία ἄκομα ἀπόδειξη τῆς τυφλότητας τῶν Ἰουδαίων, τῆς τυπολατρικῆς καὶ μαγικῆς ἀντίληψης ποὺ εἶχαν γιά τὸ Σάββατο…


Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ὁ περιούσιος λαός! Δέστε τί καρποὶ βλάστησαν στή γῆ πού ἐξέθρεψε τὸ Μωυσή, τὸν Ἠσαΐα, τὸ Δαβίδ! Ἡ ἄλλοτε γνωστὴ εὐλάβεια τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξελίχτηκε σὲ μία σαββατολατρεία. Ἡ ἱερατικὴ ὑπηρεσία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ ἔγινε μία ἀστυνομικὴ ἐγρήγορση καὶ παρακολούθηση τῆς τάξεως τῆς θέας πού ὀνομάζεται «Σάββατο»! «Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ ᾿Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. (Ἰωάν. 3, 13). Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶχε κοιτάξει ἀπὸ τὸ κρεβάτι του τὰ μάτια τοῦ Κυρίου. Εἶχε νιώσει τή ζωοποιὸ ἀνάσα Του, εἶχε γνωρίσει τή θαυματουργικὴ Του δύναμη. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ ὅμως δέν μποροῦσε νά τοὺς δώσει τὸ ὄνομα τοῦ θεραπευτή του ἢ νά τοὺς πεῖ ἀπό ποῦ ἐρχόταν. Ὁ Κύριος μὲ τό πού πραγματοποίησε τή θεραπεία χάθηκε μέσα στό πλῆθος κι ἄφησε τὰ πράγματα νά ἐξελιχτοῦν μόνα τους. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ σπορέας.


Σπέρνει τὸν καλὸ σπόρο καὶ τὸν ἀφήνει ν ἀναπτυχθεῖ καὶ μὲ τὸν καιρὸ νά καρποφορήσει, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο ὅπου ἔπεσε. Ὁ Κύριος ἔκανε τὸ καλὸ ἔργο, τὸ θεϊκό, τόσο σὲ δύναμη ὅσο καὶ σὲ ἀγάπη, κι ἀποσύρθηκε γιά νά γλυτώσει τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἶπε λίγο ἀργότερα: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων, οὐ λαμβάνω» (Ἰωάν. ε΄ 41). Φεύγει μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιά νά μὴ τὸν φθονήσουν, ὅπως γίνεται συνήθως. Φεύγει ὅμως γιά νά δώσει παράδειγμα καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς πού λεγόμαστε χριστιανοί. Τὸ καλὸ ἔργο τελειοποιεῖται καὶ δικαιώνεται ὅταν γίνεται μόνο ἀπὸ ἀγάπη γιά τὸν ἄνθρωπο καὶ γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἐπιθυμοῦν νά κάνουν καλὰ ἔργα, ἂς μὴ τὰ κάνουν ἀπὸ ματαιότητα, γιά νά προσελκύσουν τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος ἐπιδείχνει τὰ καλὰ του ἔργα σὲ κοινὴ θέα, μοιάζει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ βάζει τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στούς λύκους.


Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νά προσέχουμε πολὺ τὰ καλὰ μας ἔργα, ν’ ἀποφεύγουμε νά προκαλοῦμε τὸν ἔπαινο ἤ τὸ φθόνο τῶν ἄλλων. Ὅποιος γυρεύει σκόπιμα τὸν ἔπαινο τῶν ἄλλων, ξέχωρα ἀπὸ τὸ καλὸ του ἔργο, θὰ κάνει καὶ δυό κακά: Τὸν ἔπαινο, ποὺ θὰ βλάψει τὸν ἴδιο προσωπικά, καὶ τὸ φθόνο, ποὺ θὰ βλάψει τοὺς ἄλλους. «Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ἰωάν. ε΄14 ). Ὁ Κύριος θεράπευσε τὸ σῶμα καὶ τώρα ἀναβιβάζει τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ ἀνώτερη σφαῖρα, στήν πνευματικὴ του διάσταση. Κάνει τὸν θεραπευμένο νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ πηγὴ κι ἡ αἰτία τῆς φοβερῆς του ἀρρώστιας ἦταν ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὸν προειδοποιεῖ νά πάψει ν’ ἁμαρτάνει. «Ἵνα μὴ χεῖρον σοι τὶ γένηται».


Δέν εἶναι γνωστὸ σὲ τί εἶδος ἁμαρτίας εἶχε πέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτός, μὰ οὔτε καὶ μᾶς βοηθάει ἡ γνώση αὐτή. Ξέρουμε πὼς ὁ Θεὸς ἀποστρέφεται κάθε ἁμαρτία, πὼς ἡ ἁμαρτία μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντὰ Του. Γνωρίζουμε πώς κάθε ἁμαρτία γιά τὴν ὁποία δέν ἔχουμε μετανοήσει, ἀργὰ ἤ γρήγορα θὰ προκαλέσει πόνο, θὰ φέρει βάσανα. Μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρον σοὶ τὶ γένηται. Τώρα ὁ Θεός σοῦ ἔδειξε τὸ ἔλεός Του, ἡ ἁμαρτία σοῦ συχωρέθηκε. Μὴν ἑξακολουθεῖς νά πειράζεις τὸ Θεὸ ὅμως, μὴ τὸν προκαλεῖς. Γιατὶ τότε, ἀντὶ γιά τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἴσως συναντήσεις τή δικαιοκρισίᾳ Του. Ἂν κατόρθωσες νά δικαιωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τὴν προηγούμενη ἁμαρτία σου, μὲ μία ἀνεπαρκή γνώση γιά τή δύναμή Του, μετὰ ἀπ’ αὐτό πού ἔγινε δὲ θὰ μπορέσεις νά βρεῖς δικαιολογία. Αὐτὴ εἶναι μία θαυμάσια ἀλλὰ καὶ φοβερὴ προειδοποίηση πρὸς ὅλους μας. Πῶς ἂν γιά μία φορὰ νιώσαμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πάνω μας δέν πρέπει νά ξαναμαρτήσουμε, μήπως μᾶς βρεῖ κάτι χειρότερο ἀπ’ αὐτό πού μὰς λύτρωσε ὁ Θεός.


«Απῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ» (Ἰωάν ε΄15). Εἶδε ὅτι ὠφελήθηκε ὁ ἄνθρωπος κι εἶπε στούς Ἰουδαίους πώς τὸν ἔκανε καλὰ ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ἔκανε αὐτὸ μὲ καλὴ πίστη, μὲ καλὲς προθέσεις. Τὸν ῥωτήσανε γιά τὸν Ἰησοῦ κι αὐτὸς νόμισε πώς ἦταν καλὸ νά τὸ πεῖ. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔνιωσε πὼς ὄφειλε αὐτὸ στόν εὐεργέτῃ του, ἔπρεπε νά γνωρίσει τὸ ὄνομά του στούς ἄλλους, νά τὸ μάθουν ὅλοι, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι πού τὸν ῥώτησαν. Οὔτε νά φανταστεῖ δέν μποροῦσε πόσο πονηρὲς ἦταν οἱ καρδιὲς ἐκείνων πού ῥωτοῦσαν γιά τὸν Ἰησοῦ. Πῶς θὰ μποροῦσε νά ὑποψιαστεῖ πώς ἐκεῖνοι δὲ ῥωτοῦσαν γιά νά δοξάσουν τὸν Ἰησοῦ σὰν θαυματουργό, μὰ γιά νά τὸν θανατώσουν, ἐπειδὴ δέν τήρησε τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου;


Πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα τὸ σημεῖο αὐτό. Πηγαίνει καὶ λέει στούς Ἰουδαίους πώς ὁ Ἰησοῦς ἦταν πού τὸν θεράπευσε. Κατέχεται ὁλόκληρος ἀπὸ τή σκέψη τῆς θεραπείας καὶ τοῦ θεραπευτή του. Οἱ Ἰουδαῖοι, ἀντίθετα, κατέχονταν ἀπὸ τὴν σκέψῃ τοῦ σαββατισμοῦ, τῆς μὴ τήρησης τοῦ Σαββάτου… Ἡ σκέψη καὶ ἡ διαθεσὴ του ἦταν νά δοξολογήσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν εὐεργέτῃ του. Ἡ σκέψη κι ἡ διάθεση τῶν Ἰουδαίων ἦταν νά τὸν θανατώσουν. «Οἱ Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι», γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς (Ἰωάν.ε΄ 16) γιατὶ ἤθελαν νά τὸν σκοτώσουν; Μήπως ἐπειδὴ ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος πού πρόσεξε τὸ δυστυχῆ παράλυτο τὰ τριάντα ὀκτὼ αὐτὰ χρόνια; Μάλιστα, γι’ αὐτό. Ἀλλὰ καὶ γιά ἕναν ἄλλο λόγο. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος πού ἔδωσε μεγαλύτερη σημασία στή ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν τυπολατρία τοῦ σαββατισμοῦ τῶν Ἰουδαίων.


Ο Κύριος πέρασε ἀπαρατήρητος ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς παγίδες καὶ τὶς ἐνέδρες τῆς κακίας τῶν Ἰουδαίων, σκορπίζοντας μὲ λόγο καὶ ἔργα τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης γιά τοὺς ἀνθρώπους, ὡς τή στιγμή πού ἀποφάσισε πώς ἦρθε ἡ ὥρα νά παραδοθεῖ στά χέρια τῶν Ἰουδαίων. Γιά νά δείξει τή μεγαλοσύνῃ Του μὲ τὴν ταπείνωσή Του, νά νικήσει τὸ θάνατο μὲ τὸ θάνατό Του. *Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ἐπισκόπου Ἀχρίδος. *Εκ του ιστολογίου «imaik.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΑΤΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΒΟΙΩΤΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΜΗΝΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (2024)



Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,


Χριστὸς Ἀνέστη!


Σήμερα, Δ’ Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἡ Ἐκκλησία μᾶς θυμίζει μέσῳ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τὴν θεραπεία τοῦ παραλύτου ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ ψυχῶν καὶ σωμάτων, τὸν Δεσπότη Χριστό. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, στὰ Ἱεροσόλυμα ὑπῆρχε μία κολυμβήθρα, ὅπου οἱ Ἰουδαῖοι ἔπλεναν τὰ πρόβατα πρὶν τὰ ὁδηγήσουν στὴν θυσία, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν ἀποκαλοῦσαν Προβατική. Ἐκεὶ συγκεντρώνονταν πλήθη ἀνθρώπων ἀσθενῶν, διότι κατὰ καιροὺς ἄγγελος κατέβαινε στὴν κολυμβήθρα καὶ τάραζε τὸ νερό, ὁ δὲ πρῶτος ποὺ ἔμπαινε μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος, λάμβανε τὴν θεραπεία.


Παράλυτοι, λοιπόν, τυφλοί, κουφοί, λεπροὶ ἀνέμεναν κάτω ἀπὸ πέντε στοὲς τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγγέλου. Μπορεῖ νὰ ἦταν πολλοί, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἦταν μόνοι. Ἦταν ἀπομονωμένοι ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κοινωνία. Τὴν ὥρα τῆς ἀναμονῆς τῶν ἀσθενῶν γιὰ τὴν προσωπική τους ποθητὴ θεραπεία, οἱ ὑπόλοιποι τῶν ἀνθρώπων ἔτρεχαν στὶς δουλειές τους, ἔπαιζαν, πανηγύριζαν, ἔτρωγαν, ἐπιδίδονταν στὰ πάθη τους, ἀπολαμβάνοντας τὸ ἀγαθὸ ἐκεῖνο ποὺ ἄλλοι στεροῦνταν καὶ ἀνέμεναν καρτερικά, τὴν ὑγεία.


Πολλὲς φορές, δυστυχῶς, ἐκτιμοῦμε κάτι ὅταν τὸ χάνουμε, ἀλλὰ τότε ἴσως εἶναι ἀργά. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει διότι, ἀφηρημένοι ἀπὸ τὴν ταχύτητα τῆς καθημερινότητας, δὲν βάζουμε τοὺς ἑαυτούς μας στὴν θέση τῶν συνανθρώπων μας οἱ ὁποῖοι στεροῦνται τὰ ἀγαθὰ τὰ ὁποῖα ἐμεῖς ἀπολαμβάνουμε. Ἔτσι, οἱ κατὰ τὸ σῶμα ὑγιεῖς ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στὴν πλειοψηφία τους δὲν σκέπτονταν ὅτι λίγο πιὸ δίπλα ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι στεροῦνται ὑγείας.


Θεωρῶντας δεδομένη τὴν ἀτομική τους ὑγεία, δὲν σκέπτονταν ὅτι κάποιοι συνάνθρωποί τους ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ λίγη συμπαράσταση, λίγη βοήθεια. Αὐτὴ ἡ ἀμέτοχη στάση τους ἀπέναντι στὸν πάσχοντα πλησίον τοὺς καθιστοῦσε ἀνελεήμονες. Φοβερὸ πράγμα πάντως· κοινωνία δίχως ἐλεημοσύνη, δηλαδὴ ἀκοινώνητη κοινωνία, δίχως ἀγάπη καὶ ἀλληλεγγύη, γεμάτη ἀπὸ μοναξιά.


Τὰ νερὰ αὐτῆς τῆς κοινωνίας ἦλθε νὰ ταράξει ὁ Ἐλεήμων Χριστός, στρέφοντας τὴν προσοχὴ στοὺς ἀρρώστους, στοὺς ἀπομονωμένους. Ἐπισκέφθηκε τὴν κολυμβήθρα καὶ συνάντησε ἕναν ἄνθρωπο 38 ὁλόκληρα χρόνια παράλυτο. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πολλούς, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀντιμετώπιζαν τὴν ἀσθένειά τους, ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλη ταλαιπωρία, μὲ ὕβρεις, μὲ ἀνυπομονησία, μὲ σκληροκαρδία, μὲ θυμό, ἢ καὶ μὲ αὐτὴν τὴν θεομίσητη βλασφημία, ὁ ἐπὶ 38 χρόνια παράλυτος, στάθηκε ἀπέναντι στὴν ἀσθένειά του μὲ ἀνδρεία.


Σήκωσε τὸ Σταυρό του μὲ ἀξιοθαύμαστη ὑπομονή. Εἶχε τὴν καρδιακὴ ἐπιθυμία νὰ θεραπευθεῖ καὶ ἔτρεφε σίγουρες ἐλπίδες ὅτι ἂν καταφέρει καὶ μπεῖ στὴν κολυμβήθρα, θὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἴαση. Σὲ ἀντίθεση, πάλι, μὲ πολλοὺς οἱ ὁποῖοι προβάλλουν τὴν παραμικρὴ δικαιολογία γιὰ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὁ παράλυτος μὲ πολλὴ καρτερία πήγαινε συχνὰ στὴν κολυμβήθρα, προσδοκῶντας τὴν θεραπεία. Οἱ δεκαετίες ποὺ μάταια περίμενε δίπλα στὴν κολυμβήθρα δὲν στάθηκαν ἱκανὲς νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὴν ἐλπίδα. Αὐτὴ ἦταν ἡ κινητήριος δύναμή του.


Πόσες φορὲς ἀντιμετωπίζουμε μία ταλαιπωρία καὶ ἀναμένουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν βοήθεια; Μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ νὰ κουρασθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀναμονὴ καὶ νὰ πιστέψουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκατέλειψε, ἢ δὲν μᾶς ἀκούει. Ὁ Θεός, ὅμως, καὶ ἀκούει καὶ βλέπει τὸν ἀγώνα ποὺ κάνουμε κὶ ἔρχεται τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ μᾶς προσφέρει τὴν Εἰρήνη Του, τὴν Ἴαση, τὴν Χαρά. Ἔτσι ἔκανε καὶ μὲ τὸν παραλυτικό∙ τὸν ἄφησε γιὰ 38 χρόνια νὰ περιμένει, ἀλλὰ πάντα ἦταν δίπλα του. Τὸν ἔβλεπε καὶ ἀφουγκραζόταν τοὺς πόνους του. Ἔβλεπε τὴν καρτερία καὶ τὴν πίστη του καὶ τοῦ ἔδινε δύναμη ψυχική, ὥσπου τὸν συνάντησε, κάνοντας τὴν ἑξῆς ἐρώτηση:


-Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Γιὰ νὰ λάβει τὴν ἀπάντηση: -Κύριε, ἄνθρωπο δὲν ἔχω ὥστε ὅταν ταραχθεῖ τὸ νερό, νὰ μὲ βάλει στὴν κολυμβήθρα. Μέσα σὲ μία κοινωνία ποὺ ἔσφυζε ἀπὸ ζωή, ὁ παράλυτος δὲν εἶχε οὔτε ἕναν ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήσει νὰ μπεῖ στὴν κολυμβήθρα. Μέσα σὲ αὐτὰ τὰ 38 χρόνια μπορεῖ ἀρχικὰ νὰ περίμενε κάποιον νὰ τὸν βοηθήσει. Ὕστερα, ὅμως, ἔπαυσε νὰ ζητᾶ τὴν ἀνθρώπινη βοήθεια ἐλπίζοντας μόνο στὸν Θεό. Καὶ δὲν διαψεύσθηκε. Ὁ Ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε σάρκα καὶ ἦρθε γιὰ αὐτὸν τὸν παράλυτο καὶ τὸν κάθε παράλυτο. Μὲ μία Του μόνο προσταγή («Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει») ἔλυσε τὰ δεσμὰ τῆς ἀσθενείας, ὅπως λίγο ἀργότερα θὰ ἔλυνε καὶ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου.


Αποφεύγοντας αὐτὴ τὴν φορὰ τὴν ἀναφορὰ στοὺς διαχρονικοὺς Φαρισαίους, διότι ἡ συμπεριφορά τους ἀπέναντι ἀπὸ κάθε καλὸ ἔργο εἶναι ἴδια καὶ ἀπαράλλαχτη, θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ὅτι τὸ μήνυμα τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς εἶναι μήνυμα ἐλπίδας καὶ δύναμης. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀντιμέτωπος μὲ κάθε δυσκολία θρέφει ἐλπίδα στὸν Θεό, ὁ Θεὸς ὡς Παντοδύναμος νικᾶ κάθε δυσκολία.


Εδώ, στὴν πατρίδα μας, ὅπου ἡ παραλυσία ἔχει γίνει μακροχρόνια συνήθεια καὶ ἡ συνήθεια χειροτερεύει τὴν κατάσταση, ἂν καὶ ἐν μέσῳ πολλῶν συμμάχων, πλὴν ὅμως μόνοι, ἔχουμε καθῆκον στὸν Θεὸ νὰ ἐλπίζουμε. Ὄχι ἄπραγοι, ἀλλὰ ἀσκῶντας τὴν ὑπομονή, τὴν φιλανθρωπία, τὴν ἀλληλεγγύη καὶ προωθῶντας τὴν συνοχή. Ἔτσι, ὁ Θεὸς θὰ δεῖ τὴν θέληση καὶ μὲ ἕναν μόνο λόγο θὰ ἀνατρέψει κάθε κακό. Ἀρκεῖ μετὰ νὰ μὴν ξανὰ ἁμαρτήσουμε.




Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!



Ὁ Ἐπίσκοπός σας,



† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος




Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

 



Σαν ήμουνα μικρός βρισκότανε ακόμα πολλά καράβια. Έφτιαξα σκαριά, που σήμερα λείψανε ολότελα και που τα βλέπουμε πια μονάχα ζωγραφισμένα. Όσα σκαριά κι όσες αρματωσιές ζούνε ακόμα, δεν είναι να λογαριάζονται, βρίσκονται, σα να πούμε, για παρηγοριά. Σήμερα όλο τα ίδια σκαριά βλέπει κανένας, σα να βγαίνουνε από φάμπρικα, ενώ στα πρωτινά χρόνια ο κάθε καπετάνιος είχε το μεράκι του, όπως διάλεγε την κοπέλα που θε νά ΄παιρνε γυναίκα, έτσι διάλεγε και το σκέδιο του καραβιού του, στο σκαρί και στην αρματωσιά.


Τα μεγάλα τα καλά τα σκέδια τά ‘φαγε ο ατμός κ’ η μπενζίνα. Μα κι από τα μικρά, τα καΐκια, κι από κείνα χαθήκανε τα πιο παράξενα κι απομείνανε κάτι του γλυκού νερού. Η μανία τους ήτανε να τα βάφουνε και να τα ξαναβάφουνε, να ζουγραφίζουνε γοργόνες στη μάσκα, ψάρια στα όκια ή να γράφουνε λογής – λογής τραγούδια στην πρύμη.


Στη σκότα του τουρκέτου μου σ’ έχω ζουγραφισμένη/σίντα μπουντάρω τα πανιά, σε βρίσκω μπερδεμένη. Στα σημερινά χρόνια σχεδόν άλλο από τρεχαντήρι και κάτι χιώτικα ψευτόσκαρα, δε βρίσκεις πια, τίποτ’ από κείνα τα βαριά σκέδια. Κι από τις αρματωσιές πάλι, αν βγάλεις στην μπάντα τις μπρατσέρες και τα κότερα, που γιόμισε ο κόσμος, άλλη αρματωσιά δε βλέπεις εύκολα, γιατί κρατήσανε κείνες που ‘ναι πιο βολικές, πιο πραχτικές, αφήνω πώς τα χρειάζουνται τα πανιά για ώρα ανάγκης, σα βοηθητικά της μπενζίνας, κι όχι με τα σωστά τους.


Όπως τα πρώτα χρόνια που είχανε βγει τα παπόρια, ο ατμός δηλαδή, βάζανε τη μηχανή σε καραβόσκαρα, μα κρατούσανε όμως για βοήθεια και τα πανιά, ως που σιγά-σιγά τα βγάλανε ολότελα κι απομείνανε ξερά τ’ άλμπουρα, το ίδιο και στα σημερινά καΐκια, κρατάνε κανέναν παλιοφλόκο για καμιά μαΐστρα μαυρισμένη απ’ την καπνιά της μπενζίνας. Τα πιο πολλά έχουνε μηχανές, τα πανιά, όπως είπαμε πρωτύτερα, τα ισάρουνε στα πρίμα ή άμα χαλάσει η μηχανή.


Σε κάτι λίγα λιμάνια βρίσκεται πού και πού κανένα σκαρί ιδιότροπο και κείνο παρατημένο σε καμιά άκρη, τις πιο πολλές φορές ξυλάρμενο, γέρικο, με σκουριασμένα σίδερα, με γδαρμένα μαδέρια, με ξεπατωμένη κουβέρτα, λες και σε κοιτάζει με τα γέρικα μάτια που, τα όκια, που τρέχει ή σκουριά σαν την τσίμπλα. Αν δε ζήσει κανένας απάνου σε καράβι, δεν μπορεί να καταλάβει ποτές τον καημό και το μυστήριό του. Θυμάμαι, σαν είμαστε μικροί, πώς μας τράβαγε το μέρος, που φτιάνανε και τιμαρεύανε (βολεύανε) τα καΐκια. Διάολε! Μαγνήτης ήτανε για μας καθεμιά από κείνες τις σκάφες! Τις ώρες που φεύγαμε από το σκολειό, στριφογυρίζαμε ολοένα ανάμεσα στα ποδάρια εκεινών που πελεκούσανε και κεινών που καλαφατίζανε τα θεόρατα αυτά θεριόψαρα.


Σα τα τραβούσανε όξω, απάνω σε κάτι μακριά δοκάρια, τα βάζα, πηγαίναμε και σπρώχναμε κ’ εμείς τις μανέλες στον αργάτη. Φωνές, πανηγύρι μεγάλο! Καπετανοί με τα βρακιά και με τα ζουνάρια, καραβομαραγκοί, καλαφάτηδες, ούλοι ξυπόλητοι, μ’ ένα μαντίλι για σαρίκι γύρω στο κεφάλι, λειοψημένοι κουρσάροι, μούτσοι, λογιών-λογιών φάτσες, πολεμάγανε σαν τα μερμήγκια ανάμεσα στα καΐκια, που ήτανε αραδιασμένα τό ‘να δίπλα στ’ άλλο.


Σα σπίτια της ακρογιαλιάς ήτανε τόσο κοντά, που τα μπαστούνια των καραβιών φτιάνανε ίσαμε τα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Μαύρος καπνός ανέβαινε απ’ τα καζάνια κι απ’ τους μασαλάδες και σκοτείνιαζε τον ήλιο, η μυρουδιά της πίσσας γιόμιζε τον αγέρα ίσαμε μέσα στα στενόσακκα της πολιτείας, κ’ έφτανε ίσαμε πέρα στα ψηλώματα, στον Άγι’ – Αντώνη, που κατεβαίνανε οι καμήλες μέσ’ απ’ την Ανατολή.


Εκεί ήτανε άλλος κόσμος, εκεί καθόντανε άνθρωποι στεριανοί, π’ άλλοι τους τσακίζανε, άλλοι κάνανε κεραμίδια και κανάτια, κ’ ένα σωρό άλλες δουλειές, μακριά απ΄ τη θάλασσα. Από κάτου απ’ τις καρίνες ήτανε όλάκερο εργοστάσιο: ζεμπίλια με τα εργαλεία του μαραγκού, άλλα με τις ματσόλες και με τα καλέμια του καλαφάτη, πίσσες, στουπιά, ξίγκι για το παλάμισμα, καρφιά, βελόνια, πιρόνια, τρυπάνια, πράματα που γι’ αυτά χτύπαγε γλυκά η καρδιά μας και τα χαιρόμαστε.


Άλλοι πελεκούσανε, άλλοι καλαφατίζανε, άλλοι βράζανε την πίσσα, άλλοι κοιμόντανε στο δροσερό ίσκιο της καρίνας μ’ ούλη τούτη τη βουή, έχοντας από πάνου τους κρεμάσμενο ολάκερο εκείνο το θεριό, που μύριζε άρμη και που σ’ έπιανε φόβος να το κοιτάς, άλλος παραπέρα σήκωνε το λαγήνι κ’ έπινε νερό κ’ ύστερα σφούγγιζε τα μουστάκια του. Χάμω καδένες σερνάμενες στο χώμα, άγκουρες με τό ‘να νύχι χωμένο στη γής, αντένες, ξάρτια, καραβόπανα, κουπιά, νεροβάρελα. Κι ούλα βγάζανε μιας ιδιαίτερη μυρουδιά, καραβίσια.


Παραπέρα ήτανε μια μπομπάρδα, τραβηγμένη και κείνη όξω, κ’ η πλώρη της φάνταζε σα μασέλα κανενούς θεριόψαρου. Μέσα στην κάψα του μεσημεριού, κάτω απ΄ το φουσκωμένο μάγουλό της, βρίσκεται σκολειό με δασκάλα και με μαθητάδες. Είναι η κυρά – Ευρώπη, και κείνη σαν μπομπάρδα, πόχει μαζέψει τα μωρά, όπως η κλώσσα τα πουλιά της, και τα “πράζει”, δηλαδή τα μαθαίνει γράμματα και τα διδάχνει να πλέκουνε εργόχειρο. “Ποιος κάμει τα φυτά και διατηρεί αυτά;” ρωτά η Ευρώπη. Ο Θεός! Ο Θεός” της αποκρένουνται ούλα μαζί τα ζωντόβολα.


Ανοιχτά στο πέλαγος καλάρει ο μπάτης και τα δροσερά κύματα σκάζουνε με γλυκιά βουή απεβάζουνε γυρίζοντας το μπαστούνι τους μια στο γαρμπή και μιά στο μαΐστρο. Τα ψαραδόπουλα κολυμπάνε μέσα στον αφρό με φωνές και με χαρές, τραβάνε στο πέλαγο και κολλάνε σαν αβδέλλες απάνου σε καμιά τράτα, που την έχουνε βάνου στην ακρογιαλιά. Τα καράβια, πού ΄ναι φουνταρισμένα ανοιχτά, σκαμπανουλιάξει τ’ αφεντικά της για να πνιγούνε οι κοριοί. Τώρα πάνε πιά, τετέλεσται! Τι γενήκανε κείνα τα παράξενα σκέδια, πλήθος αμέτρητο! Τι μπρίκια, τι γαλέτες, τι μπομπάρδες, τι τσερνίκια, τι σακολέβες, τι λόβερα, τι πένες, τι αχταρμάδες, τι λεύκες μπραντούσκες, τι περαμάτες, τι γκαγκαλήδες απ΄τη Μαύρη Θάλασσα, με γυριστές, καμαρωτές πλώρες, ίδιες οι μύτες των Λαζών, μ’ ένα κομμάτι προβιά απάνου στο κοράκι!


Αυτά ήταν τα μεγάλα. Αμέ τα μικρά ή αθερίνα, σόγι-σόγι, ψαράδικα, περάματα, φελούκες, κουρίτες, τρεχαντήρια, μπατέλα, τράτες, άλλο σαν ντροπαλή κοπέλα, άλλο σα φουσκωμένη χήνα, άλλο σα γουρούνι, άλλο σαν κορκόδειλος, άλλα με διάφορα σχέδια σαν άνθρωποι, ειδών-ειδών. Ξεπετά η φρέσκο καιρό, σαν τα πρωτορίχνανε στη θάλασσα, άμα έπιανε να καλκαρδιά μου, σα βάλω με τον νου μου τα καΐκια που βγαίνανε στη βόλτα με …οκαιριάζει. Ξώλαμπρα.


Τα πανιά φουσκώνανε σα μπαλόνια, ορτσάρανε το ‘να απάνου στ’ άλλο, ολάκερες οι σκάφες χωνεύανε μέσα στον αφρό. Και, σα θέλανε να πάρουνε βόλστα, “να τα γυρίσουνε”, έβλεπες τον καπετάνιο, ξυπόλητο παλληκαρά, με το κάτασπρο βρακί, με το φουσκωμένο πουκάμισο, με το μαντίλι που σπαρτάριζε στον άνεμο, να σαλπάρει γλήγορα-γλήγορα για να καβατζάρει τη σκότα. Και, σαν περνούσε το καΐκι ξυστά μπροστά στην πλώρη τ’ αλλουνού, αφήνοντάς τον από σταβέντο, ένας άλλος λεβέντης αρχίνιζε να φυσά στη μπορού, ένα μεγάλο κοχύλι, που γιόμιζε το πέλαγο βουητά, πως τάχα ήτανε οι νικητές.


Τι γεννήκατε, μπρέ παλληκαράδες της θάλασσας, μερακλήδες τ’ αρμυρού νερού! Πού ‘ναι ο Κλόκας, που ‘χε σβάραχνα αντίς πνευμόνια ο καπετάν- Μπεκός, ο Γιωργάρας, ο Παρασκευάς, ο Αράπης, μισός ψάρι – μισός άνθρωπος! Τα Φώτα σα ρίχνανε τον Σταυρό στη θάλασσα, αυτός κουμαντάριζε κεινούς που θα πέφτανε στο νερό, για κάθε πράμα και για να μη βρεθούνε με τα μαχαίρια κάπου στον πάτο, μαλώνοντας ποιος θαν αρπάξει τον Σταυρό. Λες και τον βλέπω ακόμα μπροστά μου, ν’ ακουμπά απάνου σ’ ένα καμάκι, στην πλώρη κανενούς τρεχαντηριού, μπρατσωμένος, γυμνός ανάμεσα στο χιονισμένα τ’ άλμπουρα, με το βρακί σφιγμένο απάνου στο κεραμιδί κορμί του, με γενειάδα, ίδιος ο Ποσειδώνας! Αχ, γιατί να μην γίνω θαλασσινός, να τα ζω, κι όχι να γράφω στο χαρτί... *Εκ του ιστολογίου «ΠΕΙΡΑΙΟΡΑΜΑ» της 20.5.2024. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Print Friendly and PDF