Αγιώρ’ Αγιώρ’ αφέντη μου κι αφέντη καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Άγγελος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη,
παρακαλώ σε βόηθα μας Άγιε Στρατιώτη.
Από το άγριο θεριό τον δράκοντα μεγάλο,
που δεν αφήνει άνθρωπο κάθε πρωί και άλλο.
Ερίξανε τα μπουλετιά σε μια βασιλοπούλα,
όπου την είχε η μάνα της μία και ακριβούλα.
-Σήκω Αγιώρ’ αφέντη μου και το νερό αφρίζει,
και δράκος τα δοντάκια του για ‘μένα τ’ ακονίζει.
Σηκώθηκεν κι Αγιώργιος σαν παραλογισμένος,
μια κονταριά το χτύπησεν σαν που ήταν μαθημένος.
Μια κονταριά το χτύπησεν το πήρε μέσ’ το στόμα,
και παρευτύς το ξάπλωσε χάμω στη γης στο χώμα.
-Γεώργιο με λέγουνε κι απ’ την Καππαδοκία,
κι αν θες να κάνεις χάρισμα χτίσε μιαν εκκλησία.
Βάλε δεξιά την Παναγιά ζερβά έναν καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.
Δημοτικό τραγούδι επιτραπέζιο, το οποίο τραγουδιόταν την ημέρα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, με προέλευση από την Σινασό της Καππαδοκίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου