ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 12ο (2013 - 2025)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

ΓΙΑΤΙ ΣΒΗΣΤΗΚΕ Η ΑΛΩΣΗ ΤΟΥ 1204, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΜΝΗΜΗ;




Πώς και γιατί, λοιπόν, σβήστηκε και αποσιωπήθηκε το 1204 από τη συλλογική μνήμη, παρότι αποτέλεσε ένα γεγονός αποφασιστικότερης σημασίας και από αυτή την Άλωση του 1453; Διότι, το 1204, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε ακόμα η βασιλίδα των πόλεων σε όλη την Ευρώπη και, ανάμεσα στ’ άλλα, διέθετε ένα ή ίσως και δύο Πανεπιστήμια, ενώ το 1453 ήταν ήδη, στο μεγαλύτερο μέρος της, ένας ακατοίκητος σωρός ένδοξων ερειπίων.

του Γιώργου Καραμπελιά


Πώς και γιατί δεν αντιμετωπίζεται από το σύγχρονο ελληνικό κράτος και τους οργανικούς του διανοούμενους ως το γενέθλιο ορόσημο στην ιστορία του νεώτερου ελληνικού έθνους, παρόλο που το επισημαίνουν όλοι οι μεγάλοι ιστο­ρικοί μας, άσχετα από την ιδεολογική τους κατεύθυνση; Αυτή η αποσιώπηση έχει βαθύτατα ελατήρια, διότι η αναγνώριση του «1204» ως της αφετηρίας του νεώτερου ελληνισμού θα λειτουργούσε ως ιδεολογική θρυαλλίδα για το καθεστώς της εξάρτησης και της υποταγής στη Δύ­ση:


Κατ’ αρχάς, διότι θα καταδείκνυε πως οι νεώτεροι Έλληνες συγκρότησαν την ταυτότητά τους σε αντιπαράθεση και με τη δυτική αποικιοκρατία και όχι μόνο με τους Οθωμανούς· αντιπαράθεση η οποία δεν περιορίζεται στη θρησκευτική σύγκρουση, ή την οικονομική –μια μόνιμη απομύζηση ή στρέβλωση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα–, αλλά υπήρξε και σε μεγάλο βαθμό εδαφική. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι Βενετσιάνοι κατείχαν την Κύπρο μέχρι το 1571, την Κρήτη μέχρι το 1667, την Πελοπόννησο, με διαλείμματα, μέχρι το 1715, τα Ιόνια Νησιά μέχρι το 1797, για να τα πάρουν με τη σειρά τους οι Γάλλοι και να τα κρατήσουν οι Άγγλοι μέχρι το 1861. Η Κύπρος, δε, πέρασε από τους Λουζινιάν στους Ενετούς, στη συνέχεια στους Τούρκους και μετά στους Άγγλους μέχρι το 1960, τα δε Δωδεκάνησα θα επιστρα­φούν στην Ελλάδα από τους Ιταλούς μόλις το 1948.


Οι εισβολές και επιδρομές από τη Δύση ήταν αναρίθμητες από το 1071 και δώθε. Σταυροφορίες, Νορμανδοί, 1204, Καταλανοί, Ναΐτες Ιππότες, για να φθάσουμε στους αποκλεισμούς για τον Πατσίφικο, στις αποβάσεις στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Ιταλική και Γερμανική Κατοχή, τέλος την αγγλική και αμερικανική επέμβαση. Ακόμα και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, η νησιωτική και δυτική Ελλάδα παρέμενε, για τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια, μια no man’s land όπου συγκρούονταν Οθωμανοί και Δυτικοί, κυρίως Βενετσιάνοι, για την κατοχή ενός στρατηγικού «ενδιάμεσου χώρου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εγχώρια οικονομία και τους ελληνικούς πληθυσμούς.


Η αποφασιστική στιγμή της «στροφής» υπήρξε η περίοδος ανάμεσα στο 1071 και τον 14ο αιώνα, την οποία συμβολικά χαρακτηρίζουμε ως «1204», όταν οι Φράγκοι θα απομυζήσουν και θα διαμελίσουν τον βυζαντινό ελληνισμό, για να τον παραδώσουν ανήμπορο στα χέρια των Οθωμανών. Ο ελληνισμός δεν θα μπορέσει ποτέ πια να σταθεί στα πόδια του ως αυτόνομος χώρος, ως συνέχεια της ελληνικής «οικουμένης», και θα επιβιώνει στο εξής ως ένας απλός μεθοριακός χώρος μεταξύ Ανατολής και Δύσης.


Η αποδοχή αυτών των διαπιστώσεων θα έθετε ως αίτημα, προφανώς, την ολοκλήρωση της απο-αποικιοποίησης του ελληνικού χώρου και θα οδηγούσε, με μια δεύτερη λογική συνεπαγωγή, στη διαπίστωση πως η αποικιοκρατία συνεχίζεται με νέες μορφές και παραμένει ζητούμενο η απόσεισή της. Με όλες τις ιδεολογικές, πολιτικές και οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας παρα­δοχής.


Και όμως, η αναγνώριση της σημασίας του 1204, ως αφετηριακού ορόσημου για τη συγκρότηση του νέου ελληνισμού, θα αποκαθιστούσε αδιαμφισβήτητα και την ενότητα της διαχρονίας μας, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διά μέσου του Βυζαντίου, και η νεώτερη ελληνική ιστορία θα χωριζόταν σε τρεις υποπεριόδους: 1204-1453 / 1453-1821 / 1821- έως σήμερα. Θα κατέρρεε, συνεπώς, το καινοφανές –ίσως στα όρια του αστεϊσμού, αλλά κυρίαρχο στην ύστερη μεταπολίτευση– ιδεολόγημα που θέλει τη συγκρότηση του νεώτερου ελληνισμού να έχει ως αφετηρία τον «Διαφωτισμό» του 18ου αιώνα, δηλαδή να είναι πλήρως προσδεδεμένη και παράγωγη της δυτικοευρωπαϊκής εθνογένεσης, και όχι τον 12ο-13ο αιώνα, ως συνέχεια του Βυζαντίου.


Θα έπρεπε, να αλλάξει κατεύθυνση η σύγχρονη κυρίαρχη ιδεολογία –διανοουμένων και κράτους– και να στραφεί προς τη διερεύνηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας, και έχοντας αυτή ως αφετηρία να μελετηθούν οι συνάφειές της τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή. Ούτε λίγο ούτε πολύ, θα ζητούσαμε από το ελληνικό κράτος και τους οργανικούς του διανοούμενους να αποσείσουν τουλάχιστον διακοσίων χρόνων τυφλή υποταγή στο δυτικό παράδειγμα!


Ίσως η λήθη της σημασίας του 1204, που χαρακτήριζε την κυρίαρχη ιδεολογία στον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, να ήταν σε ένα βαθμό κατανοητή –δεδομένου ότι η αντιπαράθεση με την Τουρκία κατελάμβανε σχεδόν όλο τον ορίζοντα. Μετά τη μεταπολίτευση, όμως, μεταλλάσσεται σε ασύγγνωστη συστηματική παρασιώπηση, απόκρυψη και διαστρέβλωση της ιστορίας, η οποία θα επεκταθεί, σταδιακώς, από την πρώτη στη… δεύτερη «Άλωση».


Τωόντι, η παλαιότερη «διαφωτιστική» ή φιλοδυτική γενιά διανοουμένων, το παλαιό ελληνικό κράτος, είχαν θέσει ως ορόσημο της γένεσης του νεοελληνικού έθνους το 1453. Έτσι τουλάχιστον διαφύλατταν κάτι από το αντιστασιακό ήθος του, έστω και αν ήταν μονομερές και μονόπλευρο, προς την Τουρκοκρατία και μόνο, αποκρύπτοντας την αποικιοκρατική υπαγωγή τους στη Δύση.


Η νεώτερη γενιά των διανοουμένων, όμως, και το θνήσκον ελληνικό κράτος της εποχής της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», τείνει να μεταθέσει τα όρια της γένεσης του ελληνικού έθνους στη μετά το 1821 περίοδο, ως συνέπεια της συγκρότησης του «κράτους» – το έθνος καθίσταται απότοκο της κρατικής υπόστασης και όχι το αντίστροφο. Έτσι, εγκαταλείπεται πλέον κάθε αντιστασιακή διάσταση της συγκρότησης του ελληνικού έθνους, ακόμα και έναντι της τουρκικής «Ανατολής», έστω και αν συνεχίζεται, για παράδειγμα, η κατοχή της Κύπρου.


Η παρασιώπηση της δυτικής αποικιοκρατίας και του αντιστασιακού ήθους του νεώτερου ελληνισμού έχει, εν τέλει, ως έσχατη και αναγκαία συνέπεια και την υποτίμηση της οθωμανικής κυριαρχίας. Είμαστε, λοιπόν, υποχρεωμένοι να αναπλεύσουμε το ρεύμα της ιστορίας: για να αναγνωρίσουμε την ιδιοπροσωπία μας, πρέπει να ανατρέξουμε σε ένα προγενέστερο του 1453 ορόσημο, εκείνο του 1204, έστω και αν επαναλαμβάνουμε απλώς ή ανασύρουμε από τη λήθη αυτά που έχουν τονί­σει οι σημαντικότεροι ιστορικοί μας.


Οκτώ αιώνες μετά το 1204, θέτουμε και πάλι ως προϋπόθεση για την απο-αποικιοποίηση της σκέψης μας –τουλάχιστον αυτής, μια και η αποτίναξη των υλικών δεσμών είναι πολύ πιο δύσκολη– το αίτημα της αναγνώρισης μιας ταυτότητας συγκροτημένης διά της αντιστάσεως. *Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Το 1204 και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις. *Εκ του ιστοτόπου «cognoscoteam.gr» της 13.4.2018. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


29 ΜΑΙΟΥ 1453 - 29 ΜΑΙΟΥ 2024: ΚΟΙΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑΣ




«Όπως και τότε -το 1453- έτσι και σήμερα, ο λαός αποτελεί έναν ανορθόδοξο συρφετό καταναλωτικών, αδηφάγων κι απόμακρων «μονάδων», που παίζει τη τύχη του στο τζόγο, εκδικείται στη μαγεία, εκστασιάζεται στη μέθη, ικανοποιείται νυχθημερόν στη λατρεία των ανθρώπινων κρεάτων, εγκατέλειψε τους συνανθρώπους του για να οδοιπορεί μονάχος, και την εκκλησία για τον ύπνο ενός βαθέως κοιμωμένου, ως και ναρκωμένου υπανθρώπου.

Τα παιδιά γεννιούνται άθεα, η Παιδεία συμμαχεί με τον διάβολο κι οι κυβερνήσεις με τους επίδοξους φονιάδες τους, η Διοικούσα Εκκλησία «λειτουργεί» σεργιανιστικός συνοδοιπόρος του Οικουμενιστικού Φαναρίου και του Πάπα, οι αλλοεθνείς εγείρονται και οι Έλληνες μη κάνοντας παιδιά, γερνάνε και πεθαίνουν.

Ανιστόρητοι, άθεοι, απαίδευτοι, σαρκολάτρες, σοδομιστές και άφρονες, είμαστε οι κατ' εξοχήν ειδωλολάτρες ενός θελκτικού και πλουσιοπάροχου ειδώλου, που μας προτρέπει μ' έναν απαρασάλευτο σαδισμό: «Φάτε, πιείτε και γλεντάτε», όπως είναι και οι στίχοι ενός παραδοσιακού ηπειρώτικου τραγουδιού»!


του Γιώργου Δ. Δημακόπουλου, δημοσιογράφου


Οι Πατριάρχης Βαρθολομαίος και Πάπας Φραγκίσκος συμφώνησαν να συναντηθούν εκπρόσωποι των «εκκλησιών» στην Νίκαια της Βιθυνίας το 2025, με πρόσχημα τον εορτασμό των 1700 ετών από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο!... 1


Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, λίγο, μετά το Πάσχα των Καθολικών «εξανέστη» για τον μη κοινό εορτασμό της Ανάστασης!


Είπε: «Ευχόμαστε και προσπαθούμε να βρούμε σύντομα την απαραίτητη λύση, που θα επιτρέψει σε όλους τους Χριστιανούς όλου του κόσμου να εορτάσουν την πιο σημαντική εορτή της πίστης μας την ίδια ημερομηνία» τόνισε ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, όπως έγραψαν ιταλικές ιστοσελίδες και επιβεβαίωσε η «Ναυτεμπορική» από τον Μιχάλη Ψύλλο. Αλλά μήπως ήταν η πρώτη φορά που εξέφρασε τέτοια επιθυμία; Στις 11.11.2022 είχε δηλώσει:


«Αποτελεί σκάνδαλον ο χωριστός εορτασμός του μοναδικού γεγονότος της μιας Αναστάσεως του Ενός Κυρίου» τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στο μήνυμα που απηύθυνε προς όλους του μη Ορθόδοξους Χριστιανούς που γιόρτασαν το Πάσχα την Κυριακή 31 Μαρτίου. Ευχήθηκε του χρόνου (2025) ο κοινός εορτασμός να μην είναι απλώς «σύμπτωση», αλλά να αποτελέσει την απαρχή για την καθιέρωση του ενιαίου εορτασμού από τις δύο Εκκλησίες. «Είμαστε αισιόδοξοι, καθώς εκατέρωθεν υπάρχει η προς τούτο καλή θέλησις και προθυμία», τόνισε. 2


Η Ένωση διαχρονικά ήταν κοινός πόθος των Ορθοδόξων, αλλά πως; των μεν λατινοφρόνων καθεστωτικών και κοσμικών «Ορθοδόξων», με αδιάκριτη και άνευ όρων συνθηκολόγηση διακηρύσσοντας, πως κάθε Εκκλησία μπορεί να κρατήσει τα δόγματά της και τις παραδόσεις της... και των γνησίων Ορθοδόξων (των απογόνων του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού και του μαθητή του, του Πατριάρχη Γενναδίου Σχολαρίου) με μετάνοια και επιστροφή των Λατίνων στην προ του σχίσματος Εκκλησία! 3 Σήμερα, αυτόπτες και αυτήκοες μάρτυρες των συνθηκών του Σαμπεζύ (1990), του Μπαλαμάντ του Λιβάνου (1993), του Πόρτο Αλέγκρε (2006), της Ραβέννα (2007) και του Κολυμπαρίου (2016) βαδίζουμε προς τον κοινό Πασχάλιο εορτασμό του 2025!... Για να γίνει αυτό θα πρέπει ή οι αιρετικοί Φραγκολατίνοι να εορτάσουν με το νέο, πολιτικό ημερολόγιο του Φαναρίου (όσον αφορά το Πασχάλιο) ή εκ των ορθοδόξων Οικουμενιστές να εορτάσουν με το Γρηγοριανό ημερολόγιο του Πάπα ΙΓ (όσον αφορά το Πασχάλιο).


Και στις δύο περιπτώσεις, η πνευματική ασέβεια, ο ενδοτισμός ή καλύτερα η «πέμπτη φάλαγγα» μιας εορτολογικής ένωσης αιρετικών Παπικών και αιρετικών Οικουμενιστών θα οδηγήσει σε έναν εξολοκλήρου στραγγαλισμό της Διοικούσας Εκκλησίας από τα γαμψά και κοφτερά νύχια του Παπικού αντίχριστου Καθεστώτος! Ζούμε περίπου -ίσως και χειρότερα-  τις ίδιες νομοτελειακές συνθήκες της αποστασίας κλήρου και λαού κατά το μέγιστο, όπως στις αποφράδες ημέρες του 1453! Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες 4 τότε προσέφεραν ουσιαστικά την υποταγή στον Πάπα, στον Παπισμό και γενικότερα στη Δύση. Συμμαχίες, που συνεχώς υπογράφονταν, ευελπιστώντας πάντοτε στην υποστήριξη της Εσπερίας έναντι του νεοσύστατου κράτος των απογόνων των Ογούζων, Σελτζούκων και Οθωμανών.


Οι αυτοκράτορες «υπέφεραν» από ακόρεστο πλουτισμό και υπερφίαλη αλαζονεία, απομακρυσμένοι από πατερικό πνεύμα της Ορθοδοξίας, αλλά πάντοτε χειραγωγούντες αυτήν, ώστε να αποκομίζουν ποικίλα και ανώδυνα οφέλη. Ένας λαός, που χαρακτηριζόταν (η Κωνσταντινούπολη μετρούσε την άνοιξη του 1453 μόνο περί τους 50.000 ανθρώπους κατά τον Arnold Toynbee 5), από τον συρφετό, τις κλοπές, τις απάτες, τα υβρεολόγια, τον πλουτισμό, τις συκοφαντίες, τα παίγνια και ποικίλα σαρκικά αμαρτήματα. Κι αν, τότε επιχειρείτο η ένωση δύο αντιδογματικών και αντίφρονων εκκλησιών, σήμερα επιχειρείται η πλήρης ένωση όλων των Αιρετικών ψευδοεκκλησιών με τη σύσταση και θεμελίωση της Οικουμενιστικής και όχι οικουμενικής «Εκκλησίας»!


Και τι παράδειγμα προς  σκέψη και προβληματισμό!... Όταν πραγματοποιήθηκε το περίφημο πρώτο συλλείτουργο με τους φραγκο-λατίνους στον Ναό της αγίας της του Θεού Σοφίας στις 12.12.1452, πέντε μήνες -ακριβώς- μετά, η επτάλοφη Πόλις διαμελίστηκε από τα βάρβαρα κι αλλόφρονα οθωμανικά στρατεύματα του σουλτάνου Μωάμεθ Β'. Αυτό το γεγονός -από μόνο του- ως φαίνεται δεν δίδαξε τίποτα στους ένοικους του Φαναρίου 6... Αντιθέτως, τον 20ό αιώνα, διά του πρώτου «λούθηρου» της μεσοπολεμικής Εκκλησίας, του Μελετίου Μεταξάκη, άρχισε ολική επανεκκίνηση εκεί, από όπου είχε τερματίσει η παρά φύσιν φράγκικη και ορθόδοξη ερμαφρόδιτη εκκλησιαστική πολιτική...


Και κάτι δεύτερο: Μετά την σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) οριστικοποιήθηκε η Ένωση των Εκκλησιών, ο λαός, όμως, αντέδρασε και ουσιαστικά η ψευδοένωση απέκτησε τυπικά χαρακτηριστικά και απέτυχε στη πράξη. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί κάτι, για το είδος της Ένωσης: Για να καθησυχάσει τους υπηκόους του ο τότε αυτοκράτορας Ιωάννης ο Η' 7, παρήγγειλε με επιστολές του στους Πατριάρχες Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, πως η ένωση έγινε χωρίς να θιχτούν δογματικά θέματα, όπως το Σύμβολο της Πίστεως και χωρίς ν' αλλάξει κάτι στον  λειτουργικό τρόπο της Εκκλησίας, στα ήθη και στις παραδόσεις της. Μπορούσαν να συνυπάρξουν  (οι δύο Εκκλησίες) με δογματικές διαφορές, αλλά στο όνομα της κοινής Πίστης να είναι ενωμένοι... Σας θυμίζει κάτι; Αυτά ακριβώς που πρεσβεύουν οι πλανεμένοι, αλλά και λαοπλάνοι Οικουμενιστές!


Και μία έτερη σημαίνουσα και συμβολικά ενδεικτική παρένθεση: ο ανθενωτικός Γεννάδιος Σχολάριος, ο και μετέπειτα Πατριάρχης Κων/πόλεως μετά την άλωση της πόλης, είχε μαθητή του τον επίσης ανθενωτικό άγιο Ραφαήλ της Λέσβου 8, τότε γνωστός, ως ο χιλίαρχος Γεώργιος Λακαρίδης!!!  Όταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης Παλαιολόγος αποφάσισε να πάει στη Δύση για τον γνωστό διάλογο της Φεράρας - Φλωρεντίας, με εντολή των Παλαιολόγων του Δεσποτάτου του Μυστρά, ο χιλίαρχος Γεώργιος Λασκαρίδης (ο γνωστός μας Άγιος Ραφαήλ), διετάχθη να μετάσχει στην ακολουθία του αυτοκράτορα ως επιτελής (αξιωματικός) του Δημητρίου Παλαιολόγου. Εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει και να συναναστραφεί με τους ιστορικούς πρωταγωνιστές των γεγονότων: τον Πατριάρχη Ιωσήφ, τον Βησσαρίωνα, τον Ισίδωρο Κιέβου, τον Γεώργιο Σχολάριο και τον φιλόσοφο Πλήθωνα Γεμιστό, τους οποίους γνώριζε από τον Μυστρά. Επίσης, είχε την δυνατότητα να γνωρίσει και να εκτιμήσει την μεγάλη μορφή της Ορθοδοξίας, τον πρωταγωνιστή και υπέρμαχο της Πίστεως, τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό!


Στο βιβλίο του Φωτίου Λίτσα «Άγραφον - η Αποκάλυψη του Αγίου Ραφαήλ», εκδόσεις «Πολιτεία», 1994, μιλώντας ο Άγιος Ραφαήλ, αναφέρει για την Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας: «Εγώ φυσικά ήμουν στην πολιτική αντιπροσωπεία (δεν ήταν δηλαδή εκκλησιαστικό πρόσωπο ακόμα), υποστήριζα τον Αυτοκράτορα... Να πω την αλήθεια μου η ψυχή μου ήταν με τον Πλήθωνα (ήταν ο πρώην δάσκαλός του Αγίου στον Μυστρά), που παρά την πίεση του Αυτοκράτορα δεν ήθελε την Ένωση! Δίπλα του ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός της Εφέσου, ανθενωτική κολώνα, τι αξιοθαύμαστος άνθρωπος!».


Ό,τι έκαναν οι βυζαντινοί των τελευταίων χρόνων πριν την άλωση, το αυτό κάνουν και σήμερα οι κυβερνώσες συνιστώσες (κυβερνητικές και διοικητικοεκκλησιαστικές) της Εθνικής Προδοσίας με την αναγνώριση της εκκλησιαστικότητας του Παπισμού, της Ουνίας και των λοιπών Αιρέσεων ως Εκκλησίες (αναδενδράδα τις αποκαλούσε ο Αθηναγόρας), και τη συνέχεια ενός ατέρμονου, αδιέξοδου και άνευ λόγου διαλόγου της Ορθοδοξίας με τους Παπικούς! Την συνέχεια των τελευταίων πατριαρχών προ της άλωσης του 1453, Γρηγορίου Γ' Μάμμα και του Αθανασίου του Γ' συνεχίζουν οι από τον Μελέτιο Μεταξάκη και εντεύθεν Αθηναγόρας, Δημήτριος και Βαρθολομαίος.


Οι κυβερνήσεις δεμένες πισθάγκωνα στο άρμα της Δύσης (γιατί «ανήκομεν εις την Δύσην» κατά τον «Εθνάρχη»), απορροφούν όλες τις νεοφανείς και αντίθεες εκφάνσεις μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής «βαβυλώνας». Η κορωνίδα του «Δικαιωματισμού» στο σημερινό δυτικοευρωπαϊκό κυβερνητικό «πορνείο» είναι ο σωματικός και ψυχικός διαμελισμός του άφρονα Ευρωπαίου, ένας «ράβε-ξήλωνε» νεοποχικά κατασκευασμένος και συσκευασμένος άνθρωπος με αριθμητική ταυτότητα και ψηφιοποιημένο παρελθόν.


Ο λαός αποτελεί έναν ανορθόδοξο συρφετό καταναλωτικών, αδηφάγων και απόμακρων «μονάδων», που παίζει τη τύχη του στο τζόγο, εκδικείται στη μαγεία, εκστασιάζεται στη μέθη, ικανοποιείται νυχθημερόν στη λατρεία των ανθρώπινων κρεάτων, εγκατέλειψε τους συνανθρώπους του για τα ζώα και την εκκλησία για τον ύπνο ενός βαθέως κοιμωμένου, ως και ναρκωμένου υπανθρώπου. Τα παιδιά γεννιούνται άθεα, η Παιδεία συμμαχεί με τον διάβολο κι οι κυβερνήσεις με τους επίδοξους φονιάδες τους, η Διοικούσα Εκκλησία σεργιανιστικός συνοδοιπόρος του Οικουμενιστικού Φαναρίου και του Πάπα, οι αλλοεθνείς εγείρονται και οι Έλληνες μη κάνοντας παιδιά, γερνάνε και πεθαίνουν. Ανιστόρητοι, άθεοι, απαίδευτοι, σαρκολάτρες, σοδομιστές και άφρονες. είμαστε οι κατ' εξοχήν ειδωλολάτρες ενός θελκτικού και πλουσιοπάροχου ειδώλου που μας προτρέπει μ' έναν απαρασάλευτο σαδισμό:  «Φάτε, πιείτε και γλεντάτε», όπως είναι και οι στίχοι ενός παραδοσιακού ηπειρώτικου τραγουδιού!




Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός 9 στιγμάτισε τον πατριαρχικό -και όχι μόνο- ενδοεκκλησιαστικό εκλατινισμό στους άρπαγες αιρετικούς της Ρώμης, λέγοντας εμφατικά:

«Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας, έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους.
Ύστερα το εσήκωσεν ο Θεός το βασίλειον από τους Χριστιανούς και ήφερε τον Τούρκο μέσα από την Ανατολήν και του το έδωκε δια εδικόν μας καλόν…
Και τι; Άξιος ήτον ο Τούρκος να έχη βασίλειον;
Αλλά ο Θεός του το έδωκε δια το καλόν μας.
Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, οπού ήτον τόσα ρηγάτα [=βασίλεια] εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισε;
Διατί ήξευρεν ο Θεός πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την Πίστιν, και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα δώσ’ του [=χρήματα] και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι.
Και δια να μην κολασθούμεν το έδωκε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλλον να μας φυλάη»... 





Θυμίζει τα συλλείτουργα με τους φραγκολατίνους εκπεσόντες, λίγο πριν της Άλωση της Πόλης.
Η Ιστορία ξανά επαναλαμβάνεται...






Πηγές:



1. Από το διαδικτυακό «Φως Φαναρίου» της 2.2.2024 υπό τον τίτλο: 2025: 17 αιώνες από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο με εκδήλωση Πατριάρχη και Πάπα.

2«Ναυτεμπορική» 8.4.2024.

3. Σαράντου Καργάκου: Νεότερη Ελληνική Ιστορία (Τόμος 1ος), εκδόσεις «Ψυχογιός», Απρίλιος 2021.

4. Σαράντου Καργάκου: «Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως» (2ος Τόμος), εκδόσεις «Σιδέρη», Μάϊος 2017.

5. Arnold Toynbee (1889-1975). Άγγλος ιστορικός.  Έγινε γνωστός για το δωδεκάτομο έργο του Σπουδή της Ιστορίας (A Study of History, 1934–1961), στο οποίο ανέλυσε τη γένεση, ανάπτυξη, ακμή, φθορά, παρακμή και εξαφάνιση είκοσι περίπου διαφορετικών πολιτισμών, από τους αρχαίους Αιγυπτίους μέχρι το Βυζάντιο και τους πολιτισμούς της Άπω Ανατολής και του Νέου Κόσμου.


6. Σαράντου Καργάκου: Η Πολιτική Σκέψη του Παπαδιαμάντη, εκδόσεις «αρμός», Αθήνα 2013.

7Σαράντου Καργάκου: Νεότερη Ελληνική Ιστορία (Τόμος 1ος), εκδόσεις «Ψυχογιός», Απρίλιος 2021.


8. Φωτίου Λίτσα: «Άγραφον - η Αποκάλυψη του Αγίου Ραφαήλ», εκδόσεις «Πολιτεία», 1994.


9Ιωάννη Μενούνου, «Κοσμά Αιτωλού Διδαχές», εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 1999, σελ. 269-270.


Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ: 29 ΜΑΪΟΥ 1453




Μια «ΑΠΟΦΡΑΔΑ ΤΡΊΤΗ», δύο ημέρες πριν ξεψυχήσει η άνοιξη, την 29η Μαΐου 1453, ξεψύχησε και έπαψε οριστικά να χτυπά η καρδιά του Βυζαντίου: η Κωνσταντινούπολη. Στις 29 Μαΐου του έτους 1453, την αποφράδα ημέρα Τρίτη, ανήμερα της γιορτής της Αγίας Θεοδοσίας (που μαρτύρησε επί Εικονομαχίας), η Κωνσταντινούπολη, η θρυλική Βασιλεύουσα, πρωτεύουσα της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Μογγόλους αφού έκαναν περισσότερο από 200 χρόνια για να φτάσουν έως εκεί… από τα βάθη της Ασίας, τις Μογγολικές στέπες. Tα άλλοτε πανίσχυρα τριπλά τείχη της, που πάνω τους συνετρίβησαν στρατιές βαρβάρων, βαριά τραυματισμένα από τα κανόνια του σουλτάνου Μωάμεθ B’, δεν άντεξαν την τελική επίθεση του μικτού Μογγολικού στρατού. Οι κουρασμένοι και λιγοστοί υπερασπιστές της δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τις στρατιές των «απίστων», των άτακτων Βασιβουζούκων, των Σπαχήδων ιππέων πολεμιστών και του στρατού των γενιτσάρων, κι’ άλλων Μογγόλων. H κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν για τον Χάν Mωάμεθ B’ όνειρο και στόχος ζωής. Ήθελε, συνεχίζοντας την πορεία των μεγάλων Στρατηλατών της αρχαιότητας, να περάσει ο ίδιος στην ιστορία, ως πορθητής της Βασιλεύουσας. Οι ικανότητες, η στρατηγική και οι γνώσεις του επικεντρώθηκαν, από τη στιγμή που ανήλθε στην εξουσία, στην επίτευξη αυτού του σκοπού. H Bασιλίς των Πόλεων, που αντιμετώπισε περισσότερες από 20 πολιορκίες σε όλη τη διάρκεια του ιστορικού παρελθόντος της και είχε κατακτηθεί μόνο από τις στρατιές των Σταυροφόρων, τα τελευταία πριν από την Άλωση χρόνια, είχε καταντήσει φάντασμα του ίδιου του εαυτού της. Από την άλλοτε πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε απομείνει παρά μόνο η Κωνσταντινούπολη, ένα Χριστιανικό φρούριο μέσα σε έναν κλοιό από Μουσουλμανικές κατακτήσεις. Το γενεσιουργό αίτιο της Άλωσης του 1453 έχει χρονικό βάθος και εντοπίζεται στην πρώτη Άλωση (1204), όταν στην απόρθητη μέχρι τότε Πόλη «μπουκάρισαν» οι φάλαγγες της Τέταρτης Σταυροφορίας. Και μπορεί μεν η πρώτη (1204) να στάθηκε αντιστρέψιμη αφού η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε (1261), αλλά το παλαιό σθένος δεν ανακτήθηκε ποτέ. Επέστρεψαν δηλαδή οι Βυζαντινοί αλλά το Κράτος εξαρθρωμένο, σ’ όλη τη διάρκεια της Παλαιολόγιας περιόδου, βρισκόταν σε μαρασμό. Ας το πούμε πιο ωμά: ψυχορραγούσε και αδύναμο ν‘ αντιμετωπίσει την Οθωμανική σφοδρότητα, έσβησε. H δραματικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνισμού, η άλωση της Κωνσταντινούπολης, την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, αποτελεί ταυτόχρονα ένα ορόσημο για την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, αφού ουσιαστικά ολοκληρώνει με τον πιο τραγικό τρόπο την περίοδο που έμεινε γνωστή ως “Μεσαίωνας”. Το κρατικό μόρφωμα που οι Δυτικοί ιστορικοί κατά το 17ο-18ο αιώνα ονόμασαν “Βυζάντιο”, ήταν στην πραγματικότητα η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – ο νόμιμος διάδοχος της Ρώμης, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης Αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη....




Η ΠΟΛΗ ΑΛΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΚΛΑΤΙΝΙΣΘΟΥΜΕ 


ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ ΤΟΝ ΒΡΥΕΝΝΙΟΝ


ΜΙΚΡΑ ΒΑΜΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


29 ΜΑΙΟΥ 1453 - 29 ΜΑΙΟΥ 2024: ΚΟΙΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑΣ


ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453: Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ο)


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ - ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ (ΜΕΡΟΣ Β')


ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ: ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ


ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΤΟ 1453...


ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ


ΓΙΑΤΙ ΣΒΗΣΤΗΚΕ Η ΑΛΩΣΗ ΤΟΥ 1204, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΜΝΗΜΗ;


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 1ο ΜΕΡΟΣ


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 2ο ΜΕΡΟΣ


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 3ο ΜΕΡΟΣ


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 4ο ΜΕΡΟΣ (ΤΕΛΟΣ)


ΜΙΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ


Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ (1453) 4ο ΜΕΡΟΣ (ΤΕΛΟΣ)

 



Συνέχεια από το προηγούμενο...


Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ


Εκτός από τη διπλωματική δραστηριότητα, που έλαβε χώρα κατά τα έτη 1452‐1453, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης όσο το δυνατόν καλύτερα, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη χρημάτων και την ανεπάρκεια στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να επανδρώσουν τα τείχη και να ενισχύσουν τη φύλαξη της Πόλης. Η κινητοποίηση των κατοίκων αλλά και των ιθυνόντων ήταν άμεση και ιδιαίτερα επιτακτική, από τη στιγμή μάλιστα που έγιναν γνωστές οι προθέσεις του νέου σουλτάνου με την έναρξη των εργασιών για το χτίσιμο του φρουρίου, του Ρούμελη‐Χισάρ το Μάρτιο του 1452.


Όπως βεβαιώνουν και οι ιστορικοί της Άλωσης, ο Κωνσταντίνος έκανε ότι καλύτερο μπορούσε με τα λιγοστά μέσα τα οποία διέθετε και μάλιστα ο έμπιστος σύμβουλος του Σφραντζής, δηλώνει με αγανάκτηση εναντίον εκείνων, που κατηγορούσαν τον Αυτοκράτορα για αμέλεια, ότι ο Κωνσταντίνος, ό, τι μπορούσε να κάνει, το έκανε. Το μόνο που μπορούσε ακόμη να κάνει και δεν το έκανε, ήταν να εγκαταλείψει την Πόλη και να ζητήσει τη δική του σωτηρία μακριά από αυτή. Ο Αυτοκράτορας σίγουρα ήταν ανήσυχος, αλλά όχι φανερά τουλάχιστον αποθαρρυμένος.


Δεν τον κατείχε ηττοπάθεια και επειδή πίστευε, ότι με τη βοήθεια του Θεού η Κωνσταντινούπολη θα έβγαινε άλλη μια φορά αλώβητη από αυτή τη δοκιμασία, προσπαθούσε με κάθε τρόπο και το πετύχαινε, να ενθαρρύνει το λαό του, αλλά και τους αξιωματικούς του και τους ξένους, οι οποίοι προσφέρθηκαν την κρίσιμη στιγμή, να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της Πόλης. Πρώτα από όλα ασχολήθηκε με την επισκευή των τειχών. Αναφερόμενοι στα τείχη της Κωνσταντινούπολης εννοούμε ένα σύνολο οχυρωματικών έργων, τα οποία επιδιορθώθηκαν ή τροποποιήθηκαν αρκετές φορές σε διαφορετικές εποχές.


Εντούτοις, η γενική διαμόρφωση των διαφόρων τμημάτων τους παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την πτώση του Βυζαντίου και, όπως ήταν φυσικό, καθοριζόταν από την τοπογραφία του χώρου. Έτσι, είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μία πρώτη διάκριση μεταξύ των θαλάσσιων και των χερσαίων τειχών. Τα χερσαία τείχη, τα οποία εκτείνονταν από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, κτίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ το 413 μ. Χ. και ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς Θεοδοσιακά τείχη ή τείχος Θεοδοσιακόν.


Επειδή όμως τα τείχη αυτά δεν περιέκλειαν σημαντικό τμήμα της Πόλης, όπως το Επταπύργιον ή το Έβδομον, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος τον 7ο αιώνα διέταξε να κατασκευαστεί νέο τείχος το επονομαζόμενο Μονότειχος για να ασφαλίσει το παλάτι και το ναό των Βλαχερνών, ενώ μετά τη δημιουργία του νέου τείχους κατεδαφίστηκε το παλιό. Τέλος ο Αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος από το 813 μ. Χ. έως και το 820 μ. Χ. ανήγειρε νέο μικρότερο τείχος, περίπου 100 μέτρων, χωρίς να κατεδαφίσει το εσωτερικό του Ηρακλείου.


Τα θαλάσσια τείχη λόγω του ισχυρού Βυζαντινού ναυτικού και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της θάλασσας, είχαν μικρότερη σημασία. Αντίθετα, τα χερσαία τείχη, επειδή εκτείνονταν σε έδαφος που δεν προσέφερε φυσική άμυνα, απαιτούσαν σημαντική κατασκευή, πιο πολύπλοκη και φυσικά πιο ισχυρή. Όλους τους χειμερινούς μήνες, με την προτροπή και τη συμμετοχή του Αυτοκράτορα, άνδρες και γυναίκες εργάζονταν με ζήλο νύχτα και μέρα συγκεντρώνοντας όπλα και προμήθειες, καθαρίζοντας τις τάφρους και επισκευάζοντας τα τείχη, καθώς πολλά μέρη του τεράστιου εκείνου οικοδομήματος είχαν υποστεί ρωγμές και είχαν καταπέσει. Επομένως υπήρξε ζωτικής σημασίας η επισκευή των ρηγμάτων και των ετοιμόρροπων μερών των χερσαίων τειχών. Επιπλέον η εξωτερική προστατευτική τάφρος χρειάστηκε να καθαρισθή και να εκβαθυνθεί και την εργασία αυτή φαίνεται, ότι ανέλαβε ο Ενετός πλοίαρχος Aluvixe Diedo, ο επικεφαλής τριών γαλέρων μαζί με τους άνδρες του, σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro. Η εργασία αυτή ξεκίνησε στις 14 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε το Μεγάλο Σάββατο στις 31 Μαρτίου του 1453.


Ήταν το τελευταίο σαββατοκύριακο, που κυλούσε με ηρεμία για την Πόλη, καθώς τη Δευτέρα του Πάσχα θα εμφανίζονταν τα πρώτα τμήματα του Τουρκικού στρατού και θα άρχιζε η κρίσιμη και τελευταία πολιορκία. Τα χερσαία τείχη είχαν προστατεύσει την Πόλη επί μία σχεδόν χιλιετία από τις διάφορες εχθρικές επιδρομές και από τις προηγούμενες Οθωμανικές απόπειρες κατάληψης της.Τα τείχη ήταν διπλά σε όλο το μήκος τους, εκτός από το Ηράκλειο τείχος, το οποίο ήταν μονό και χωρίς τάφρο και το οποίο αποτελούσε το αδύνατο σημείο της οχύρωσης.


Στην ουσία, επρόκειτο για ένα σύνθετο οχυρωματικό έργο, αποτελούμενο από μια διπλή σειρά τειχών, χωρισμένη στο κυρίως τείχος και το προτείχισμα. Το εσωτερικό τείχος ήταν ψηλότερο, πιο παχύ και περιστοιχιζόταν από πύργους. Το εξωτερικό τείχος είχε εμφανώς μικρότερο ύψος. Το εξωτερικό τείχος ήταν περίπου τέσσερα μέτρα από το επίπεδο του προαυλίου και γύρω στα οχτώ μέτρα στην εξωτερική πλευρά λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Ο χώρος μεταξύ των δύο τειχών ονομαζόταν περίβολος. Το σύνολο συμπληρωνόταν από μία αμυντική τάφρο, στο εξωτερικό του προτειχίσματος.


Επειδή λοιπόν το Ηράκλειο τείχος ήταν πιο αδύναμο από την υπόλοιπη οχύρωση, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να ανοιχθεί μία τάφρος βάθους 2,5 μέτρων και μήκους 30 μέτρων. Τα χερσαία τείχη αποτελούσαν πάντοτε αγκάθι για τους εχθρούς της Πόλης και τους οδηγούσαν σε απόγνωση. Τώρα, στα 1453, αποτελούσαν την τελευταία ελπίδα των κατοίκων της Βασιλεύουσας. Είχαν επισκευαστεί αρκετά καλά και μπορούσαν να κρατήσουν σε απόσταση κάθε συμβατική επίθεση, όχι όμως βομβαρδισμό βαρέως πυροβολικού και ήταν ζήτημα χρόνου η εξάντληση των προμηθειών και τα αποθέματα των υπερασπιστών. Άλλωστε με την ολοκλήρωση του Ρούμελη‐Χισάρ η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν για πρώτη φορά αποκομμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη τόσο από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας είχε ζητήσει να γίνει στρατολόγηση όλων των ανδρών, που μπορούσαν να πολεμήσουν. Ο ιστορικός Σφραντζής ανέλαβε αυτό το καθήκον και κάνει λόγο για 4773 Έλληνες και περίπου 2000 ξένους ικανούς να υπερασπιστούν την Πόλη.


Για την εξεύρεση οικονομικών πόρων ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει κάτι, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί άπρεπο και ιερόσυλο για κάποιον, που σέβεται τη θρησκεία και την εκκλησία. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, για να πληρώσει τους μισθούς των στρατευμένων, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να αφαιρέσουν από τους ναούς τα ιερά σκεύη, πού ήταν αφιερωμένα στο Θεό και να τα μετατρέψουν σε νομίσματα. Συμπληρώνει όμως ο συγγραφέας, που αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός, ότι οι δύσκολοι καιροί επέβαλαν να γίνει αυτή η ενέργεια και ότι ο αυτοκράτορας είχε πρόθεση, αν σωζόταν η πόλη, να επιστρέψει όλα αυτά στο τετραπλάσιο. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος και οι άρχοντες της Πόλης, συνηθισμένοι από προηγούμενες πολιορκίες, φρόντισαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα τρόφιμα, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση μακροχρόνιας πολιορκίας.



ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


Η μορφή της περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης μπορεί να περιγραφεί ως τριγωνική. Ως βάση του τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη ενώ οι πλευρές του, που αποτελούσαν και την ακτογραμμή της πόλης, σχηματιζόταν από τα θαλάσσια τείχη. Τα χερσαία (ή Θεοδοσιανά) τείχη, που είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, εκτεινόταν από την αποβάθρα των Πηγών στην ακτή της Προποντίδας μέχρι τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο τους το μήκος ήταν διπλά, με εκείνο που έβλεπε προς την πόλη έφερε την ονομασία Έσω Τείχος και εκείνο που έβλεπε προς την πεδιάδα ονομαζόταν Έξω Τείχος. Η κύρια γραμμή άμυνας των βυζαντινών ήταν το Έσω τείχος, που είχε ύψος 12 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα, και περιλάμβανε 96 πύργους ύψους 18 ως 20 μέτρα ο καθένας. Οι πύργοι αυτοί απείχαν μεταξύ τους 55 μ. περίπου. Το Έξω Τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 μ. πλάτος και είχε επίσης 96 πύργους, που είχαν ύψος 10 μ. περίπου και ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε να βρίσκονται στο κέντρο του κενού που άφηναν ανάμεσά τους οι εσώπυργοι.


Τα τείχη απείχαν μεταξύ τους 15 έως 20 μ. ενώ ο χώρος που υπήρχε μεταξύ τους ονομαζόταν από τους βυζαντινούς «Περίβολος». Σε όλο το μήκος του Έξω Τείχους και σε απόσταση 15 έως 17μ. περίπου από αυτό υπήρχε τάφρος που το πλάτος της ήταν 19 μέχρι 21 μ. και το βάθος της περίπου 10 μ. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες. Η πρόσβαση στην πόλη από την θάλασσα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες χάρης σε ένα ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στον Βόσπορο, τους βόρειους ανέμους αλλά και μια σειρά από ξέρες και ύφαλους που υπήρχαν στην Προποντίδα. Έτσι, για την προστασία των ακτών αρκούσε μόνο μια σειρά τειχών. Το παραθαλάσσιο τείχος του Κερατίου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10μ. περίπου, 17 πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 μ. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12 ως 15 μ., διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 μ. Σχεδόν σε όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας καθίστατο πιο εύκολο.


Ως Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινούπολης είναι γνωστά τα χερσαία τείχη με τα οποία ο Θεοδόσιος Β’ τείχισε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 408 υπό την επίβλεψη του επάρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου, ενώ μετά από ένα σεισμό επισκευάστηκαν και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 447. Η ισχυρή διπλή σειρά τειχών προστάτευσε την πόλη και κατά συνέπεια την Αυτοκρατορία σε πολλές πολιορκίες διαμέσω των αιώνων, οδηγώντας στην προσωνυμία τους ως «θεοφύλακτα». Η μόνη φορά που παραβιάστηκαν από εχθρό ήταν το 1453, όταν οι Οθωμανοί, με τη χρήση ισχυρού πυροβολικού, τα διέσπασαν και κατέλαβαν την πόλη, καταλύοντας έτσι και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από την εποχή που ο επώνυμος Μεγαρέας ιδρυτής της πόλης του Βυζαντίου, ο Βύζας, έφτασε στη περιοχή το 667 π.Χ., διέκρινε τη στρατηγική σημασία της τοποθεσίας, καθώς και την ευκολία που παρείχε στην άμυνα, καθώς περικυκλωνόταν από τη θάλασσα σε τρεις πλευρές.


Συγκεκριμένα βρεχόταν από τον Κεράτιο κόλπο από το βορρά, από το Βόσπορο στα ανατολικά και από τη Θάλασσα του Μαρμαρά στο νότο ενώ επικοινωνεί με τη ξηρά από τα δυτικά προς τη Θρακική πεδιάδα. Προς την πλευρά της Θράκης λοιπόν χτίστηκε το πρώτο τείχος της πόλης. Τα τείχη του Βυζαντίου ήταν σαφώς μικρότερα των επόμενων που θα κτιστούν για την Κωνσταντινούπολη, καθώς και η ίδια η Βασιλεύουσα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Τα τείχη επεκτάθηκαν πρώτα από τον Ρωμαίο Σεπτίμιο Σεβήρο και ύστερα από τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο και τελικά πήραν την τελική τους μορφή επί Θεοδοσίου. Τα αρχικά τείχη είχαν μέγεθος 6 χιλιομέτρων. Η οχυρωματική γραμμή που έχτισε ο Θεοδόσιος Β’, 1.500 μέτρα δυτικά του Κωνσταντίνειου τείχους, ένωσε την τειχισμένη περίμετρο της περιοχής των Βλαχερνών, από το βορρά, κάθετα προς το νότο με το άκρο των θαλάσσιων τειχών που βρισκόταν στη πλευρά της Προποντίδας.


Τα χερσαία τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων και είχαν χτιστεί με σύνθετο τρόπο ως μια διπλή οχυρωματική γραμμή. Δηλαδή οι εισβολείς συναντούσαν πρώτα μια αμυντική τάφρο και ύστερα το έξω τείχος, γνωστό και ως μικρόν τείχος, ενώ εάν περνούσαν το πρώτο συναντούσαν το μεγαλύτερο έσω τείχος, γνωστό και ως μέγα τείχος ή κυρίως τείχος. Η τάφρος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21 μέτρα και απείχε από το έξω τείχος 15 με 17 μέτρα. Το έξω τείχος προστέθηκε στις επισκευές του 447 και είχε πάχος 2,5 μέτρα και ύψος 7 μέτρα χωρίς επάλξεις και 8 με 8,5 μέτρα με τις επάλξεις. Κάθε 50 μέτρα υψωνόντουσαν τετράγωνοι πύργοι ύψους περίπου 10 μέτρων ο καθένας. Κατασκευάστηκαν συνολικά 96 πύργοι. Ανάμεσα στο έξω τείχος και το έσω τείχος υπήρχε περίβολος πλάτους 15 με 20 μέτρων. Το έσω τείχος είχε πάχος 5 μέτρα και ύψος 10 μέτρα χωρίς τις επάλξεις ενώ με τις επάλξεις έφτανε τα 13 μέτρα. Ανά 60 με 70 μέτρα ορθώνονταν τετράγωνοι ή οκτάγωνοι πύργοι που έφταναν τα 19 μέτρα ύψους, συνολικά είχε 96 πύργους όπως το έξω τείχος, ενώ ανάμεσα σε δυο πύργους του έσω τείχους παρεμβάλλονταν ένας του έξω τείχους.


Κατά μήκος του χερσαίου τείχους υπήρχαν 10 πύλες, εναλλάξ μια πολιτική και μια στρατιωτική, ενώ υπήρχε και μια επίσημη για την είσοδο του αυτοκράτορα. Αυτή η πύλη ήταν η λεγόμενη Χρυσή Πύλη, η πιο περίλαμπρη από όλες, στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το οχυρό Επταπύργιο (Γιεντί Κουλέ). Οι υπόλοιπες πολιτικές πύλες ήταν οι πύλες του Αγίου Ρωμανού, του Ρηγίου ή Ρουσίου, της Σηλυβρίας (ή Ζωοδόχου Πηγής ή Μελαντιάδος), του Χαρισίου ή Πολυανδρίου, που μένανε ανοικτές όλο το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Οι στρατιωτικές πύλες οδηγούσαν μόνο στον περίβολο μεταξύ των τειχών, και ήταν αριθμημένες, από νότο προς βορρά: η Πύλη του Πρώτου ή αλλιώς Πύλη του Χριστού, η Πύλη του Δευτέρου, η Πύλη του Τρίτου, η Πύλη του Τέταρτου και η Πύλη του Πέμπτου. Επίσης υπήρχαν κάποιες μικρότερες πύλες γνωστές ως πυλίδες που χρησίμευαν στους στρατιώτες, για να ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη, στους αγγελιαφόρους ή τους μυστικούς καλεσμένους ή επισκέπτες του Αυτοκράτορα και στους μοναχούς που τις χρησιμοποιούσαν για να πηγαινοέρχονται στα μοναστήρια.


Μια από αυτές τις πυλίδες ήταν και η γνωστή, για το τραγικό της ρόλο στην άλωση της Πόλης το 1453, Κερκόπορτα ή όπως λεγόταν αλλιώς Ξυλόκερκος πόρτα. Τα τείχη στην θάλασσα ήταν μικρότερα αλλά ήταν χτισμένα ακριβώς δίπλα στη θάλασσα ώστε να μην μπορεί να αποβιβαστεί ο εχθρός εάν δοκίμαζε επίθεση από τη θάλασσα. Τα τείχη ήταν μονά σε όλο τους το μήκος, με εξαίρεση τη συνοικία του Πετρίου στον Κεράτιο. Τα τείχη είχαν πάχος 3 με 4 μέτρα ενώ το ύψος τους είχαν 10 μέτρα στον Κεράτιο κόλπο και 13 με 15 μέτρα στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Και στα παράκτια τείχη υπήρχαν πύργοι, ύψους περίπου 13 με 15 μέτρων, αλλά ορθωνόντουσαν σε ακαθόριστα διαστήματα πάνω στα τείχη. Οι πύλες του παράκτιου τείχους ήταν μικρότερες του χερσαίου τείχους και λειτουργούσαν κυρίως ως εμπορικές για τους εμπόρους και για εφοδιασμό για τα στρατεύματα μέσω της θαλάσσιας οδού. Για την ασφάλεια του Κερατίου κόλπου οι Βυζαντινοί έκλειναν το στόμιο του κόλπου με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα που εκτεινόταν μέχρι τη συνοικία του Γαλατά.



H ΘΥΕΛΛΑ ΕΡΧΕΤΑΙ


O Δούκας στο χρονικό του παραδίδει ένα περιστατικό που, ακόμη και αν δεν είναι πραγματικό, δίνει το μέτρο της φιλοδοξίας του μετέπειτα Πορθητή να κάνει δική του την Κωνσταντινούπολη. Ο μέγας Βεζίρης του Μωάμεθ, ο Τσανταρλί Χαλίλ, που δεν είχε καλές σχέσεις με τον Σουλτάνο και φοβόταν (δίκαια, όπως αποδείχτηκε μετά την άλωση της Πόλης) για τη ζωή του, κλήθηκε από τον Μωάμεθ τα μεσάνυχτα στα διαμερίσματά του. Πήγε τρέμοντας από το φόβο, κρατώντας, όπως ήταν το έθιμο, ένα πεσκέσι, ένα δώρο στον άρχοντά του, μία πιατέλα γεμάτη με χρυσά νομίσματα, για να τον εξευμενίσει. Όταν τον είδε ο Μωάμεθ, ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό και ο Χαλίλ, φοβισμένος, του είπε ότι του έφερε ένα δώρο, όπως ήταν το έθιμο. O Σουλτάνος παραμέρισε το δίσκο και φώναξε στον έντρομο Βεζίρη του: “Εγώ μόνο ένα πράγμα θέλω: δώσε μου την Κωνσταντινούπολη.” O Χαλίλ, έντρομος από το ξέσπασμα του αφέντη του, τον άκουσε να του περιγράφει τα σχέδιά του. Θα επιτίθεντο στην Πόλη το συντομότερο δυνατόν, μόλις ολοκληρώνονταν οι προετοιμασίες του. O Χαλίλ υποσχέθηκε αιώνια πίστη και αποχώρησε.


O μέγας Βεζίρης ήταν ο μοναδικός από τους ανώτερους αξιωματούχους του Σουλτανάτου που διατράνωνε σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή του στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ακριβώς η αντίθεσή του ήταν η πρόφαση για την καρατόμησή του μετά την άλωση. O Μωάμεθ, με χαρακτηριστική αποφασιστικότητα, ξεκίνησε μία σειρά κεραυνοβόλων ενεργειών για την πραγμάτωση του σχεδίου του. Eπίσης, πήρε τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου των υπουργών του, υποσχόμενος ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει δική τους η υπέρλαμπρη Πόλη. O Χαλίλ δεν τόλμησε να διαφωνήσει μπροστά στην ψυχρή αποφασιστικότητα του αφέντη του και στην ομοθυμία των Οθωμανών, που ονειρεύονταν πλούσιο πλιάτσικο και στιγμές πολεμικής δόξας. Μετά από εντατικές προετοιμασίες και αφού φρόντισε να συγκεντρώσει το τρομερό στράτευμά του, ο Μωάμεθ έσπευσε προς το Βόσπορο, έτοιμος να ξεκινήσει την πολιορκία. O Kωνσταντίνος είχε προσπαθήσει με διπλωματικές επαφές να εξασφαλίσει κάποιου είδους βοήθεια για τη δοκιμαζόμενη πόλη.


Πρεσβείες στις μεγάλες ιταλικές δυνάμεις και στα χριστιανικά βασίλεια των Βαλκανίων και της Ρωσίας εκλιπάρησαν για βοήθεια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. H Πόλη θα έπρεπε να φροντίσει με τις ίδιες τις δυνάμεις της να αποφύγει το μοιραίο. Oι Βενετικές και Γενουάτικες αποικίες της πόλης αποφάσισαν να αντισταθούν και έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα. Επτά Βενετικά πλοία με 700 Ιταλούς δραπέτευσαν από την καταδικασμένη Πόλη, αλλά οι υπόλοιποι έμειναν ως το τέλος. Σπουδαίοι άνδρες, όπως ο Γενουάτης Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο, ο οποίος έφερε 700 αρματωμένους άνδρες από τη Γένοβα, τη Xίο και τη Ρόδο, ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τη Χριστιανική Δύση σε αυτή την ύστατη μάχη. Tο σκηνικό είχε στηθεί και αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μία από τις πλέον δραματικές πολιορκίες της ιστορίας.


OΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ


Oι Οθωμανοί ήταν η ανερχόμενη δύναμη του Μεσαιωνικού κόσμου και σίγουρα η στρατιωτική οργάνωσή τους ξεπερνούσε οτιδήποτε μπορούσε να αντιπαραθέσει οποιοσδήποτε Χριστιανός ηγεμόνας της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο. Tο στράτευμα αποτελούνταν από δύο κατηγορίες: τους επίστρατους, που ήταν ο κύριος όγκος του στρατεύματος αλλά ήταν σχετικά μέτριας μαχητικής αξίας, και τον τακτικό στρατό, τους στρατιώτες του παλατιού (Καπικουλού), μεταξύ των οποίων ήταν και Γενίτσαροι (Yeni Ceri στα Τουρκικά). Aν και τα πρώτα χρόνια της επέκτασής τους οι Οθωμανοί βασίζονταν, όπως όλοι οι Τουρκομάνοι, κυρίως σε δυνάμεις άτακτων ελαφρών ιππέων και ιπποτοξοτών, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ορχάν και καθώς οι Τούρκοι αφομοίωναν σταδιακά τα διδάγματα τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δυτικής Ευρώπης με την οποία έρχονταν σε επαφή, ο στρατός τους εκσυγχρονίστηκε αποφασιστικά. Oι επιρροές των Βυζαντινών ήταν εμφανείς κυρίως στη δομή του στρατού.


Μεταξύ των επίστρατων του Μωάμεθ, η κύρια μάζα του πεζικού ήταν οι Αζάποι, χαμηλής κοινωνικής τάξης και μαχητικής ικανότητας Μουσουλμάνοι χωρικοί, οι οποίοι εντάσσονταν υποχρεωτικά στο στρατό του Σουλτάνου πριν από κάθε εκστρατεία και πολεμούσαν με τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους. Επρόκειτο για Τουρκογενείς, Κούρδους, Αραβογενείς και άλλους Ανατολίτες, που ήταν συνήθως οπλισμένοι με τόξα και μεγάλα μαχαίρια και μάχονταν χωρίς συγκεκριμένη τακτική. Oι Οθωμανοί διοικητές χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να ανοίξουν το δρόμο στα πιο επίλεκτα τμήματα που θα ακολουθούσαν και είναι χαρακτηριστικό ότι Αζάποι, μαζί με τα κατεξοχήν σώματα των ατάκτων, ήταν εκείνοι που έκαναν τις περισσότερες εφόδους στα τείχη της Κωνσταντινούπολης πριν αυτά υποστούν σοβαρά ρήγματα. Μέρος των επίστρατων ήταν και το ιππικό των Ακιντσί, κυρίως Τουρκομάνοι οι οποίοι πολεμούσαν με τις τακτικές των ιπποτοξοτών της στέπας και λίγη αξία είχαν σε συντεταγμένη μάχη, πόσο μάλλον σε πολιορκία.


Στους επίστρατους θα συντάσσαμε και τις δυνάμεις των Χριστιανών Τιμαριούχων, που ήταν υποτελείς του Σουλτάνου, οι Βοϊνιούκ όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Mεταξύ αυτών ήταν βαρύ και μέσο ιππικό, καθώς και μέσο ή βαρύ πεζικό. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν οι δυνάμεις των Οθωμανών Τιμαριούχων, που οργανώνονταν κυρίως στο ιππικό των Τοπρακλί Σουβαρισί και ήταν ιδιαίτερα μεγάλης μαχητικής αξίας και πολυάριθμες, αποτελώντας ουσιαστικά τον δεύτερο ισχυρότερο πόλο του Οθωμανικού στρατού, μετά τα στρατεύματα του παλατιού. Tα σώματα του “παλατιού”, δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιελάμβανε τον καιρό του Μωάμεθ το επίλεκτο ιππικό Καπικουλού, καθώς και το εξίσου επίλεκτο πεζικό Καπικουλού. Βασικό συστατικό στοιχείο του τελευταίου ήταν οι Γενίτσαροι, που την εποχή εκείνη ήταν κυρίως στρατολογημένοι με τη βία αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί ν’ αλλαξοπιστήσουν και είχαν εκπαιδευτεί ως υψηλής ποιότητας πεζικό παντός ρόλου. Tα χρόνια του Μωάμεθ είχαν αρχίσει να εισέρχονται οι πρώτοι Γενίτσαροι που προέρχονταν από το παιδομάζωμα, ως εκ τούτου ήταν ακόμη πιο φανατισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι.


Φυσικά, στις δυνάμεις Καπικουλού εντάσσονταν και τα επικουρικά σώματα του παλατιού, όπως οι Μποσταντσί, οι Σεγκμέν και ο Ντογκαντσί, ενώ εδώ ανήκαν οι πυροβολητές και οι υπηρέτες των πυροβόλων, που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιορκία, γνωστοί με τους τίτλους Τοπτσού και Τοπ Αραμπατζή. Υπήρχε επίσης ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατάκτων (Βαζιβουζούκων), που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε κάποια από τις παραπάνω τάξεις. Kατά πάσα πιθανότητα, οι άτακτοι, που ακολουθούσαν τους Οθωμανικούς στρατούς για το πλιάτσικο και ήταν ιδιαίτερα άγριοι στη μάχη, ξεπερνούσαν τους 20.000. Στα επόμενα χρόνια μετά την κατάκτηση ο οθωμανικός στρατός, με τη γενίκευση του παιδομαζώματος και την οργάνωση σε νέα πρότυπα, θα γινόταν ένας πραγματικά πανίσχυρος οργανισμός, προφανώς ο καλύτερος στρατός της εποχής του, πριν αρχίσει να παρακμάζει δραματικά – μαζί με ολόκληρη την Οθωμανική κοινωνία – στα μέσα του 17ου αιώνα. Tο 1453 όμως ο Μωάμεθ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει ένα εξαιρετικό στράτευμα και μάλιστα πολυπληθές.


Μόνο για την άλωση της Πόλης, ο στρατός που είχε μαζευτεί έξω από τις πύλες των τειχών ξεπερνούσε τους 100.000 μάχιμους, ενώ ακολουθούσαν πολλοί περισσότεροι υπηρέτες, εργάτες, τεχνίτες και το πλήθος που κατά κανόνα ακολουθεί τους μεγάλους στρατούς. Tι είχε να αντιπαρατάξει ο Βυζαντινός ηγεμόνας σε αυτόν τον τεράστιο στρατό; O ίδιος ο Σφραντζής ετοίμασε, κατ’ εντολή του Κωνσταντίνου, μία λίστα των κατάλληλων προς στρατιωτική υπηρεσία ανδρών. Σε αυτόν περιλαμβάνονταν 4.973 Έλληνες και περί τους 2.000 ξένοι κάτοικοι της Πόλης και εθελοντές. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ένας μικρός αριθμός προερχόμενων από έξωθεν βοήθεια, συμπεριλαμβανόμενων Eλλήνων (όπως των Kρητών τοξοτών, που ήταν τυπικά πολίτες της Eνετίας). Tο σύνολο των υπερασπιστών ήταν γύρω στις 7.500 με 8.000 μάχιμους. Oι Βυζαντινές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν ένα μικρό τμήμα Ελληνικού μέσου ιππικού, τους στρατιώτες, καθώς και τμήματα πεζικού.


Κάποιοι από τους πεζούς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, φορούσαν δυτικού τύπου πανοπλίες και είχαν ανάλογο οπλισμό, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων υπερασπιστών δεν ήταν παρά πολιτοφύλακες με φτωχό οπλισμό και ελάχιστη εκπαίδευση. Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν λίγοι βαλλιστροφόροι, οι οποίοι μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε μια στρατιωτική κολεκτίβα, στα Ιταλικά πρότυπα. Στις τάξεις των Βυζαντινών πολέμησαν και κάποιοι Ιταλοί και Ούγγροι, ίσως και Γερμανοί “πυροβολητές”, δηλαδή πρώιμοι τυφεκιοφόροι, που μάχονταν με τα άβολα και καθόλου ακριβή “κανόνια χειρός” της εποχής. O αριθμός αυτών ήταν πολύ μικρός (λίγες δεκάδες) και έπαιξαν μικρό ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας. H πλειονότητα των ξένων που συμμετείχαν στην άμυνα της Πόλης ήταν Eνετοί και Γενοβέζοι, αν και οι Γενοβέζοι του γενουατικού τομέα της Πόλης (Πέραν) διακήρυξαν ουδετερότητα – αρκετοί συμπατριώτες τους πέρασαν τον Kεράτιο και εντάχθηκαν σε στρατιωτική υπηρεσία.


Mοιάζει τραγική ειρωνεία ότι εκείνοι που έκαναν το μεγαλύτερο κακό στο Βυζάντιο ήταν οι ίδιοι που τώρα, λίγο πριν από το τέλος, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν να αποφευχθεί το μοιραίο. Μάλιστα, οι Βενετοί φέρεται να είχαν αποφασίσει να στείλουν έναν αξιόμαχο στόλο με 800 επαγγελματίες στρατιώτες, αριθμό Kρητών πολεμιστών και, φυσικά, μεγάλο αριθμό ναυτών, για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της πόλης – μία δύναμη που αν όντως είχε φθάσει, θα προσέφερε πολλά στην άμυνα, κυρίως περιστέλλοντας την καταλυτική κυριαρχία του Οθωμανικού στόλου. Ωστόσο, ο στόλος της Βενετίας καθυστέρησε δύο μήνες ν’ αναχωρήσει από τη Βενετία – η εντολή για την αναχώρηση δόθηκε μόλις στις 7 Μαΐου, όταν η πολιορκία βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή της (κάτι που δεν γνώριζαν, βεβαίως, οι Ενετοί) και όταν η Πόλη έπεφτε, ο στόλος βρισκόταν ακόμη στο Αιγαίο! Oι λόγοι αυτής της υπέρμετρης καθυστέρησης δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί. Ίσως η ηγεσία της Γαληνότατης Δημοκρατίας πίστευε ότι η Κωνσταντινούπολη, με τα πανίσχυρα τείχη της, θα κρατούσε επ’ αόριστον.


Ίσως πάλι οι καιροσκόποι Ενετοί να είχαν ακόμη κατά νου κάποιους τρόπους συνεννόησης με τους Οθωμανούς ώστε να διατηρήσουν τα εμπορικά προνόμιά τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Tέλος, στο πλευρό των Βυζαντινών πολέμησε και μία ομάδα Τούρκων. Επρόκειτο για τον πρίγκιπα Ορχάν, διεκδικητή του Οθωμανικού θρόνου, που κατοικούσε στην Πόλη μαζί με τη συνοδεία των πιστών σωματοφυλάκων του και ακολούθων, οι οποίοι προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Χριστιανών και ενάντια στους ομοδόξους τους.


ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥΣ


Η έναρξη της πολιορκίας συνέπεσε με τον εορτασμό του Πάσχα, την πρώτη Απριλίου του 1453. Οι Χριστιανοί πολλές μέρες πριν παρακαλούσαν με αγωνία, να περάσουν τη Μεγάλη Εβδομάδα με ησυχία κάτι που πραγματικά συνέβη. Η Κυριακή του Πάσχα, η πιο σπουδαία μέρα της Ορθοδόξων, γιορτάστηκε με ένα μείγμα ευσέβειας και αγωνίας. Οι καμπάνες χτυπούσαν αναστάσιμα και μόνο η Αγία Σοφία παρέμεινε άδεια και σκοτεινή. Την επομένη, Δευτέρα δύο Απριλίου εμφανίστηκε έξω από τα τείχη το πρώτο απόσπασμα του εχθρού, αποτελούμενο από Οθωμανούς καβαλάρηδες. Ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα τμήμα από αμυνόμενους, να τους αναχαιτίσει και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν μερικοί από τους εισβολείς. Καθώς κυλούσε η μέρα όμως έκαναν την εμφάνιση τους όλο και περισσότεροι Τούρκοι, για αυτό και οι αμυνόμενοι, που είχαν βγει για να απωθήσουν το πρώτο στράτευμα που είχε εμφανιστεί, υπό τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, οπισθοχώρησε και αποσύρθηκε μέσα στην Πόλη. Επιπλέον μετά από εντολή του Αυτοκράτορα και πάλι καταστράφηκαν οι όλες οι γέφυρες της τάφρου και οι πύλες κλείστηκαν.


Ένα μεγάλο φράγμα απλώθηκε στην είσοδο του λιμανιού του Κεράτιου κόλπου, που δεν ήταν άλλο από μια μεγάλη αλυσίδα στερεωμένη με το ένα άκρο στον πύργο του Ευγένιου και με το άλλο σε ένα πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Πέραν. Η Κωνσταντινούπολη οχυρώθηκε όσο το δυνατόν καλύτερα απέναντι σε ό, τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τις επόμενες μέρες ο στρατός του Σουλτάνου άρχισε μεθοδικά, οργανωμένα και με καλό προγραμματισμό να συγκεντρώνεται έξω από την Πόλη. Στις έξι Απριλίου επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι κατέλαβαν τις τελικές τους θέσεις. Ο ίδιος ο Σουλτάνος στρατοπέδευσε στο λόφο του Μάλτεπε, στο κέντρο του στρατού και απέναντι από το μέρος των τειχών που θεωρούσε το καταλληλότερο για επίθεση, σε απόσταση βολής από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στο ίδιο σημείο όπου το 1422 διεξήγαγε την πολιορκία ο πατέρας του Μουράτ, σε σημείο τέτοιο όμως, ώστε να βρίσκεται όσο ήταν δυνατό πιο κοντά στα τείχη, αλλά παράλληλα έξω από τα όρια εμβέλειας των χριστιανικών βολών με τόξα ή άλλου είδους βλητικές μηχανές.


Μπροστά και στα πλαϊνά της σκηνής του Σουλτάνου τοποθετήθηκαν οι γενίτσαροι και μπροστά από αυτούς, ακριβώς απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού. Έπειτα ανέπτυξε τα στρατεύματα του με επικεφαλής τους διοικητές, υποδεικνύοντας στον καθένα τη θέση, την οποία είχε να διαφυλάξει και να υπερασπίζεται και έδινε οδηγίες στον καθένα για το τι πρέπει να κάνει. Ο Ζαγανός Πασάς με ένα τμήμα του στρατού στάλθηκε στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου και απλώθηκε στους λόφους γύρω από το Γαλατά, απομονώνοντας το Πέραν, για να επιβλέπει κάθε κίνηση των Γενουατών. Ο Καρατζά Πασάς, αρχηγός των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, από την άλλη μεριά, ανέλαβε την αρχηγία του αριστερού κέρατος της στρατιάς των πολιορκητών. Σκοπός του ήταν να κυκλώσει και να φυλάττει όλο εκείνο το τμήμα του χερσαίου τείχους, το οποίο εκτεινόταν από την Ξυλόπορτα, έφτανε μέχρι τα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου και κατέληγε στη Χαρίσια πύλη.


Στον Ισαάκ Πασά, που ήταν διοικητής των στρατιωτικών σωμάτων από την ανατολή, και στον Μαχμούτ βεζίρη ανέθεσε την πολιορκία των τειχών, που εκτείνονταν από το Μυριάνδριο, στα δεξιά της σκηνής του Σουλτάνου και έφτανε ως τη Χρυσή πύλη, συμπεριλαμβανομένης και της παραλίας της Προποντίδας. Ο ίδιος ο Μωάμεθ, μαζί με τους δύο πασάδες Χαλήλ και Σαρατζά, ανέλαβε, όπως προαναφέρθηκε, την πολιορκία του κεντρικού τμήματος του χερσαίου τείχους, το οποίο θεωρούσε πιο αδύναμο και ευπρόσβλητο. Μαζί του είχε όλο τον προσωπικό του στρατό, τους καλύτερους πολεμιστές της αυλής του. Ολόκληρη η πεδιάδα γέμισε σκηνές και ήταν αξιοπερίεργο θέαμα για τους αμυνόμενους να παρακολουθούν πάνω από τα τείχη το πολυάριθμο αυτό σμήνος που έμοιαζε «με αμέτρητους κόκκους άμμου απλωμένους». Κανένας άλλος Οθωμανός Σουλτάνος δεν είχε ποτέ συγκεντρώσει τόσο πολυάριθμο στρατό σαν εκείνο που έφερε ο Μωάμεθ κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.


Ο στρατός του Σουλτάνου λοιπόν, που αποτελείτο από στρατεύματα των ανατολικών και δυτικών επαρχιών του Οθωμανικού κράτους, αλλά και από τα επικουρικά στρατεύματα που όφειλαν τα υποτελή Χριστιανικά κράτη να στέλνουν, υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε περίπου 150.000. Συνίστατο δε από το πεζικό, το ιππικό, το πυροβολικό και τους ελαφρά οπλισμένους (τοξότες, σφενδονιστές, ακοντιστές). Οι πολεμιστές αυτοί ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό.


Έφεραν ασπίδες μικρές και μεγάλες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και ο,τιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Εκτός όμως από τον τακτικό στρατό το κύριο σώμα του στρατού ακολουθούσε και ένας μεγάλος αριθμός σιτιστών, υπηρετών, τεχνιτών, αλλά και πλήθος ατάκτων, οι οποίοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην τριήμερη λεηλασία, που είχε υποσχεθεί από πριν ο Σουλτάνος. Η προσδοκία της ανεξέλεγκτης αυτής διαρπαγής και λεηλασίας παντός αγαθού φαίνεται ότι αποτελούσε πολύ σοβαρό κίνητρο για μεγάλη μερίδα του Τουρκικού λαού κατά τις ημέρες εκείνες. Επιπλέον είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι η εικόνα του Τουρκικού στρατού έξω από τα τείχη της Πόλης ήταν τόσο συγκεχυμένη, που ήταν αδύνατο, αν όχι ακατόρθωτο, να υπολογίσει κανείς με ακρίβεια τον αριθμό των πολεμιστών, αλλά και να τους διαχωρίσει από το πλήθος των βοηθητικών σωμάτων, που τους συνόδευαν. Οι παρατηρητές μπορούσαν να διακρίνουν από τον τρόπο της ενδυμασίας τους και από τα διαφορετικά χρώματα τα διάφορα σώματα του Τουρκικού στρατού.


Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος, με τον οποίο σχολιάζει ο Φλωρεντινός έμπορος Tetaldi, το ετερόκλητο αυτό πλήθος των πολεμιστών αναφέροντας τα εξής: «το ένα τέταρτο αυτών φορούσαν αλυσιδωτά πλέγματα ή δερμάτινους χιτώνες, πολλοί από τους άλλους ήταν οπλισμένοι όπως οι Γάλλοι, άλλοι σαν Ούγγροι και άλλοι πάλι, είχαν σιδερένια κράνη, Τουρκικά τόξα και βαλλίστρες. Οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν έφεραν εξοπλισμό, εκτός από ασπίδες και γιαταγάνια – ένα είδος Τουρκικού σπαθιού.» Τέλος κάτι άλλο που προκαλούσε έκπληξη σε όσους κοίταζαν από τα τείχη, ήταν ο πολύ μεγάλος αριθμός ζώων. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι «τα υποζύγια ήταν διπλάσια από τους ανθρώπους και ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο προνοητικοί, ώστε να έχουν μαζί τους πάμπολλες καμήλες και μουλάρια με εφόδια, όχι μόνο για τα ίδια, αλλά και για τους άνδρες και τα άλογα, καθώς και ότι ο καθένας από αυτούς προσπαθούσε να κάνει επίδειξη, έχοντας μαζί του τα καλύτερα από τα ζώα του, άλογα, μουλάρια και καμήλες .»


Το θέαμα του πλήθους αυτού των πολεμιστών, των υποζυγίων, των ατάκτων, των ιππέων, το νέφος σκόνης, που προκαλούνταν από την κίνηση τους, η κλαγγή των όπλων, ο θόρυβος, που προκαλούσε αυτή η λαοθάλασσα, η αντήχηση των σαλπίγγων, ο χτύπος των τυμπάνων, αλλά και ο θόρυβος των υποζυγίων θα πρέπει να ήταν περίεργο αλλά ταυτόχρονα και τρομακτικό θέαμα για τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και είναι πολύ δύσκολο, όπως αναφέρει ο ιστορικός G. Schlumberger, να το αναπλάσει κανείς στη φαντασία του. Συμπερασματικά, όσον αφορά τον τακτικό Τουρκικό στρατό καταλήγουμε στο εξής: Κατά την έναρξη της πολιορκίας ήταν γύρω στις 150 με 160 χιλιάδες και επομένως δεχόμαστε ότι ο ιστορικός Barbaro βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ είναι πολύ πιθανό ο αριθμός αυτός να αυξήθηκε σταδιακά φτάνοντας τις 200 χιλιάδες, καθώς η πολιορκία διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ηγεμόνες και στρατιωτικούς αρχηγούς, υποτελείς του Σουλτάνου να συγκεντρώσουν στρατό και να τον οδηγήσουν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με σκοπό να επωφεληθούν από την πιθανή άλωση της και να αποκτήσουν την εύνοια του Σουλτάνου.


Οι αμυνόμενοι από την άλλη πλευρά ήταν πολύ λιγότεροι και υποχρεούνταν να καλύψουν όλο το μήκος των χερσαίων τειχών. Για το λόγο αυτό η αμυντική δραστηριότητα περιορίστηκε στα χερσαία τείχη, εφόσον λόγω των αντίθετων θαλάσσιων ρευμάτων του στη θάλασσα του Μαρμαρά, δεν αναμενόταν σημαντική επιθετική δραστηριότητα. Αρχικά ο Αυτοκράτορας, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ζήτησε από τον πιστό του φίλο Γεώργιο Σφραντζή, να κάνει μία μυστική απογραφή των ανδρών που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν είτε έμπειροι στρατιώτες, είτε έστω ικανοί να πολεμήσουν. Μετά το πέρας της δυσάρεστης αυτής υπηρεσίας τα αριθμητικά δεδομένα υπήρξαν απογοητευτικά, καθώς υπήρχαν μονάχα 7000 στρατιώτες, από τους οποίους οι 4973 ήταν Έλληνες και 2000 περίπου ξένοι, αριθμός μηδαμινός σε σχέση με το πολυάριθμο πλήθος των Τούρκων. Από αυτούς οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήξεραν να πολεμούν και μάχονταν με ασπίδες, σπαθιά, ακόντια και τόξα περισσότερο βάσει ενστίκτου παρά ικανοτήτων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος ο Χίος.


Το λιμάνι στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου ανέλαβε να προστατεύσει ο Βενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες, ενώ παράλληλα ο κόλπος ασφαλίστηκε με μια αλυσίδα, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, από τον Βαρθολομαίο Σολίγο, έπειτα από διαταγή του Αυτοκράτορα, η οποία τοποθετήθηκε στις 2 Απριλίου και με εννιά πλοία, τα οποία παρατάχθηκαν πίσω από αυτή υπό τις διαταγές του Diedo στις 9 του ίδιου μήνα. Η αλυσίδα ήταν από τη μια μεριά σφηνωμένη στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ από την άλλη στο πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Γαλατά, στη συνοικία του Πέραν. Η άμυνα όμως των πολιορκημένων παρουσίαζε ένα σοβαρότατο μειονέκτημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από την έλλειψη εφεδρειών, ώστε να καλύπτονται τα κενά. Υπήρχε μονάχα ένας μικρός αριθμός ιππέων οι οποίοι ήταν κατά πάσα πιθανότητα υπό τις εντολές του Λουκά Νοταρά και οι οποίοι περιέτρεχαν όλο το μήκος του τείχους ελέγχοντάς το. Στις 5 Απριλίου οι αμυνόμενοι κατέλαβαν τις θέσεις που τους είχε καθορίσει ο Αυτοκράτορας.


Ο Κωνσταντίνος με τις καλύτερες δυνάμεις του τοποθετήθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι ακριβώς από το Σουλτάνο, καθώς πίστευε ότι εκεί θα ήταν το επίκεντρο των προσπαθειών των πολιορκητών, όπως πράγματι συνέβη. Ο ιστορικός Σφραντζής όμως μας παραθέτει και μία άλλη μαρτυρία σχετική με τον Αυτοκράτορα, σύμφωνα με την οποία ο Κωνσταντίνος έφιππος περιπολούσε μέρα και νύχτα τα τείχη και την πόλη, για να έχει τον πλήρη έλεγχο και να είναι γνώστης του τι συνέβαινε σε κάθε σημείο της πολιορκημένης Βασιλεύουσας. Ο Ιουστινιάνης μαζί με 700 Γενουάτες βρισκόταν στα δεξιά του Κωνσταντίνου στην πύλη του Χαρισίου. Ο Ιουστινιάνης είχε καταφθάσει από τη Γένοβα στις 26 Ιανουαρίου του 1453, με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος από ένοπλους νέους, γεμάτους πολεμικό μένος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας. Ο ίδιος ο Ιουστινιάνης ήταν άνδρας ικανότατος, γενναίος και πολύ έμπειρος σε μάχες, το ίδιο και οι άνδρες του, που ήξεραν, όπως και ο αρχηγός τους, να μάχονται σε στεριά και θάλασσα.


Όταν ο γενναίος πολέμαρχος αντιλήφθηκε, ότι οι Τούρκοι εστίαζαν τις επιθέσεις τους στο σημείο, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Αυτοκράτορα. Άλλωστε, έχοντας την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα, επενέβη πιο πριν στην άμυνα της Πόλης και εξόπλισε το χερσαίο τείχος και τις επάλξεις του με πετροβόλα μηχανήματα και άλλα μέσα. Επιπλέον διάλεγε ο ίδιος τους μαχητές και επέλεγε τις θέσεις, από όπου θα μάχονταν, καθοδηγώντας τους με ποιο τρόπο θα αντιμετώπιζαν τους επιτιθέμενους και θα υπερασπίζονταν τα τείχη. Οι υπερασπιστές εξασκήθηκαν στο χειρισμό των όπλων, καθώς όλοι εκείνοι οι απλοί πολίτες, οι μοναχοί και οι εργάτες, θα αναλάμβαναν μαζί με τους λιγοστούς στρατιώτες, την προστασία και την άμυνα της πόλης και δεν είχαν την παραμικρή γνώση, όσον αφορά τα πολεμικά και τη στρατιωτική εκπαίδευση. Ακόμη και το λιμάνι εξασφάλισε με φορτηγά και πολεμικά πλοία και εξόπλισε το θαλάσσιο τείχος, όπως ακριβώς το χερσαίο. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης με τους 700 Γενουάτες και τα δύο πλοία με τα οποία έφτασε για να συνδράμει στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια από όσες έλαβε η πολύπαθη Πόλη από την Ευρώπη.


Ο Αυτοκράτορας, επειδή είχε χαρεί με τον ερχομό του Ιουστινιάνη και επειδή αντιλήφθηκε τις στρατιωτικές ικανότητες του, τον διόρισε πρωτοστράτορα, δηλαδή γενικό αρχηγό του στρατού, αναθέτοντας του ποικίλες αρμοδιότητες στην οργάνωση της άμυνας και του υποσχέθηκε τη νήσο Λήμνο με χρυσόβουλο, αν σωζόταν η Κωνσταντινούπολη. Ο Σφραντζής αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμπατριώτες του ήταν λιγοστοί, ανέθεσε τη φύλαξη καίριων θέσεων στα τείχη και σε ξένους.


Ο Ενετός Βάιλος Ιερώνυμος Μινότο βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών. Οι Καταλανοί ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη της περιοχής του Βουκολέοντα μέχρι την περιοχή του Κοντοσκαλίου. Ο Ιάκωβος Κονταρίνι φύλαγε τα θαλάσσια τείχη μέχρι την περιοχή της Ψαμμαθίας και ο Γενουάτης Μανουήλ τη Χρυσή πύλη με τη συνοδεία 200 τοξοτών. Οι αδερφοί Παύλος και Αντώνιος Τρωίλο ανέλαβαν να προστατεύουν το Μυριάνδριο και κατάφεραν να αποκρούσουν πολλές επιθέσεις των Τούρκων. Στο Θεόφιλο Παλαιολόγο ανατέθηκε η φύλαξη της πύλης της Πηγής (Σηλυβρίας), ενώ ο Θεόδωρος Καρυστηνός μαζί με το Γερμανό Ιωάννη Γκραντ βρίσκονταν στην Καλιγαρία πύλη. Οι Γενουάτες Ιερώνυμος και Λεονάρδος βρίσκονταν στην Ξυλόπορτα, ενώ ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν επικεφαλής της φύλαξης της περιοχής του Κυνηγεσίου ως την περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του Πετρίου ως την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας. Τέλος τη φύλαξη της Ωραίας πύλης ανέλαβαν οι ναυτικοί από την Κρήτη.


Τα θαλάσσια τείχη ήταν αραιότερα επανδρωμένα. Οι άπειροι πολεμικά μοναχοί ανέλαβαν τη φύλαξη των θαλάσσιων τειχών από την πλευρά του Μαρμαρά, όπου δεν αναμενόταν σημαντική επίθεση. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν τοποθετημένος ο Ορχάν με τους Τούρκους στρατιώτες του. Κοντά στο Ιερό Παλάτι βρίσκονταν οι Καταλανοί με επικεφαλής τους τον Περέ Χούλια. Ο Ενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του λιμανιού στον Κεράτιο κόλπο. Ο Αντώνιος Διέδο είχε αναλάβει τη διοίκηση των πλοίων στο λιμάνι. Ο Δημήτριος Καντακουζηνός και ο γαμπρός του Νικηφόρος Παλαιολόγος μαζί με 700 άνδρες αποτελούσαν απόσπασμα εφεδρείας έτοιμο να παρέμβει σε όποιο σημείο της πόλης υπήρχε ανάγκη. Υπήρχαν και άλλοι πολλοί επιφανείς Βυζαντινοί, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην άμυνα της Πόλης και οι οποίοι δεν κατονομάζονται είτε προφανώς γιατί δεν είχαν καταλάβει τόσο καίριες θέσεις, είτε για να μη γίνει η αφήγηση βαρετή. Ο Barbaro, ο οποίος εστιάζει κυρίως στις θέσεις των συμπατριωτών του, αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας ανέθεσε τη φύλαξη τεσσάρων πυλών σε Βενετούς: τη Χαρσία πύλη στον Catarin Contarini, τη δεύτερη πύλη, την οποία δεν ονομάζει στον Fabruzi Corner, την τρίτη και επονομαζόμενη πύλη της Πηγής στον Nicolò Mozenigo και την τέταρτη και τελευταία, μπροστά από το παλάτι του Εβδόμου, στον Dolfin Dolfin.


Οι ευπατρίδες αυτοί της Βενετίας είχαν παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στον Αυτοκράτορα και του είχαν ζητήσει να μεριμνήσει για τη φύλαξη των τεσσάρων πυλών και ο Αυτοκράτορας τους εμπιστεύθηκε δίνοντας στον καθένα το κλειδί της πύλης, που θα είχε στη δικαιοδοσία του και όπως αναφέρει ο Barbaro, τις φύλαγαν με επιμέλεια και με την καλύτερη δυνατή φρουρά.  Πέραν όμως των διαφορετικών στοιχείων, που παρουσιάζουν οι πηγές σχετικά με τις θέσεις των αμυνομένων, γεγονός το οποίο είναι εύλογο, αν σκεφτεί κανείς, ότι γίνονταν αναπροσαρμογές στις τάξεις των πολιορκημένων, είτε για να καλυφθούν κενά στην άμυνα, είτε γιατί υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη σε κάποια σημεία, λόγω ξαφνικών επιδρομών των Τούρκων, το ουσιαστικό είναι, ότι ο Αυτοκράτορας έπρεπε να περιοριστεί στο έμψυχο δυναμικό της πόλης του, καθώς ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν περισσότεροι στρατιώτες στην Κωνσταντινούπολη.


Ούτε η Πελοπόννησος ήταν σε θέση να στείλει στρατιώτες διότι βρισκόταν σε πόλεμο με τον Τουραχάν, πόλεμο τον οποίο είχε πολύ έξυπνα διατάξει ο Μωάμεθ, για να αποκόψει κάθε απόπειρα βοήθειας από το μόνο ζωτικό κομμάτι που ακόμη ανήκε στη δικαιοδοσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Τουρκικός στόλος από την άλλη μεριά, που αποτελούνταν από 350 πλοία και άλλα μικρότερα, με αρχηγό τον ναύαρχο Μπαλτόγλου, έφτασε στις 12 Απριλίου και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο. Ο στόλος περικύκλωσε όλο το τείχος από τη μεριά της θάλασσας, από το ακρωτήριο της Χρυσής μέχρι το λιμάνι του Γαλατά. Η αποστολή του Τουρκικού στόλου ήταν να αποκλείσει την Πόλη από τη θάλασσα, ώστε να μην μπορεί να δεχτεί κανενός είδους βοήθεια, είτε αυτή ήταν στρατιωτική ενίσχυση, είτε ανεφοδιασμός με τρόφιμα ή πολεμοφόδια. Επιπλέον γινόταν προσπάθεια τα Τουρκικά πλοία να χτυπήσουν και να σπάσουν την αλυσίδα, που είχαν τοποθετήσει οι Βυζαντινοί στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου. Ήταν η πρώτη φορά στη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που η Κωνσταντινούπολη ήταν αποκλεισμένη από τη μεριά της θάλασσας και αυτό το γεγονός, όπως ήταν επόμενο, δυσχέραινε τη θέση των αμυνομένων, καθώς η έλλειψη εφοδίων και τροφίμων ήταν πρόβλημα ζωτικής σημασίας, αλλά και από άποψη άμυνας τους ανάγκαζε να απασχολούν μέρος των ήδη λιγοστών δυνάμεων τους στα θαλάσσια τείχη.



ΟΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους. Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στην Βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο Γενουατικά πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο. Έμπειρος πολεμιστής, είχε τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε ο Αυτοκράτορας την άμυνα της πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500. Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγω της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών των όπλων. Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν Βενετικά, 5 Γενοβέζικα, 3 Κρητικά, 1 από την Αγκώνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν.



Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ


Στο μέσον του 15ου αιώνα δεν υπήρχε στρατός ανά τον κόσμο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη στρατιά του Μωάμεθ. Ο Σουλτάνος είχε μία τεράστια στρατιά για να παρατάξει μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά και την ιστορική δυναμική να ενισχύει τις δυνάμεις του. Ακόμα και τα Χριστιανικά έθνη της περιοχής έσπευσαν να στείλουν δυνάμεις στον Σουλτάνο, προσβλέποντας στην εύνοια της νέας τάξης πραγμάτων. Στις 5 Απριλίου 1453 οι γενίτσαροι έστησαν τη σκηνή του Σουλτάνου απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του Λύκου. Το θέαμα που αντίκρισαν οι πολιορκημένοι ήταν επιβλητικό. Πίσω από τις κόκκινες σημαίες παρατάχθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνδρες, έτοιμοι να απαντήσουν θετικά στην πρόκληση της τριήμερης λεηλασίας που υποσχέθηκε ο Σουλτάνος, σύμφωνα με το Μουσουλμανικό εθιμικό. Πόσοι ήταν; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση, κατά πάσα πιθανότητα ο Μωάμεθ πρέπει να διέθετε 250.000 άνδρες.


Αιχμή του δόρατος ήταν οι 12.000 γενίτσαροι, το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα με εκπαιδευμένους άνδρες. Ακολουθούσαν οι 30.000 σπαχήδες, οι ιππείς, που ήταν εκπαιδευμένοι, αλλά οι συνθήκες της πολιορκίας δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη τους. Οι ιππείς του Σουλτάνου υποχρεώθηκαν να πολεμούν ως πεζικάριοι, ενώ σε ανοιχτό πεδίο μάχης διέθεταν συντριπτική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους. Ο Μωάμεθ ήταν ο πρώτος στρατηλάτης της ιστορίας που διέθετε δύναμη πυροβολικού. Είχε προσλάβει έναν Ούγγρο τεχνίτη, τον Ουρμπάν, ο οποίος δούλευε για τους Βυζαντινούς, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ο Σουλτάνος πλήρωνε καλύτερα. Ο Ουρμπάν και οι αξιωματικοί των Οθωμανών συγκρότησαν την πρώτη μοίρα πυροβολικού στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Αποτελείτο από 14 πυροβολαρχίες. Κάθε πυροβολαρχία είχε τέσσερα μεγάλα κανόνια και αρκετά μικρότερα, όλα παραταγμένα απέναντι από τα αδύναμα αρχαία τείχη της Κωνσταντινούπολης.


Απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε η μεγάλη μπομπάρδα, το τέρας που δημιούργησε ο Ουρμπάν για το Σουλτάνο. Ήταν ένα κανόνι που σκόρπισε τον τρόμο πολύ πριν εμφανιστεί έξω από τα τείχη. Η πρώτη βολή του έγινε στην Ανδριανούπολη και οι Βυζαντινοί είχαν πληροφορηθεί την ισχύ του. Η κάνη του είχε μήκος 8 μέτρα και μπορούσε να εκτοξεύσει μία πέτρα βάρους 250 κιλών σε απόσταση 1.500 μέτρων. Μέσα στα τείχη της Πόλης οι Χριστιανοί απηύθυναν κατάρες προς τον Ουρμπάν, τον εξωμότη. Ο Ούγγρος σκοτώθηκε σε ατύχημα κατά τη διάρκεια μίας βολής. Οι Βασιβουζούκοι ήταν η αναλώσιμη δύναμη του Σουλτάνου, οι άτακτοι που έτρεχαν πρώτοι στα τείχη και είχαν ως σκοπό να κουράζουν τους αμυνόμενους και να προετοιμάζουν την επίθεση των σπαχήδων. Πολλοί ήταν άοπλοι, απλώς πετούσαν πέτρες και σίδερα προς τα τείχη κατά τις απελπισμένες επιθέσεις τους. Τα πτώματα τους έμεναν στην τάφρο που είχαν ανοίξει οι Βυζαντινοί και τα χρησιμοποιούσαν οι επιτιθέμενοι ως προγεφύρωμα.


Στη θάλασσα η υπεροχή του Σουλτάνου ήταν επίσης επιβλητική και ο αποκλεισμός αποτελεσματικός, αν και ένα περιστατικό οδήγησε στον ευτελισμό του Οσμανλίδικου στόλου και στην απομάκρυνση του Καπτάν Πασά, του Βούλγαρου Μπαλτάογλου. Οι ιστορικές αναφορές δεν συμφωνούν για το μέγεθος της ναυτικής δύναμης που είχε στη διάθεση του ο Μωάμεθ. Κάποιοι κάνουν λόγο για 300 καράβια, άλλοι περιορίζουν τον αριθμό στα 145. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρχαν 15 γαλέρες και 80 φούστες. Τα υπόλοιπα ήταν παρανδαρίες και μπριγκαντίνια. Ο στόλος του Σουλτάνου έμεινε στην ιστορία για την επίδοση του… στην ξηρά. Στις 22 Απριλίου, 72 πλοία διέσχισαν την ξηρά και έπεσαν από τον Βόσπορο στα νερά του Κεράτιου. Οι άνδρες του Σουλτάνου είχαν κατασκευάσει μία δίολκο μήκους 8 χιλιομέτρων που περνούσε από τους λόφους του Πέρα και κατέληγε στον Κεράτιο. Δύο μέρες νωρίτερα τέσσερα Χριστιανικά καράβια υπό την καθοδήγηση του καπετάνιου Φλαντανελά κατάφεραν να μπουν στον Κεράτιο ντροπιάζοντας όλο τον Τουρκικό στόλο. Ο Μπαλτάογλου απομακρύνθηκε και γλίτωσε το κεφάλι του χάρη στην παρέμβαση άλλων αξιωματούχων του Σουλτάνου.


ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ


Η αφορμή για να συγκεντρώσει ο Μωάμεθ όλη του την προσοχή και όλες του τις δυνάμεις για την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δοθεί. Αυτή ήταν η φιλοδοξία του από τη στιγμή που ανέβηκε στο Σουλτανικό θρόνο και είχε φθάσει η ώρα για την πραγματοποίηση της. Στις 26 Μαρτίου του 1452 ο Σουλτάνος κατέφθασε στην Ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου με σκοπό να χτίσει ένα φρούριο , που θα του έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει τα Στενά. Πριν από μερικές δεκαετίες άλλωστε, ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε κατασκευάσει στην ανατολική ακτή το φρούριο Ανατολού Χισάρ. Ελέγχοντας τα δύο αυτά καλά εξοπλισμένα φρούρια, θα μπορούσε να αποκόψει τον ανεφοδιασμό της Πόλης, αλλά και να στερήσει τα έσοδα από τους δασμούς που επέβαλε η Κωνσταντινούπολη στα πλοία, που ανεβοκατέβαιναν στο Βόσπορο. Αυτός ήταν άλλωστε ο στόχος, να εξαντληθεί δηλαδή η Πόλη από την έλλειψη τροφίμων και χρημάτων. Το χειρότερο όμως ήταν ότι το νέο φρούριο θα γινόταν η βάση από την οποία θα κατευθυνόταν η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί μεγάλος στόλος.


Η φήμη της κατασκευής του φρουρίου είχε ήδη κυκλοφορήσει από τις αρχές του 1452, για αυτό και ο Κωνσταντίνος, που είχε κατανοήσει το σχέδιο του Σουλτάνου, έσπευσε να προσκαλέσει τους αδερφούς του στην Πελοπόννησο, να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη, για να ανανεώσουν τη συμφωνία που είχαν κάνει μεταξύ τους και να εξετάσουν από κοινού τις διαθέσεις του Σουλτάνου, αλλά και τι έπρεπε να πράξουν. Η φήμη αυτή προκάλεσε απελπισία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γιατί ήταν πλέον εμφανές, ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς την πολιορκία της Πόλης. Ο Κωνσταντίνος έστειλε επιπλέον στο Μωάμεθ πρεσβεία, για να διαμαρτυρηθεί, καθώς η περιοχή στην οποία γινόταν η κατασκευή του φρουρίου, δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του Σουλτάνου. Η απάντηση του Μωάμεθ υπήρξε αλαζονική και σκληρότατη σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα και έδειχνε ότι ο Σουλτάνος δεν είχε καμία διάθεση να υποχωρήσει γνωρίζοντας βέβαια πόσο ανίσχυροι ήταν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους Οθωμανούς του. Όταν ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε την αντίδραση και την απάντηση που έδωσε ο Μωάμεθ στους απεσταλμένους του ο Αυτοκράτορας οργίστηκε και θέλησε να κηρύξει αμέσως πόλεμο εναντίον του Σουλτάνου. Πολλοί όμως από τους κληρικούς και λαϊκούς συμβούλους του, όντας ψυχραιμότεροι κατάφεραν να τον αποτρέψουν να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Έπειτα από αυτό το γεγονός συνεχίστηκαν οι προπαρασκευές για την ανέγερση εκείνου του τόσο σημαντικού φρουρίου.


Όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας στην ιστορία του «ο Μωάμεθ όταν άρχισε ο χειμώνας (1451‐1452) έστειλε διατάγματα και διαγγέλματα σε ανατολή και δύση, σε όλες τις επαρχίες, να συγκεντρώσουν χίλιους επαγγελματίες οικοδόμους, όπως επίσης και ισάριθμους εργάτες και ασβεστάδες. Διέταξε με λίγα λόγια να προετοιμάσουν κάθε αναγκαίο υλικό για μεταφορά, ώστε την άνοιξη να είναι έτοιμοι για να κατασκευάσουν φρούριο στο Ιερό Στόμιο, πάνω από την Πόλη». Οι προετοιμασίες συνεχίζονταν αδιάκοπα και με την έναρξη της άνοιξης οι τεχνίτες κατέφθασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη και άρχισαν οι εργασίες της ανοικοδόμησης. Ο ίδιος ο Μωάμεθ κατέφθασε από την Ανδριανούπολη, με σκοπό να επιβλέπει προσωπικά το χτίσιμο του φρουρίου. Η περιοχή που ορίστηκε ως καταλληλότερη για το χτίσιμο του φρουρίου ήταν μια απότομη ακτή κάτω από το Σωσθένιο, την οποία παλαιότερα ονόμαζαν Φονέα. Οι τεχνίτες που ανέλαβαν την κατασκευή του φρουρίου και οι εργάτες που ανέλαβαν τη μεταφορά οικοδομικών υλικών, όπως πέτρες και τούβλα, ήταν κυριολεκτικά αναρίθμητοι. Ακόμη και οι άρχοντες βοηθούσαν σε αυτή τη διαδικασία. Τα υλικά τα έπαιρναν από ερείπια παλαιών ή αρχαίων ναών, οι οποίοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί κοντά. Ο Δούκας αναφέρει και ένα επεισόδιο σχετικό με αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή κάποια μέρα και ενώ οι Τούρκοι μετέφεραν κολώνες από τα ερείπια του ναού του Ταξιάρχου Μιχαήλ, μερικοί από τους κατοίκους της Πόλης θεωρώντας ασεβή την πράξη αυτή βγήκαν από τα τείχη, για να τους εμποδίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν από τους Τούρκους και να θανατωθούν.


Ο Μωάμεθ όμως, δεν έδειξε τη σκληρότητα και την αλαζονεία του σε αυτό μονάχα το περιστατικό, καθώς επέτρεπε στους άνδρες του, να λεηλατούν συστηματικά τα Ελληνικά χωριά και να σκοτώνουν τους κατοίκους, όταν αυτοί προέβαλαν αντίσταση, στην προσπάθειά τους να σώσουν τις περιουσίες και τις οικογένειες τους. Για αυτό το λόγο ο Αυτοκράτορας έσπευσε άλλη μία φορά να διαμαρτυρηθεί στο Σουλτάνο, αλλά η απάντηση του ήταν και πάλι κυνική και σκληρή. «Οι κάτοικοι των χωριών είναι υποχρεωμένοι να αφήνουν ανενόχλητους τους άνδρες του και να τους παρέχουν ό, τι τους ζητηθεί». Και ενώ ο Κωνσταντίνος είχε παρακαλέσει το Σουλτάνο να φροντίσει για την ασφάλεια των αγροτικών πληθυσμών, που ζούσαν έξω από τα τείχη, πληροφορήθηκε για τη σφαγή 40 περίπου κατοίκων των Επιβατών, από τους γενίτσαρους του Σπεντιάρ, γαμπρού του Μωάμεθ, συζύγου της αδερφής του, εξαιτίας ασήμαντης αφορμής. Και καθώς τέτοιου είδους περιστατικά με συμπλοκές Τούρκων και Χριστιανών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, ο Κωνσταντίνος έστειλε πρέσβεις στο Σουλτάνο και του ανακοίνωσε, ότι γνωρίζει τις προθέσεις του και ότι είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί την Πόλη και τους κατοίκους της μέχρι τέλους. Διέταξε ταυτόχρονα την κράτηση όλων των Τούρκων, οι οποίοι βρίσκονταν στην Πόλη. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και κάποιοι νεαροί ευνούχοι.


Αυτοί παρακάλεσαν κλαίγοντας τον Αυτοκράτορα, είτε να τους αφήσει να φύγουν, είτε να τους σκοτώσει, διότι αν επέστρεφαν στο σουλτάνου αργότερα από την προθεσμία, που τους είχε ορίσει, τους περίμενε θάνατος. Ο Κωνσταντίνος τους λυπήθηκε και τους άφησε να φύγουν. Έπειτα από τρεις ημέρες άφησε ελεύθερους και όλους τους υπόλοιπους αιχμαλώτους, ενώ ταυτόχρονα παρείχε άσυλο σε όλους τους δυστυχείς αγρότες, που ζούσαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Κατόπιν έκλεισε τις πύλες της Πόλης. Ο πόλεμος είχε και τυπικά αρχίσει. Τελικά κάτω από τη συνεχή πίεση του Σουλτάνου και το άγρυπνο βλέμμα του η κατασκευή του φρουρίου ολοκληρώθηκε σε διάστημα πέντε μόλις μηνών, στις 31 Αυγούστου του 1452. Όπως μας πληροφορεί ο Κριτόβουλος ο ίδιος ο Μωάμεθ ανέλαβε το σχεδιασμό του φρουρίου και καθόρισε την ακριβή του θέση. Αρχικά πήρε την ονομασία Πασχεσέν ή Μπογκάζ Κεσέν, που στα ελληνικά μεταφράζεται Λαιμοκοπία ή Κεφαλοκόπτης, ενώ αργότερα έμεινε γνωστό ως Ρούμελη‐Χισάρ. Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro το νεοανεγερθέν φρούριο είχε εξαιρετικές δυνατότητες, καθώς ήταν πολύ καλά οχυρωμένο και από τη στεριά αλλά και από την πλευρά της θάλασσας. Είχε αρκετά μεγάλο ύψος και πάχος περίπου τριάντα ποδών. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει επίσης, ότι είχε τρεις πύργους, τους δύο με μέτωπο προς το εσωτερικό, για να εξασφαλίζουν την άμυνα εναντίον όσων πλησίαζαν προς τη θάλασσα, ενώ ο τρίτος ήταν παραθαλάσσιος και εξαιρετικά μεγάλου μεγέθους.


Οι πύργοι είχαν μολύβδινη στέγη και το πλάτος του τείχους, που τους περιέβαλε ήταν είκοσι δύο πόδια, ενώ το πλάτος των πύργων, όπως αναφέρει και ο Δούκας, ήταν τριάντα πόδια. Στον πύργο του Χαλίλ‐πασά τοποθετήθηκαν χάλκινοι σωλήνες, που ήταν ικανοί να εξαπολύουν πέτρες βάρους μεγαλύτερου των εξακοσίων λίτρων, ενώ ο γενικός διοικητής του φρουρίου Φερούζ‐Αγάς δεν θα επέτρεπε σε κανένα πλοίο, που ακολουθούσε τη διαδρομή Ελλήσποντος ‐ Εύξεινος Πόντος και αντίστροφα, να περάσει από το στενό χωρίς πρώτα να κατεβάσει τα πανιά και να πληρώσει φόρο. Όλα τα πλοία που περνούσαν από το Βόσπορο θα έπρεπε να σταματούν εκεί και να πληρώσουν διόδια. Όποιο δεν σταματούσε θα βυθιζόταν από τα κανόνια, που είχαν τοποθετηθεί στα τείχη του φρουρίου. Οι χρονογράφοι Δούκας και Barbaro διασώζουν και ένα σχετικό περιστατικό, το οποίο αναφέρεται η βύθιση ενός Ενετικού πλοίου με κυβερνήτη κάποιον ονόματι Ρότζο από τους Τούρκους στις 26 Νοεμβρίου 1452.


Το πλοίο, το οποίο κατευθυνόταν από τον Εύξεινο πόντο προς την Κωνσταντινούπολη, φορτωμένο με κριθάρι, περνώντας από το Στενό δεν υπέστειλε τα ιστία του, με αποτέλεσμα να δεχθεί τον εκσφενδονισμό ενός τεράστιου λίθου, ο οποίος προκάλεσε τη βύθιση του. Το πλήρωμα, που αποτελούνταν από τον κυβερνήτη και τριάντα άνδρες κατόρθωσε να σωθεί και να βγει στη στεριά με μια βάρκα. Συνελήφθη όμως από τους Τούρκους και ο Μωάμεθ διέταξε να θανατωθούν. Σχετικά με τον τρόπο της θανάτωσης τους ο Δούκας αναφέρει ότι οι ναύτες αποκεφαλίστηκαν και ο κυβερνήτης ανασκολοπίστηκε, ενώ ο Barbaro παραθέτει μια άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία κάποιοι από τους άνδρες του πληρώματος σφαγιάστηκαν άγρια κομμένοι στα δύο με πριόνι. Όταν έγινε γνωστή η είδηση της σφαγής στη Βενετία, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και αλγεινή εντύπωση. Παρόλα αυτά όμως η Χριστιανική Ευρώπη δεν έκανε καμία προσπάθεια, να ξυπνήσει από το λήθαργο της και να δει κατάματα τον εχθρό, που βρισκόταν προ των πυλών και απειλούσε και τη δική της ειρήνη ευημερία.


ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΤΟΥ ΟΥΡΒΑΝΟΥ


Πολύ σημαντικό ρόλο όσον αφορά την επιτυχία της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι έπαιξε η απόκτηση, από την πλευρά των Τούρκων, μεγάλων και ισχυρών πυροβόλων ή κανονιών, με τα οποία ο Μωάμεθ κτύπησε τα τείχη της Πόλης προξενώντας πολλά ρήγματα και καταπονώντας τους πολιορκούμενους με τη συνεχή τους προσπάθεια να επισκευάσουν τις ζημιές. Ο Σουλτάνος υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός στο σημείο αυτό. Το καλοκαίρι του 1452 παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος κατασκευαστής κανονιών ονόματι Ουρβανός, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος όμως, καθώς τα οικονομικά της Πόλης ήταν πενιχρά, δεν ήταν σε θέση να πληρώσει ούτε για το φαγητό του τεχνίτη, πόσο μάλλον για τις πρώτες ύλες, που χρειαζόταν για την κατασκευή. Απελπισμένος τότε ο Ουρβανός κατέφυγε στο Σουλτάνο.


Ο Μωάμεθ τον δέχτηκε με χαρά και έσπευσε να μάθει περισσότερα για την τέχνη του και ιδιαίτερα για το αν ήταν ικανός να κατασκευάσει ένα κανόνι, που να εκτοξεύει πολύ μεγάλο λίθο, κατάλληλο για το πάχος και την αντοχή των τειχών της Πόλης. Όταν ο Ούγγρος του δήλωσε, ότι ήταν ικανός, να φτιάξει ένα κανόνι, που θα μπορούσε να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας, ο Σουλτάνος τον προσέλαβε αμέσως δίνοντας του τέσσερις φορές μεγαλύτερο μισθό από εκείνον, που αν του τον έδινε ο Κωνσταντίνος, δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ιστορικός Κριτόβουλος δεν κάνει καμία αναφορά στον Ούγγρο μηχανικό, ενώ κάνει λόγο για πολλούς κατασκευαστές που βρίσκονταν κοντά στο Σουλτάνο και επιπλέον η περιγραφή της κατασκευής και της λειτουργίας του κανονιού, την οποία παραθέτει είναι εξαιρετική. Αμέσως άρχισε η συγκέντρωση του χαλκού και ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου κανονιού, η οποία και ολοκληρώθηκε μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής ο Σουλτάνος θέλησε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, για να σιγουρευτεί, ότι ίσχυαν οι υποσχέσεις του τεχνίτη σχετικά με την απόδοση και την αξιοπιστία του καινούργιου όπλου.


Η δοκιμή σύμφωνα με το Δούκα έγινε στην Αδριανούπολη τον Ιανουάριο του 1453. Το κανόνι τοποθετήθηκε μπροστά από την πύλη της αυλής του παλατιού του Σουλτάνου και ήταν αυτό, που σύμφωνα με τον ιστορικό Runciman, βύθισε το πλοίο του Ρίτζο, το οποίο είχε προσπαθήσει να διαπλεύσει το Στενό, αγνοώντας τις διαταγές του Σουλτάνου. Ο πλοίαρχος και οι τριάντα ναύτες κατάφεραν να σωθούν με μία βάρκα. Όταν όμως βγήκαν στη στεριά, οι Τούρκοι τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν μπροστά στο σουλτάνο. Ο ίδιος ο ναύαρχος θανατώθηκε διά ανασκολοπισμού, ενώ ο Σουλτάνος κράτησε έναν νεαρό, γιο του Δομήνικου Ντι Μαΐστρι και τον έκλεισε στο σεράι του. Από τους ναύτες άλλους τους θανάτωσε με βίαιο τρόπο και άλλους τους άφησε ελεύθερους να γυρίσουν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτά συνέβησαν σύμφωνα με το Barbaro στις 26 Νοεμβρίου 1452, επομένως το πιο πιθανό είναι η βύθιση του Ενετικού πλοίου να μην προήρθε από το συγκεκριμένο κανόνι, καθώς αυτή προηγήθηκε της ολοκλήρωσης και της δοκιμής του.


Από την προηγούμενη ημέρα ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής, ώστε να μην ξαφνιαστούν από τον τρομερό θόρυβο, ούτε να αποβάλουν οι γυναίκες, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Το πρωί της επόμενης μέρας πραγματοποιήθηκε η δοκιμή, η οποία αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένη, καθώς ο κρότος ακούστηκε σε απόσταση εκατό σταδίων (που αντιστοιχεί σε περίπου είκοσι χιλιόμετρα) και ο λίθος προσγειώθηκε σε απόσταση ενός μιλίου (δηλαδή περίπου χίλια εξακόσια μέτρα), ενώ άνοιξε τρύπα βάθους μιας οργιάς (δηλαδή ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά) στο σημείο που έπεσε. Μετά την επιτυχημένη δοκιμή ο Σουλτάνος διέταξε να μεταφερθεί το κανόνι έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ δύσκολο δεδομένου των συνθηκών και των μέσων της εποχής εκείνης. Αρχές Φεβρουαρίου του 1453 άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά του νέου όπλου. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας χρειάστηκαν τριάντα άμαξες, τις οποίες έσερναν εξήντα βόδια, ενώ δίπλα από κάθε πλευρά του πυροβόλου προχωρούσαν διακόσιοι άνδρες, για να το ισορροπούν, ώστε να μη γλιστρήσει λόγω του τεράστιου όγκου και του μεγάλου βάρους του.


Ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, από την άλλη μεριά σημειώνει ότι επικεφαλής της πορείας για τη μεταφορά του κανονιού ορίστηκε ο Σαρατζά Πασάς, και διαφοροποιείται από το Δούκα, όσον αφορά τα αριθμητικά δεδομένα τα σχετικά με τον αριθμό των υποζυγίων και των ανδρών, που συνόδευαν το κανόνι. Ο Δούκας συνεχίζοντας τη διήγηση αναφέρει, ότι προπορεύονταν των αμαξών τριάντα τεχνίτες και διακόσιοι εργάτες, στους οποίους είχε ανατεθεί να εξομαλύνουν το δρόμο κατασκευάζοντας ξύλινες γέφυρες, όπου χρειάζονταν. Το ταξίδι διήρκεσε περισσότερο από δύο μήνες, μέχρις ότου να φτάσει το κανόνι σε απόσταση πέντε μιλίων από την Πόλη. Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου από όλα τα πυροβόλα του Μωάμεθ τρία ήταν τα πιο ισχυρά και μαζί με αυτά και το τεράστιο κανόνι του Ουρβανού και αυτά επιλέχθηκαν να τοποθετηθούν απέναντι από το Μεσοτείχιο, στην κοιλάδα του Λύκου, στο σημείο που θεωρούνταν το ασθενέστερο, εκεί όπου είχε στηθεί και η σκηνή του Σουλτάνου.



ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ


Όταν λοιπόν το κανόνι έφτασε στον καθορισμένο τόπο διατάχθηκε ο Καρατζιά ‐ Πασάς να έρθει εσπευσμένα ως επικεφαλής της φύλαξης του αλλά και για να μην επιτρέπει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης να βγαίνουν έξω από τα τείχη της Πόλης. Από τις αρχές Μαρτίου ο Σουλτάνος διέταξε κήρυκες και αγγελιαφόρους να μεταβούν σε όλες τις επαρχίες και να καλέσουν όλους όσους ήθελαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης.


Πλήθος μισθοφόρων συνέρρεε και είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό όλων αυτών των τυχοδιωκτών, οι οποίοι έχοντας στο μυαλό τους το κέρδος από τη λεηλασία των αμύθητων, όπως πίστευαν, θησαυρών της θεοφύλακτης Πόλης, έφταναν κατά χιλιάδες να καταταγούν στο στρατό του Σουλτάνου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του Σουλτάνου είχαν σπεύσει πολλοί Χριστιανοί υπήκοοι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος. Στα τέλη Μαρτίου οι προετοιμασίες του Σουλτάνου είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και η πομπή των απειράριθμων Τούρκων, η οποία συνόδευε το τεράστιο κανόνι, έφτασε σε απόσταση οκτώ περίπου χιλιομέτρων από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι ιππείς του Καρατζιά ‐ Πασά κατά την πορεία τους προς την Πόλη λεηλάτησαν και κατέλαβαν τις κωμοπόλεις και τις μικρότερες πόλεις της πεδιάδας της Θράκης προκαλώντας πανικό και τρόμο στον πληθυσμό.


Κάποιες από τις πόλεις που έτυχαν της καταστροφικής μανίας των του Τουρκικού στρατού ήταν ο Άγιος Στέφανος, οι Επιβάτες, η Αγχίαλος, η Βιζύη και άλλες. Εξαίρεση αποτελεί η Σηλυβρία, η οποία αντιστάθηκε σθεναρά στις επιθέσεις των Τούρκων. Στις πέντε Απριλίου το κύριο σώμα του Τουρκικού στρατού, το οποίο είχε ξεκινήσει από την Αδριανούπολη λίγες ημέρες πριν , φάνηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ έχοντας ξεκινήσει στις 23 Μαρτίου ακολουθούμενος από την προσωπική του φρουρά, 12.000 περίπου γενίτσαρους και μερικές χιλιάδες σπαχήδες εγκατέστησε την πολυτελή σκηνή και το στρατηγείο του στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου σχεδόν απέναντι από την περιώνυμη πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τα στρατεύματά του κατέλαβαν την εκτεταμένη και πολλών χιλιομέτρων γραμμή κατά μήκος του χερσαίου τείχους, η οποία ξεκινούσε από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο. Η ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης ξεκινά επομένως, σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, στις έξι Απριλίου 1453, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.


H ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ


Oι κάτοικοι της Πόλης μόλις είχαν προλάβει να γιορτάσουν το Πάσχα, όταν οι ορδές του Μωάμεθ άρχισαν να καταφτάνουν. Tα πρώτα τμήματα των προφυλακών των Οθωμανών φάνηκαν κοντά στα τείχη της πόλης στις 2 Απριλίου του 1453. Τμήματα ιππικού των Βυζαντινών έκαναν έξοδο και κατάκοψαν τους πρώτους Τουρκομάνους που αφίχθησαν, ωστόσο η ροή ανδρών ήταν σταθερή και σύντομα οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στη – σχετική – ασφάλεια των τειχών, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να παρακολουθούν το μεγάλο στράτευμα να συγκεντρώνεται σιγά-σιγά.


Oι μάχιμοι άνδρες του Τουρκικού στρατού θα πρέπει να ήταν περί τους 100.000, ωστόσο το πλήθος που συγκεντρώθηκε έξω από τις πύλες της Βασιλεύουσας ήταν τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο O Κωνσταντίνος έβλεπε με απόγνωση το πλήθος των πολιορκητών να μαυρίζει τον ορίζοντα, αλλά δεν έχανε την ψυχραιμία του. Έδωσε εντολή να τοποθετηθεί η αλυσίδα στον Κεράτιο, φράζοντας έτσι τον κόλπο και εμποδίζοντας τους Τούρκους να κερδίσουν την πολυπόθητη γι’ αυτούς καθολική θαλάσσια κυριαρχία και να αποκλείσουν την πόλη απ’ όλες τις πλευρές. Με τον τρόπο αυτό απεφεύχθη η επανάληψη του στρατηγήματος που είχαν χρησιμοποιήσει οι εισβολείς σταυροφόροι κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, όταν είχαν καταλάβει εξ εφόδου τα ασθενώς φυλασσόμενα θαλάσσια τείχη. H αλυσίδα, οι γενναίοι αλλά ολιγάριθμοι υπερασπιστές και τα επιβλητικά χερσαία τείχη ήταν τώρα τα μόνα εμπόδια ανάμεσα στην πόλη και στους εχθρούς. Tα τείχη της Κωνσταντινούπολης – με κύριο άξονα το Θεοδοσιανό τείχος – θεωρούνταν μακράν το καλύτερο δείγμα Μεσαιωνικής τοιχοποιίας.


Μέχρι τότε ήταν πρακτικώς απόρθητα, τουλάχιστον πριν από την έλευση της πυρίτιδας, όπως θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια. Απλώνονταν σε μήκος έξι χιλιομέτρων, από τον Κεράτιο στο Μαρμαρά, σε τρία επάλληλα τμήματα, με μία τάφρο να εμποδίζει τους πολιορκητές να πλησιάσουν. Απέναντι στα τυπικά Μεσαιωνικά όπλα – καταπέλτες και πετροβόλους (trebuchets) – τα τείχη δεν είχαν φόβο, αρκεί να ήταν επαρκώς επανδρωμένα. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν μια τυπική Μεσαιωνική πολιορκία. Μια νέα εποχή ανέτειλε και ο ερχομός της σηματοδοτήθηκε από το βροντώδη ήχο τεράστιων μπρούτζινων ή σιδερένιων κυλίνδρων, που εκτόξευαν ογκώδη πέτρινα βλήματα με τόση δύναμη που κανένας καταπέλτης δεν μπορούσε να πετύχει. Στα κανόνια των Τούρκων δίκαια έχει πιστωθεί το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της πολιορκίας. Γνωστά είναι τα τρία μεγάλα κανόνια που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός για τον Μωάμεθ.


Tο μεγαλύτερο από αυτά έριχνε βλήματα βάρους άνω του μισού τόνου, το δεύτερο μέχρι 360 κιλών και το τρίτο λίγο πάνω από 300. Oι Οθωμανοί όμως είχαν περισσότερα κανόνια. Σύμφωνα με τις πηγές, τα Οθωμανικά κανόνια ήταν περίπου 70, οργανωμένα σε 14 πυροβολαρχίες κατά μήκος των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Tο σφυροκόπημα από τα κανόνια άρχισε από την 6η Απριλίου, όταν το σύνολο των πυροβολαρχιών είχε παραταχθεί και το Οθωμανικό στράτευμα είχε πάρει τις θέσεις του στη γραμμή που είχαν προετοιμάσει γι’ αυτό οι πολυάριθμοι εργάτες και συνοδοί. Πριν από αυτό, ο Σουλτάνος, όπως επέβαλλε το τυπικό, έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στον Κωνσταντίνο, με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι σε μια τέτοια περίπτωση και σύμφωνα με τους νόμους των Μουσουλμάνων, δεν θα πείραζε τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης ούτε τις περιουσίες τους. Σε διαφορετική περίπτωση, συμπλήρωνε, δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο όταν θα έμπαινε στην Πόλη. Oι προτάσεις του απορρίφθηκαν από τον Αυτοκράτορα και τους πολίτες και η πολιορκία ήταν πλέον γεγονός.


Tο πρωί της 6ης Απριλίου ο Αυτοκράτορας βρέθηκε με το Λόνγκο, στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη υπεράσπισης του κεντρικού τμήματος του τείχους, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό θόρυβο των Τουρκικών κανονιών, που ξεκίνησαν αργά αλλά σταθερά να αποσαθρώνουν τα τείχη και να δημιουργούν τη μία ρωγμή μετά την άλλη. Μάλιστα, ήδη από την πρώτη ημέρα του βομβαρδισμού προκάλεσαν την κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του τείχους.


Την επομένη ο Μωάμεθ αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντιστάσεις των Χριστιανών. Συγκέντρωσε ένα σώμα ατάκτων και τους έστειλε κατά του κέντρου του τείχους. Oι υπερασπιστές, χωρίς καν να χρειαστεί να συμπτυχθούν από το εξωτερικό τείχος, τους απώθησαν εύκολα προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Mετά από αυτό, η δραστηριότητα των επιτιθέμενων περιορίστηκε και οι Bυζαντινοί αποσύρθηκαν από τον “περίβολο” στο κυρίως τείχος. O βομβαρδισμός ξανάρχισε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις 12 Απριλίου, αφού ο Μωάμεθ είχε δώσει εντολή για αναδιάταξη των πυροβολαρχιών βάσει των παρατηρήσεων από τις πρώτες βολές, και από εκεί και πέρα οι εκρήξεις των κανονιών και οι ξεροί ήχοι που έκαναν τα βλήματα πάνω στο τείχος, ήταν η καθημερινή συντροφιά των γενναίων υπερασπιστών έως την ημέρα που έπεσε η Πόλη. Ταυτόχρονα με τον από ξηράς βομβαρδισμό, οι θαλάσσιες δυνάμεις του Πορθητή έκαναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να περάσουν την αλυσίδα και να εισέλθουν στον Κεράτιο. Αλλά αποκρούονταν από τα πλοία των Βυζαντινών και των Ενετών που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση του όρμου. Oι Τούρκοι, ίσως για να δείξουν στους Βυζαντινούς τι τους περίμενε μετά το πέρας της πολιορκίας, κατέλαβαν δύο μικρά οχυρά που βρίσκονταν εκτός των τειχών και τα επάνδρωναν ολιγομελείς φρουρές των Βυζαντινών και παλούκωσαν τους επιζώντες υπερασπιστές – περί τα 70 άτομα – μπροστά στα τείχη.


O βομβαρδισμός, παρά τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Οθωμανοί πυροβολητές, συνεχιζόταν ακατάπαυστα όλη μέρα και οι υπερασπιστές ήταν απασχολημένοι με το να προσπαθούν, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να μπαλώνουν όπως – όπως τα χάσματα που εμφανίζονταν συνεχώς στα τείχη. Στις 18 Απριλίου, ο Μωάμεθ πίστεψε ότι θα μπορούσε να πάρει την Πόλη, θεωρώντας ότι η ζημιά στα τείχη ήταν ήδη σημαντική. Επέλεξε ένα συγκεκριμένο τμήμα του τείχους στο Μεσοτείχιο και εξαπέλυσε εκεί μια μεγάλη επίθεση, στην οποία δεν συμμετείχαν πλέον τμήματα Βαζιβουζούκων αλλά τακτικοί πεζοί, με τους φανατικούς Γενίτσαρους να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Mε επικεφαλής τον γενναίο Τζουστινιάνι, οι Χριστιανοί κράτησαν τη θέση τους, απωθώντας τους Τούρκους που έρχονταν κατά κύματα. H μάχη κράτησε πάνω από 4 ώρες, πάνω από 200 Tούρκοι σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν, αλλά οι Eλληνες δεν υποχώρησαν ούτε εκατοστό. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βενετό αυτόπτη μάρτυρα, Νικολό Μπαρμπάρο, ούτε ένας Έλληνας ή Ιταλός δεν σκοτώθηκε σε αυτήν την επίθεση. Mία μικρή αχτίδα φωτός για το Χριστιανικό στρατόπεδο έλαμψε όταν τρία Γενουάτικα πλοία και ένα Βυζαντινό, αψηφώντας την τεράστια Τουρκική αρμάδα, πέρασαν στον Κεράτιο φέρνοντας τρόφιμα και άλλες προμήθειες.


Στη ναυμαχία που ακολούθησε και στην οποία συμμετείχαν Βενετικά πλοία από την άμυνα της πόλης, σκοτώθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι ναύτες, ενώ τα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό και οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν για λίγο, προσβλέποντας σε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια από τον έξω κόσμο, που θα τους έδινε τη νίκη σε αυτήν τη μάχη ζωής και θανάτου. Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα μικρό φωτεινό διάλειμμα στις έξι εβδομάδες απελπιστικής βεβαιότητας ότι το τέλος ήταν κοντά. Τέλος. *Εκ του ιστολογίου «greekworldhistory.blogspot.com» της 5.1.2016. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Print Friendly and PDF
Εικόνες θέματος από A330Pilot. Από το Blogger.