ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Η ΛΑΥΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ΕΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΟΙΣ




ὀνομαστοτέρα λαύρα τῆς Παλαιστίνης, ἐξ ὅσων ἐσώθησαν, καὶ μία τῶν σπουδαιοτέρων τῆς ὅλης Ἀνατολῆς καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ ἐν γένει, ἐπὶ τῆς ὄχθης τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων, ΝΑ. τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς ἀπόστασιν τριῶν περίπου ὡρῶν ἀπ᾿ αὐτῆς, καλουμένη «ἡ Μεγάλη Λαύρα», σήμερον «Μὰρ Σαβά», ἀνήκουσα δὲ εἰς τοὺς ὀρθοδόξους. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἱδρύσεώς της ἀνάγεται εἰς τὸν χρόνον, καθ᾿ ὃν ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος, ἀποχωρισθεὶς τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς ἀπρόσιτον σπήλαιον ἐπὶ τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων.


νταῦθα, ἰδίως ἀπὸ τοῦ 484, ἤρχισαν νὰ προσέρχωνται πλεῖστοι ἀναχωρηταί, οἱ ὁποῖοι παρεκάλουν τὸν Σάββαν, ὅπως δεχθῇ αὐτοὺς ὑπὸ τὴν χειραγωγίαν του. Εἰς ἕκαστον ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, ἀρχικῶς, συναθροισθέντων, παρεχώρει κελλίον, ἀρξάμενος, συγχρόνως, τῆς ἀνεγέρσεως διαφόρων οἰκοδομῶν τῆς κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον ἱδρυθείσης Λαύρας. Πρὸς τούτοις ᾠκοδόμησε πύργον κατὰ τὰς Β. πηγὰς τοῦ χειμάῤῥου καθὼς καὶ εὐκτήριον οἶκον, εἰς τὸν ὁποῖον συνήθροιζε τοὺς ἀναχωρητὰς πρὸς τέλεσιν τῆς Θ. Λειτουργίας, ὁσάκις ἤρχετό τις ἐκεῖ τῶν ἱερωμένων. Ὅτε ὅμως ηὐξήθη ἡ κοινότης, μετέβαλε τὸ σπήλαιόν του εἰς ναόν, ὅστις ἀπεκλήθη «Θεόκτιστος», ὡς διασῴζων «ναοῦ Θεοῦ τύπωμα». Αἱ οἰκοδομαὶ ἔληξαν τὸ 486, τὰ δ᾿ ἐγκαίνια τοῦ «Θεοκτίστου» ἐτελέσθησαν τὴν 12ην Δεκεμβρίου τοῦ 491 (Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος Σάββα § 19).


Πρὸς Β. τῆς Λαύρας ὑπὸ τοῦ ἰδίου Ὁσίου Σάββα ἱδρύθη προπαιδευτικὸν κοινόβιον, τῶν ἐπιθυμούντων νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτήν. Πλησίον ἐπίσης τῆς λαύρας καὶ εἰς τὴν τοποθεσίαν Καστέλλια, ἱδρύθη ὁμώνυμον κοινόβιον διὰ τοὺς γεγηρακότας καὶ ἀνικάνους νὰ ἐργασθοῦν δι᾿ ἑαυτοὺς ἀσκητάς. Ἀκολούθως ἱδρύθη ἡ μεγάλη ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου εἰς τὴν Μονήν.


Τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Μονῆς λόγῳ τῆς θέσεώς της εἶναι ἀκανόνιστον καὶ ἀνώμαλον. Εἰς τὸ κέντρον τῆς αὐλῆς εὑρίσκεται τὸ κουβούκλιον, περιλαμβάνον τὸν τάφον τοῦ Ὁσίου, ἀριστερὰ δ᾿ αὐτοῦ εὐρύτατον ἀρχονταρίκιον. Ἀπέναντι τοῦ κουβουκλίου εὑρίσκεται ὁ Ναὸς τῆς Θεοτόκου (τοῦ Εὐαγγελισμου) καὶ πρὸς Β. τὸ σπήλαιον τοῦ Ὁσίου, τὸ ὁποῖον μετέτρεψεν εἰς ναόν, τὸν «Θεόκτιστον». Ἐνταῦθα εὑρίσκεται καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου.


κ τῶν παρεκκλησίων ἀναφέρομεν τὰ τοῦ Ἁγ. Γεωργίου καὶ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ὁ καλούμενος πύργος τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὑπερβαίνει τὰ 18 μέτρα. Πρὸς Β. τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου εὑρίσκεται ἡ τράπεζα (ἑστιατόριον τῶν πατέρων), ἔτι δὲ βορειότερον τὸ παρεκκλήσιον Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐκτὸς καὶ πέριξ τῆς λαύρας εὑρίσκονται: Τὸ ἁγίασμα-κελλίον τοῦ Ὁσίου Σάββα, τὰ κελλία τῶν Ἁγίων Ξενοφῶντος, καὶ τῶν υἱῶν αὑτοῦ Ἰωάννου καὶ Ἀρκαδίου, τὸ σπήλαιον Ἰωάννου τοῦ Ἡσυχαστοῦ καὶ τὸ τῆς Ὁσίας Σοφίας, μητρὸς τοῦ Σάββα.


ἱστορία τῆς λαύρας ἄρχεται μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ ἱδρυτοῦ της, δικαίως δὲ ἐλέχθη ὅτι εἶναι αὕτη αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, καθόσον ὄχι μόνον ἀσκητικὸν κέντρον ἀνεδείχθη, ἀλλὰ καὶ μητρόπολις τῶν ἄλλων Μονῶν, διδάσκαλος τοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας, θεολογικὸν καὶ δογματικὸν κέντρον, τροφὸς (σχολὴ) ποιητῶν καὶ μελῳδῶν καὶ προστάτις ἀγωνισθεῖσα κατὰ βαρβάρων καὶ ἐπιδρομέων. Μεσοῦντος ἤδη τοῦ ΣΤ´ αἰῶνος ἐσημειώθησαν αἱ ὠριγενιστικαὶ ἔριδες, αἱ ὁποῖαι ἐδίχασαν τοὺς μοναχοὺς τῆς λαύρας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἱδρυθῇ ἡ Νέα τοιαύτη μὲ τροφίμους ἅπαντας ὠριγενιστάς.


Οὗτοι μετ᾿ ἄλλων, 40 περίπου τὸν ἀριθμόν, ἐκ τῆς Μεγάλης λαύρας, καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν Νόννου καὶ Λεοντίου, ὥρμησαν κατ᾿ αὐτῆς σκοποῦντες νὰ τὴν καταστρέψουν. Τοῦτο βεβαίως οὐδέποτε ἐγένετο, ὁ δὲ Νόννος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν βάσιν του, τὴν Νέαν λαύραν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο ὅτι ἐξεδιώχθησαν ἅπαντες οἱ Νεολαυρίται ὠριγενισταὶ καὶ ἀντικατεστάθησαν ἐξ 120 ὀρθοδόξων μοναχῶν. Κατὰ τοὺς χρόνους τούτους τῶν ἐρίδων ἔλαμψεν εἰς τὴν λαύραν ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής, ὅστις ἀνεδείχθη εἷς τῶν διαπρεπεστέρων μοναχῶν αὐτῆς.


Καίτοι ἦτο, ὅτε ἐγκατεβίωσεν εἰς τὴν λαύραν, ἐπίσκοπος Κολωνίας τῆς Ἀρμενίας, οὐδέποτε ἀπεκάλυψε τὸν ἱερατικόν του βαθμόν, εἰ μὴ μόνον εἰς τὸν πατριάρχην Ἠλίαν, εἰς τὸν ὁποῖον προσήγαγεν αὐτὸν ὁ Ὅσιος Σάββας διὰ νὰ χειροτονήσῃ πρεσβύτερον. Ἔγκλειστον εἰς τὴν λαύραν ἐγνώρισεν αὐτὸν ὁ βιογράφος του Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης καὶ ὡς τοιοῦτος ἐκοιμήθη, τὸ πιθανώτερον, κατὰ τὸ 559. Ἐκ τῆς λαύρας ἐπίσης ταύτης διῆλθε τὴν μετὰ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν του περίοδον ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, ἔνθα κυρίως πρέπει νὰ ἔλαβε τὴν θύραθεν γραμματικὴν καὶ φιλόσοφον παιδείαν, ὡς καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξιν ἐν γένει (μουσικήν, θεολογικήν, λειτουργικήν). Ἐνταῦθα ἐκάρη μοναχὸς ἀναλαβὼν συγχρόνως καὶ τὸ ἔργον τοῦ πατριαρχικοῦ νοταρίου ἐπὶ πατριάρχου Θεοδώρου.


Μέγα γεγονὸς διὰ τὴν μονὴν ἀποτελεῖ ἡ εἰς αὐτὴν ἐγκαταβίωσις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Κοσμᾶ καὶ τοῦ ἀνεψιοῦ του Στεφάνου. Δυσχερῶς εὑρέθη γέρων δι᾿ αὐτόν, λόγῳ τῆς μεγάλης παιδείας του ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ τοῦ ἀξιώματός του ἀφ᾿ ἑτέρου. Ὅτε δὲ ἔψαλλε τὸ κατὰ παράκλησιν φίλου του ὑπ᾿ αὐτοῦ συνταχθέντος, «πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον», ἐξεβλήθη τοῦ κελλίου του, διότι παρέβη τὸν κανόνα τῆς σιωπῆς, τοῦ ἐπετράπη δὲ ν᾿ ἀσχολῆται μὲ τὴν συγγραφήν, μόνον ἀφοῦ ἐξετέλεσεν ἐπιβληθὲν αὐτῷ ἐπιτίμιον, ὅπερ συνίστατο εἰς τὸν καθαρισμὸν ἁπάσης τῆς μονῆς.


Δυστυχῶς εἶναι ἐλλιπεῖς αἱ εἰδήσεις περὶ τῆς ἐν τῇ μονῇ διαμονῆς τοῦ Ἰωάννου. Μετ᾿ αὐτοῦ ἔμεινεν ἐπὶ δεκαετίαν ὁ Κοσμᾶς, συνεργαζόμενος -καὶ ἁμιλλώμενος- εἰς τὴν σύνθεσιν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων. Ἀμφότεροι πάντως κατέλαβον τὴν διαπρεπεστέραν θέσιν εἰς τὴν ἱεροσολυμιτικὴν ὑμνογραφικὴν φιλολογίαν ὡς οἱ ἀξιολογώτατοι ἀντιπρόσωποι τῆς ποιήσεως κανόνων. Ἀμφότεροι, δέον νὰ λεχθῇ, ἐμόρφωσαν ἰδίαν σχολὴν μελῳδῶν, ὑμνογράφων καὶ ποιητῶν Κανόνων ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἀνεδίφησεν ὁ Δαμασκηνὸς ὅλην τὴν ἀρχαίαν φιλοσοφίαν καὶ θεολογίαν, συλλαβὼν τὸ μέγα βούλευμα τῆς συστηματοποιήσεως εἰς ἓν ὅλον τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκοιμήθη αὐτόθι, καθὼς οἱ πλεῖστοι δέχονται, κατὰ τὸ 749.


Περὶ τὰ τέλη τοῦ Η´ αἰῶνος λῃστρικαὶ ἐπιδρομαὶ μαίνονται εἰς τὴν περιοχήν, μὲ ἀπώτερον σκοπὸν τὴν κατάληψιν τῆς λαύρας. Εἰς ἐπίθεσιν κατ᾿ αὐτῆς τοῦ 796 ὑπὲρ τριάκοντα μοναχοὶ ἐτραυματίσθησαν, ἄλλοι θανασίμως καὶ ἄλλοι ἐπιπολαίως. Ὁ ἁγιοσαββαΐτης Στέφανος, αὐτόπτης μάρτυς τῆς τρομερᾶς ἐπιθέσεως καὶ ἐπακολουθησάσης σφαγῆς τῶν μοναχῶν, συνέταξε τὴν ἀφήγησιν (Ἀθ. Παπαδοπούλου Κεραμέως, Συλλογὴ Παλαιστ. καὶ Συρ. Ἁγιολογίας, Α´, σ. 1-41. Acta SS, Μάρτιος III, σ. 166-168).


πὸ τοῦ Θ´ μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ IB´ αἰῶνος δὲν ἔχομεν πολλὰς πληροφορίας περὶ τῆς λαύρας. Βεβαίως καθ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνας δὲν ἔλειψαν αἱ ἐπιδρομαί, εἴτε βαρβαρικαὶ εἴτε λῃστρικαί, μὲ ἀναλόγους ἑκάστοτε ἐπιδιώξεις. Διὰ τὸν λόγον τοῦτον πολλάκις ἡ Μονὴ παρέμενε κενὴ προσωπικοῦ, τὸ ὁποῖον βεβαίως ἐπανήρχετο ἅμα τῷ πέρατι τοῦ κινδύνου. Πλὴν ὅμως, ἡ φιλολογικὴ δρᾶσις δὲν ἐσβέσθη ὡς πιστοποιεῖται ἐκ τῶν σῳζομένων, ἐν αὐτῇ γραφέντων, χειρογράφων. Ἄλλωστε καὶ ὁ θησαυρὸς τούτων δὲν ἐπέτρεπε πνευματικὴν νάρκην, ἥτις ἐλθοῦσα συνεπέφερε καὶ τὴν παρακμὴν τῆς Μονῆς. Ὁ πνευματικὸς βίος ἐν αὐτῇ ἐσβέσθη σχεδὸν κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα.


Εἰδικὸς λόγος πρέπει νὰ γίνῃ περὶ τῆς ἐν τῇ Μονῇ ἀναπτυχθείσης τάξεως τῶν ἀντιγραφέων ἢ καλλιγράφων, ἥτις ἤρχισεν ἐμφανιζομένη ἤδη ἀπὸ τοῦ δευτέρου τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόχου του Γελασίου. Εἰς ταύτην ὀφείλεται ἡ διάσωσις πλείστων θύραθεν συγγραφέων τῆς ἀρχαιότητος. Αἱ ὑπηρεσίαι τῆς Μονῆς εἰς τὸν τομέα τοῦτον τυγχάνουν πράγματι ἀνυπολόγιστοι. Ἐν τῇ Λαύρᾳ ὑπῆρχον δύο βιβλιοθῆκαι, ἐξ ὧν ἡ μία εἰς τὸν ναὸν τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ ἑτέρα εἰς τὸν πύργον τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὴν ὁποίαν κατήρτισεν, ὁ ἀνακαινίσας καὶ τὴν Μονὴν ὁλόκληρον πατριάρχης Δοσίθεος (1669-1709). Εἰς αὐτὴν ὑπῆρχεν ἄλλωστε ἱκανὸς ἀριθμὸς πολυτίμων χειρογράφων, τὰ ὁποῖα ὅμως μετεφέρθησαν, κατόπιν διαταγῆς τῆς τότε ἀρχῆς, εἰς τὴν βιβλιοθήκην τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ καὶ ἀργότερον ἐπανεκομίσθησαν εἰς τὴν κεντρικὴν βιβλιοθήκην τῆς Μονῆς.


Τὸ 1450 οἱ Ἕλληνες μοναχοί, ὑφιστάμενοι τὰ πάνδεινα ὑπὸ τῶν Μαμελούκων, ἠναγκάσθησαν νὰ ἐγκαταλείψουν παντελῶς ἔρημον τὴν λαύραν, ἀλλ᾿ εὐτυχῶς εὑρέθησαν προστάται αὐτῶν οἱ Ἴβηρες (Α. Ehrhard, Das griechischa Kloster Mar Saba in Palastina, ἐν Romishe Quartalschrift, 1892, σ. 37). Τὸ 1437 δι᾿ ἐγκυκλίου του ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γερμανὸς ἀπηύθυνεν ἔκκλησιν βοηθείας ὑπὲρ τῆς Μονῆς (κῶδιξ ἱεροσολυμιτικῆς βιβλιοθήκης 370, φ. 478-9).


Τὸ 1457 εὑρίσκοντο εἰς τὴν Μονὴν περὶ τοὺς 50 Ἕλληνες μοναχοὶ μετά τινων Σέρβων, τῶν ὁποίων κυρίως ἕδρα ἦτο ἡ εἰς Ἱερουσαλὴμ Μονὴ τῶν Ἀρχαγγέλων (Α. Ehrhard, ἔνθ. ἀν., σ. 37), ἐν ᾗ ἐγκατεστάθησαν ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρχῶν του ΙΔ´ αἰῶνος κατόπιν εἰδικῆς συμφωνίας μετὰ τοῦ τότε πατριάρχου Ἱεροσολύμων. Βραδύτερον ἐγκατεστάθησαν καὶ εἰς τὴν λαύραν τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀναλαβόντες, ὡς φαίνεται, ἀρχὰς τοῦ ΙΣΤ´ αἰῶνος καὶ τὴν διοίκησιν τῆς Μονῆς. Ἡ πτῶσις ὅμως τοῦ σερβικοῦ βασιλείου (1479) ἀπετέλεσε τὸ προοίμιον τῆς παρακμῆς τοῦ σερβικοῦ στοιχείου ἐν Παλαιστίνῃ.


ρχὲς τοῦ ΙΖ´ αἰῶνος οἱ Σέρβοι οὗτοι ἔκτισαν ἔξωθεν τῆς μονῆς πύργον, εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ ὁποίου ἄλλοι μὲν διεῖδον προσπάθειαν ὑπερασπίσεως τῆς λαύρας, ἐξ ἐπιθέσεων Ἀράβων, ἄλλοι δὲ σκόπιμον ἐνέργειαν πρὸς διατήρησιν προνομίων ἐν αὐτῇ, καθόσον ἐχωρίζοντο μὲν τῶν Ἑλλήνων συναδέλφων των, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀρνηθοῦν ὅπως ἔρχωνται εἰς τὴν λαύραν, καθὸ διατελοῦντες ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων, δὲν ἐγκατέλειπον ὅμως καὶ τὴν λαύραν. Εἰς τὴν Μονὴν πάντως ἐπεκράτησαν οἱ Ἕλληνες, μάλιστα μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τῶν Σέρβων, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας των νὰ ἀποπληρώσουν τὰ δημιουργηθέντα ὑπ᾿ αὐτῶν χρέη, τὰ ὁποῖα καὶ ἀπῄτησεν ὁ πατριάρχης Θεοφάνης.


Τὸ 1683 ὁ πατριάρχης Δοσίθεος ἐπεδόθη εἰς γενικὰς ἐπισκευὰς τῆς Μονῆς. Αὗται ἤρχισαν παρουσίᾳ κυβερνητικοῦ ὑπαλλήλου καὶ διήρκεσαν ἐπὶ πεντάμηνον (Ἰούλιος-Νοέμβριος), ἀπῃτήθη δὲ δαπάνη μεγάλου ὕψους. Κατὰ μίαν μαρτυρίαν, εἰς τὴν Μονὴν ἔμεινε «μόνη ἡ ἐκκλησία... καὶ ἦσαν ἐκεῖ τὰ πρόβατα καὶ οἱ τράγοι τῶν Ἀράβων, οἵτινες ἔβαλλον ἔσω τῆς ἐκκλησίας τοὺς καρποὺς καὶ τοὺς βόας αὐτῶν καὶ εἰσήρχοντο αἱ γυναῖκες αὐτῶν εἰς τὸ μοναστήριον καὶ κατεπάτουν αὐτό». Κατεσκευάσθη ὁ ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Ναοῦ τοῖχος μέχρι τοῦ ἀσκητηρίου αὐτοῦ, ἐπεδιωρθώθη τὸ κουβούκλιον, ἐπλακοστρώθη ἡ πέριξ τοῦ ναοῦ αὐλή, ᾠκοδομήθη ὁ πύργος τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ κεντρικὸς Ναὸς τῆς λαύρας κ.ἄ.


Σοβαρὰς ζημίας ὑπέστη ἡ λαύρα καὶ ἕνεκα τοῦ κατὰ τὸ 1834 ἐπισυμβάντος σεισμοῦ. Ταύτας ἀνέλαβον νὰ ἐπιδιορθώσουν πολλοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μητροπολίτης Πέτρος Μισαήλ. Αἱ ἐπισκευαὶ εἶχον γενικώτερον χαρακτῆρα καὶ ἔληξαν ἀρχὰς τοῦ 1835. Ἐν συνεχείᾳ καὶ καθ᾿ ὅλον τὸν ΙΘ´ αἰῶνα ἡ μέριμνα διὰ τὴν εὐπρέπειαν τῆς Μονῆς δὲν ἔπαυσεν. Ἐσχάτως πρὸς Δ. τῆς Μονῆς, ἄνωθεν τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀνηγέρθη ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Βενεδίκτου Α´ περικαλλὲς ναΰδριον πρὸς τιμὴν τῶν Ἀρχαγγέλων.


Τὸ σημαντικώτερον ὅμως γεγονὸς τῶν τελευταίων χρόνων διὰ τὴν Μονήν, καὶ ἱστορικὸν συγχρόνως, εἶναι ἡ ἐπανακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου Σάββα ἐξ Ἑνετίας, ὅπου τοῦτο ἐφυλάσσετο ἐπὶ σειρὰν ὅλην αἰώνων εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίνου. Τὸ γεγονὸς ἐτελέσθη τὴν 26ην Ὀκτωβρίου 1965, ἀφοῦ προηγήθησαν αἱ σχετικαὶ ἐνέργειαι καὶ διαπραγματεύσεις μετὰ τῶν Δυτικῶν. Τὸ λείψανον ἠκολούθησε μέχρι τοῦ προορισμοῦ του καὶ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἑνετικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν βοηθὸν ἐπίσκοπον Giuseppe Olivotti. Τὸ γεγονὸς προσέλαβε πανηγυρικὸν χαρακτῆρα. Τὴν 30ὴν Ὀκτωβρίου, μετὰ τὸ πέρας τῆς τελεσθείσης εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως εἰς Ἱερουσαλὴμ Λειτουργίας, ἐσχηματίσθη πομπή, ἡ ὁποία τὴν 3 μ.μ. τῆς ἰδίας ἡμέρας, προεξάρχοντος τοῦ πατριάρχου Βενεδίκτου Α´, κατέφθασεν εἰς τὴν Μονὴν καὶ ἐτοποθέτησε τὸ ἱερὸν λείψανον ἐκεῖ ὅπου εἶχε διαλάμψει ὁ Ὅσιος πρὸ μιᾶς καὶ ἡμισείας περίπου χιλιετίας.




*ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, Ἱεροσόλυμα - Ἀλεξάνδρεια 1910. κοκ... *ΝΙΚ. Ε. ΤΖΙΡΑΚΗΣ ΘΗΕ.τ.10 στῆλες:1089-1093. *Εκ του ιστοτόπου «users.uoa.gr/~nektar/». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF