ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΥΡΩΝ ΤΗΣ ΛΥΚΙΑΣ

 



Ο Άγιος Νικόλαος είναι από τους πιο γνωστούς αγίους της χριστιανοσύνης. Το όνομά του βρίσκεται στο στόμα αναρίθμητων πιστών που ζητούν τη βοήθειά του. Το όνομά του το φέρουν εκατομμύρια Χριστιανοί και πολλοί είναι οι Ναοί που είναι αφιερωμένοι σ' αυτόν. Είναι μετά την Παναγία και τον Άγιο Γεώργιο, ο περισσότερο γνωστός σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Σ΄ όλη δε την Κύπρο υπάρχουν ενενήντα (90) και πλέον Ναοί αφιερωμένοι στο μεγάλο αυτό Ιεράρχη. Είναι αυτός που προστατεύει τους θαλασσινούς και όλους εκείνους που συναντούν τρικυμίες στη ζωή τους. Γι' αυτό έχουν κτιστεί πολλές Εκκλησίες προς τιμή του. Όλη του η ζωή ήταν μια θαυμαστή ενσάρκωση της αγάπης και της φιλανθρωπίας.


Το φωτεινό του παράδειγμα ας προσπαθήσουμε να το μιμηθούμε. Ό Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας της Μικράς Ασίας γύρω στα 230 με 250 μ.Χ. Πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό. Πάντως κατά το έτος 300 μ.Χ. την εποχή των ασεβών αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού ήταν Αρχιερέας των Μυραίων. Έζησε δε και μέχρι τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί και η οικονομική τους κατάσταση ήταν πολύ καλή. Γι' αυτό οι φωτισμένοι γονείς του, μόρφωσαν πρώτα την απαλή ψυχή του παιδιού τους με τη θρησκεία του Χριστού μας και ύστερα τον έστειλαν στο σχολείο για να μάθει γράμματα. Από μικρός ο Άγιος Νικόλαος έδειχνε την αφοσίωσή του και την αγάπη του στο Θεό, περνώντας την ημέρα του με προσευχές και νήστευε την Τετάρτη και την Παρασκευή. Ακόμα και όταν ήταν βρέφος σύμφωνα με μια παράδοση δεν ήθελε να θηλάσει Τετάρτη και Παρασκευή, παραμόνο μετά τη δύση του ηλίου.


Όταν μεγάλωσε μισούσε τις απρεπείς και τις κακές συνομιλίες και συναναστροφές των νέων. Αγαπούσε να πηγαίνει τακτικά στην Εκκλησία και να συναναστρέφεται με ήσυχους, ήρεμους και καλούς ανθρώπους. Άκουε τις συμβουλές των μεγαλύτερων του και προσπαθούσε να τις εφαρμόζει, όπου ήταν αναγκαίες. Έμεινε ορφανός στο άνθος της ηλικίας του και απροστάτευτος μέσα στους πολλούς κινδύνους του ειδωλολατρικού περιβάλλοντός του. Εδώ είναι η πρώτη του νίκη. Τίποτε δεν τον παρασύρει. Την περιουσία του τη χρησιμοποιεί για έργα αγάπης και φιλανθρωπίας. Τον θαυμάζουν οι Χριστιανοί για τη σταθερότητά του και προσεύχονται στο Θεό να τον αξιώσει να υπηρετήσει την Εκκλησία. Εκείνο τον καιρό Αρχιεπίσκοπος της Λυκίας ήταν ο θείος του. Αφού εκτίμησε τις αρετές και τη μεγάλη του πίστη τον κάλεσε στην υπηρεσία του Κυρίου και τον χειροτόνησε ιερέα της Επισκοπής.


Όταν έγινε ιερέας μοίρασε όλη την περιουσία του, που του άφησαν οι γονείς του, στους φτωχούς. Έντυσε γυμνούς και δυστυχισμένους. Δεν σπατάλησε την περιουσία στις διασκεδάσεις, ούτε στα πολυτελή ενδύματα, όπως κάνουν πολλοί νέοι της σημερινής εποχής, γιατί άκουε τον Προφητάνακτα Δαβίδ, ο οποίος οποίος λέγει. "Πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε καρδίαν" (ψαλμός ξα΄ΙΙ). Έτσι έκανε και ο Άγιος. Δεν έδωσε προσοχή στον ρέοντα και φθαρτό πλούτο, αλλά σκόρπισε αυτό, όπως έπρεπε, για να κερδίσει άφθαρτο και αιώνια ζωή. Η απλοχεριά του έσωσε πολλούς χριστιανούς από τον κατήφορο της αμαρτίας. Ο 'Αγιος Νικόλαος ήταν άνθρωπος των έργων και όχι των λόγων.


Οι μέρες του Αγίου περνούσαν με νηστεία, προσευχή και πολλές ελεημοσύνες. Άγρυπνα γονάτιζε και παρακαλούσε τον Χριστό να του δίνει δύναμη, υπομονή και θάρρος για να μη λυγίσει στους πειρασμούς του σατανά. Από τις πολλές ελεημοσύνες που έκαμε ο Άγιος ακούστε μια θαυμαστή και παράδοξη. Τον καιρό εκείνο ζούσε ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος είχε τρείς πολύ όμορφες θυγατέρες. Από φθόνο των εχθρών του ο πλούσιος έχασε όλη του την περιουσία και έφτασε σε μεγάλη φτώχεια. Βρέθηκε σε τέτοια θλιβερή και δύσκολη κατάσταση που δεν μπορούσε να ζήσει μαζί με τις τρείς του θυγατέρες.


Αποφάσισε να βάλει τις θυγατέρες του σε πορνείο, για να έχουν κάποιο εισόδημα και να μπορούν να ζήσουν. Ο δε Πανάγαθος Θεός, ο γινώσκων τα κρύφια των καρδιών, θέλησε να ελευθερώσει τις τρείς εκείνες ψυχές από την κόλαση και την αμαρτία. Κατά την ίδια εκείνη μέρα, κατά την οποία φανέρωσε ο πατέρας των κοριτσιών τη βούλησή του, το έμαθε και ο Άγιος Νικόλαος. Αμέσως έβαλε σε ένα μανδύλι τριακόσια φλωριά, πήγε κρυφά και το έριξε στο σπίτι του πτωχεύσαντος πλουσίου από μια θυρίδα και έφυγε αμέσως χωρίς να γίνει αντιληπτός. Δεν ήθελε να φανερωθεί σε κανένα, γιατί απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και μόνον επιθυμούσε να αρέσει στο Θεό. Άκουε το Ιερό Ευαγγέλιο που έλεγε. "Σου δε ποιούντος ελεημοσύνην, μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου" (Ματθ. ΣΤ. Στίχ. 3) δηλαδή όταν κάμνεις την ελεημοσύνη, να μη το γνωρίζει κανένας.


Ο πατέρας των τριών κοριτσιών ξύπνησε το πρωϊ και είδε στο σπίτι ένα μανδήλι δεμένο και το άνοιξε αμέσως. Μόλις είδε τόσα πολλά φλωριά έμεινε εκστατικός και έτριβε τα μάτια του από χαρά, μη πιστεύοντας το γεγονός. Μέτρησε αμέσως τα φλωριά και τα βρήκε ακριβώς τριακόσια. Μεγάλη περιουσία είχε στα χέρια του, γι΄αυτό ήταν πολύ ενθουσιασμένος και χαρούμενος, αλλά ήθελε να μάθει ποίος έκαμε αυτή την καλή πράξη. Αφού δεν γνώριζε τον ευεργέτη του ευχαριστούσε και δοξολογούσε συνέχεια τον Θεό. Αμέσως φρόντισε και ενύμφευσε την μεγαλύτερη του θυγατέρα με κάποιο πλούσιο της πόλης εκείνης και της έδωσε και τα τρακόσια φλωριά σαν προίκα. Ήλπιζε δε ότι εκείνος που τον βοήθησε θα φρόντιζε να τον βοηθήσει για την προίκα και των άλλων δυο κοριτσιών.


Αφού ο Άγιος Νικόλαος είδε ότι ο πατέρας χρησιμοποίησε τα χρήματα για καλό σκοπό, αμέσως τη δεύτερη νύκτα δένει σε άλλο μανδήλι άλλα τριακόσια φλωριά και το βράδυ πήγε και τα έριξε πάλι από τη θυρίδα. Όταν ξύπνησε το πρωϊ ο πατέρας των κοριτσιών, βλέπει ένα άλλο μανδήλι με άλλα τριακόσια φλωριά. Θαύμασε για το γεγονός και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει τον άνθρωπο που του έκαμε αυτό το μεγάλο καλό και σώθηκαν τα κορίτσια του από την αμαρτία. Ήθελε να του φανερώσει τον ευεργέτη του που με την ελεημοσύνη του άρπαξε από τα χέρια του διαβόλου τις τρείς θυγατέρες του και τις έσωσε. Έτσι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα δίνοντάς της σαν προίκα τα τριακόσια φλωριά, ελπίζοντας στον Θεό, ότι ο ευεργέτης θα βοηθήσει και την τρίτη του θυγατέρα.


Την τρίτη φορά όμως ήταν πολύ προσεχτικός και ήθελε να τρέξει και να δει τον ευεργέτη του. Ο δε Άγιος Νικόλαος βλέποντας ότι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα αποφάσισε να τελειώσει το καλό. Οπότε έδεσε πάλι σε άλλο μανδήλι άλλα τρακόσια φλωριά και πήγε να τα ρίξει κρυφά τη νύχτα από τη θυρίδα. Μόλις τα έριξε ο Άγιος, ο πατέρας των κοριτσιών ήταν ξύπνιος δεν κοιμήθηκε, άνοιξε την πόρτα, έτρεξε και είδε κάποιο να φεύγει τρέχοντας. Ύστερα για λίγη ώρα έτρεχε ο ένας τον άλλο. Ο πατέρας των κοριτσιών τον έφτασε και είδε ότι ήταν ο Άγιος Νικόλαος, ο πασίγνωστος και δημοφιλέστατος άγιος, ο μεγάλος ευεργέτης των φτωχών και των δυστυχισμένων. Αμέσως έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια του έλεγε. "Σε ευχαριστώ, δούλε του Θεού, που με λυπήθηκες εμένα τον ταλαίπωρο και άθλιο και μου έκαμες τέτοια μεγάλη ελεημοσύνη. Ευτυχώς που με πρόλαβες γιατί διαφορετικά θα χανόμουν ψυχικά και σωματικά". Όταν είδε ο Άγιος Νικόλαος ότι φανερώθηκε η αρετή του, είπε σ΄αυτόν. "Δεν θέλω να πεις σε κανένα τίποτε, ενόσω ζω, για την καλοσύνη που σου έκανα".


Την επόμενη μέρα ο πατέρας νύμφευσε και την Τρίτη θυγατέρα του και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ειρηνικά και δοξάζοντας το όνομα του Θεού. Ύστερα από καιρό θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δει τους Αγίους Τόπους εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Έτσι μπήκε σ΄ ένα πλοίο μαζί με άλλους χριστιανούς για να πάει στην Παλαιστίνη. Αφού προσκύνησε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου, τον Γολγοθά, τον Τίμιο Σταυρό και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός θέλησε να μείνει εκεί να ησυχάσει. Άγγελος Κυρίου τον διέταξε τη νύχτα να επιστρέψει στην πατρίδα του.


Την άλλη μέρα ο Άγιος πιστός στην προσταγή του Αγγέλου κατέβηκε στο λιμάνι και ρωτούσε αν κανένα πλοίο θα ξεκινούσε για τα Πάταρα. Κανένα όμως πλοίο δεν ξεκινούσε. Τότε μερικοί ναύτες του είπαν. "Όπου βρούμε ναύλο, εκεί θα πάμε". Αμέσως ο Άγιος τους είπε. "Να σας δώσω το ναύλο και να με πάρετε στα Πάταρα της Λυκίας". Ο πλοίαρχος και οι ναύτες βλέποντας ότι ο άνεμος ήταν ούριος ύψωσαν τα πανιά και αναχώρησαν. Θέλοντας να περάσουν πρώτα από την πατρίδα τους έστρεψαν το πλοίο προς την κατεύθυνση της, αλλά ο Θεός για να μην λυπήσει τον Άγιο, σήκωσε μεγάλη τρικυμία, ώστε έσπασε το πηδάλιο-τιμόνι του πλοίου και οι ναύτες απελπισθέντες ανέμεναν το θάνατο. Ο Άγιος όμως διά της προσευχής του καταπράϋνε τη θάλασσα. Ο πλοίαρχος μαζί με τους ναύτες του είδαν ότι έφθασαν στα Πάταρα και αφού έπεσαν στα πόδια του Αγίου του ζητούσαν συγχώρεση. Ο Άγιος τους φανέρωσε τη σκέψη τους και τους συμβούλευσε να μην επαναλάβουν τέτοιο πράγμα στη ζωή τους, τους ευχήθηκε και τους κατευόδωσε.


Επιτέλους ύστερα από μια μεγάλη θαλασσοταραχή ο Άγιος επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα στα Πάταρα. Ο κόσμος του επεφύλαξε μεγάλη υποδοχή, γιατί τον αγαπούσε πάρα πολύ. Νέοι και γέροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και οι Μοναχοί του Μοναστηριού στο οποίο τον είχε αφήσει ο θείος του επίτροπο, όλοι εξήλθαν να τον καλωσορίσουν και να τον υποδεχτούν. Κοντά στα Πάταρα, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων, ήταν μια μικρή πόλη που την έλεγαν Μύρα. Η πόλη Μύρα είναι στην Μικρά Ασία, αργότερα έγινε πρωτεύουσα της Λυκίας. Σήμερα τη λένε Ντεμπρέ. Εκεί πέθανε ο Μητροπολίτης της πόλης και ήθελαν να βρουν κάποιο άξιο για να τον αντικαταστήσει.


Τότε μαζεύτηκαν οι Επίσκοποι και οι κληρικοί της επαρχίας των Μύρων για να εκλέξουν Αρχιερέα. Εκεί που συνεδρίαζαν, σηκώθηκε ένας από τους επισκόπους και είπε στους άλλους, να παρακαλέσουν τον Θεό να τους φωτίσει, για να κάνουν καλή επιλογή. Τη νύκτα, όλοι οι επίσκοποι είδαν τον ύπνο τους ένα άγγελο, που τους είπε να πάνε το πρωϊ στην Εκκλησία και όποιος μπει πρώτος μέσα, αυτόν να κάμουν επίσκοπο. Πράγματι έτσι έγινε. Ο πρώτος που μπήκε στο Ναό ήταν ο Νικόλαος. Έτσι χειροτονήθηκε ο Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων. Η φιλανθρωπική του δράση μεγάλωσε πολύ όταν έγινε Αρχιερέας. Ίδρυσε φτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα ιδρύματα.


Την εποχή εκείνη, γύρω στο 300μ.Χ., ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Διοκλητιανός (230-313 μ.Χ.) πίστευε πως η αρχαία θρησκεία ήταν απαραίτητη για την ενότητα του κράτους, γι΄αυτό καταδίωξε σκληρά τους χριστιανούς. Ευτυχώς παραιτήθηκε από την εξουσία του το 305 και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του με μεγάλη απλότητα στα κτήματα του στη Δαλματία. Επίσης ένας άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας ο Μαξιμιανός (245-310μ.Χ) έκανε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Αυτός είχε στην κυριαρχία του την Ισπανία, την Αφρική και την Ιταλία με έδρα το Μεδιόλανο, το σημερινό Μιλάνο. Ο Διοκλητιανός και ο Μάξιμος έστειλαν αγγελιαφόρους σ' όλους τους επάρχους και τους διέταξαν να τιμωρούν τους εχθρούς των αρχαίων Θεών, τους χριστιανούς, αν όμως αρνηθούν το Χριστό, τότε να τους τιμούν. Πολλοί χριστιανοί από το φόβο των σκληρών βασανιστηρίων προσκύνησαν τα είδωλα και πήραν λεφτά, κτήματα ή και κάτι άλλο.


Άλλοι πάλι ομολόγησαν ότι είναι χριστιανοί και πέθαναν με φρικτά βασανιστήρια. Σ΄ αυτό τον διωγμό, ο έπαρχος της Λυκίας, έπιασε πολλούς χριστιανούς και μαζί μ' αυτούς και τον Άγιο Νικόλαο, τους έδιωξε από τα Μύρα και τους έριξε στη φυλακή για έξι ολόκληρα χρόνια Ο Άγιος Νικόλαος ακόμα και μέσα στη φυλακή δίδασκε τους χριστιανούς και τους ενθάρρυνε. Από τους πολλούς ραβδισμούς που του έδωσαν, το σώμα του έγινε κατάμαυρο και έτρεχε αίμα από τις πολλές πληγές του. Δεμένος με βαριές αλυσίδες τον έριξαν στη φυλακή για να συνεχίσει τα μαρτύριά του, είδε τότε με τα μάτια του το Χριστό, να του γιατρεύει τις πληγές, να τον ενθαρρύνει και να τον πλημμυρίζει με ανέκφραστη αγαλλίαση. Και να πως. Κόντευε να ξημερώσει. Ο Άγιος φορτωμένος με αλυσίδες, διάβαζε την ορθινή προσευχή του. Ευχαριστούσε τον Πανάγαθο που τον αξίωνε να φέρει τα "στίγματα του Κυρίου" στο σώμα του, σαν τον Παύλο. Η χαρά του κορυφώθηκε, όταν σε λίγο άκουσε μέσα στη σκοτεινιά της φυλακής του αγγελικές φωνές να ψάλλουν μαζί του και μυρίστηκε την ευωδία ουράνιου μοσχολίβανου.


Μόλις πρόβαλε η αυγή, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου απλώνονταν στη γη, όταν έξω ακούστηκαν πολλές φωνές, σωστός αλαλαγμός. Σείεται η φυλακή και άγριοι κτύποι συνταράζουν τη σιδερένια πόρτα της ζητώντας να την εκβιάσουν. Ο Άγιος σκέπτεται. "Φαίνεται ότι ήρθε η ευλογημένη ώρα! Ή ήλθαν για να συνεχίσουν πιο άγρια τα μαρτύρια! Ενίσχησέ με Κύριε, να τ' αντικρύσω με το ίδιο χαμόγελο και δέξε το πνεύμα μου στους κόλπους σου!". Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη σκέψη του και η σιδερένια πόρτα κλονίζεται, υποχωρεί, ανοίγει διάπλατα, τρελός από χαρά ο δεσμοφύλακας ορμά μέσα, αρπάζει τον Άγιο στα χέρια του κλαίοντας και προσκυνώντας τα δεσμά του, που δέχτηκε για την αγάπη του Χριστού, τον βγάζει έξω απ' την φυλακή και τον φέρνει θριαμβευτικά στη Μητρόπολή του. Οι θερμές προσευχές του λαού για τον ποιμενάρχη τους εισακούστηκαν. Όταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός πέθαναν ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος, ο γιΟς του Κωνσταντίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης, ο οποίος ονομάστηκε μετά Μέγας Κωνσταντίνος, από τα μεγάλα έργα που έκανε και τον τρόπο που αναδιοργάνωσε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.


Ο Κωνσταντίνος διέταξε όλους τους επάρχους, να λευτερώσουν όλους τους χριστιανούς από τις φυλακές και να γκρεμίσουν τους βωμούς των ειδωλολατρών. Ποιός μπορεί να περιγράψει τι έγινε τότε; Η γλώσσα του ανθρώπου είναι αδύνατη να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν το λαό και η πέννα ακόμα πιο πολύ αδύνατη να παραστήσει το παραλήρημα, που κατέλαβε τους χριστιανούς. Ο Άγιος Νικόλαος αδύνατος στο σώμα από τα πολλά βάσανα, ακμαίος όμως στη ψυχή, συνεχίζει τα υψηλά του καθήκοντα. Πέρασε πια η τρυκυμία και ήρθε η γαλήνη. Ο Άγιος είναι πάλι στο θρόνο του ελεύθερος να φωτίζει το δρόμο των χριστιανών του, ελεύθερος να σπογγίσει τα δάκρυά τους, να λατρεύει τον Θεό, ν' ανυψώνει το ποίμνιό του στα ύψη του ιερού και μεγάλου προορισμού του. Δεν φοβάται πια τους εχθρούς της πίστης.


Στα άγιά του χέρια ο Πανάγαθος εμπιστεύτηκε θεϊκή δύναμη κι' εκείνος τη χρησιμοποιούσε με αγαθότητα, με πραότητα, μα και με ορμή συνταρακτική, όταν αντίκρυζε τους αγώνες εναντίον του Σατανά και των οργάνων του. Έτσι πέρασε όλη του η ζωή. Έφτασε παντού, κι' όταν δεν μπορούσε να φτάσει με τα άθλια μέσα της συγκοινωνίας της εποχής εκείνης, έφτανε με το πνεύμα του. Παρηγορούσε τους πονεμένους και συμβούλευε τους πλανημένους, ενίσχυε τους φτωχούς. Φρόντιζε ιδιαίτερα για τα νιάτα. Ήταν ένας φωτεινός οδηγός, που με τα λόγια του και το παράδειγμα του φώτιζε, καθοδηγούσε, ενέπνεε. Τις ελεημοσύνες, τις αγρυπνίες και τις νηστείες του μόνο ο Θεός τις ξέρει. Απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και ζητούσε μόνο τη δόξα του Θεού. Αλλ' όσο κρυβόταν ο Άγιος, τόσο ο Πανάγαθος τον τιμούσε, γιατί ο Άγιος τιμούσε με τα έργα του τον Θεό.


Δεν πέρασε πολύς καιρός και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου παρουσιάστηκε πάλι ο σατανάς, με μορφή ανθρώπου, κι' αυτός ήταν ο Άρειος. Ο Άρειος ήταν διάκος και αρκετά μορφωμένος. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά τον έφτιαξε ο Θεός, δηλαδή ήταν δημιούργημα του Θεού. Ο Αρχιερέας Αλεξανδρείας Πέτρος, τον έδιωξε από την Επισκοπή. Ο Άρειος κατόρθωσε να πάρει με το μέρος του τον Μητροπολίτη Νικομήδειας και πολλούς άλλους αρχιερείς. Τότε ο Μέγας Κωνσταντίνος για να σταματήσει η σύγχυση μέσα στη χριστιανοσύνη, έδωσε εντολή, να μαζευτούν όλοι οι Μητροπολίτες και οι κληρικοί στην πόλη Νίκαια της Βιθυνίας το 325μ.Χ., και να βρουν τη λύση, να λάμψει η αλήθεια. Στην Α΄αυτή Οικουμενική Σύνοδο, πήραν μέρος 318 Πατέρες και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος.


Μεταξύ αυτών ήταν και ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Μέγας Αθανάσιος και άλλοι. Όταν σε κάποια στιγμή ο 'Αρειος έφερε σε αδιέξοδο τους Αγίους Πατέρες, ο Άγιος Σπυρίδωνας έκανε το θαύμα με το κεραμίδι. Δηλαδή έβαλε ένα κομμάτι κεραμίδι στη χούφτα του, το έσφιξε και αυτό χωρίστηκε στα τρία: σε χώμα, νερό και φωτιά. Με αυτό τον θαύμα απέδειξε τον Τριαδικό Θεό (Πατέρας - Υιός - Άγιο Πνεύμα). Ο Άρειος όμως λόγω του εγωισμού του δεν πείστηκε και με την ρητορική του ικανότητα, γιατί ήταν πολύ μορφωμένος και μιλούσε με θάρρος και παρρησία, είπε ότι το θαύμα αυτό είναι δαιμονικό. Τότε, ο Άγιος Νικόλαος αγανακτισμένος, δεν κρατήθηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον Άρειο. -Βασιλιά, είπε ο Άρειος, είναι σωστό μπροστά σου, ένας από τους Πατέρες να με χτυπήσει; Αν είναι αμαθής, ας μη μιλάει, όπως κάνουν και οι άλλοι, αν πάλι ξέρει, ας πει τη γνώμη του. -Σωστά μιλάς, Άρειε, του λέει ο Βασιλιάς. Ο Νικόλαος θα φυλακιστεί μέχρι να τελειώσει η Σύνοδος.


Φυλακίστηκε γιατί δεν επιτρεπόταν κανείς να κτυπήσει κάποιο, μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα και η ποινή ήταν ο θάνατος. Ο Αυτοκράτορας αμέσως έδωσε εντολή να πιάσουν τον επίσκοπο Πατάρων Νικόλαο. Τον έδεσαν και τον έβαλαν φυλακή, γιατί τον σεβόταν και δεν ήθελε τον θάνατό του. Την νύκτα παρουσιάστηκε μέσα σε άσπρο σύννεφο ο Χριστός και η Παναγία και τον ρώτησαν γιατί τον έβαλαν φυλακή. -Για τη δικιά σας αγάπη και πίστη μου απάντησε ο Νικόλαος. Τότε ο Χριστός τον ελευθέρωσε από τα δεσμά και του έδωσε ένα Ευαγγέλιο και η Παναγία μας το ωμοφόριο του Αρχιερέα. Από τότε καθιερώθηκε όλοι οι Αρχιερείς να φορούν ωμοφόριο. Την άλλη μέρα όταν του πήγαν φαγητό και νερό στη φυλακή, τον είδαν να διαβάζει το Ευαγγέλιο και τους είπε την οπτασία που είδε και τι του συνέβηκε. Όλοι δόξασαν τον Θεό. Η Σύνοδος, καταδίκασε τον Άρειο σαν αιρετικό κι οι Πατέρες γύρισαν στις επαρχίες τους. Έτσι ο Άγιος Νικόλαος επέστρεψε στα Μύρα.


Σε ηλικία 100 χρόνων περίπου, αρρώστησε και σε λίγο κοιμήθηκε περί το έτος 333μ.Χ. για να πάει να βρει τον Κύριο που τόσο πολύ αγάπησε. Προτού πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που έρχονταν, για να παραλάβουν την αγιασμένη ψυχή του. Το ιερό λείψανό του τάφηκε στην αυλή της Επισκοπής Λυκίας. Ύστερα από πολλά χρόνια, στην πρώτη Σταυροφορία των Φράγκων κι' όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄, το μετέφερε στο Μπάρι της Ιταλίας. Η μνήμη αυτή της μεταφοράς γιοράζεται στις 20 Μαϊου. Η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου, ημέρα που πέθανε, και τον κατέταξε μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων. Η Πέμπτη μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη σ΄αυτόν. Επίσης χαρακτηρίζει τον Άγιο και ως ισαπόστολο, για το μεγάλο του έργο.


Θεωρείται και σαν ένας από τους μεγάλους προστάτες του Ελληνικού Έθνους, γιατί ο μεγάλος αυτός ιεράρχης, με τα άπειρα θαύματά του, αναδείχθηκε ο προστάτης άγιος των θαλασσινών και των ναυτιλομένων. Επειδή η Ελλάδα είναι κατ' εξοχήν ναυτική χώρα, τόσο στο Εμπορικό, όσο και στο Πολεμικό Ναυτικό γιορτάζει πανηγυρικά τον Άγιο, και στους Ναυστάθμους, και όπου υπάρχει ναυτική μονάδα, τελούνται λειτουργίες και δοξολογίες στη μνήμη του. Τον Άγιο Νικόλαο δεν τον τιμούν μόνο οι άνθρωποι της θάλασσας, αλλά και το σύνολο του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου. *Εκ του ιστοτόπου «agiosnikolaos-eretrias.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF