Βρέχει απ'το πρωί στους άφιλους δρόμους της αγνώριστης -από τα χρόνια-συνοικίας. Κάποτε η γειτονιά αναστέναζε από τις πολύβουες φωνές των παίδων στις λασπωμένες αλάνες και τα χορταριαμένα χώματα, γαλάζιες ποδιές ζωγράφιζαν στα μάτια μας το επίκαιρο-όσο άλλοτε-ποίημα του Βιζυινού. Δάσκαλοι ξεδίπλωναν μπροστά μας την υπέρλαμπρη ιδέα της φυλής μας, οικογένεις -όρθρου βαθέως- τις Κυριακάτες ακουμπούσαν το βάρος του εαυτού τους στην Πανάγια νηνεμία αυτού του Παρακλήτου1 Ώ, τί κόσμος μπαμπά, βλέπαμε ιερέα από μακρυά να έρχεται και βάζαμε τρεχάλα ανείπωτη, να του φιλήσουμε το χέρι. Τα μεσημέρια, οι μεγάλοι με τα ταψιά στα χέρια σκανδάλιζαν ερωτικώς τις αδηφάγες ειπνοές της μύτης μας, τα σάλια μας γλυστρούσαν νοερά στις τρύπιες - απ'την μπάλλα -ελβιέλες, εκείνα τα ''Γιωργάκη''... ''Κωστάκη'' ...των μαννάδων μας ακόμη αντηχούν ωραιπρεπώς στ'αυτιά μου. Τα καλοκαίρια ξεροσταλιάζαμε στα αναμμένα πεζοδρόμιια -όλη η γειτονιά- να πάρουμε τον πάγο για τα τρόφιμα, δίπλα μας ο αρκουδιάρης έπαιζε το ντέφι στην κουρασμένη αρκούδα, που ωστόσο το διασκέδαζε -το κάτι σαν παίξιμο- μουσικό κομμάτι του αθίγγανου. Μύριζε παντού τόσο ωραία, οι παπαρούνες την Άνοιξη χτυπούσαν το σήμαντρο της επερχόμενης Λαμπρής, περιμέναμε πως και πως να φορέσουμε τα καινούρια μας, κάτασπρα παπούτσια, που τα φύλαγε η μάννα κάτω απ'το ντιβάνι της κουζίνας. Τα πρωινά διάβαινε την Κωνσταντινουπόλεως ο καρεκλάς μαζί με τον γανωματή που φωνασκούσαν τόσο ηχηρά, που δεν ακούγαμε την γλυκιά φωνή της θείας Λένας από το ραδίοφωνο, κάτι σαν μπαούλο, με άσπρα,μεγάλα πλήκτρα και μια κόκκινη βελόνα που άλλαζε συχνότητα στα μεσαία. ''Εδώ ράδιο Σόφια'' ,το πιάναμε κανά βράδυ στα βραχέα και ακούγαμε για ...τα φοβερά ...''επιτεύγματα'' του υπαρκτού σοσιαλισμού. Έβηχε ο γείτονας και του χτυπούσαμε την πόρτα για βοήθεια, τα απογεύματα -όταν είχε καλοσύνη- οι γυναίκες έπλεκαν με το βελονάκι, χοντρές φανέλλες του στρατιώτη, οι νεότερες ξεδίπλωναν την φαντασία τους σε κάτι παλιά κεντήματα, υπό τους ήχους κάποιων λαικών ασμάτων του Ζαγοραίου και του Μενιδιάτη. Θεέ μου, λιώναμε στην φαντασμαγορική... εικόνα ενός παγωτού -το ξυλάκι σοκολάτα ήταν ακριβό- εκείνες οι γαλακτερές καραμέλες με την τροφαντή αγελάδα στο χρυσό περιτύλιγμα ήταν έμμονη ιδέα στα μυαλά της πιτσιρικαρίας, που μετρούσε τις δεκάρες και τα πενηνταράικια με τέτοια λυσσαλέα βουλιμία, για ν' αγοράσουν εκείνα τα κατακόκκινα, καραμελένια κοκκοράκια και τις τσίχλες-φυλλαράκια απ' το μαγαζί της κυρά-Όλγας! Όταν πάλι έρχονταν Απόκριες, ο ουρανός αίφνις σκοτείνιαζε από την αεροπορική... επιδρομή των χαρταετών -εκείνων με το μεγάλο αστέρι και των άλλων των πλαστικών, με την εικόνα του καφέ αετού- παιδιά γίνονταν οι άνθρωποι, έβγαιναν τα Σαββατόβραδα οικογενειακώς στην κρεατόπνοη ταβέρνα. Τα τραπέζια ζωγράφιζαν με την απλωμένη λαδόκολα, τους κρασομεζέδες και το ''Κουρτάκη'' στη γωνία, ενώ στους υπαίθριους κινηματογράφους σφουγγίζαν τα -πρισμένα από το κλάμα- μάτια τους, γιατί ο Ξανθόπουλος τό' ριξε στο πιοτό, απ'όταν τον άφησε η αρραβωνιαστικιά του, ο Βασιλάκης ο Καίλας έκανε τον λουστράκο στην πλατεία Βάθη, να μαζέψει λεφτά για να βγάλει την δόλια μάννα του από την φυλακή και ο μακαρίτης, ο Χρήστος Νέγκας ξαφνικά τυφλώθηκε, ένα μοιραίο τροχαίο άλλαξε την άπονη ζωή του, ώσπου η γλυκιά αγαπημένη Αντιγόνη Βαλάκου πούλησε το κορμί της στο ταπεινωμένο πεζοδρόμιο, για να φέρει τον ελληνοαμερικάνο γιατρό από την Αμερική. Αυτά και άλλα, τότε που ο πατέρας κι η μάννα δεν είχαν χάσει ακόμη την ταυτοτητά τους δίκην του οπισθοδρομικού ''προοδευτισμού'' που ακολούθησε, ως λέων ωρυόμενος, περιπατών τινα καταπίει. Στεναχωριέμαι για το μέλλον που μας κληροδοτήσατε, άλλο τόσο όμως, πονώ για το παρελθόν που ασελγήσατε πάνω του...
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου