Η φτωχοποίηση του λαού επελαύνει αυτοκρατορικά αμετάκλητη, εκδύει προκλητικά ανθρώπους, ρημάζει ανέξοδα τα αποστεωμένα νοικοκυριά, κουρσεύει δεσμωτικά την αγαθοεργή εργασία και προάγει ταχυμαδόν την εξαθλίωση. Πεζοδρομιακά, εφήμερα συσσίτια, κοινωνικά, επιχορηγούντα Παντοπωλεία, η μεσαία Τάξη σφαγιάζεται στο γόνατο. Άστεγοι, εξαθλιωμένοι άνθρωποι θωρούν την ζωή απ' το παγερό παγκάκι, δίπλα σ' ένα πρόχειρο, αυτοσχέδιο και κατασκευασμένο γίκο με μάλλινες κουβέρτες κι ασήκωτες, χειροποιημένες μαντανίες. Υπαίθριες πλατείες και σκοτεινές, ρυπαρόπνοες στοές στεγάζουν όνειρα που χάθηκαν στον δρόμο, ευχές που έσβησαν στην σκόνη, πόθοι που πνίγηκαν στο δάκρυ. Άνθρωποι μονάχοι υπό εξόντωση,έχασαν την γη κάτω απ' τα πόδια,από ξωτικά, δαιμονόπληκτα απανθρωπισμένα όντα, επηρμένοι κοσμοκράτορες που γεννοβολούν επίορκους, αντίχριστους διαβόλους. Έδεσαν την ζωή σ' ένα κουβάρι, έκαναν την ζωή μας play station στα χέρια δυσωδών, ποντικότρυπων ανθρώπων. Στοικοί εραστές της έκπτωσης δημιουργούν εξαθλιωμένα συντάγματα αστέγων, τους αφαιρούν από την μνήμη, ιστορία,πολιτισμό και πίστη, για να τους δωρίσουν πλουσιοπάροχα, εκσυγχρονισμένα, πομπώδη wi-fi για ευφάνταστες εξορμήσεις στον δαιμονικό κυβερνοχώρο. Έγινε ο ντουνιάς έκπτωτος γυιός της αμαρτίας, που ακόμα δεν έκλαψε εκεί που εξέπεσε. Μεταβάλλεται σταδιακά σε ορμώμενο, εξαγριωμένο όχλο, που κρατάει τον θυμό του ακόμη σε χαλαρή, αφηρημένη καραντίνα. Μακρυά απ' τον Θεό επαναπλαστήκαμε σε άρπαγες, αγριεμένους λύκους, νοώντας τις υπότροπες, κανιβαλιστικές μας παρουσίες, ως τα - διαχειριστικά - καλύτερα τομάρια, ανάμεσα στα εγγενή, συνοικούντα ζώα. Ένας λαός που παίζει θέατρο Σκιών στα χέρια του Ευγένιου Σπαθάρη, περιθωριοποιείται αναίμακτα και αποδεκατίζεται πνευματικά ανέξοδα. Όπως πριν την άλωση της Πόλης, ξένοι καθορίζουν την ζωή μας, συνεργούντες με τους έσωθεν, διαχρονικούς, πουλημένους εφιάλτες. Μαγαζιά, που εκποιούν χρυσό είναι οι σύγχρονοι, θανατικοί μαυραγορίτες που γέμισαν τις πόλεις με μετά ζήλου εκμετάλλευση και χαροποιημένο πένθος σ' έναν άρρωστο, μέχρι να του βγει η ψυχή του. Κάτι σαν τα κοράκια καλλωπισμένων, γραφείων κηδειών, που σφυρίζουν αδιάφορα σε διαδρόμους, γενικών νοσοκομείων, που πλασάρουν την illustrassion κάρτα τους σε συνανθρώπους τους με προκαθορισμένη, ημερομηνία θανάτου. Δεν είναι η φτώχεια το πιο δύσκολο. Αυτό, που δεν αντέχεται είναι η φτώχεια χωρίς Θεό. Η φτωχοποίηση χωρίς Χριστό είναι ένα σχεδόν, μετέωρο βήμα θανάτου στην απώλεια. Ένας αργός, βραδυπορημένος θάνατος, που απλά αργεί, έτσι για να πονέσει περισσότερο. Ο φτωχούλης του Θεού όμως δεν έχει να χάσει τίποτε το περισσότερο από ένα απλό, ξύλινο, σαράκινο κρεββάτι, ένα άστρωτο, τετράποδο τραπέζι, μια παλιά, μισοσκισμένη, ασπρόμαυρη φωτογραφία στην μπρούτζινη κορνίζα της γιαγιάς. Εγείρεται με Πίστη μπρος στην λιγόψυχη, εκκοσμικευμένη πτώση του συναμαρτούντος αδελφού του, οπλίζεται την ορθόδοξη ρομφαία της εν Χριστώ υπομονής και μονομαχεί με διαβόλους και τριβόλους στην παγκοσμιοποιημένη αρένα του ετοιμασθέντος, χοικού θανάτου. Είναι καιροί για χριστιανούς, όχι απλά για κοσμικά γενναίους. Εκεί που τελειώνει η κατά κόσμον γενναιότητα, υπάρχει ο Παντοκράτορας Θεός. Εκεί που εμφανίζεται ο Χριστός, ψοφάει στο χώμα ο αντίδικος. Εύχεσθε!
Γιώργος Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου