ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΒΕΛΙΤΣΚΌΦΣΚΙ 1722-1794




Το 1742, ύστερα άπό διωγμούς Ουνιτών στην πατρίδα του, μετέβη στη Βλαχία 

και μόνασε εκεί επί τετραετία, λαμβάνοντας τ΄ όνομα Πλάτων.

Το 1746 

αναχώρησε για το πολυπόθητο Άγιον Όρος.

Ασκήθηκε στην Καψάλα, όπου εκάρη μοναχός άπό τον Γέροντά του Βασίλειο,

με τ΄ όνομα Παΐσιος.

Το 1758 

χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και απέκτησε δωδεκαμελή συνοδεία.

Κατόπιν πήγε με τη συνοδεία του στο Κελλί του Προφήτου Ηλιού, το όποιο μετέτρεψε σε σκήτη,

πού ανήκει στη μονή Παντοκράτορος. Απέκτησε περί τους πενήντα καλούς μαθητές,

για τους οποίους συνέταξε τυπικό κατά την αγιορείτικη τάξη, και άρχισε 

τις μεταφράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας στα σλαβικά,

όπως Ισαάκ του Σύρου και Γρηγορίου του Σιναΐτου, διδάσκοντας σε όλους την ευχή του Ιησού.


Το τελευταίο εξάμηνο της αγιορείτικης ζωής του το διήλθε στην Ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας (1762). Μετά άπό δεκαεπτά χρόνων παραμονή στον ιερό Άθωνα, ο όσιος Παΐσιος επέστρεψε το 1763 στη Μολδαβία, παίρνοντας μαζί του αρκετούς μοναχούς. Εγκαταστάθηκε στη μονή Δραγκομίρνα και απέκτησε πολλούς μαθητές Ρώσους, Ρουμάνους και Βουλγάρους. Τους δίδασκε καθημερινά στη γλώσσα τους να τηρούν πενία, υπακοή,ταπεινοφροσύνη, σιωπή και να εντρυφούν στη μελέτη των νηπτικών πατέρων. Έγινε ηγούμενος της αρχαίας μονής του Νεάμτς, την οποία κατέστησε σπουδαίο πνευματικό κέντρο, με τις μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων και ασκητών και τη ζωή της ευχής του Ιησού.


Αξιοσημείωτη είναι ή μετάφραση της Φιλοκαλίας (1793). Τη φήμη του αγίου Γέροντος Παϊσίου ακούγοντας ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θέλησε να γίνει μαθητής του, μα εμποδίσθηκε από διάφορες συμπτώσεις κι επέστρεψε στο Άγιον Όρος. Στη μονή Νεάμτς ανεπαύθη ειρηνικά στις 15 Νοεμβρίου 1794 ο μεγάλος στάρετς, για το έργο του οποίου μιλούν πολλοί με δικαιολογημένο θαυμασμό. Υπήρξε αναζωογονητής του μοναχισμού στη Ρουμανία και τη Ρωσία. Οι πολυάριθμοι και αξιόλογοι μαθητές του έγιναν, μετά την κοίμηση του, κήρυκες των διδαχών του. Οι μονές Δραγομίρνα, Σέκου και Νεάμτς ήταν τα κέντρα της λαμπρής ασκητικοφιλολογικής κινήσεως κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όπου οι μαθητές του, με τη νηπτική τους εργασία και τ΄ ανεπτυγμένα φιλολογικά τους κριτήρια, μόχθησαν για την πνευματική ανύψωση της Μολδαβίας.


Το πνεύμα των ιεροπρεπών Κολλυβάδων μετέφερε ο όσιος Παΐσιος στα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Τιμάται ιδιαίτερα από τους Ρώσους και τους Ρουμάνους. Η επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του έγινε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1988 και από το Πατριαρχείο Ρουμανίας το 1992. Την πρώτη βιογραφία του έγραψε το 1817 ο μαθητής του μοναχός Μητροφάνης, πού στηρίχθηκε στην αυτοβιογραφία του οσίου Παϊσίου και στις προσωπικές αναμνήσεις του. Ακολούθησαν αρκετές άλλες, πού κυκλοφόρησαν ευρύτατα στα ρουμανικά και ρωσικά και μεταφράσθηκαν στα ελληνικά. Το µοναστήρι του Νιαµέτς ήταν για την Μολδαβία ό,τι και το µοναστήρι της Αγίας Τριάδος στην Ρωσία, ό,τι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου για την Ουκρανία, ό,τι το Άγιον Όρος για την Ελλάδα. Για πέντε αιώνες ήταν το κέντρο της θρησκευτικής διαφώτισης στην Μολδαβία. Από εκεί βγήκε ο περίφηµος Μολδαβός γέροντας Παίσιος Βελιτσκόφσκυ, ιδρυτής και πατέρας του θεσµού των γερόντων στη Ρωσία στους έσχατους καιρούς. Έτσι ένας από τους πολλούς µαθητές του οσίου Παϊσίου, ο Σωφρόνιος, που εκείνη την εποχή ήταν ηγούµενος, ήταν πνευµατικός άνθρωπος και αυστηρός ασκητής, είδε ένα όραµα:

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ


Μια νύχτα, νοµίζοντας πως πλησίαζε να ξηµερώσει, ο Σωφρόνιος βγήκε από την πύλη του µοναστηριού και κοίταξε προς την εξωτερική πύλη, εκεί που σήµερα βρίσκεται το αγίασµα. Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν µαύρος στην όψη και φοβερός στο θέαµα. Φορούσε στρατιωτικό µανδύα και φώναζε δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωµατικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες. Τα µάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες. Το στόµα του ήταν σαν των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ` αυτό. Στη µέση του ήταν περιτυλιγµένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεµόταν προς τα κάτω κι από το στόµα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος. Στους ώµους του είχε σιρίτια που είχαν το σχήµα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρµακερά φίδια και τυλίγονταν σαν µαλλιά γύρω απ` το λαιµό του.


Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος αντίκρισε όλα αυτά πέτρωσε από τον φόβο. Μετά από λίγο συνήλθε κάπως και ρώτησε τον άρχοντα αυτό του σκότους τι γύρευε τέτοια ώρα στον περίβολο του µοναστηριού. Είναι δυνατό να µην ξέρεις ότι εγώ δίνω διαταγές εδώ στο µοναστήρι σου; Απάντησε ο µαύρος. Εµείς δεν έχουµε στρατό εδώ κι η πατρίδα µας διανύει περίοδο απόλυτης ειρήνης, είπε ο ηγούµενος. Τότε συνέχισε ο µαύρος δαίµονας, µάθε πως εµένα µε έστειλαν οι αόρατοι άρχοντες του σκότους και βρισκόµαστε εδώ για να εγείρουµε πόλεµο εναντίον την µοναχικής τάξης. Όταν κατά την κουρά σου δίνεται τους µοναχικούς σας όρκους, δηλώνετε ότι θα µας πολεµάτε και µας προξενείτε πολλές πληγές µε το πνευµατικό σας οπλοστάσιο. Πολλές φορές αναγκαζόµαστε να υποχωρούµε µε ντροπή, γιατί η φλόγα της προσευχής σας µας καίει. Τώρα όµως δε σας φοβόµαστε, ιδιαίτερα µετά το θάνατο του Παϊσίου, του ηγουµένου σας. Εκείνος µας τρόµαζε και υποφέραµε πολύ στα χέρια του. Από τότε ακόµα που ήρθε εδώ από το Άγιο Όρος µαζί µε εξήντα άλλους µοναχούς, εµένα µε έστειλαν εδώ µε εξήντα χιλιάδες στρατιώτες µας για να τον σταµατήσουµε.


Όσο καιρό είχε αυτός την ηγουµενία δεν µπορούσαµε να ησυχάσουµε. Παρ` όλους τους πειρασµούς, τα τεχνάσµατα και τις µεθοδίες µας εναντίον εκείνων και των µοναχών του, δεν καταφέρναµε τίποτα. Και ταυτόχρονα δεν µπορεί να διηγηθεί ανθρώπινη γλώσσα τις φοβερές οδύνες, τις ταλαιπωρίες και τις δοκιµασίες που υποστήκαµε κατά την διάρκεια της διαµονής αυτού του ανθρώπου εδώ. Ήταν ένας έµπειρος στρατιώτης και η στρατηγική του µας εύρισκε πάντα εκτός θέσης. Μετά τον θάνατο του όµως να πράγµατα άλλαξαν κάπως και µπορέσαµε να αποδεσµεύσουµε από αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς µας. Έτσι µείναµε εδώ πενήντα χιλιάδες. Όταν οι µοναχοί άρχισαν να αµελούν τον κανόνα τους και να ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγρούς, τα κτίρια και τα αµπέλια, απαλλάξαµε άλλους δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντα τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες µείναµε για να συνεχίσουµε τις προσβολές µας.


Λίγα χρόνια αργότερα,µερικοί από τους µοναχούς αποφάσισαν να αλλάξουν το τυπικό του Παϊσίου, διαφώνησαν µεταξύ τους και µερικοί έφυγαν. Στο µεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωµάτια στο µοναστήρι, κι όταν µάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους µέσα, κάναµε γιορτή για την νίκη µας και µειώσαµε τον στρατό µας κατά δέκα χιλιάδες ακόµα. Αργότερα που άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεµος πλησίασε προς το τέλος του πια και µπορούσαµε να µειώσουµε τις δυνάµεις µας κατά δέκα χιλιάδες ακόµη, αφήνοντας εδώ µόνο είκοσι χιλιάδες δικούς µας για να επιβλέπουν τους µοναχούς. Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλα αυτά αναστέναξε µέσα του και ρώτησε τον µαύρο δαίµονα. Τι ανάγκη έχετε να µένετε ακόµη στο µοναστήρι αφού βλέπετε, όπως και ο ίδιος οµολογείς, πως οι µοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεµο; Τι άλλη δουλειά έµεινε ακόµα εδώ για σας; Και εκείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασµένος από την δύναµη του Θεού, αποκάλυψε το µυστικό του.


Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει κανένας πια να µας πολεµήσει όπως παλιά, αφού η αγάπη έχει ψυχραθεί και έχετε προσκολληθεί σε επίγειες και κοσµικές υποθέσεις. Υπάρχει όµως και κάτι ακόµα στο µοναστήρι που µας ενοχλεί και µας ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα τα βιβλία -στον όλεθρο να πάνε!- αυτά που έχετε στην βιβλιοθήκη σας! Ζούµε µε τον φόβο και τον τρόµο µήπως κάποιος από τους νεωτέρους µοναχούς τα πιάσει στα χέρια κι αρχίζει να τα διαβάζει. Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραµένα αυτά κουρελόχαρτα, µαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια κι εχθρότητα σας εναντίον µας κι οι νεαροί αρχάριοι ξεσηκώνονται. Μαθαίνουν από αυτά πως οι παλιοί χριστιανοί, µοναχοί και λαϊκοί, συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να εξαγορεύονται τους λογισµούς, να αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδηµοι σ` αυτόν τον κόσµο. Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σε εφαρµογή.


Ακόµη παίρνουν σοβαρά όλη την Αγία Γραφή. Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον µας σαν άγρια θηρία. Αρκεί να σου πω ότι ένας από αυτούς τους ανόητους θερµοκέφαλους είναι αρκετός για να µας διώξει όλους από εδώ. Είναι τόσο ανηλεείς και ασυµβίβαστοι εναντίον µας, όσο και ο θανατωµένος αρχηγός σας (ο Σωτήρας). Επί τέλους, έχουµε τόση ειρήνη και ηρεµία µαζί σας. Αυτά τα αποκαλούµενα πνευµατικά βιβλία σας όµως είναι µια διαρκής πηγή εχθρότητος και ταραχής. Γιατί δεν µπορούµε να έχουµε ειρήνη; Γιατί εσείς δεν διαβάζεται τα βιβλία µου; ∆εν είναι και αυτά πνευµατικά; Κι εγώ πνεύµα δεν είµαι; Κι εγώ εµπνέω ανθρώπους να γράφουν βιβλία! Αλλά φτάνει να πέσει ένα απ` αυτά τα παλιόχαρτα, που τα λέτε περγαµηνές, στα χέρια ενός απλού κι ανόητου, κι αρχίζει εκ νέου καινούργιος πόλεµος κι αναγκαζόµαστε να φεύγουµε και να αρπάζουµε πάλι τα όπλα εναντίον σας.


Ανήµπορος πια να κρατήσει σιωπή, ο φτωχός ηγούµενος τον ρώτησε. Ποιο είναι το µεγαλύτερο όπλο σας εναντίον των µοναχών στους καιρούς µας; Κι εκείνος απάντησε. Όλο το ενδιαφέρον µας σήµερα στρέφεται στο να κρατήσουµε τους µοναχούς, και τις µοναχές, µακριά από τις πνευµατικές ενασχολήσεις, ιδιαίτερα δε από την προσευχή και την µελέτη αυτών των καπνισµένων βιβλίων.


Γιατί δεν δαπανάτε περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των κήπων και των αµπελιών,

στο ψάρεµα, στα σχολεία για τους νέους,

στη φιλοξενία όλων αυτών των καλών ανθρώπων που έρχονται εδώ το καλοκαίρι

 για καθαρό αέρα και υγιεινό νερό;

Οι µοναστές που ασχολούνται µε τέτοια πράγµατα πιάνονται στα δίχτυα µας,

όπως οι µύγες στον ιστό της αράχνης.

Ως ότου όλα αυτά τα βιβλία καταστραφούν ή φθαρούν από το χρόνο,

δεν θα ειρηνέψουµε.

Είναι σαν σαΐτες και βέλη για µας.

∆εν είχε καλά καλά τελειώσει τα λόγια αυτά και σήµανε το σήµαντρο για την ακολουθία του όρθρου.

Ο αρχηγός των δαιµόνων εξαφανίστηκε αµέσως σαν καπνός.

Ο γέροντας ξεκίνησε 

για την εκκλησία µε µεγάλο πόνο ψυχής, εξαιτίας των αποκαλύψεων αυτών και µπήκε στην εκκλησία.

 Όταν µαζεύτηκαν οι µοναχοί τους διηγήθηκε µε δάκρυα στα µάτια όλα,

όσα είδε κι άκουσε κατά την διάρκεια της φοβερής αυτής οπτασίας.

Και µετά έδωσε εντολή να καταγραφούν όλα αυτά για να ωφεληθούν οι επιγενέστεροι!


Όσιος Παίσιος Βελιτσκόφσκι


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF