Ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης,
ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης του νεωτέρου ελληνισμού,
ήρθε στον κόσμο σε ημέρα σημαδιακή.
Γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1870
την ημέρα της εορτής του μεγάλου και χρυσούν την γλώτταν,
αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Οι ενάρετοι γονείς του,
Γεώργιος και Μελπομένη Καβουρίδου
του έδωσαν το όνομα του αγίου της ημέρας και δεν ήταν τυχαίο
αφού ο μακαριστός μιμήθηκε τον χρυσορρήμονα άγιον κατά πάντα.
Η αγάπη του δια τον Χριστόν και την Εκκλησίαν του,
η κατάταξίς του στη χορεία των Ιεραρχών,
οι διωγμοί και οι ποικίλες θλίψεις του,
αλλά και η ανεξάντλητη υπομονή του, η ανεξικακία του και το απαράμιλλο θάρρος του,
ήταν κοινή μοίρα και κληρονομιά και των δύο αγίων.
Επεράτωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές στη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης,
τότε που το ελληνικό στοιχείο άκμαζε στις πατρογονικές του εστίες.
Ως μαθητής διακρινόταν για την ευλάβεια και την επιμέλεια της συμπεριφοράς του, τόσο, ώστε έδινε την εντύπωση συνετού γέροντος παρά ανέμελου νέου. Η επιθυμία των γονέων του ήταν να γίνει έμπορος. Αλλά στην ψυχή του νεαρού Χρυσοστόμου έκαιγε η ασίγαστη επιθυμία, να υπηρετήσει τον Θεό στο ιερό θυσιαστήριο. Οι προτροπές των γονέων του και των συγγενών του δεν στάθηκαν ικανές να τον μεταπείσουν. Αντιθέτως ο φλογερός του ζήλος δια τον Θεό, έκανε την απόφασή του σταθερή και αταλάντευτη. Εκ φύσεως συνετός φρόντισε μόνος του δια την μόρφωσίν του, απαραίτητο εφόδιο για εκείνους που η πρόνοια του Θεού τους έχει επιλέξει να ηγηθούν του λαού του.
Απευθύνθηκε, λοιπόν, στον θείον του, αδελφόν της μητέρας του, στον πλούσιο βαμβακέμπορο της Αιγύπτου, Χαράλαμπο Στεφανίδη, για να μην επιβαρύνει την οικογένειά του με τα έξοδα των θεολογικών του σπουδών. Ο Χρυσόστομος γράφτηκε μεταξύ των πρώτων ιεροσπουδαστών στην περίσεμνη θεολογική σχολή της Χάλκης. Προικισμένος με μεγάλη αντίληψη και ισχυρή θέληση για σπουδή, αφιερώθηκε ολόψυχα στη μελέτη της ιεράς επιστήμης, αριστεύων πάντοτε. Η μόρφωσίς του τον κατέταξε στην αριστοκρατία του πνεύματος. Δεν καλλιέργησε όμως την έπαρση και τον εγωϊσμό στον εαυτόν του, απεναντίας με την σεμνότητα του ήθους του και την ασκητικότητά του στολίστηκε με την αρετή της χριστιανικής ταπεινώσεως. Δύο σπουδαίες αρετές, η μόρφωσις με το υψηλόν της διανοίας, και η σεμνότητα με το ταπεινόν του ήθους του, συνευρέθηκαν αρμονικότατα στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου.
Η περίφημη θεολογική σχολή της Χάλκης, από την οποία απεφοίτησαν διαπρεπείς ιεράρχαι, οι οποίοι ωφέλησαν το Έθνος και το προστάτεψαν από τους Φράγκους και τους Προτεστάντες, τον άνδρωσε και τον όπλισε με τα όπλα της σοφίας και της γνώσεως. Όταν ήταν ακόμα φοιτητής δεν δυσκολεύτηκε να υπηρετήσει σαν οικόσιτος υπηρέτης στην οικία του τότε διευθυντού της σχολής Κωνσταντίνου Παρίτση. Έμπρακτη απόδειξη του ταπεινού του φρονήματος. Με τον τρόπο αυτό απέκτησε την ευχέρεια να στέλνει χρήματα στους γονείς του, αντί να ζητά απ’ αυτούς. Πριν τελειώσει τις σπουδές του, και ενώ ήταν ακόμη σπουδαστής χειροτονείται διάκονος επί πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’ στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Διορίζεται ιεροκήρυκας στην Πάνορμο και εκεί αγαπήθηκε από το ποίμνιο για τις υπέροχες ομιλίες του. Το 1901 έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας. Η διατριβή του έφερε τον τίτλο. «Η Ορθοδοξία Κυρίλλου του Λουκάρεως».
Ενός ακόμη μαρτυρικού Πατριάρχου του Γένους. Επανερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη, διετέλεσε Μέγας πρωτοσύγκελος των πατριαρχείων και διηύθυνε με εξαιρετική σύνεση όλη την πολύπλοκη υπηρεσία του Φαναρίου. Το 1908 χειροτονείται Επίσκοπος Ίμβρου. Στους Βαλκανικούς πολέμους τον βρίσκουμε Μητροπολίτην Πελαγονίας, στην πόλη Μοναστήρι στη σημερινή περιοχή της Νοτίου Σερβίας, τα Σκόπια. Τότε η πόλη έγινε στόχος σφοδρών βομβαρδισμών. Κάθε ημέρα οι νεκροί ήταν πολλοί και ο φόβος εκ των βομβαρδισμών τέτοιος, ώστε οι ιερείς να μην έχουν το θάρρος να τους θάπτουν. Ο ίδιος ο μητροπολίτης Χρυσόστομος παρέμενε κοντά στους νεκρούς, δίδοντας θάρρος στους ιερείς. Ήταν τόσο πιστός στο καθήκον, ώστε να μην κατεβαίνει στο καταφύγιο κατά την ώρα των επικίνδυνων βομβαρδισμών.
Την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας και μετά τον θάνατον Ιωακείμ του Γ , ως υποψήφιοι του θρόνου εφέροντο ο Χρύσανθος Τραπεζούντος και ο Μελέτιος Μεταξάκης. Από Ορθόδοξη διαίσθηση ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος γνωρίζοντας τις νεωτεριστικές ιδέες του Μεταξάκη, ενήργησε ενάντια στην εκλογή του. Έβαζε και πάλι τον εαυτό του σε κίνδυνο χωρίς να λογαριάσει τις συνέπειες, διότι αυτό του επέτασε το χριστιανικό του καθήκον και η αγάπη του προς τη Εκκλησία. Παράδειγμα προς μίμηση για την γενιά μας που σε πολλές περιπτώσεις προτιμά να μην ομιλεί και το κακό αυξάνει και πληθαίνει χωρίς αντίσταση. Για το λόγο αυτό ανεχώρησε γρήγορα προς συνάντηση του Στρατηλάτου Κωνσταντίνου, ο οποίος εβρίσκετο στο Εσκί - Σεχήρ. Ο Αείμνηστος βασιλεύς έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση και ειλικρινή σεβασμό προς τον Χρυσόστομο.
Είχε το θάρρος από παλαιά, στην Αθήνα, να εισέρχεται στα ανάκτορα όπου συνέτρωγε με τον Βασιλιά. Τώρα ευρισκόμενος ο βασιλιάς στο Εσκί – Σεχήρ της Μικράς Ασίας τον δέχθηκε με μεγάλη προσήνεια στην σκηνή του και θεώρησε την επίσκεψη του στις δύσκολες εκείνες στιγμές του Έθνους, σαν ουράνια αναψυχή. Αφού συζήτησαν το θέμα της υποψηφιότητος του Μελετίου, εκείνος τον παρέπεμψε στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδος τον αείμνηστον Δ. Γούναρην. Ο Πρωθυπουργός όμως παρ’ όλες τις προτροπές του αδράνησε, όχι εξ’ αιτίας δόλου, αλλά από ένα πνεύμα σχολαστικισμού. Έτσι εξελέγη Πατριάρχης ο Μελέτιος προς μεγίστην ζημίαν της Εκκλησίας. Επόμενο ήταν να τεθεί υπό διωγμόν από τον Μεταξάκη ο αγνός και ιδεολόγος Χρυσόστομος. Όταν επέστρεψε στο Πατριαρχείο δεν του επέτρεψαν να ανέβει ούτε τα σκαλιά. Είναι αλήθεια ότι όποιος έχει το θάρρος να ελέγξει την κακία γίνεται πάντοτε μισητός. «Έλεγξε κακώ και μισήσει σε». Στο πατριαρχείο βρήκε τους Έλληνες της Κων/πολης σε ακράτητο ενθουσιασμό για την προσωρινή κατοχή της πόλης, από τον ελληνικό Στρατό.
Παρ’ όλην όμως την φλογερή φιλοπατρία του δεν ενέκρινε τον ενθουσιασμό εκείνο διότι ήταν βέβαιος ότι η αισχρή ανθελληνική διπλωματία των Αγγλογάλλων και Γερμανών δεν θα επέτρεπε, τέτοια εθνική ευτυχία στην μικρή και ένδοξη Ελλάδα. Γι’ αυτό και συνεβούλευε μετριοπάθεια και αυτοσυγκράτηση στις εκδηλώσεις. Μετά την Κων/πολη και γεμάτος πικρία για τις εθνικές και εκκλησιαστικές ανωμαλίες κατέρχεται στην Αθήνα, όπου τακτοποιεί κατά πατρικόν καθήκον τον πιστόν του έως τότε διάκονον, Πρωτοσύγκελον της Μητροπόλεως Αθηνών, αυτός που μετέπειτα έγινε Πατριάρχης Κων/πολεως, ο Αθηναγόρας. Ο Μεταξάκης εν τω μεταξύ, φιλεκδικητικός, διέταξε την σύλληψιν του τιμίου αγωνιστού επισκόπου, εκείνος όμως πρόλαβε και ανεχώρησε για την Αλεξάνδρεια.
Εκεί οι κληρικοί εκτίμησαν την προσωπικότητά του και τον αγάπησαν και μετά την χηρεία του θρόνου του Ευαγγελιστού Μάρκου, σχεδιάζουν κρυφά να τον ανεβάσουν στον πατριαρχικό θώκο. Στον περικλεή θρόνο του Μ. Αθανασίου, του Κυρίλλου και άλλων ενδόξων πατέρων της Εκκλησίας. Το αδιάβλητον του κύρους του, το αγιοπατερικόν και σεμνοπρεπές του ήθους του, τον έφεραν έως τα κράσπεδα του πατριαρχικού θρόνου, από τον οποίο ένα βήμα τον χώριζε. Το βήμα της σεμνότητός του. Το αντελήφθη όμως ο οξυνούστατος ιεράρχης και κρυφά ανεχώρησε για την Αθήνα για να αναδειχθεί πατριάρχης ο Χριστοφόρος, ο οποίος επάξια τίμησε τον θρόνο και στάθηκε υποστηρικτής των εν Ελλάδι Παλαιοημερολογιτών.
Μετά την Αλεξάνδρεια τον βρίσκουμε στην Αθήνα. Εκεί αρχίζει πλουσία εκκλησιαστική δράση. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην επισκοπή Φιλιατών ως τοποτηρητής και ακολούθως στη Φλώρινα ως Μητροπολίτης Φλωρίνης. Στην Φλώρινα στην οποία κατέστη Μητροπολίτης η τελευταία του Μητρόπολη από τις τέσσερις, επίσκοπος Ίμβρου, Μοναστηρίου, Φιλιατών και Φλωρίνης, απ’ όπου και ο τίτλος με τον οποίο τον γνωρίζουμε όλοι μας, σαν μητροπολίτη πρώην Φλωρίνης. Εκεί εργάζεται με ζήλο και αφοσίωση για την ενίσχυση της πίστεως και της φιλοπατρίας του ποιμνίου του. Το 1928 σε ηλικία 58 ετών και τέσσερα έτη μετά την επιβολή του Νέου Ημερολογίου, εκλέγεται συνοδικός ιεράρχης και βρίσκεται στην Αθήνα. Εκεί ασθενεί βαρέως και εισέρχεται προς νοσηλείαν στον «Ευαγγελισμό». Μετά την θεραπείαν του παραιτείται από την μητρόπολη του για λόγους υγείας, χωρίς να παύση την εκκλησιαστική του δράση.
Η Εκκλησία και οι ιστορικές της περιπέτειες τον καλούν αθλητήν στο στάδιον νέου αγώνος όπου απεδείχθη μέγας. Μέγας όχι μόνον δια την προσφοράν του, αλλά και δια το θυσιαστικόν του ήθος, το οποίο δοκιμάστηκε από τους εχθρούς, αλλά κι από υποτιθέμενους συνοδοιπόρους του. Ο Άγιος Τριαδικός Θεός τον επέλεξε να σηκώσει στους ώμους του ως άλλος Άτλας την Ορθοδοξίαν γι’ αυτό έπρεπε κατά θείαν πρόνοιαν να ευρίσκεται στην Αθήνα για να παρακολουθήσει από κοντά τον τίμιο αγώνα των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών των αποκαλουμένων χλευαστικώς Παλαιοημερολογιτών, να συγκινηθεί από την ομολογίαν τους και να καταστεί ο ηγέτης των. Έμελλε να αναλάβει εκ θείας προνοίας τους δυσκολότερους και πιο πικρούς αγώνες για τα άγια και τα τίμια της πίστεώς μας.
Από το 1924 έως το 1935 για ένδεκα ολόκληρα χρόνια ο ιερός αγώνας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών ήταν άνευ ιεραρχών, γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία του χριστιανισμού. Αρχηγοί του αγώνος διαφύλαξης των παραδόσεων τέθηκαν στην αρχή, αγιορείτες ιερομόναχοι, ήρωες κληρικοί της Ελλάδος και λαϊκοί. Στην κρίσιμη αυτή ενδεκαετία θεμελιώδη ρόλο στην ηγεσία του αγώνος έπαιξαν σπουδαία πρόσωπα τα οποία η ιστορία κάποτε θα αναδείξει. Το πρώτο οργανωμένο νομικό πρόσωπο του αγώνος ήταν η «Ελληνική Θρησκευτική Κοινότητα».Έλληνες και χριστιανοί με αγάπη και θέρμη για την πίστη και την πατρίδα συνέπηξαν την πρώτη κοινότητα των ορθοδόξων κάτω από την οποία βρήκαν σκέπη όσοι Έλληνες απέρριψαν την καινοτομία. Στην ιδρυτική τους πράξη στις 12/25 Δεκεμβρίου του1925, ημέρα θλιβερή κατά την οποία ο χωρισμός είναι τόσο έντονος, καθότι οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι εορτάζουν τον Άγιο Σπυρίδωνα και οι Νεοημερολογίτες αδελφοί μας τα Χριστούγεννα.
Μια χριστιανική κοινωνία που ζούσε με ενότητα 2000 χρόνια χώρισε δραματικά. Την ημέρα εκείνη, λοιπόν, στον ιερό Ναό της «Ομορφοκκλησιάς» στο Γαλάτσι οι σεπτοί αυτοί πατέρες μας διακήρυξαν «Ιδρύομεν ιδίαν θρησκευτικήν Κοινότητα υπό την επωνυμίαν «Ελληνική Θρησκευτική Κοινότης Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» με σκοπόν την διαφύλαξιν της απ’ αιώνος παραδόσεως της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και τα υπό των θεοφόρων πατέρων των συνελθόντων εις τας 7 Οικουμενικάς Συνόδους θεσπισθέντα. Διακηρύσσομεν την ακλόνητον εμμονήν και απαραβίαστον τήρησιν αυτών, και την καταπολέμησιν πάσης καινοτομίας εις την πάτριον ημών γλώσσαν την αποδίδουσαν πλήρως τας υψηλάς και γνησίας εννοίας των διδασκάλων της Ορθοδόξου ημών πίστεως.
Στην Αθήνα κατά πρόνοιαν Θεού εγνωρίσθη με εκπροσώπους των Γ.Ο.Χ. Αμέσως εκτίμησε το φρόνημα τους και συγκινήθηκε από τους αγώνες των. Πολλές φορές τον είδαν να παρακολουθεί διακριτικά την κάθοδό τους στο Φάληρο, για την τελετή της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού, όπως τελευταία και την 6η Ιανουαρίου του 1935. Τον Μάϊο του ιδίου έτους ηγείτο ήδη των Ορθοδόξων.
Η πρώτη επαφή με τους Ζηλωτάς των Πατρίων Παραδόσεων έγιναν τον Δεκέμβριο του 1934 στο σπίτι του.
Πρόσωπα που συνέβαλαν στην συνάντηση αυτή
ήταν ο αείμνηστος μοναχός του Αγίου Όρους Αντώνιος Μουστάκας
και ο εκλεκτός αδελφός Ηλίας Αγγελόπουλος.
Ο ίδιος ο Χρυσόστομος πρ. Φλωρίνης
δημοσίευε στον «Κήρυκα των Ορθοδόξων»,
δημοσιογραφικό όργανο της Κοινότητας,
άρθρα του υπέρ των πατρίων παραδόσεων και του Ορθοδόξου Ημερολογίου,
με το ψευδώνυμο «Κληρικός».
Η λαμπρή ημέρα για την Ορθοδοξία ήτο η 13η Μαΐου, Κυριακή της Σαμαρείτιδος.
Τρεις Αρχιερείς ο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος, ο Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομάτης, και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος
ήρθαν να ηγηθούν του Ιερού Κινήματος.
Εις τον ιερόν Ναόν «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» Κολωνού, Αθηνών,
ανέτειλε η ευτυχέστερη ημέρα για τους Έλληνες ζηλωτές των Πατρώων,
διότι έβλεπαν ότι δικαιώνονται οι αγώνες των.
Η Εκκλησία της Ελλάδος θορυβηθείσα από το κίνημα των τριών Ιεραρχών,
αποφάσισε την εξόντωσή τους.
Έκτακτο συνοδικό δικαστήριο την 1η Ιουνίου τους κατεδίκασε σε καθαίρεση
και πενταετή περιορισμό σε απομακρυσμένες ερήμους Μονάς.
Ο αείμνηστος Χρυσόστομος εξωρίσθη στην Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου Ολύμπου.
Έμεινε εκεί ως τον Οκτώβριο του 1935,
διότι ο Κυβερνήτης,
ο μακαριστός Γ. Κονδύλης τον επανέφερε,
λόγω της εκτιμήσεως του και της καλοκαγαθίας του, στην Αθήνα.
Από την Ιστοσελίδα της ''Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου