ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ 1879-1962




ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ


(1879 - 1962)



Μίαν ακόμα ιεράν αγωνιστική Μορφήν φέρουν εις την δημοσιότητα τα ''Πάτρια''. 

Είναι ο αείμνηστος Πρεσβύτερος Κωνσταντίνος (Εμμανουήλ)  

Σπυριδάκης του παπα - Κωστή και της Άννης 

από το Ασήμι Μονοφατσίου, Ηρακλείου Κρήτης. 

Ο Συντάκτης των ''Πατρίων'' είχε την ευτυχίαν να τον γνωρίσει από κοντά το έτος 1946, 

όπως επεσκέφθη την κωμόπολίν του περιοδεύων την Κρήτην, 

Διάκονος τότε και να παραμείνει κοντά του επί ένα 24ωρον, 

ωφεληθείς εξ αυτού τα μέγιστα. 

Σήμερον, 

όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της κωμοπόλεως του Ασημίου οι οποίοι των εγνώριζον καλώς, 

ομιλούν με πολύ σεβασμό δια τον ''παπα - Κωστή τον Παλαιοημερολογίτην''. 

Ό,τι γράφομεν εν συνεχεία είναι αφηγήσεις 

της παπαδιάς του, των τέκνων του, των συγγενών, καθώς 

και πολλών πνευματικών του τέκνων. 

Ο παπα - Κωστής εγεννήθη εις το Ασήμι το έτος 1879, 

εις έτη όπου η ''παντέρημος Κρήτη'' 

ήτο ακόμη υπό τον Τουρκικόν ζυγόν. 


Ο πατέρας του, ο παπα - Κωστής ήτο εφημέριος του χωριού του. Γράμματα, όπως όλα σχεδόν τότε τα παιδιά έμαθε ολίγα, αρκετά όμως δια να διαβάζει και να γράφει. Τα ''ιερατικά'' γράμματα, τα έμαθε μαθητεύοντας κοντά εις τους μεγάλους τότε ''Γεροντάδες'' της Ιεράς Μονής του Κουδουμά, δια τους οποίους όλη η Κρήτη ομιλούσε με πολύ σεβασμό. Εκεί ο μικρός Μανωλιός, αυτό ήτο το βαπτιστικό του όνομα, είδε και άκουσε πολλά από τα ''θαυμάσια'', τα οποία επιτελούσαν οι άγιοι Γεροντάδες, Παρθένιος και Ευμένιος προς δόξαν Θεού. Τα ''θαυμάσια'' αυτά διασώζονται μέχρι σήμερον ζωντανά εις την μνήμην της παπαδιάς, των παιδιών και συγχωριανών του παπα - Κωστή και τα διηγούνται, όπως ακριβώς τα ήκουσαν από τον αείμνηστον. 


Η παπαδιά του -η σεβαστή γερόντισσα Ελένη 98 ετών- μας είπε τα εξής (Σεπτέμβριος 1983): ''Ο μακαρίτης ο παπάς μου, μας είχε διηγηθεί πολλές φορές γεγονότα της παιδικής του ζωής. Κάποτε είχεν έλθει στο χωριό μας ο Γέροντας Παρθένιος. Θα ήταν περίπου το 1889. Προσεφέρθη να μάθει τον μικρό Μανωλιό, που τότε ήταν δέκα χρονών, πως να φροντίζει τα μελίσσια. Αφού του έβαλε όλα εκείνα τα ''προφυλακτικά'' για να μην τον τσιμπίσουν οι μέλισσες -αυτός όμως δεν έβαλε- ξεσκέπασεν την πρώτην κυψέλη. -Παναγιά μου! μουρμούρισε τότε ο μικρός Μανωλιός σαν είδε να βγαίνουν οι μέλισσες, τώρα θα τον φάνε οι μέλισσες! Τότε θωρεί τις μέλισσες να κάμνουν γύρω από την κεφαλή του Γέροντα ένα ''φωτοστέφανον''! 


Ο Μανωλιός απόμεινε να το θωρεί! Τον συνέφερε ο Γέροντας φωνάζοντάς τον. -Ε, Μανωλιό! έλα να σου δείξω! Όταν γύριζαν από τα μελίσσια για το σπίτι, στο δρόμο ο Γέροντας είπε στον Μανωλιό: -Μανωλάκι παιδί μου, να σου πω μια παραγγελιά! -Να μου πεις Γέροντα: -Μια αίρεσις παιδί μου, θα έρθει στην Εκκλησία μας και δεν θα είναι αρεστή στον Θεό! Κι εσύ που θά' σαι τότε ιερέας, να μην την δεχθείς! Να μην την δεχθείς παιδί μου, επανέλαβε ο Γέροντας, γιατι δεν θα είναι αρεστή στον Θεό!... -Όχι Γέροντα, δεν θα την δεχθώ. Στο υπόσχομαι! Και με τον παιδικόν του αυθορμητισμό υπεσχέθη: Και να με κρεμάσουν ακόμα, δεν θα την δεχθώ!... Έπειτα ρώτησε τον Γέροντα. -Πότε θα γίνει αυτό Γέροντα; -Μα,... από σήμερα παιδί μου, η πρώτη που θα φέρει ταραχή στην Εκκλησιά, αυτή θα είναι! Να το θυμάσαι παιδί μου, να μην την δεχθείς!... 


Δεν θα είναι αρεστή στον Θεό! Το έτος 1915 ενυμφεύθη την Ελένη, θυγατέρα του Γεωργίου Μιχαλάκη από τον Χάρακα, της ιδίας περιφερείας. Μετ' αυτής απέκτησε επτά παιδιά, τους Ευρυκλή, Αγγελή, Βασίλειον, Αργυρώ, Σοφία, Μαρία και Πηνελόπη. Μετά τον θάνατον του πατρός του το έτος 1917, οι κάτοικοι του χωριού τον εψήφισαν Ιερέα τους. Το ίδιον έτος εις τον Ιερόν Ναόν του Αποστόλου Τίτου του χωρίου του εχειροτονήθη Ιερεύς υπό του Επισκόπου Γορτύνης και Αρκαδίας Βασιλείου Μαρκάκη, και εγκατεστάθη Εφημέριος εις τον ίδιον Ναόν. Κατά την χειροτονίαν του, ο Επίσκοπος του έδωσε το όνομα του πατρός του Κωνσταντίνος. Και ήλθον ''χρόνια δίσεκτα, χρόνια δυστυχισμένα'' δια την Εκκλησίαν και το Έθνος. Ο Εθνικός Διχασμός έφερε την Μικρασιατικήν καταστροφήν με 1.500.00 πρόσφυγες Έλληνες και μιαν στρατιωτικήν ''Επανάστασιν''. 


Η στρατιωτική επανάστασις επέβαλε εις την Εκκλησίαν το ''εκκλησιαστικό πραξικόπημα'' του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου. Μια τρομοκρατουμένη ιεραρχία επέβαλλε ''επαναστατικώ δικαίω'' εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ελλάδος το φράγκικον ημερολόγιον, τον προθάλαμον του Οικουμενισμού, εδημιούργησεν το ημερολογιακόν σχίσμα, εδίχασε το πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος εις Παλαιοημερολογίτας και Νεοημερολογίτας, ή κατά την εκκλησιαστικήν ορολογίαν εις ορθοδόξους (Γ.Ο.Χ.) και σχισματικούς. Μία εγκύκλιος προς τους Ιεράρχας (αριθ. πρωτ. 430/1/24) και μία απλή ανακοίνωσις δια του Τύπου ''εκ των Γραφείων της Ι. Συνόδου'' δημοσιευθείσα εις τας εφημερίδας της 10ης Μαρτίου 1924 π. εορτ., αφού... εδικαιολόγει την αλλαγήν του Εορτολογίου της Εκκλησίας με... απλή (!) πρόσθεσιν 13 ημερών, όριζον την ιδίαν ημέραν Κυριακήν 10 Μαρτίου, ως 23 Μαρτίου... Αυτάς τας ανακοινώσεις έλαβε και ο παπα - Κωστής του Ασημίου, όπως και τόσοι άλλοι Ιερείς της Ελλάδος από τον Επίσκοπόν του Αρκαδίας Βασίλειον Μαρκάκην, ο οποίος τον επρόσταζε να εορτάσει τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου... 13 ημέρας νωρίτερα, δηλαδή την 12ην Μαρτίου! ''


Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας'' την ανακοίνωσιν της Συνόδου ο παπα - Κωστής, ενθυμήθη τα προφητικά λόγια του αειμνήστου Γέροντος Παρθενίου της Ιεράς Μονής του Κουδουμά, που είχε ακούσει προ 30 ετών περίπου. ''Μία αίρεσις παιδί μου, θα έρθει στην Εκκλησιά μας και ''δεν θα είναι αρεστή στον Θεό! Και συ που θά' σαι τότε Ιερέας να μην την δεχθείς!''. Ενεθυμήθη και τι υπόσχεση είχε δώσει τότε εις τον Γέροντα. ''Όχι Γέροντα δεν θα την δεχθώ, Στο υπόσχομαι! ...Και να με κρεμάσουν ακόμα, δεν θα την δεχθώ!...''. Και πράγματι ο παπα - Κωστής με τα επτά παιδιά, με τα ολίγα φτωχικά χωραφάκια και τις λίγες ελιές εκράτησεν την υπόσχεσιν την οποίαν είχε δώσει εις τον άγιον Γέροντα Παρθένιον. 


Δεν εδέχθη από την πρώτην ημέραν τον νέον (παπικόν) ημερολόγιον. ''Παρά τας δελεαστικάς προτάσεις που του εγένεντο, αλλά και παρά τους διωγμούς που υπέστην από τους Επισκόπους Βασίλειον, Τίτον και Ευγένιον, μας διηγείται σήμερον ο Γραμματεύς της Κοινότητος Ασημίου, ο παπα - Κωστής ήτο αμετάπειστος εις την Πίστιν του (ως προς το Εορτολόγιον). Ουδεμία ανθρωπίνη δύναμις ήτο ικανή να τον μεταπείση να αλλάξει το πιστεύω του. Ακόμη και όλο το χρυσάφι της γης να του προσέφερον, αυτός θα το περιφρονούσε!... Από την πρώτην αμέσως ημέραν της αλλαγής του Εορτολογίου εις την Εκκλησίαν, δια τον π. Κωνσταντίνον άρχισε ένας πολυμέτωπος αγών. Είχε να κάμει με τον Επίσκοπόν του, με τους ενορίτας του, αλλά και με την πολυμελή οικογένειάν του. Παραμένων πιστός εις τας Παραδόσεις της Εκκλησίας εξεδιώχθη από την Ενορίαν του, όπου εγκατέστησαν άλλον παπά, ο οποίος ακολουθούσε το φράγκικον ημερολόγιον. 


Με τους ολίγους πιστούς του χωρίου του και των γύρω χωριών, όσοι παρέμειναν πιστοί, άρχισε να λειτουργεί κρυφά και νύχτα εις τα γύρω Εξωκκλήσια, όπως εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, τον άγιον Νικήτα, την Ζωοδόχον Πηγήν και άλλα. Οι ''αργίες'' από τον Επίσκοπον Βασίλειον ήρχοντο ''απανωτές''. Αλλλά και οι κάθε τόσο συλλήψεις υπό των οργάνων των σχισματικών δεν ήταν ολίγες. Τον ταλαιπωρούσαν στερώντας κάθε τόσο την προσωπικήν του ελευθερίαν. Τον ταπείνωναν με κάθε τρόπον, αλλά ουδέποτε τον γονάτισαν. Ο παπα - Κωστής, όπως και ο παπα - Χαράλαμπος εις τα Καπετανιανά, έμειναν πιστοί εις τας Παραδόσεις της Εκκλησίας. 


Το ''πειθαρχείν δει τω Θεώ μάλλον ή ανθρώποις'' (Πράξ. ε' 29) ήτο το στήριγμά τους εις όλας τα θλίψεις, ταπεινώσεις και διώξεις. ''Πολύ μας ενίσχυσε εις την Πίστον -διηγείται η παπαδιά- μία μοναχή που μας ήλθε από την Τήνο, τα πρώτα χρόνια του σχίσματος. Κάθισε μαζί μας πολλές ημέρες και μας διηγήθηκε τους αγώνας των καλογρεών της Μονής Κεχροβουνίου. Το έτος 1933 με εντολή του Μητροπολίτου Ηρακλείου Τίτου Ζωγραφίδη, τον συνέλαβον και τον εξόρισαν εκτός της Κρήτης. Εις τας Αθήνας όπου τον άφησαν, τον παρέλαβον Μέλη του Δ. Συμβουλίου της Ιεράς Κοινότητος των Γ.Ο.Χ. και τον διόρισαν ως εφημέριον εις τον Ιερόν Ναόν Αγίου Γεωργίου Κάτω Κηφισιάς. Μετά εξάμηνον περίπου απέθανεν ο Μητροπολίτης Τίτος και ο παπα - Κωστής επέστρεψε εις το χωριό του, εις την οικογένειάν του και τους πιστούς του. 


Ο Επίσκοπος Βασίλειος, αφού ''απόκαμε'' με τον παπα - Κωστή, ποτε να τον ''νουθετεί'' να δεχθεί με το ''καλό'' το νέον ημερολόγιον, ποτε να τον απειλεί με ''καθαίρεσιν'', εκάλεσε την παπαδιάν Ελένη εις την Επισκοπήν του εις τους Αγίους Δέκα. ''Παπαδιά της λέγει- δεν λυπάσαι τα παιδιά σου; Εσύ, αν το θελήσεις, ο παπα - Κωστής θα ''συμμορφωθεί'' με την εντολήν μου δια να ζήσετε καλύτερα. Να τον πείσεις να γυρίσει με το νέον ημερολόγιον!''. ''Μα Θεοφιλέστατε, του απάντησε η παπαδιά ήρεμα, να όμως που και εγώ δεν θέλω το νέον ημερολόγιον!''. Άλλη φορά συνάντησε ο Επίσκοπος Βασίλειος την παπαδιά του εις το προσκύνημα της ''Παναγίας της Κολυβιανής'' και της είπε: ''Παπαδιά, πες του παπά σου, ότι αν γυρίσει τώρα με τον νέον ημερολόγιον θα πάρει μια έκτακτη ενίσχυση των 30 χιλιάδων δραχμών''. 


Και η πρεσβυτέρα ετοιμόλογος πάντα, του απάντησε με χαμόγελο... ''Αν ήταν, Θεοφιλέστατε, 28 ή 29 χιλιάρικα, θα το σκεφτόμουν να του το πω. Αλλά επειδή είναι 30 χιλιάρικα και μου θυμίζουν τα 30 αργύρια της προδοσίας του Ιούδα, δεν του το λέω...''. Ο παπα - Κωστής εσέβετο, αλλά και ένιωθε μεγάλη ευθύνη δια το Μυστήριον της Εξομολογήσεως. Και, όταν καμμιά φορά παρουσιαζόταν κανένας έμπειρος Πνευματικός με το παλαιό, προέτρεπε τα πνευματικά του τέκνα να εξομολογηθούν εις αυτόν. Ήτο πάρα πολύ αυστηρός με τα παιδιά του. Τους έλεγε, ότι τα παιδιά του παπά πρέπει να είναι παράδειγμα δια τα άλλα παιδιά. Δεν τα λυπόταν και τα τιμωρούσε πολύ αυστηρά, ακόμη και με ικανό ''ξυλοφόρτωμα'', δια κάθε τους παρεκτροπή. Έλεγε πάντοτε: ''Όποιος φείδεται την εαυτού ράβδον, μισεί τα εαυτού τέκνα''. Δι' αυτό έκαμε καλά παιδιά και καλούς οικογενειάρχας. ''Είχε έλθει κάποτε -μας διηγείται η παπαδιά- στο χωριό μας ένας καινούριος παπάς με το νέον ημερολόγιον, ο παπα - Αμβρόσιος. 


Αυτός σαν έμαθε για τον παπά μας καυχήθηκε στο καφενείον του χωριού, στους συγχωριανούς μας, ότι είναι ικανός να μεταπείσει τον παπα - Κωστή να γυρίσει με το νέον ημερολόγιον... Οι χωριανοί μας, επειδή γνώριζαν την δυνατήν πίστιν του παπα - Κωστή, προσπάθησαν να τον αποτρέψουν, αλλ' αυτός επέμενε πως θα το κάμει! Μια εσπέρα, ο παπάς διάβαζε την Παράκλησιν της Παναγίας μας στο δωμάτιο του σπιτιού μας, όπου έχουμε τα εικονίσματα. Ήταν αρκετές γυναίκες και παρακολουθούσαν την Παράκλησιν. Σαν τέλειωσε, είδαμε να έρχεται ο παπα - Αμβρόσιος. Του προσφέραμε κάθισμα δίπλα στον παπά μας και μεις καθίσαμε παράμερα. Τότε άρχισε ο παπα - Αμβρόσιος να ομιλεί για το νέον ημερολόγιον. Ο παπα - Κωστής αδιάφορος σιωπούσε. 


Αφού ο παπα - Αμβρόσιος κουράστηκε να λέγει και ουδεμίαν απόκρισιν έπαιρνε, άρχισε να τον... βρίζει! Όταν οι γυναίκες άκουσαν τις βρισιές, κινήθηκαν εναντίον του, οπότε αυτός φοβισμένος έφυγε και μετά απ' αυτό δεν άνοιξε ποτέ το στόμα του πει κάτι για τον παπά μου''. Ερωτήσαμε την παπαδιά δια την Εμφάνισιν του Τιμίου Σταυρού, που έγινε εις τον Κόφινα το 1937 και μας είπε: ''Εγώ Σεβασμιώτατε, δεν ήμουνα.Είχαμε πάει με τον παπά και άλλους πιστούς και ''ξαγρυπνήσαμε'', εδώ έξω από το χωριό, στον Άγιον Νικήτα. Από το χωριό μας πήγαν πολλοί καθώς και η κουνιάδα μου, η αδελφή του παπά. Αυτή μας είπε, ότι ήταν τόσο φωτεινός, ώστε και βελόνα εύρισκες, αν την έχανες''. Εις τον μεγάλο διωγμόν του έτους 1951, που έκαμε η ''δημοκρατική'' κυβέρνησις Σοφοκλή Βενιζέλου - Γ. Παπανδρέου, με εντολήν του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνος Βλάχου, η Τοπική Σύνοδος της Κρήτης κάλεσε τον παπα - Κωστή εις το Ηράκλειον να τον δικάσει. 


Ο παπα - Κωστής πήγε από το βράδυ εις το Ηράκλειον και φιλοξενήθη εις ένα σπίτι των Γ.Ο.Χ. Την νύχτα, όπως εδιηγήθη αργότερον εις τους δικούς του, είδε εις τον ύπνο του το εξής φοβερό όνειρο: ''Όταν εισήλθε -εις το όνειρό του- εις το Συνοδικό μέγαρο της Μητροπόλεως Ηρακλείου, είδε όλους τους Επισκόπους της Κρήτης να έχουν μορφήν διαφόρων αιμοβόρων θηρίων. Εφοβήθη πάρα πολύ. Είδε τότε τον Προστάτην του 'Αγιον Χαράλαμπο, ο οποίος του είπε δείχνοντας τους Συνοδικούς: Παπα - Κωστή γύρισε πίσω εις το χωριό σου, διατι αυτά τα θηρία θα σε φάνε!''. Την άλλην ημέραν εξύπνησεν, ευχαρίστησε τον Άγιον Χαράλαμπον και αντί να πάει εις την Σύνοδον, εγύρισε εις το χωριό του. Η Σύνοδος της Κρήτης τον ''καθήρεσε'' και διέταξε τον αποσχηματισμόν και την κουρά του. 


Ο οικείος Επίσκοπος, ο Αρκαδίας Τιμόθεος (νυν Αρχιεπίσκοπος Κρήτης) δι' αγνώστους λόγους δεν πραγματοποίησε την απόφασιν, ούτε ενόχλησε τον παπα - Κωστή μέχρι του θανάτου του. Ευρισκόμεθα εις τας αρχάς Δεκεμβρίου του έτους 1962. Ο παπα - Κωστής κείτεται εις το κρεβάτι ασθενής από κρύωμα και γηρατειά. Βλέπει να πλησιάζει το τέλος του. Ζήτησε από την παπαδιά να καλέσει τα παιδιά τους. Και πράγματι, μετά από λίγο γύρω από το κρεβάτι του παπα - Κωστή ήλθον και τα επτά παιδιά του, οι γαμβροί του, οι νύμφες του, τα εγγόνια και τα δισέγγονά του. Τους μίλησε, τους νουθέτησε, τους έδωσε την ευχήν του και τους παρήγγειλε να τον κηδεύσουν με Ιερέα ακολουθούντα το Πάτριον Εορτολόγιον. Και το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου 1962, εορτή της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης παρέδωσε ήρεμα την ψυχήν του εις τον Θεόν, που τόσο αγάπησε και υπηρέτησεν επί 83 χρόνια. Ο γαμβρός του, ένας εξαιρετικός και ευγενέστατος κύριος, ο κ. Εμμανουήλ Γρηγοράκης ανέλαβε τα της ταφής του. 


Επεσκέφθηκε τον Σεβασμιώτατον Αρκαδίας κ. Τιμόθεον και του είπε την τελευταία παραγγελία του πεθερού του. Ο Επίσκοπος σεβάσθηκε την επιθυμίαν του μεταστάντος - αγωνιστού και επέτρεψε Ιερεύς με το Πάτριον Εορτολόγιον να τον κηδεύσει, αλλά και εις τον Ναόν του χωριού, τον Άγιον Τίτον, όπου προ 55 έτη είχε χειροτονηθεί Ιερεύς και εγκατασταθεί ως Εφημέριος, να διαβασθεί. Ο αείμνηστος π. Ευμένιος από την Αγίαν Βαρβάραν (ο μετέπειτα Επίσκοπος Γ.Ο.Χ Κρήτης) έψαλλε την νεκρώσιμον ακολουθίαν, την οποίαν παρηκολούθησαν εκτός των Γ.Ο.Χ και ολόκληρον το χωριό. Ο παπα - Κωστής από το Ασήμι Μονοφατσίου Κρήτης, συγκαταλέγεται σήμερον μεταξύ των άξιων αγωνιστών Λειτουργών των Πατρίων Παραδόσεων, οι οποίοι ηνάλωσαν την ζωήν τους δια την γνησίαν Ορθόδοξον Πίστιν.



Τελειώνοντας με την παρούσαν περιγραφήν μιας 

ακόμα ιεράς Μορφής των Αγωνιστών 

της Ελληνικής Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, 

επισυνάπτομεν και τα εξής, 

δια τον χαραχτήρα του παπα - Κωστή, 

τα οποία μας είπε ο κ. Εμμανουήλ Γρηγοράκης, Γραμματεύς της Κοινότητος Ασημίου. 

''Ήταν σπουδαίος άνθρωπος, Σεβασμιώτατε. 

Ήταν ολότελα αφιερωμένος εις την Εκκλησίαν, 

μέχρι σημείου που να έχει εις δευτέραν μοίραν τα παιδιά του και γενικώς την οικογένειάν του. 

Χάριν του Παλαιού Εορτολογίου έμεινε χωρίς μισθόν και χωρίς σύνταξιν. 

Ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα αυτός και η οικογένειά του ένεκα 

των διωγμών, συλλήψεων, δικαστηρίων και εξορίας ακόμη. 

Ως άνθρωπος ήταν ο άνθρωπος που πρόσεχε τους ανθρώπους. 

Αγαπητός με όλους τους συγχωριανούς του. 

Δεν πείραξε κανέναν ποτέ, δεν έθιξε ποτέ κανέναν, δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. 

Είχε φθάσει ως άνθρωπος εις την δυνατήν τελειότητα. 

Ησχολείτο πάντοτε μόνον εις τα της Εκκλησίας. 

Έκαμνε εντύπωσιν εις όλους η ηρεμία και η ανεξικακία του. 

Όταν συνομιλούσες μαζί του,

 η συνομιλία πάντα περιεστρέφετο εις τα της Εκκλησίας, 

όσο κουρασμένος κι αν ήσουν, σε ξεκούραζε''. 


Ας είναι αιωνία η μνήμη του μακαρίου αγωνιστού της Πίστεως 

παπα - Κωνσταντίνου Σπυριδάκη, 

Εφημερίου Ασημίου Μονοφατσίου Κρήτης 

και ας ευχηθώμεν ο Κύριος να δώσει νέους αγωνιστάς εις την χειμαζομένην Εκκλησίαν Του. 

Αμήν!


Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Απόσπασμα εκ του ιστορικού, ορθοδόξου περιοδικού
 ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
 του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Τόμος ΣΤ', σελίδες 102 - 110.
 Πειραιεύς 1984.


Περιοδικό Τα ''ΠΑΤΡΙΑ''


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF