«...ἡ ἀγάπη της για τον Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της…»
Σὲ ὅλη τὴν ζωή της ζοῦσε μιὰ βαθειὰ πνευματικὴ ζωή.
Στὶς ἑορτὲς συμμετεῖχε μὲ πολλὴ εὐλάβεια,
ἀκόμη καὶ στὶς μικρότερες.
Βέβαια δὲν γνώριζε ἀπὸ βιβλία, εἶχε διάκρισι καὶ διαίσθησι, δὲν ἐγνώριζε ἀπὸ ἑορταστικοὺς κύκλους
καὶ ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τὶς ἑορτές, στὶς νηστεῖες καὶ στὰ ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.
Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδὸν σὲ καθημερινὴ βάσι.
Τοὺς ξένους τοὺς καλοῦσε ἀπὸ τὸν δρόμο,
τοὺς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καὶ τοὺς ἀνέπαυε.
Ποτὲ δὲν ἀνεχώρησε ἔστω καὶ ἕνας πτωχὸς ἀπὸ τὸ σπίτι μας μὲ ἀδειανὰ τὰ χέρια.
Ὁ πατέρας μου τὴν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀνοικτὰ τὰ χέρια της.
Στὰ μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μὲ πολλὴ εὐλβεια.
Κάθε Σάββατο πρωῒ ἔδινε ξεχωριστὴ ἐλεημοσύνη γιὰ τοὺς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἢ φαγητὸ καὶ νερὸ ποὺ μετέφερε ἡ ἴδια γιὰ τοὺς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μὲ τὴν καθαριότητα τῶν ρούχων γιὰ τὴν ἑπομένη ἡμέρα καὶ στὴν συνέχεια ἐμαγείρευε τὸ φαγητὸ γιὰ τὸ τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, διότι τὴν Κυριακὴ οὐδέποτε ἐμαγείρευε. Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειὲς γιὰ τὴν αὐριανὴ ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καὶ ἔτσι ἄρχισε τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τὰ καθαρά μας ροῦχα καὶ ἐσώρουχα καὶ ἐπηγαίναμε στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολὺ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τὴν προσευχή του, μετὰ ἐδιάβαζε τοὺς Χαιρετισμοὺς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ ῾Ωρολόγιο καὶ κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπὲς ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μὲν ἀπὸ τοὺς δέ: «Συγχωρέστε», καὶ «ὁ Θεὸς νὰ σὲ συγχωρέση!». Αὐτὸ συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς γείτονες. Τὶς νηστεῖες τὶς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καὶ Παρασκευή, καθὼς καὶ τὶς μεγάλες νηστεῖες τὶς κρατοῦσε μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ ἀκρίβεια, καθὼς καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ἔστω καὶ νὰ ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἦτο ἕνα γεγονὸς σημαντικὸ στὴν χριστιανικὴ ζωὴ ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτὸν τὸν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καὶ κουτάλια. Τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα οἱ ἑορτὲς στὰ χωριά μας διαρκοῦσαν πολλὲς ἡμέρες.
Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτὴ ἔραβε, ὕφαινε στὸν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τὰ ἐνδύματά μας: ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθὼς καὶ βελέντζες καὶ ἄλλα σκεπάσματα γιὰ τὰ κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτὼ παιδιά, ἕξι κορίτσια καὶ δύο ἀγόρια καὶ μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, μὲ σεβασμὸ ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους καὶ μὲ τιμή. Δὲν λυπόταν νὰ μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τὴν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της. Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσικὴ συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπὸ τὴν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιὰ τὸν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της… Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στὸ καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καὶ νὰ μείνω τὸ Ἅγιο Πάσχα στὸ σπίτι μας, καὶ θυμήθηκα τὶς χριστιανικές μας συνήθειες, τὶς ὁποῖες δὲν εἶδα πάλι ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νὰ συνομιλήσω μαζί της καὶ κατάλαβα τότε πόσο βαθειὰ ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
Τὴν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τὸ πρωΐ ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ ὅταν ἐπέστρεψε καὶ τὴν ἐρώτησα, ἔμαθα μὲ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σὲ μιὰ ἀσθενῆ γειτόνισσα νὰ τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νὰ τῆς πλύνη τὰ πόδια εἰς ἀνά- μνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρὸ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «“ Ὁ Κύριος νὰ πλύνη τὰ πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγὼ νὰ μὴ κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν;”, μοῦ ἀπήντησε. «Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τὰ πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στὸ κρεββάτι καὶ τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπὸ τὶς δικές μας καινούργιες». Τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ ἦτο ὅλη τὴν ἡμέρα μὲ τὰ μάτια της δακρυσμένα. «Ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέ- φερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νὰ κλαίω καὶ νὰ στενάζω ἀπὸ πόνο». Τὸ Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τὰ τσουρέκια καὶ τὰ κουλούρια ποὺ μᾶς παρεσκεύαζε γιὰ τὸ Πάσχα, αὐτὴ μᾶς ἔλεγε: «Τὰ ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιὰ νὰ τὰ εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δὲν μοῦ ἔρχεται οὔτε νὰ τὰ ἀγγίξω, ἀλλὰ τὰ ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου μας, ποὺ αὔριο ἀνασταίνεται».
Σὰν γερόντισσα στὴν ἡλικία, παρότι ἔπασχε ἀπὸ ἀσθένει- ες, οὐδέποτε ἀπουσίασε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Διατηροῦσαν μία συνήθεια οἱ νοικοκυρὲς νὰ ἀσπάζωνται τὸ χέρι τῶν γερόντων καὶ τῶν χηρῶν καὶ νὰ τοὺς βάζουν στὸ χέρι χρήματα. Κάποτε μ᾿ ἐρώτησε, ἂν εἶναι καλὸ αὐτὸ ποὺ κάνει δηλαδή, νὰ παίρνη χρήματα. Μοῦ ἔλεγε: «Ποτὲ δὲν ἐξοδεύω αὐτὰ τὰ χρήματα γιὰ μένα, ἀλλὰ ἀγοράζω μὲ αὐτὰ κεριὰ καὶ τὰ ἀνάβω μπροστὰ στὴν Κυρία Θεοτόκο· καὶ στὸ σπίτι μου γιὰ κάθε φράγκο κάνω καὶ ἀπὸ δέκα μετάνοιες, γιὰ τὴν ὑγεία ποὺ μοῦ ἔδωσε». Ἄλλη φορὰ ἤθελα νὰ μάθω τὶ ξέρει ἡ μητέρα μου ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μοῦ ἔλεγε τότε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, τὸ Ὄνειρο τῆς Παναγίας, τὴν Ἐπιστολή, τὰ ὁποῖα ἀπήγγειλλε ἀπὸ στήθους. Ἐπίσης ὁλόκληρα κείμενα ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς Ψαλμούς. Μοῦ ἔλεγε τὸν 49ον Ψαλμό.
Ἐγνώριζε ἀπὸ στήθους πολλὲς προσευχές, τροπάρια, στιχηρὰ τῶν ἑορτῶν, τὰ ὁποῖα ἐμάθαινε στὴν ἐκκλησία. Ἐθαύμασα γιὰ ὅλα αὐτὰ διότι δὲν μοῦ εἶχε δώσει κάποια αἴσθησι ὅτι τὰ ἐγνώριζε καὶ τὰ κρατοῦσε μέσα της μὲ πολλὴ ἀφοσίωσι. Πάντοτε στὴν προσευχή. Πρὶν νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ σπίτι, τὴν ἐβλέπαμε ἀμέσως καὶ ἐπήγαινε στὰ εἰκονίσματα. Ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἔκανε μερικὲς μετάνοιες καὶ μετὰ ἄρχιζε τὶς δουλειές της. Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Κυρίας Θεοτόκου τὰ ἔλεγε μὲ πολλὴ ψυχικὴ θερμότητα, μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ ἀκλόνητη ἐλπίδα στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν θάνατό της ἦτο προετοιμασμένη, πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό. Τὸ φόρεμά της γιὰ τὸν τάφο της, τὸ σεντόνι γιὰ τὸ φέρετρό της καὶ ἕνα μάτσο κεριὰ τὰ εἶχε ἑτοιμάσει καὶ τὰ κρατοῦσε στὸ σεντούκι της. Μερικὲς ἑβδομάδες πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό της, πηγαίνοντας νὰ τὴν ἰδῶ ἀκόμη μιὰ φορά, τῆς ἔδωσα μία δεσμίδα κερὶ καθαρό, ποὺ μοῦ τὸ χάρισε ὁ π. Μακάριος. Τῆς ἔδωσα μεγάλη χαρὰ γι᾿ αὐτά. Τὰ ἔβαλε στὸ σεντούκι της καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία εἶδα τὶ εἶχε μέσα.
Ἐπέρασε στὴν αἰωνιότητα στὶς 4 Ἰουλίου 1967, μετὰ ἀπὸ κάποια ὀλιγόμηνη ἀσθένεια. Ἀκόμη, πρὶν ἀπὸ τὴν νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων –τὴν χρονιὰ αὐτὴ διαρκοῦσε μόνο τρεῖς ἡμέρες– ἐκάλεσε τὴν ἀδελφή μου Γλυκερία: «Νὰ καλέσης τὸν πάτερ Ἰονίκα νὰ μὲ ἐξομολογήση καὶ νὰ μὲ κοινωνήση». Ἐνήστευσε τρεῖς ἡμέρες, ἐξωμολογήθηκε καὶ κοινώνησε. Τὸ Σάββατο 1η Ἰουλίου πλύθηκε, ἄλλαξε, κατὰ τὴν συνήθειά της, χτενίσθηκε καὶ εἶπε στὴν Γλυκερία: - Πάρε τὸ σεντόνι καὶ σκέπασέ με, διότι νά, βλέπεις, ἔρχονται στὸν δρόμο τρεῖς γυναῖκες στὰ λευκὰ ντυμένες. - Ποῦ εἶναι μαμά; Τὴν ἐρώτησε ἡ Γλυκερία κοιτάζοντας πρὸς τὸ παράθυρο χωρὶς νὰ ἰδῆ κάποιον. - Ἄφησε. Αὐτὲς ἔχουν δουλειὰ μὲ μένα καὶ ὄχι μὲ σένα… Κάποια νύκτα ἀπὸ τὶς τελευταῖες της εἶδε στὸ ὄνειρό της τὸν Δημήτριο, τὸν μικρότερο γυιό της ποὺ πέθανε πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους μας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἦτο πάντοτε ἀπαρηγόρητη…
Ἦτο τὸ παιδὶ μὲ λευκὸ ὑποκάμισο, μὲ τὸ κεφάλι ἄσκεπο, μέσα σ᾿ ἕνα μεγάλο λιβάδι καὶ συνέλλεγε λουλούδια. - Τί κάνεις ἐδῶ; τὸν ἐρώτησε ἐκείνη. - Μαζεύω λουλούδια, τῆς ἀπήντησε ὁ γυιός της. - Καὶ γιατί εἶσαι ἀσκέπαστος στὸ κεφάλι; Ἐγὼ σοῦ φόρεσα καπελλάκι. - Ἐδῶ δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, τῆς ἀπήντησε χαρούμενος ὁ γυιός της… Μετὰ τὴν Θεία Κοινωνία τὸ πρόσωπό της ἀλλοιώθηκε. Δὲν ἔφαγε πλέον πάλι τίποτε, ἀλλὰ ζητοῦσε μόνο κρῦο νερὸ γιὰ νὰ δροσίζεται, ἐπειδὴ καιγόταν στὸν πυρετό. Κατόπιν εἶχε μεγάλη εὐθυμία, τὴν ὁποία οὐδέποτε εἶχε δείξει καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλη ἀπὸ τὰ τροπάρια ποὺ εἶχε μάθει στὴν ἐκκλησία: «Χριστὸς ἀνέστη…», «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε…», «Ἡ Γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν…», τὸ τροπάριο τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἄλλα. Ἀκόμη προσευχόταν ἀκατάπαυστα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὴν ἁμαρτωλή. Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, ἐλέησόν με τὴν ἁμαρτωλή». «Κύριε μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με», τὸν 50ον Ψαλμὸ καὶ ἐπανελάμβανε πάντοτε: «Δέξου Κύριε αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται σὲ Σένα καὶ μετὰ δέξου καὶ μένα…».
Τὴν τελευταία ἡμέρα καὶ νύκτα πρὸς τὴν ἡμέρα Τρίτη, δὲν κοιμήθηκε καθόλου, ἀλλὰ προσευχόταν συνεχῶς ψιθυριστά. Κατόπιν εἶπε στὴν Γλυκερία: «Νὰ μοῦ κάνης ὡραῖο μνημόσυνο μὲ κόλυβα, μὲ πρόσφορο, μὲ λουλούδια καί… νὰ δώσης στὸν πάτερ (Πετρώνιο) λευκὴ τὴν λύσι τῶν ἁμαρτιῶν μου νὰ τὴν ἔχη σὰν ἐνθύμιο ἀπὸ τὴν μάννα του…».
Τὴν Τρίτη τὸ πρωΐ, 4η Ἰουλίου, ὅταν ἤρχοντο οἱ πρῶτες ἀκτῖνες στὸ παράθυρο τοῦ δωματίου της,
ἐζήτησε ἀπὸ τὴν Γλυκερία τὸ κερί, ἄνοιξε τὰ μάτια της καὶ ἐψιθύρισε:
«Συγχώρεσέ με…!»,
κατόπιν ἐστράφη πρὸς τὸ ἄλλο μέρος καὶ ἐκοιμήθη ὁριστικά…
Ἡ ψυχή της ἐπέταξε ἀπὸ τὸ χωμάτινο σκεῦος τοῦ σώματός της, ποὺ τόσο πολὺ βασανίσθηκε καὶ ταλαιπωρήθηκε.
Τὸ πρόσωπό της ἦτο εἰρηνικὸ καὶ ἕνα χαμόγελο κρεμόταν ἀπὸ τὰ χείλη της…
Ἔζησε περίπου 87 χρόνια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα 39 μὲ τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ ὑπόλοιπα 25 σὰν χήρα.
Γεννήθηκε στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1880, παντρεύθηκε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1903, ἀπέθανε στὶς 4 Ἰουλίου 1967.
Ὁ πατέρας μου γεννήθηκε τὸ 1873 καὶ ἀπέθανε τὴν 1ην Αὐγούστου 1942.
Αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής.
Επιμέλεια ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Γέροντος Πετρωνίου Τανάσε, Εἰκόνες Πραότητος, σελ. 95-101, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», 2004. Ἐπιμέλ. ἡμετ.
Τὸ Κείμενο αὐτὸ ἐμελετήθη συλλογικῶς στὴν Ἐνοριακὴ Σύναξι, ἡ ὁποία πραγματοποιήθηκε τὴν Κυριακὴ 23.5.2016 ἐκ. ἡμ., στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης τῆς Ἐπισκοπῆς Στοκχόλμης.
Συντονιστὴς τῆς μελέτης καὶ ἀναλύσεως τοῦ Κειμένου ἦταν ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανός, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο στὴν Σουηδία γιὰ τὴν Πανήγυρι τοῦ Ναοῦ μαζὶ μὲ ὁμάδα Προσκυνητῶν ἐξ Ἑλλάδος.
† Γ. Ἱ.Μ.
Oί άγιοι Άγγελοι συνόδευσαν την Γλυκερία στό περιβόλι του Παραδείσου που όλα τα λυπηρά καί τα ενάντια αναχωρούν, καί γίνεται ειρήνη καί άρρητη γαλήνη
ΑπάντησηΔιαγραφήΑιωνία της η μνήμη .Σε ευχαριστούμε Γιώργο για την ψυχωφελή ανάρτηση .Καλό ξημέρωμα