Μαθαίνοντας την καινούρια δράση του,
ο Αρχιερατικός Επίτροπος τον κάλεσε και πάλι να απολογηθεί.
Αυτήν την φορά συγκεκριμένα του τονίζει:
''Την 27 (14 π.η.) Σεπτεμβρίου τ.ε. συνοδευόμενος παρ' ιδιωτών μετέβης εις το χωρίον Οβρυιά της περιφερείας Πατρών
και εν ώρα νυκτός, παρά τις συστάσεις της Αστυνομικής Αρχής,
έθραυσας τας πύλας του κλειδωμένου ενοριακού ναού ''Η Κοίμησις της Θεοτόκου'',
εισήλθας εν αυτώ και ετέλεσας Λειτουργίαν και κήρυγμα μίσους κατά της Εκκλησίας,
υποκινών συνάμα τους ακροατάς σου εις εμφύλιον σπαραγμόν''.
Ο π. Αρτέμιος βεβαιώθηκε, ότι η αποστολή του στην Πάτρα έπαιρνε τέλος.
Υπήρχαν όμως κι άλλες περιοχές που καρτερούσαν την βοήθεια τέτοιων αγωνιστών.
Η άφοβη δράσις του π. Αρτεμίου στη Πάτρα είχε γίνει παντού γνωστή.
Χαρακτηριστικό είναι το ευχετήριο τηλεγράφημα που έλαβε στην Πάτρα
για την ονομαστική του εορτή, από συναγωνιστές εν Χριστώ αδελφούς:
''Επί επετείω ονομαστικής εορτής σου ευχόμεθα έτη πολλά και επέκταση ζήλου σου προς αγαθόν Εκκλησίας''. Παρθένιος, Ακάκιος, Ιλαρίων, Αντώνιος, Ευστράτιος, Σεβηριανός, Μουστάκας, Κερεμελές, Σπυρόπουλος.
Τον Φεβρουάριο του 1935 κρατείται στις φυλακές Λευκάδος λόγω της ''επικίνδυνης'' δράσεώς του στο Μοναστηράκι της Βόνιτσας. Η επίσημη εφημερίδα των Γ.Ο.Χ ''Κήρυξ των Ορθοδόξων'' στο φύλλο της 25ης Φεβρουαρίου του 1935 δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα της φωτογραφία του π. Αρτεμίου από την φυλακή. Κάτω δε από αυτή σημειώνει: ''Από τα μαρτύρια των Παλαιοημερολογιτών Ιερέων. Ο Ιερομόναχος πατήρ Αρτέμιος λειτουργήσας εν Μοναστηρίω Βονίτσης κατά το Ορθόδοξον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον συνελήφθη κατά διαταγήν του τυρράνου Μητροπολίτου Ακαρνανίας Ιεροθέου και κατακρατείται ήδη εις τας σκοτεινάς φυλακάς Λευκάδος επί Π α λ α ι ο η μ ε ρ ο λ ο γ ι τ ι σ μ ώ.
Εκείθεν δε ελήφθη και η ανωτέρω φωτογραφία''. Το έτος 1929 μετά από Θεία Λειτουργία, που είχε στον ναό της Αγίας Τριάδος (Καψουράκη), τα όργανα των σχισματικών επεχείρισαν να τον συλλάβουν. Ο π. Αρτέμιος τους αντιστάθηκε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τον κτύπησαν άγρια και τον εγκατέλειψαν σε κακή κατάσταση μέσα στις λάσπες. Τα Χριστούγεννα του 1937 βρίσκεται πάλι στην Τήνο για να δώσει θάρρος στους Τηνίους αδελφούς, που τόσο αγαπούσε. Δεν κατάφερε όμως να μείνει πολύ εκεί, διότι ''εξαιρετικώς επείγουσα αστυνομική διαταγή'' στις 17-1-1937, τον υποχρεώνει εντός της ιδίας μέρας να εγκαταλείψει το νησί. Τόσο πολύ ''επικίνδυνος'' είχε γίνει ο πατήρ Αρτέμιος στους Νεοημερολογίτες.
Το 1950 ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (Αρχιεπίσκοπος των Γ.Ο.Χ), τον έστειλε στο Παράρτημα Βάτικα - Βοιών προς εξομολόγηση των εκεί πιστών. Επειδή ήτο μεγάλης ηλικίας και φιλάσθενος (έπασχε από ζάκχαρον), τον ακολούθησε ως βοηθός και ο τότε νεοχειροτονηθείς π. Πανάρετος. Ο π. Αρτέμιος παρ' όλα του τα γηρατειά του είχε το κουράγιο πάντοτε να ομιλεί από το βήμα του ιερού ναού. Μια Κυριακή μάλιστα μετά τον εσπερινό, γεμάτος ενθουσιασμό θέλησε να ομιλήσει και δημόσια. Δεν άργησε να κατέβει στην πλατεία της κωμοπόλεως και ανεβασμένος σε μια καρέκλα να ομιλήσει με την βροντερή και επιβλητική φωνή του ''περί Ορθοδοξίας''. Η απρόοπτη αυτή δημόσια εμφάνισή του συγκέντρωσε πολύ κόσμο, που τον άκουσαν με προσοχή και ενδιαφέρον... Υπήρχαν όμως και οι ενδιαφερόμενοι ''ιερείς,'' που δεν ανέχθηκαν τον ενθουσιασμό αυτό, τον κατήγγειλαν επί ''προσηλυτισμώ'' και τελικά τον υποχρέωσαν να φύγει.
Και εις το Άγιον Όρος εξορία τον έστειλαν. Ήταν το 1932, όταν τόλμησε να τελέσει έναν γάμο στην Κερατέα Αττικής. Εκτός από τους ακαταπαύστους αγώνες του, τον π. Αρτέμιο εχαρακτήριζαν και ορισμένες ευγενικές συνήθειες. Το Πάσχα συγκεκριμένα, μετά την ''Αγάπη'', κρατούσε στο τραπέζι όσους από το εκκλησίασμά του γνώριζε, ότι δεν είχαν συγγενείς ή φίλους. Τους έδινε έτσι λίγη χαρά και στοργή. Ένιωθε και πρόσφερε την πραγματική αγάπη. Πολλές φορές αναγκάσθηκε να μείνει σε σπίτια πνευματικών του παιδιών. Όπως μας διηγούνται, ήταν τόσο απλός και διακριτικός σαν να μην υπήρχε μέσα στο σπίτι.
Αποτραβιόταν στο ιδιαίτερο δωμάτιό του και αφοσιωνόταν στην ανάγνωση και την προσευχή. Όταν δε βρισκόταν μέσα στην οικογένεια, πάντοτε κάποιο διδακτικό πατερικό θα εύρισκε να τους διηγηθεί και να τους ευφράνει πνευματικά. Σε εορταστική τράπεζα χαιρόταν πολύ να ψάλλει το αναστάσιμο: ''Ο Άγγελος εβόα''. Νήστευε πολύ και όταν έπρεπε λόγω της ασθενείας του να φάει αρτήσιμο, έλεγε: ''Ένα κρομμύδι θα στίψω και αυτό θα φάγω''. Κάποτε μάλιστα (1932), που βρισκόταν στο σπίτι του κ. Αργυρού, έτυχε να αρρωστήσει πολύ βαρειά. Κάλεσαν τότε τον γιατρό Χρυσοχέρη. Τους συνέστησε υπερτροφία, που σήμαινε κατάλυση νηστείας. Και ο π. Αρτέμιος, σαν να μην το κατάλαβε, τον ρώτησε με τον δικό του τρόπο: ''Γιατρέ κάνει να τρώω φασόλια'';
Ποτέ του δεν κρατούσε χρήματα για μια δύσκολη στιγμή. Μόνο, όσα νόμιζε ότι ήταν απολύτως αναγκαία για την συντήρηση της συνοδείας του. Είχε απόλυτη πίστη στην Θεία Πρόνοια. Πολλοί ακόμα ενθυμούνται τον γέροντα Αρτέμιο στον καιρό της Γερμανικής κατοχής και της μεγάλης πείνας. Μόλις εξοικονομούσε λίγο ψωμάκι, πράγμα σπάνιο για τα χρόνια εκείνα, το έκρυβε κάτω από το ράσο του και έτρεχε να το βάλει στο στόμα πεινασμένων παιδιών. Έγινε ο σωτήρας πολλών την δύσκολη εκείνη εποχή. Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής επίσης με την νηστεία και την προσευχή του ελευθέρωσε από φοβερό δαιμόνιο την Αντιγόνη, μια κοπέλα που του έφεραν από την Πάτρα.
Την συμπεριφορά του προς τους ανθρώπους εναρμόνιζε πάντοτε προς το Αποστολικό: ''Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις'' (Πράξ. ε' 29). Έτσι, όταν οι Γερμανοί κατακτητές έφυγαν και κυριάρχησαν για λίγο καιρό στην περιοχή της ενορίας του οι κόκκινοι δικτάτορες, δεν εφοβήθη να τους ελέγχει δημόσια για την απιστία και σκληρότητά τους, σε σημείο, που και το ''λαικό, αντάρτικο δικαστήριο'' να ασχοληθεί βγάζοντας για τον γέροντα καταδικαστική απόφαση. ''Σ' ένα στυλιάρι θα σας φέρουμε το κεφάλι του γέροντά σας''. Με τις προσευχές των πιστών, ο Άγιος Θεός ξεκαθάρισε πολύ γρήγορα την περιοχή και ολόκληρη την Ελλάδα από το κόκκινο αυτό μίασμα και η απόφαση έμεινε ανεκτέλεστη. Στον Άγιο Μηνά πέρασε τα τελευταία 18 χρόνια της ζωής του. Παρέλαβε το έτος 1938 τον Άγιο Μηνά, ένα μικρό εκκλησάκι 3 Χ 4 μ. το οποίο με τον καιρό μεγάλωσε.
Εκεί, ως μόνιμος εφημέριος κυριολεκτικά θυσιάστηκε προς εξυπηρέτηση των ενοριτών του. Με αγάπη και νοσταλγία θυμούνται τα πνευματικοπαίδια του τις κατανυκτικές ολονυκτίες που συνήθιζε ο γέροντας, καθώς και την χαρακτηριστική βροντερή φωνή του να τους βοηθά. Και σε καιρό διωγμού, ακόμη η φωνή του βροντούσε το ίδιο δυνατά, ενώ τον παρακαλούσαν: ''Πιο σιγά πάτερ Αρτέμιε. Θα μας ακούσουν απ' έξω.'' Ακριβολόγος στα της πίστεως, όταν του παρεπονούντο, γιατι δεν τελεί μυστήρια σε νεοημερολογίτες, απαντούσε: ''Δεν εγκατέλειψα την Μονή της Μετανοίας μου για να εξυπηρετώ σχισματικούς''. Στον μεγάλο διωγμό του 1951, που βρισκόταν στον Άγιο Μηνά, ποτέ δεν έπαυσε να λειτουργεί στα κρυφά. Τα όργανα, που το είχαν αντιληφθεί, έκαναν πολλές φορές αιφνιδιασμό για να τον πιάσουν.
Τίποτε δεν κατάφεραν, παρ' όλες τις παρακολουθήσεις τους. Μη μπορώντας λοιπόν να κάνουν κάτι περισσότερο, κάρφωσαν καλά, για πιο ασφάλεια, την πόρτα του ναού με σανίδες, παρ' όλο που ένα λουκέτο την στόλιζε μόνιμα. Αυτό παρά ήταν προκλητικό για τον αγωνιστή πατέρα Αρτέμιο, όπου στο τέλος δεν το άντεξε. Παίρνει μια ημέρα ένα σκερπάνι και όχι μόνο ξεκαρφώνει τις σανίδες από την πόρτα, αλλά ξηλώνει και ολόκληρη την πόρτα του ναού, μονολογώντας: -Για να δω τώρα, που θα βρούν πόρτες να κλείσουν!'' Οι συνεχείς αγώνες, τα γηρατειά και η ασθένειά του είχαν καταβάλει τον γέροντα. Περίπου έξι μήνες πριν κοιμηθεί, τον έπιασε ξαφνικά υψηλός πυρετός και οι μοναχές που αποτελούσαν την συνοδεία του πίστευσαν, ότι είχε φτάσει το τέλος του.
Μετά λίγες μέρες όμως συνήλθε και τους είπε: ''Ακόμη δεν πεθαίνω, μη φοβάσθε''. Δια να τους βεβαιώσει, τους ενεπιστεύθη και ένα όνειρο που είχε δει, όταν βρισκόταν στην κρίση του πυρετού. ''Τον οδήγησαν σ' ένα δικαστήριο, που δικαστές ήταν οι τρεις μάρτυρες Μηνάς, Βίκτωρ και Βικέντιος. Όταν πλησίασε κοντά στους δικαστές, ο Άγιος Μηνάς που είχε την θέση του Προέδρου, εστράφη στους άλλους δυο και είπε: ''Πέστε στον π. Αρτέμιο να γυρίσει στο ησυχαστήριό του. Δεν είναι καιρός ακόμη''. Επτά ημέρες προ του θανάτου του (Κυριακή της Ορθοδοξίας ήταν), όταν θέλησαν να του βγάλουν φωτογραφία, τους ρώτησε: ''Επειδή θα πεθάνω, γι' αυτό με βγάζετε φωτογραφία''; Μετά τον εσπερινό της ίδιας ημέρας κτυπά με το μπαστούνι του την πόρτα της τράπεζας. Πάντα το συνήθιζε, όταν ήθελε να μπει μέσα. Βρήκε τις αδελφές να τρώγουν και τους είπε: ''Αυτή την φορά είναι σίγουρο ότι φεύγω.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ μου παρήγγειλε να ετοιμασθώ''. Την άλλη μέρα, Δευτέρα ήταν, έπεσε βαρειά άρρωστος. Ο γιατρός που έφεραν, διέταξε να μεταφερθεί επειγόντως στην κλινική. Είχε πολύ μεγάλη ανάγκη. Την Τρίτη, ενώ τον ετοίμαζαν για να τον μεταφέρουν στην κλινική, τους είπε με προφητικό παράπονο: ''Πέντε ημέρες μου μένουν να ζήσω ακόμη. Αφήστε με εδώ στο κελλάκι μου''. Τον μετέφεραν στον ''Λευκό Σταυρό'' και μάλιστα στο ίδιο δωμάτιο, που πριν εννέα χρόνια είχε κοιμηθεί ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Μαρτύριος Ζούλιας. Την Παρασκευή των Β' Χαιρετισμών, παραμονή της κοιμήσεώς του, κάποια αδελφή του διάβασε τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου. Στο τέλος ο π. Αρτέμιος προαισθανόμενος τον θάνατόν του ζήτησε συγχώρεση από τους παρευρισκομένους.
Και την άλλη ημέρα, 3 Μαρτίου και ώρα 10.30' π.μ.
παρέδωσε την ψυχήν του εις χείρας του αθλοθέτου Χριστού,
που τόσο πολύ από παιδί είχε αγαπήσει.
Η κηδεία του π. Αρτεμίου έγινε την άλλη ημέρα, Β' Κυριακή των Νηστειών,
στην Μονή του Αγίου Μηνά, εκεί όπου επί είκοσι ολόκληρα χρόνια αγωνίσθηκε.
Μια γωνιά του περιβόλου του Αγίου Μηνά φιλοξένησε το κουρασμένο και ασκητικό σώμα του γέροντος,
ενώ πλήθος κόσμου είχε έλθει ν' ασπασθεί για τελευταία φορά
το χέρι του θαρραλέου αγωνιστού και ομολογητού της Ορθοδοξίας.
Μετά από επτά χρόνια έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του
και κατά την μαρτυρία των παρευρισκομένων, τα οστά του ευωδίαζαν.
Αυτά φυλάσσονται μέχρι σήμερα στον ναό του Αγίου Μηνά.
Η όλη ζωή και οι αγώνες του π. Αρτεμίου μας διδάσκουν,
ότι η πίστις κοντά στην δοκιμασία, κλείνει μέσα της άβυσσο και δύναμη.
Κ. Γ.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Απόσπασμα εκ του ιστορικού, ορθοδόξου περιοδικού: ''ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ''
του αειμνήστου Επισκόπου Πενταπόλεως των Γ.Ο.Χ κ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου.
Τόμος Β΄, Ιανουάριος - Φεβρουάριος - Μάρτιος 1977,
αριθμός τεύχους 5, σελίδες 51 - 56,
Πειραιεύς 1977.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου