ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Η ΚΑΘΑΡΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ



  

 Ὁ γιατρός Μιχαήλ Ἰγκόροβιτς παλιότερα φρόντιζε τόν Γέροντα Γαβριήλ. 

Ἦταν ἄνθρωπος, 

πού ποτέ δέν τόν εἶχαν ἀπασχολήσει τά θέματα τῆς πίστης καί τῆς σωτηρίας. 

Γιά ὅλα τά θέματα πού γίνονται στήν ζωή 

εἶχε καί κάποια «φυσική» ἐξήγηση. 

Ὁ Γέροντας Γαβριήλ ἐρώτησε κάποτε τόν γιατρό Μ.Ι.Φ.: 

- Πιστεύεις στήν ὕπαρξη τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τῶν δαιμόνων; 

- Καλά… τό ξέρεις… Πιστεύω πολύ λίγο. 

- Σέ παρακαλῶ: Πρίν κάνεις ὁτιδήποτε ἄλλο ἐξέτασέ με γιά νά διαπιστώσεις,

 ἂν διανοητικά εἶμαι φυσιολογικός ἄνθρωπος. 

Ὁ γιατρός χαμογέλασε καί εἶπε πώς βρῆκε τόν π. Γαβριήλ ἀπόλυτα ὑγιή, 

«σώας ἔχοντα τάς φρένας». 

Τό σῶμα ὅμως καί ἰδιαίτερα ἡ καρδιά ἔχουν πολύ μεγάλη ἀδυναμία. 

Ὡραῖα, συνέχισε ὁ π. Γαβριήλ. 

Σήμερα στίς ἕξι ἡ ὥρα τό βράδυ λοιπόν, ἡ ἀναπνοή μου δυσκόλεψε. 

Ἐνῶ βρισκόμουν σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση ἐμφανίστηκαν μπροστά μου 

κάποια πονηρά πνεύματα, δαίμονες… 


Μὰ αὐτὸ εἶναι παραίσθηση... διέκοψε ὁ γιατρός. - Ἐγὼ νομίζω ὄχι. Ἦταν δαίμονες, γιατὶ μὲ πί- εζαν καὶ μοῦ ᾿λεγαν: «Δὲν ὑπάρχει Θεός. Εἶσαι δικός μας, θὰ πεθάνεις». - Ὄχι, δὲν εἶμαι δικός σας,... τοὺς ἀπάντησα, δὲν θὰ πεθάνω. Πιστεύω πὼς ὁ Χριστὸς θὰ μὲ πάρει κοντά Του. Αὐτοὶ γέλασαν: «Χά, χά, χά. Οὔτε αὐτὸς οὔτε Θεὸς ὑπάρχει». «Ἂν δὲν ὑπάρχει Θεός, τότε ποιός εἶναι ὁ σκοπός σας;... τοὺς ἀπάντησα. Ἐσᾶς ποιός σᾶς ἔφτιαξε; Ἂν δὲν ὑπάρχει Θεός, τότε δὲν ὑπάρχετε οὔτε καὶ σεῖς. Εἶστε ψεῦτες! Εἶστε τὸ ψέμμα προσωποποιημένο, εἶστε διάβολοι!!! Φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα. Ἐγὼ πιστεύω στὸν Θεὸ καὶ Αὐτὸς θὰ μὲ σώσει!». «Χά, χά, χά… Ποῦ θὰ πᾶς; Θὰ δοῦμε. Εἶσαι ἁμαρτωλός!», ἀντέτειναν ἐκεῖνοι. «Ναί, ἀπάντησα, εἶμαι ἁμαρτωλός, ἐσεῖς μὲ παρακινεῖτε. 


μως μετάνιωσα, ἐξομολογήθηκα στὸν πνευματικό μου καὶ οἱ ἁμαρτίες μου συχωρέθηκαν». «Ναί, αὐτὸ εἶν᾿ ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ μετάνοιά σου δὲν ἦταν καθαρή. Ἔφερνες πότε τὴ μιὰ δικαιολογία καὶ πότε τὴν ἄλλη γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖς στὸν Πνευματικό σου». «Αὐτὸ ὅμως, ἐπέμεινα, καὶ ἂν ἦταν ἔτσι, ἦταν ἀπὸ ντροπή. Μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι ἡ ἁμαρτία μου ἦταν πολὺ μεγάλη ντρεπόμουν. Ἡ ντροπὴ αὐτὴ ὅμως καὶ ὁ φόβος προέρχονταν ἀπὸ σᾶς τοὺς δαίμονες ποὺ προσπαθούσατε νὰ μὲ διατηρήσετε θύμα σας καὶ νὰ μὲ καταστρέψετε. Καὶ τώρα ἤρθατε γιὰ νὰ μὲ τρομάξετε. Δὲ θὰ τὰ καταφέρετε ὅμως. Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ «ἦλθε εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμι ἐγώ» (Α´ Τιμόθ. α´ 15). Μετὰ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι καὶ νὰ φωνάζω στὸν Κύριο: «Κύριε, σῶσε με». Οἱ δαίμονες ὅμως ἐξακολουθοῦσαν νὰ μὲ πειράζουν. «Χά, ἀκοῦς τὶ λές; 


Τί μπορεῖς νὰ ἐλπίζεις πὼς θὰ κερδίσεις, ἁμαρτωλέ;». Ἐγὼ ξαναπροσευχήθηκα: «Ὅσιοι τοῦ Θεοῦ, βοηθεῖστε με ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων». Οἱ δαίμονες ἀπὸ τὴν ἄλλη μοῦ φώναζαν: «Ὄχι, ὄχι, θὰ χαθεῖς!!!». «Ὄχι, κραύγαζα ἐγώ. Ἀκόμα εἶμαι στὸ σῶμα μου. Μπορῶ νὰ μετανοήσω. Δὲ θὰ χαθῶ». Τότε ἐκεῖνοι ἄρχισαν νὰ μοῦ ἀποκαλύπτουν ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου, ἀκόμα καὶ αὐτὲς ποὺ ἐγὼ δὲν τὶς εἶχα λογαριάσει γιὰ ἁμαρτίες. Μοῦ τὶς ἔδειχναν ὅλες. «Ὁρίστε, ἐδῶ εἶναι. Τὶς βλέπεις; Δὲν εἶναι αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες σου; μὲ κατηγοροῦσαν συνέχεια οἱ ἀκάθαρτοι. Καὶ οἱ ὅσιοί σου ἴδιοι μὲ σένα ἦταν. Ἁμαρτωλοὶ ἦταν καὶ αὐτοί». Σὰν ἄκουσα αὐτὰ τὰ λόγια σήκωσα τὸ κεφάλι μου καὶ τοὺς εἶπα μὲ παρρησία: «Τί; 


Οἱ Ἅγιοι ἦταν ἁμαρτωλοὶ σὰν καὶ μένα; Αὐτοὶ σώθηκαν. Λοιπόν, γιατί δὲν ὑπάρχει σωτηρία καὶ γιὰ μένα; Εἶμαι ἀκόμα στὸ σῶμα μου καὶ μπορῶ νὰ μετανοήσω. Ὄχι, εἶμαι ζωντανός, ὑπάρχει σωτηρία γιὰ μένα!». Τὴν στιγμὴ αὐτὴ νικήθηκαν οἱ δαίμονες. Θυμήθηκα πὼς παλιότερα εἶχα προσευχηθεῖ στὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ μὲ προστατέψει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ὅταν πιὰ δὲ θά ᾿χω δύναμη νὰ προσεύχομαι. Ἔτσι τότε ἦρθε στὸ νοῦ μου ἡ παλιά μου ἐκείνη παράκληση καὶ γύρισα μὲ δάκρυα στὴν μεσίτρια ὅλων τῶν θλιβομένων: «Δέσποινά μου!... Τώρα εἶναι ἡ ὥρα νὰ μὲ προστατέψεις ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις. Σοῦ τό ᾿χω ζητήσει αὐτό…». Ἐκείνη τὴν στιγμὴ οἱ δαίμονες τρομοκρατήθηκαν καὶ φώναζαν ὅλοι μαζί: «Πᾶμε». Καὶ ἄρχισαν νὰ φεύγουν πρὸς τὴν ἔξοδο. Στὸ τραπέζι αὐτὸ ποὺ βλέπεις ἦταν ἕνα κινέζικο πιάτο. Τὸ ἅρπαξαν οἱ δαίμονες καὶ τὸ πέταξαν μ᾿ ὅλη τους τὴν δύναμη στὸ δάπεδο. Ἔγινε χίλια κομμάτια. Λοιπόν, τί ἔχεις νὰ πεῖς γι᾿ αὐτά, Μιχαὴλ Ἰγκόροβιτς, ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει ὑλικὴ μαρτυρία; Καὶ θὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἀκόμα: 


ταν μπῆκε ὁ Ἰωσήφ, ὁ διακονητής μου, καὶ εἶδε τὰ κομματάκια ἀπὸ τὸ πιάτο μὲ ρώτησε: «Τὸ πιάτο βρέθηκε στὸν δρόμο κανενός; Ποιός ἦταν ἐδῶ;». Ὁ γιατρὸς τά ᾿χασε, ἦρθε σὲ ἀμηχανία. - Βέβαια, εἶπε, αὐτὸ εἶναι κάπως ἀσυνήθι- στο… Αὐτὸ δὲν εἶναι παραίσθηση. Ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ δαίμονες ὁ π. Γαβριὴλ κάλε- σε ἀμέσως τὸν Πνευματικό του, τὸν π. Ἐπιφάνιο. Μὲ τὶς νωπὲς ἐντυπώσεις ἀπὸ τὶς φοβερὲς εἰκόνες τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν του, αὐτῶν ποὺ τοῦ ἦταν γνωστές, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ποὺ τοῦ φανέρωσαν οἱ δαίμονες, μετάνιωσε καὶ ἐξομολο- γήθηκε καθαρά. Ἀργότερα ὁ π. Γαβριὴλ ἔλεγε πὼς ἂν δὲν εἶχε πίστη στὸ Σωτῆρα ἢ ἂν ἡ πίστη του εἶχε κλονιστεῖ, σίγουρα θὰ εἶχε πεθάνει ἀπὸ τὴν ἀπελπισία καὶ τὸν φόβο τῶν δαιμόνων. Ἡ σταθερὴ πίστη του στὸν Κύριο ὅμως τὸν προστάτεψε καὶ τὸν ἔσωσε. 


Καὶ μόνο ποὺ ἄκουσαν τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας οἱ δαίμονες ἐξαφανίστηκαν τρομαγμένοι, βρίζοντας καὶ βλασφημώντας. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ συνέργησαν καὶ αὐτοὶ ἔστω καὶ ἀθέλητα ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ὁ π. Γαβριὴλ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ εἰρηνέψει, νὰ γίνει ἤρεμος καὶ χαρούμενος. Ἡ ἐμφάνιση τῶν δαιμόνων ἔκανε τὸν π. Γαβριὴλ πιὸ προσεχτικό. Παρατηροῦσε πιὰ κάθε λογισμὸ ποὺ ἦταν ἀντίθετος στὴν σωτηρία του. Μὲ τὸ φωτισμὸ ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή του καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας Πρόνοιας, ἔβλεπε καθαρὰ τὶς κινήσεις τοῦ νοῦ του καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ποὺ τοὺς θεωροῦσε ἐχθρούς του καὶ τοὺς καταδίωκε στὴν γένεσή τους ἀκόμα, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. 


κόμα καὶ μὲ τὴν προσβολὴ ὅμως τῶν λογισμῶν αὐτῶν διέκρινε μιὰ ἔνδειξη τῆς ἀδυναμίας του. Ἔκλαιγε, μετανοοῦσε πάλι καὶ πάλι ὡς τὸν θάνατό του. «Ἡ μετάνοια εἶναι δῶρο Θεοῦ» ἔλεγε. Ταυτόχρονα ἡ ἀπαίσια ὄψη τῶν δαιμόνων καὶ ἡ τρομερὴ ἐντύπωση ποὺ τοῦ ἄφησαν, λειτούργησαν θετικὰ γιὰ τὸν π. Γαβριήλ. Ἀναλογιζόταν τὸν θάνατο καὶ τὸ πέρασμά του στὴν αἰωνιότητα, καθὼς καὶ τὰ βάσανα πού ᾿χε νὰ τραβήξει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὰ τελώνια. Πῶς μπορεῖ νὰ προστατευτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾿ αὐτά; Πῶς μπορεῖ νὰ λάβει τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὶς μεσιτεῖες τῆς Βασίλισσας τῶν Οὐρανῶν; Ἡ Προστασία Της εἶναι τόσο φοβερὴ στοὺς δαίμονες!



Ὁ π. Γαβριήλ προσευχόταν 

καί ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό νά τόν ἐλεήσει τήν ὥρα τοῦ θανάτου. 

Σάν ἀπάντηση στήν προσευχή του ἄρχισε νά νιώθει, 

πώς ἡ πίστη του δυνάμωνε, 

γέμιζε τήν ψυχή του μέ χαρά καί ἐλπίδα γιά τήν σωτηρία του. 

Ἡ ἀγάπη μπῆκε στήν καρδιά του, ἔνιωθε μέσα του μιά φλόγα,

πού δυνάμωνε τήν προσευχή του 

καί ὁδηγοῦσε ὅλες τίς σκέψεις καί τούς λογισμούς του πρός τόν Θεό. 

Δέν εἶχε ἀνάγκη πιά νά προσπαθεῖ γιά νά μαζεύει τόν νοῦ καί τίς σκέψεις του. 

Ἡ ἀγάπη τόν ὁδηγοῦσε κατ’ εὐθεῖαν στόν Θεό. 

Ἔδινε στά αἰσθήματά του ἀνυψωτική τάση, στόν νοῦ του δύναμη θεωρίας, 

πού ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τόν ὁδηγοῦσαν ν᾿ ἀνέβει στά οὐράνια. 

«Ἀργότερα μέ καταλάμβανε φοβερό δέος», ἔγραφε ὁ π. Γαβριήλ. 



Εκ του βιβλίου του Πέτρου Μπότση, 
''Γέροντας Γαβριήλ ὁ Ἀναχωρητής'', σελ. 125-129, Ἀθήνα 1998. Ἐπιμέλ. ἡμετ. 
Αναδημοσίευση εκ του περιοδικού ''ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ'' 
της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών. 
Τεύχος 2. Δεκέμβριος 2012 - Ιανουάριος 2013. 
Τριμηνιαία έκδοση της Ιεράς Γυναικείας Μονής Αγίων Αγγέλων, Αφιδνών Αττικής. 
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF