Ὁ γιατρός Μιχαήλ Ἰγκόροβιτς παλιότερα φρόντιζε τόν Γέροντα Γαβριήλ.
Ἦταν ἄνθρωπος,
πού ποτέ δέν τόν εἶχαν ἀπασχολήσει τά θέματα τῆς πίστης καί τῆς σωτηρίας.
Γιά ὅλα τά θέματα πού γίνονται στήν ζωή
εἶχε καί κάποια «φυσική» ἐξήγηση.
Ὁ Γέροντας Γαβριήλ ἐρώτησε κάποτε τόν γιατρό Μ.Ι.Φ.:
- Πιστεύεις στήν ὕπαρξη τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τῶν δαιμόνων;
- Καλά… τό ξέρεις… Πιστεύω πολύ λίγο.
- Σέ παρακαλῶ: Πρίν κάνεις ὁτιδήποτε ἄλλο ἐξέτασέ με γιά νά διαπιστώσεις,
ἂν διανοητικά εἶμαι φυσιολογικός ἄνθρωπος.
Ὁ γιατρός χαμογέλασε καί εἶπε πώς βρῆκε τόν π. Γαβριήλ ἀπόλυτα ὑγιή,
«σώας ἔχοντα τάς φρένας».
Τό σῶμα ὅμως καί ἰδιαίτερα ἡ καρδιά ἔχουν πολύ μεγάλη ἀδυναμία.
Ὡραῖα, συνέχισε ὁ π. Γαβριήλ.
Σήμερα στίς ἕξι ἡ ὥρα τό βράδυ λοιπόν, ἡ ἀναπνοή μου δυσκόλεψε.
Ἐνῶ βρισκόμουν σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση ἐμφανίστηκαν μπροστά μου
κάποια πονηρά πνεύματα, δαίμονες…
Μὰ αὐτὸ εἶναι παραίσθηση... διέκοψε ὁ γιατρός. - Ἐγὼ νομίζω ὄχι. Ἦταν δαίμονες, γιατὶ μὲ πί- εζαν καὶ μοῦ ᾿λεγαν: «Δὲν ὑπάρχει Θεός. Εἶσαι δικός μας, θὰ πεθάνεις». - Ὄχι, δὲν εἶμαι δικός σας,... τοὺς ἀπάντησα, δὲν θὰ πεθάνω. Πιστεύω πὼς ὁ Χριστὸς θὰ μὲ πάρει κοντά Του. Αὐτοὶ γέλασαν: «Χά, χά, χά. Οὔτε αὐτὸς οὔτε Θεὸς ὑπάρχει». «Ἂν δὲν ὑπάρχει Θεός, τότε ποιός εἶναι ὁ σκοπός σας;... τοὺς ἀπάντησα. Ἐσᾶς ποιός σᾶς ἔφτιαξε; Ἂν δὲν ὑπάρχει Θεός, τότε δὲν ὑπάρχετε οὔτε καὶ σεῖς. Εἶστε ψεῦτες! Εἶστε τὸ ψέμμα προσωποποιημένο, εἶστε διάβολοι!!! Φύγετε μακριὰ ἀπὸ μένα. Ἐγὼ πιστεύω στὸν Θεὸ καὶ Αὐτὸς θὰ μὲ σώσει!». «Χά, χά, χά… Ποῦ θὰ πᾶς; Θὰ δοῦμε. Εἶσαι ἁμαρτωλός!», ἀντέτειναν ἐκεῖνοι. «Ναί, ἀπάντησα, εἶμαι ἁμαρτωλός, ἐσεῖς μὲ παρακινεῖτε.
Ὅμως μετάνιωσα, ἐξομολογήθηκα στὸν πνευματικό μου καὶ οἱ ἁμαρτίες μου συχωρέθηκαν». «Ναί, αὐτὸ εἶν᾿ ἀλήθεια, ἀλλὰ ἡ μετάνοιά σου δὲν ἦταν καθαρή. Ἔφερνες πότε τὴ μιὰ δικαιολογία καὶ πότε τὴν ἄλλη γιὰ νὰ δικαιολογηθεῖς στὸν Πνευματικό σου». «Αὐτὸ ὅμως, ἐπέμεινα, καὶ ἂν ἦταν ἔτσι, ἦταν ἀπὸ ντροπή. Μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι ἡ ἁμαρτία μου ἦταν πολὺ μεγάλη ντρεπόμουν. Ἡ ντροπὴ αὐτὴ ὅμως καὶ ὁ φόβος προέρχονταν ἀπὸ σᾶς τοὺς δαίμονες ποὺ προσπαθούσατε νὰ μὲ διατηρήσετε θύμα σας καὶ νὰ μὲ καταστρέψετε. Καὶ τώρα ἤρθατε γιὰ νὰ μὲ τρομάξετε. Δὲ θὰ τὰ καταφέρετε ὅμως. Πιστεύω καὶ ὁμολογῶ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ «ἦλθε εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμι ἐγώ» (Α´ Τιμόθ. α´ 15). Μετὰ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι καὶ νὰ φωνάζω στὸν Κύριο: «Κύριε, σῶσε με». Οἱ δαίμονες ὅμως ἐξακολουθοῦσαν νὰ μὲ πειράζουν. «Χά, ἀκοῦς τὶ λές;
Τί μπορεῖς νὰ ἐλπίζεις πὼς θὰ κερδίσεις, ἁμαρτωλέ;». Ἐγὼ ξαναπροσευχήθηκα: «Ὅσιοι τοῦ Θεοῦ, βοηθεῖστε με ν᾿ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς συκοφαντίες καὶ τὶς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων». Οἱ δαίμονες ἀπὸ τὴν ἄλλη μοῦ φώναζαν: «Ὄχι, ὄχι, θὰ χαθεῖς!!!». «Ὄχι, κραύγαζα ἐγώ. Ἀκόμα εἶμαι στὸ σῶμα μου. Μπορῶ νὰ μετανοήσω. Δὲ θὰ χαθῶ». Τότε ἐκεῖνοι ἄρχισαν νὰ μοῦ ἀποκαλύπτουν ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου, ἀκόμα καὶ αὐτὲς ποὺ ἐγὼ δὲν τὶς εἶχα λογαριάσει γιὰ ἁμαρτίες. Μοῦ τὶς ἔδειχναν ὅλες. «Ὁρίστε, ἐδῶ εἶναι. Τὶς βλέπεις; Δὲν εἶναι αὐτὲς οἱ ἁμαρτίες σου; μὲ κατηγοροῦσαν συνέχεια οἱ ἀκάθαρτοι. Καὶ οἱ ὅσιοί σου ἴδιοι μὲ σένα ἦταν. Ἁμαρτωλοὶ ἦταν καὶ αὐτοί». Σὰν ἄκουσα αὐτὰ τὰ λόγια σήκωσα τὸ κεφάλι μου καὶ τοὺς εἶπα μὲ παρρησία: «Τί;
Οἱ Ἅγιοι ἦταν ἁμαρτωλοὶ σὰν καὶ μένα; Αὐτοὶ σώθηκαν. Λοιπόν, γιατί δὲν ὑπάρχει σωτηρία καὶ γιὰ μένα; Εἶμαι ἀκόμα στὸ σῶμα μου καὶ μπορῶ νὰ μετανοήσω. Ὄχι, εἶμαι ζωντανός, ὑπάρχει σωτηρία γιὰ μένα!». Τὴν στιγμὴ αὐτὴ νικήθηκαν οἱ δαίμονες. Θυμήθηκα πὼς παλιότερα εἶχα προσευχηθεῖ στὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ μὲ προστατέψει τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ὅταν πιὰ δὲ θά ᾿χω δύναμη νὰ προσεύχομαι. Ἔτσι τότε ἦρθε στὸ νοῦ μου ἡ παλιά μου ἐκείνη παράκληση καὶ γύρισα μὲ δάκρυα στὴν μεσίτρια ὅλων τῶν θλιβομένων: «Δέσποινά μου!... Τώρα εἶναι ἡ ὥρα νὰ μὲ προστατέψεις ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις. Σοῦ τό ᾿χω ζητήσει αὐτό…». Ἐκείνη τὴν στιγμὴ οἱ δαίμονες τρομοκρατήθηκαν καὶ φώναζαν ὅλοι μαζί: «Πᾶμε». Καὶ ἄρχισαν νὰ φεύγουν πρὸς τὴν ἔξοδο. Στὸ τραπέζι αὐτὸ ποὺ βλέπεις ἦταν ἕνα κινέζικο πιάτο. Τὸ ἅρπαξαν οἱ δαίμονες καὶ τὸ πέταξαν μ᾿ ὅλη τους τὴν δύναμη στὸ δάπεδο. Ἔγινε χίλια κομμάτια. Λοιπόν, τί ἔχεις νὰ πεῖς γι᾿ αὐτά, Μιχαὴλ Ἰγκόροβιτς, ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει ὑλικὴ μαρτυρία; Καὶ θὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἀκόμα:
Ὅταν μπῆκε ὁ Ἰωσήφ, ὁ διακονητής μου, καὶ εἶδε τὰ κομματάκια ἀπὸ τὸ πιάτο μὲ ρώτησε: «Τὸ πιάτο βρέθηκε στὸν δρόμο κανενός; Ποιός ἦταν ἐδῶ;». Ὁ γιατρὸς τά ᾿χασε, ἦρθε σὲ ἀμηχανία. - Βέβαια, εἶπε, αὐτὸ εἶναι κάπως ἀσυνήθι- στο… Αὐτὸ δὲν εἶναι παραίσθηση. Ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ δαίμονες ὁ π. Γαβριὴλ κάλε- σε ἀμέσως τὸν Πνευματικό του, τὸν π. Ἐπιφάνιο. Μὲ τὶς νωπὲς ἐντυπώσεις ἀπὸ τὶς φοβερὲς εἰκόνες τοῦ πλήθους τῶν ἁμαρτιῶν του, αὐτῶν ποὺ τοῦ ἦταν γνωστές, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ποὺ τοῦ φανέρωσαν οἱ δαίμονες, μετάνιωσε καὶ ἐξομολο- γήθηκε καθαρά. Ἀργότερα ὁ π. Γαβριὴλ ἔλεγε πὼς ἂν δὲν εἶχε πίστη στὸ Σωτῆρα ἢ ἂν ἡ πίστη του εἶχε κλονιστεῖ, σίγουρα θὰ εἶχε πεθάνει ἀπὸ τὴν ἀπελπισία καὶ τὸν φόβο τῶν δαιμόνων. Ἡ σταθερὴ πίστη του στὸν Κύριο ὅμως τὸν προστάτεψε καὶ τὸν ἔσωσε.
Καὶ μόνο ποὺ ἄκουσαν τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας οἱ δαίμονες ἐξαφανίστηκαν τρομαγμένοι, βρίζοντας καὶ βλασφημώντας. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ συνέργησαν καὶ αὐτοὶ ἔστω καὶ ἀθέλητα ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ὁ π. Γαβριὴλ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ εἰρηνέψει, νὰ γίνει ἤρεμος καὶ χαρούμενος. Ἡ ἐμφάνιση τῶν δαιμόνων ἔκανε τὸν π. Γαβριὴλ πιὸ προσεχτικό. Παρατηροῦσε πιὰ κάθε λογισμὸ ποὺ ἦταν ἀντίθετος στὴν σωτηρία του. Μὲ τὸ φωτισμὸ ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή του καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας Πρόνοιας, ἔβλεπε καθαρὰ τὶς κινήσεις τοῦ νοῦ του καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ποὺ τοὺς θεωροῦσε ἐχθρούς του καὶ τοὺς καταδίωκε στὴν γένεσή τους ἀκόμα, μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Ἀκόμα καὶ μὲ τὴν προσβολὴ ὅμως τῶν λογισμῶν αὐτῶν διέκρινε μιὰ ἔνδειξη τῆς ἀδυναμίας του. Ἔκλαιγε, μετανοοῦσε πάλι καὶ πάλι ὡς τὸν θάνατό του. «Ἡ μετάνοια εἶναι δῶρο Θεοῦ» ἔλεγε. Ταυτόχρονα ἡ ἀπαίσια ὄψη τῶν δαιμόνων καὶ ἡ τρομερὴ ἐντύπωση ποὺ τοῦ ἄφησαν, λειτούργησαν θετικὰ γιὰ τὸν π. Γαβριήλ. Ἀναλογιζόταν τὸν θάνατο καὶ τὸ πέρασμά του στὴν αἰωνιότητα, καθὼς καὶ τὰ βάσανα πού ᾿χε νὰ τραβήξει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὰ τελώνια. Πῶς μπορεῖ νὰ προστατευτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾿ αὐτά; Πῶς μπορεῖ νὰ λάβει τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὶς μεσιτεῖες τῆς Βασίλισσας τῶν Οὐρανῶν; Ἡ Προστασία Της εἶναι τόσο φοβερὴ στοὺς δαίμονες!
Ὁ π. Γαβριήλ προσευχόταν
καί ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό νά τόν ἐλεήσει τήν ὥρα τοῦ θανάτου.
Σάν ἀπάντηση στήν προσευχή του ἄρχισε νά νιώθει,
πώς ἡ πίστη του δυνάμωνε,
γέμιζε τήν ψυχή του μέ χαρά καί ἐλπίδα γιά τήν σωτηρία του.
Ἡ ἀγάπη μπῆκε στήν καρδιά του, ἔνιωθε μέσα του μιά φλόγα,
πού δυνάμωνε τήν προσευχή του
καί ὁδηγοῦσε ὅλες τίς σκέψεις καί τούς λογισμούς του πρός τόν Θεό.
Δέν εἶχε ἀνάγκη πιά νά προσπαθεῖ γιά νά μαζεύει τόν νοῦ καί τίς σκέψεις του.
Ἡ ἀγάπη τόν ὁδηγοῦσε κατ’ εὐθεῖαν στόν Θεό.
Ἔδινε στά αἰσθήματά του ἀνυψωτική τάση, στόν νοῦ του δύναμη θεωρίας,
πού ἐλεύθερα καί ἀβίαστα τόν ὁδηγοῦσαν ν᾿ ἀνέβει στά οὐράνια.
«Ἀργότερα μέ καταλάμβανε φοβερό δέος», ἔγραφε ὁ π. Γαβριήλ.
Εκ του βιβλίου του Πέτρου Μπότση,
''Γέροντας Γαβριήλ ὁ Ἀναχωρητής'', σελ. 125-129, Ἀθήνα 1998. Ἐπιμέλ. ἡμετ.
Αναδημοσίευση εκ του περιοδικού ''ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ''
της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Τεύχος 2. Δεκέμβριος 2012 - Ιανουάριος 2013.
Τριμηνιαία έκδοση της Ιεράς Γυναικείας Μονής Αγίων Αγγέλων, Αφιδνών Αττικής.
Επιμέλεια, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου