Η ωραία ελληνική άνοιξις είχε επιβληθεί εις το γραφικόν παραθαλάσσιον τοπίον της Πελοποννήσου.
Το λεπτόν άρωμα των εσπεριδοιειδών αναμιγνυόμενον με το υφάλμυρον, το ερχόμενον εκ της θαλάσσης, κατέθελγον τον άνθρωπον του μόχθου και της σκληράς βιοπάλης, όστις θα ανεζήτει μίαν μακράν ανάπαυσιν εις την θαυμασίαν περιοχήν.
Την ωραιότητα του τοπίου ετόνιζον, με τους μελωδικούς ύμνους, οι πτερωτοί τραγουδισταί, ανύποπτοι τελείως από το δράμα της επελθούσης συμφοράς.
Το θεσπέσιον αυτό μεγαλείον της φύσεως εις ουδέν όμως ενθουσίαζε τον ηλιοκαή γέροντα, όστις κατατεθλιμμένος και περίλυπος εκάθετο επί μιας πέτρας, βεβαρυμένος, ως εφαίνετο, υπό ανηκούστου και πολυστενάκτου δυστυχίας.
Τους πενθίμους ρεμβασμούς του και τας μελαγχολικάς αναμνήσεις του διέκοψε νέος, εικοσαετής περίπου, όστις τον επλησίασε, χωρίς να γίνει αντιληπτός - τόση ήτο η απορρόφησις του γέροντος - και σχεδόν τον αιφνιδίασε με την απροσδόκητον παρουσίαν του.
-Πού βρέθηκες εδώ, καπετάνιε μου; ηρώτησε ο Γέρων τον νεαρόν επισκέπτην, όστις, ως φαίνεται, του ήτο παλαιόθεν γνωστός.
-Φορτώσαμε, από ένα λιμανάκι κοντά στο κάστρο της Μονεμβασιάς, κι αύριο φεύγουμε.
-Για που, καπετάν Αντώνη; -Μήδα ξέρω;
Αυτός, που μας ναύλωσε κρατά μυστικό το λιμάνι του προορισμού, μπάρμπα Γιώργη.
Και σαν είχα λίγο καιρό είπα να΄ρθω να σε δω.
-Καλά έκανες, κι εγώ σε είχα πονέσει.
-Όμορφος καιρός, χαρούμενη η φύση, μπάρμπα Γιώργη.
Ζηλευτός ο τόπος σας.
-Τί να το κάνεις Αντώνη μου; Δεν είναι πια τόπος μας.
Άλλοι διαφεντεύουν, μετά το πάρσιμο της Πόλης.
Η περήφανη Μονεμβασιά μένει ακόμη άπαρτη. Μα ως πότε... Με τους τελευταίους αυτούς λόγους ήρχισε να κλαίει ο μπάρμπα Γιώργης και να σκουπίζει τα θερμά του δάκρυα με το ανάστροφον της ροζιασμένης του παλάμης. Όταν συνήλθεν από την ζωηράν συγκίνησιν, και σχεδόν λυμικά παρετήρησε: -Κλαίω, καπετάν Αντώνη, γι΄αυτά που χάσαμε και γι΄αυτά, που μας περιμένουν. Σεις ακόμη δεν έχετε υποπτευθεί τη μεγάλη συμφορά και την άφεγγη νύχτα του Γένους. -Μα δεν μου λες, μπάρμπα Γιώργη -σαν ήρθε ο λόγος- έπρεπε, για δεν έπρεπε να δεχτούμε τον Πάπα τότε;
Ίσως και σταματούσε το ποτάμι της οργής του Μωάμεθ, που καταστρέφει στη βουερή του πορεία τη Χριστιανοσύνη και ξεριζώσει τις χιλιόχρονες λεύκες! Ο μπάρμπα Γιώργης ετινάχθη, ως πληγωμένος λέων εις σημείον ώστε να τρομάξει, επ' ολίγον ο συνομιλητής του. -Άκου, καπετάνιε, δεν ξέρω πως θα ξενυχτώσουμε απ΄τη μαύρη σκλαβιά. Μα οπωσδήποτε θα ξενυχτώσουμε, αφού θ΄ανάβει στο εικονοστάσι της καρδιάς μας το καντηλάκι της Ορθοδοξίας... -Ναι, μα εγώ άκουσα, πριν από λίγες μέρες στη βενετιά, που΄χα πάει να λένε, πως αν ακούγαμε τον Βησσαρίωνα και δεχόμαστε πέρα για πέρα τις ορμήνειες του, τώρα θα΄μαστε ελεύθεροι.
Ο Γέρων ανεσηκώθη, σχεδόν βίαιος και απήντησε με καυτήν αγανάκτησιν: -Τον κακό τους τον καιρό. Άκου να μάθεις και να διασαλπίσεις σ΄όλους την αλήθεια. Την αλήθεια από έναν ασπρομάλλη γέροντα, που πριν σαράντα χρόνια, ήτανε ένας λεβέντης στρατιώτης στη θλιβερή συνοδεία, που πήγε στη Φερράρα και μετά στη Φλωρεντία, σαν ένα προδρομικό σύμβολο της προσφυγιάς στους δρόμους της Δύσεως, που θα οδεύει, ποιος ξέρει ποσο, ο σκλαβωμένος Βυζαντινός. Δεν θα ξεχάσω, Αντώνη μου, σαν πρωτοπάτησα στη Φλωρεντία, τον πόνο που ένιωσα, σαν αντίκρυσα στις πλατείες, στα αρχοντικά τους, παντού θησαυρούς κλεμμένους από την Πόλη, που τους είχαν πάρει εκείνοι οι πλιατσικολόγοι, που κρυβόντουσαν κάτω απ΄το όνομα του Σταυροφόρου. Και μετά τι ταπείνωση;
Τί φτώχεια; Είχα τρεις μέρες νηστικός, ώσπου πούλησα ένα επιμάνικο παπαδίστικο, που μου δώσανε! Ρεζίλεμα. Μας κοιτάζανε και χαχανίζανε. ''Να οι φουκαράδες'', μονολογούσανε... Εδάκρυσε επ΄ολίγον ο μπάρμπα Γιώργης, και ούτω εύρε την ευκαιρίαν ο καπετάν Αντώνης να ρωτήσει: -Τί θα έβλαφτε η Ένωσις, μπάρμπα Γιώργη; Μήπως ήτανε πείσμα, στο οποίον παρέσυρε ο Επίσκοπος Εφέσου, ο Μάρκος; -Πρώτα απ΄όλα δεν ήτανε Ένωσις. Στη Δύση είχανε φαγομάρα, κι ήθελε ο Πάπας να κάνει κάτι εντυπωσιακό, για να ενισχύσει τη θέση του. Σαν τέτοιο επεδίωξε την υποταγή, κρυμμένη κάτω απ΄την γλυκοπρόφερτη λέξη ένωσις. Να αγιάσει η ψυχή του αδούλωτου Επισκόπου της Εφέσου, του Μάρκου.
Τον θυμάμαι ακόμη να λέει περίπου: ''Μια είναι η αλήθεια, η Ορθοδοξία, όπως την κήρυξε ο Χριστός, οι Απόστολοι και την επεκύρωσαν οι Πατέρες εις τας Συνόδους. Απ΄αυτήν την αλήθεια δεν φεύγουμε ούτε μία γραμμή''. Μωρέ τον απειλούσανε, τίποτε ο άγιος αυτός Ιεράρχης. Ακλόνητος. Μια μέρα, που πεινασμένοι κι οι δυο απ΄την παπική μεγαλοψυχία, τρώγαμε, στο πόδι, λίγο ξερό ψωμί και μερικές ελιές, μου είπε: -Γιώργη, η Ορθοδοξία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Δεν χωράει σε πολιτικές κουβέντες, δεν γίνεται αντικείμενο δημοπρασίας. Είναι πνεύμα. Και μ΄αυτά που κάνουμε εδώ επιταχύνουμε την οργή του Θεού. Αυτοί εδώ θέλουνε να μας ευνουχίσουνε στην πίστη μας, για να μας αφομοιώσουμε και να μας απορροφήσουνε. Διπλό λοιπόν το έγκλημα, εκκλησιαστικό και εθνικό! Ν΄αγιάσει η ψυχή του.
Ενώ εκείνος ο Βησσαρίονας, πουλημένο τομάρι. Αντί ν΄ακολουθήσει τον λαό στη μοίρα της σκλαβιάς του, τον πούλησε, κι έγινε καρδινάλιος, όταν τα γαταγάνια των γεννιτσάρων θέριζαν τους ρωμιούς. Όσοι θέλανε την ένωση, Αντώνη μου, ούτε πίστη είχανε, ούτε πατρίδα. Κάποιος άλλος φωνακλάς Αμοιρούτζης, φίλος του Βησσαρίωνα, σαν έπεσε η Τραπεζούντα, τούρκεχε κι έγινε το δεξί χέρι του Μωάμεθ στον κατατρεγμό των σκλάβων. ''Όχι Αντώνη μου, δεν ήτανε ένωσις, ήτανε σκλαβιά.
Σκλάβοι και τώρα βέβαια, μα με αμόλυντη την πίστη των πατέρων μας, θα ξανάβρουμε κάποτε τον δρόμο της λευτεριάς. Αλλιώτικα θα μπασταρδεύαμε, θα γινόμαστε Βησσαρίωνες και Αμοιρούτζηδες, εξωμότες και προδότες, και θα΄χαμε παντοτεινή την κατάρα και των πατέρων και του προδομένου Γένους. Θες να δεις τι θα πει Βησσαρίωνας; Στάσου.
Ο μπάρμπα Γιώργης έβγαλε προσεκτικά απ΄το στήθος του, εις το οποίον έκρυπτε πολύτιμα στοιχεία, ένα διπλωμένο χαρτί.
Το εξεδίπλωσε και ήρχισε να αναγιγνώσκει:
''είναι χρεία να ζώσι τα παιδία λατινικώς... να ζώσι φράγκικα παντελώς, ήγουν να ακολουθώσι την εκκλησίαν κατά πάντα ωσάν Λατίνοι, και ουχί αλλέως...''
Αυτά τα΄γραφε ο Βησσαρίωνας στα ορφανεμένα παιδιά του Θωμά Παλαιολόγου.
Τί σημαίνουν αυτά;
-Πνευματικό και ψυχικό ξεκλήρισμα, μπάρμπα Γιώργη.
Να αγιάσει το στόμα σου, αυτό θέλουνε στη Δύση...
Και σ΄αυτό βοηθούσανε οι διάφοροι Βησσαρίωνες.
Μα όχι, δεν θα τους περάσει. Βαθειά σιωπή έπεσε.
Ουδείς ομίλει.
Ακούετο ευκρινώς ο παφλασμός του κύματος, ενώ ήρχετο μακρόθεν θρηνώδης ο κλαυθμηρισμός μιας γλαυκός, διότι εν τω μεταξύ είχεν επέλθει η νυξ.
-Άντε, Αντώνη μου, πάμε στο φτωχοκάλυβο, να τσιμπήσουμε κάτι και να΄σαι βέβαιος, πως η Ορθοδοξία, αυτός ο θρόνος της αγίας Τριάδας, θα θριαμβεύει πάντα και θα μας δώσει και πάλι τη χαμένη πατρίδα.
...Δύο σκιαί βαδίζουν, ομοιάζουσαι προς τους οδοιπόρους Εμμαούς.
Βαδίζουν συντροφευμένοι, όχι μόνον από την παρήγορον παρουσίαν του Σωτήρος, όσις ως ελπίς εις τας καρδίας των παρηγορεί, αλλά και από την ιεράν φάλαγγα των υπερασπιστών της Ορθοδοξίας, οίτινες με επικεφαλής τον Μάρκον τον Ευγενικόν, τον Άγιον Επίσκοπον Εφέσου, θα παραμένουν ''οι αγραυλούντες'' ποιμένες επί την ποίμνην αυτών και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός''...
Μεταφορά στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Η ''Πολυδάκρυτος Αθλιότης'' καθώς και άλλα διηγήματα του αειμνήστου θεολόγου και εύγλωττου ρήτορος κ. Διονυσίου Μπατιστάτου (+1991)
δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα ''Εκκλησιαστικός Αγών''
και ''αλιεύθηκαν'' από το ηλεκτρονικό βιβλίο ''Χριστιανικά Διηγήματα Διονυσίου Μπατιστάτου (+1991)
έκδοση του ιστολογίου ''Κρυφό Σχολειό''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου