Πρὸ μηνὸς καὶ πλέον κατὰ πρόνοιαν Θεοῦ
συναντήθηκα μὲ τὸν συντάκτη τοῦ κειμένου ποὺ μόλις χθὲς
ἐξέδωσε ἡ Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Μάλιστα, ἔγραψα τότε κάποιο σχετικὸ ἄρθρο γιὰ ἐκείνη τὴν ἀναπάντεχη συνάντηση,
τὸ ὁποῖο, ὅμως,
ἐθεώρησα σωστὸ νὰ μὴ δημοσιεύσω πρὶν ἐπαληθευτεῖ ἡ ληφθεῖσα πληροφορία
περὶ τῆς τότε ἐπικειμένης ἀκόμη ἐπισήμου τοποθετήσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους
γιὰ τὴν λεγομένη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016).
Τὸ ἄρθρο ἐκεῖνο δίνω σήμερα στὴν δημοσιότητα.
Βάσει ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ὅπως θὰ διαβάσετε πληροφορήθηκα τότε ἀπὸ «πρῶτο χέρι»,
ἔρχομαι σήμερα νὰ ἐπιχειρήσω τὴν ἀποκρυπτογράφηση τοῦ ἐκδοθέντος Μηνύματος τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος,
ὅπως ἕνας ἀφελῶς καλοπροαίρετος πιστὸς θὰ προσέγγιζε αὐτὸ τὸ ζήτημα,
διακινδυνεύοντας ἐν γνώσει μου «πῦρ βαλεῖν»,
σὲ μία κατάσταση ἡ ὁποία μόνον μέσῳ τῆς δοκιμασίας τοῦ πνευματικοῦ πυρὸς (τῆς φανερώσεως, τῆς κρίσεως
καὶ παρρησίας) μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ξεκαθαρίσει.
Ἐνῶ, λοιπόν,
περὶ τοῦ πραγματικοῦ «ἱστορικοῦ» τῆς ἐκδόσεώς του,
τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στὶς προθέσεις τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ὄρους καὶ τὸν συντάκτη τοῦ Μηνύματός της,
θὰ τὰ πληροφορηθεῖτε ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν ἄρθρο μας,
τὸ τὶ ὑποδηλώνεται πίσω ἀπὸ τὸ «χρησμοφανὲς» περιεχόμενό του τὸ παραθέτουμε εὐθὺς ἀμέσως.
Ἤδη στὴν δεύτερη παράγραφο τοῦ ἀπὰ 17/30.6.2017 ἑπτασέλιδου Κειμένου τους, οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐν Συνάξει ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης προκάλεσε ταραχὴ καὶ ἀντίδραση κατὰ τῶν ἀποφάσεών της καὶ ὡς ἔκφραση αὐτῶν προτείνονται οἱ ἀποτειχίσεις καὶ ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν Ἐπισκόπων (ἐκείνων προφανῶς οἱ ὁποῖοι συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀποφάσεις της καὶ τὴν ἀναγνωρίζουν ὡς ἁγία καὶ μεγάλη). Πουθενὰ στὸ Κείμενο δὲν ὑπάρχει λόγος ὑποστηρικτικὸς τῆς συγκλήσεως ἢ τῆς προετοιμασίας ἢ τῶν ἀποφάσεων τῆς ἐν λόγῳ συνόδου.
Ἀντιθέτως, ὑπενθυμίζεται καὶ τρόπον τινὰ ἀνανεώνεται ἡ γνωστὴ ἐπικριτικὴ τοποθέτησις τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιὰ τὸ ζήτημα τῶν Διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους (σελ. 2), ἡ ὁποία προφανῶς δὲν υἱοθετήθηκε στὶς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Κρήτης. Τὰ ὅσα ἀποφασίσθηκαν στὴν Κρήτη θεωροῦνται «προσωπικὲς ἀπόψεις» τῶν Ἀρχιερέων ποὺ συμμετεῖχαν σ’ αὐτήν, ἐνῶ οἱ κατ᾿ αὐτῶν ἀντιρρήσεις ἐπιδοκιμάζονται ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ἐπαινούμενες μάλιστα γιὰ τὴν σεμνότητα τοῦ τρόπου, ὅπου αὐτὸ ἐπιχειρήθηκε (2η § σελ. 2).
Περὶ ὅλων αὐτῶν δέ, τὸ Ἱεροκοινοτικὸ κείμενο ἐπισημαίνει τὴν ἀξία τῆς καταγραφῆς των, σαφῶς ὑπονοώντας ὅτι δι᾿ αὐτῆς καταδεικνύεται καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδειχθεῖ τὸ ἐσφαλμένο καὶ ὀρθόν, ἀντιστοίχως καὶ ἀναλόγως. Ἐπίσης, εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι στὸ Κείμενο μὲ ἔμμεσο πλὴν σαφὴ τρόπο ἐπαναλαμβάνεται, ἐπιγραμματικά, ἡ περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὸ κριτήριο ἀποδοχῆς τῶν ὅποιων Πατριαρχικῶν καὶ Συνοδικῶν Ἀποφάσεων (παραθέτοντας τὸ γνωστὸ ἀπόσπασμα τῆς Ἀποφάνσεως τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στὴν Σύνοδο τοῦ 1848), ἡ δυνατότης τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νὰ ἀποβάλλει ὅ,τι θεωρεῖ ξένο πρὸς αὐτό, ἡ ἐπισήμανση τῆς ἐπισφάλειας τῶν ἀτομικῶν δοξασιῶν ποὺ ὁδηγοῦν σὲ αἱρέσεις (1η § σελ. 3) κλπ.
Στὸ Ἱεροκοινοτικὸ Κείμενο περὶ τῆς λεγομένης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία πουθενὰ μέσα σ᾿ αὐτὸ δὲν ἀποκαλεῖται ἔτσι, οὔτε κἂν κατονομάζεται (ἐκτὸς τῆς ἀρχικῆς τυπικῆς ἀναφορᾶς αὐτῆς ὡς ἀντικειμένου καὶ αἰτίας συγγραφῆς αὐτοῦ), ἀποδοκιμάζεται ὁ ἐφησυχασμὸς ἀδιαφορίας στὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ ἐπιδοκιμάζεται ἡ ἐπ᾿ αὐτῶν ἐγρήγορσις (2η § σελ. 3). Τονίζεται μὲ ἐνάργεια ἡ ταυτότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ πέραν καὶ ἐκτὸς Αὐτῆς (θεωρεῖται ὅτι) ὑπάρχουν μόνον θρησκευτικὲς κοινότητες καὶ ψευδοποιμένες (5η § σελ. 4).
Ἐπισημαίνεται, δέ, ὅτι θεμέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ἀποτελεῖ ἡ ὀρθὴ Πίστη, ἡ Πίστη ποὺ δὲν ἐπιδέχεται τὴν ἀλλοίωση τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν Της (2η § σελ. 5). Μάλιστα, στὴν 5η σελίδα τοῦ Κειμένου, γίνεται ἀπερίφραστη ἀπόρριψη τῆς θέσεως τῆς συνόδου τῆς Κρήτης περὶ τῆς Ρώμης ὡς δῆθεν Ἐκκλησίας καὶ ρητῶς διατυπώνεται ἡ ὀρθόδοξος θέση ὅτι ἡ Ρώμη, δηλαδὴ ὁ Δυτικὸς Χριστιανισμὸς ὑπὸ τὸν Πάπα, εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας (3η § σελ. 5)! Ἐπιπροσθέτως δέ, ἀναφέρονται, ἐπιγραμματικῶς πλὴν σαφῶς, οἱ φοβερὲς ἀλλοιώσεις τὶς ὁποῖες ἐπέφερε ὁ Παπισμὸς στὴν πράξη καὶ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ Κείμενο γιὰ εὐνόητους λόγους κάνει ἀναφορὰ στὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία (ὄχι ὅμως καὶ στὸν ἐπικεφαλῆς της), δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία στὴν ροὴ τοῦ λόγου νὰ ἐπισημάνει μὲ νόημα ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι δὲν ἀντιπροσωπεύουν μία θρησκευτικὴ ἄποψη, οὔτε δέχονται προτροπὲς ἀποφυγῆς τῆς ὁμολογίας καὶ μαρτυρίας ὡς δῆθεν ἐκδήλωσης προσηλυτισμοῦ (4η § σελ. 6)!
Προηγουμένως μάλιστα ἔχει ἐπισημανθεῖ εὐστόχως ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες (ἐπιθυμοῦν νὰ) πολιτεύονται σύμφωνα μὲ τὶς θεολογίες τῶν Ἁγίων καὶ τὸ εὐσεβὲς φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι «κατὰ τὰς ἀκαδημαϊκὰς θεολογίας τῶν διανοουμένων καὶ τὰς ἀντιλήψεις τῆς κάθε ἐποχῆς» (8η § σελ. 5). Φθάνει δέ, πάντοτε ἐμμέσως, ἀλλὰ καθόλου χωρὶς τόλμη, τὸ Κείμενο μαζὶ καὶ μέσα ἀπὸ τὸν κατηχητικὸ καὶ διδακτικὸ λόγο του νὰ θεωρεῖ κατάντια καὶ προσβολὴ τῆς Πίστεως στὴν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου καὶ μο- ναδικοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τὴν συνεργασία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες γιὰ τὴν βελτίωση τῶν συνθηκῶν μιᾶς ζωῆς (τῆς προσκαίρου) στερημένης, ὅμως, ἀπὸ τὸ νόημα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς (6η § σελ. 6)! Τὸ νόημα αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεως, ποὺ θεωρεῖται ὡς ὁ πολύτιμος θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τὸ κείμενο ἀποκορυφώνει τὴν ἀπόδοση τοῦ μηνύματός του μὲ τὴν ἐπισήμανση ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπικαλεῖται καὶ ἐμπιστεύεται γιὰ τὴν μαρτυρία Της τοὺς Ἁγίους, τοὺς Μάρτυρες καὶ τοὺς Ὁσίους (2η § σελ. 7). Γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὴν διατύπωση τοῦ Μηνύματος αὐτοῦ μὲ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς διαβεβαιώσεως ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος παραμένει 4 μία μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ὡς τέτοιο ἀποτελεῖ ἐλπίδα γιὰ ὅλο τὸν κόσμο (ὅ. ἀ.). Δὲν δοκιμάζω τὴν ἀνοχὴ καὶ ἀντοχή σας μὲ τὰ προαναφερθέντα. Ὅποιος θὰ ἤθελε καλοπροαιρέτως πλὴν μᾶλλον ἀφελῶς νὰ ἀποκρυπτογραφήσει τὸ Μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἴσως θὰ μποροῦσε μὲ πόνο ψυχῆς νὰ ἀναζητήσει καὶ νὰ συναντήσει στὸ Ἱεροκοινοτικὸ Κείμενο τὶς παραπάνω ἀποκρυπτογραφημένες θέσεις τῶν συγχρόνων Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
Ὡστόσο, δέν μυωπάζω καὶ γι᾿ αὐτὸ ὑποστηρίζω ὅτι ἡ ἀνωτέρω προσέγγιση εἶναι ὁριακή. Γίνεται σχεδὸν δυσδιάκριτη, μέσα στὴν προφανῶς σκόπιμη καὶ ἠθελημένως ἐπιλεγμένη νὰ εἶναι γενική, ἔμμεση, μὲ ὑπονοούμενα καὶ ἀσάφειες, περιφερειακὴ ἔκφραση τῶν θέσεων καὶ τοποθετήσεων τοῦ ἐπισήμου Ἁγίου Ὄρους γιὰ τὴν λεγομένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Θέτοντας δὲ τὴν χεῖρα τῆς πραγματικῆς προσεγγίσεως ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων δὲν εἶναι σφάλμα νὰ ἰσχυρισθεῖ κανεὶς ὅτι ἄλλα περίμενε κανεὶς σὲ τόσο κρίσιμες στιγμὲς γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὸ Γένος μας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Δυστυχῶς, ὅμως αὐτὰ τὰ ἄλλα, δηλαδὴ μία ξεκάθαρη Ὁμολογία Πίστεως χωρὶς ὑπεκφυγὲς καὶ γενικότητες, χωρὶς ἀοριστίες, ἐπαμφοτερίζουσες θέσεις, ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὴν ἀκρίβεια τῆς Πίστεως καὶ θεωρητικολογίες, καθὼς καὶ μία ἐξίσου ξεκάθαρη ἀποδοκιμασία τῆς προφανῶς ψευδεπιγράφου Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Κρήτης καὶ τῶν ἀποδεδειγμένως ἀντορθοδόξων ἀποφάσεών της, δὲν ὑπάρχουν! Τί συμβαίνει λοιπὸν στὸ Ἅγιον Ὄρος;
Ποῦ ὀφείλεται ὁ «χρησμοφανὴς» χαρακτήρας τοῦ πολυαναμενόμενου Ἁγιορειτικοῦ Κειμένου; Πρέπει νὰ τολμήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πόνο ψυχῆς, στὰ ἀμείλικτα αὐτὰ ἐρωτήματα. Δύο κατὰ τὴν ταπεινή μας ἄποψη εἶναι οἱ λόγοι ποὺ ἐξηγοῦν, παρότι δὲν δικαιολογοῦν, τὴν στάση αὐτὴ τῶν συγχρόνων Ἁγιορειτῶν Πατέρων, τοῦ ἐπισήμου δηλονότι Ἁγίου Ὄρους: Πρῶτος εἶναι ὁ ἀνθρώπινος κοσμικὸς φόβος τῶν Ἁγιορειτῶν ἀπέναντι στὴν διοικητικὴ ἐξουσία καὶ μεμαρτυρημένη ἐκδικητι- κότητα τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὡς οἰκείου ἐπισκόπου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, χάριν τῆς διατηρήσεως τῶν ἀτομικῶν θέσεων καὶ προσωπικῶν προνομίων των.
Καί, Δεύτερος λόγος εἶναι ἡ σταδιακὴ μέχρι μεταλλάξεως ἀλλοίωση τοῦ πάλαι ποτὲ ἀκραιφνῶς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ καὶ μοναχικοῦ φρονήματος τῶν ἰδίων τῶν Ἁγιορειτῶν, οἱ ὁποῖοι δυσκολεύονται πλέον νὰ τηρήσουν ἀκόμη καὶ τὰ ὀρθόδοξα προσχήματα μιᾶς μοναδικῆς στὸν κόσμο καὶ στὸ εἶδος της ὑπερχιλιόχρονης ὀρθοδόξου μοναστικῆς πολιτείας. Ἐάν, ὅμως, πιστοποιοῦνται τὰ ἀνωτέρω, τότε ὄχι ἁπλῶς αὐτομάτως ἔρχονται στὴν μνήμη μας τὰ σκληρὰ πλὴν εὔστοχα λόγια τοῦ ἀειμνήστου Καθηγητοῦ Ἰωάννη Κορναράκη περὶ τοῦ συγχρόνου (ἐπισήμου) Ἁγίου Ὄρους ὡς «σαθροῦ ὀπωροφυλακείου τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀλλὰ ἐντόνως προβληματιζόμεθα ἐὰν πρέπει περισσότερο ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους νὰ μᾶς προβληματίζουν οἱ μὴ ἀντάξιοι ὡς μὴ ἀκόλουθοι τῶν πνευματικῶν τους προγόνων (ὁσίων ἀσκητῶν, ὁμολογητῶν καὶ ὁσιομαρτύρων) σύγχρονοι Ἁγιορεῖτες Ἡγούμενοι καὶ μοναχοί!
Ἀκολουθεῖ τὸ μὴ δημοσιευθὲν (κατὰ τὴν ἐπικαιρότητα) ἄρθρο, ὅπου καταγράφεται μία ἀποκαλυπτικὴ περὶ τοῦ Μηνύματος τοῦ Ἁγίου Ὄρους μαρτυρία, τόσο γιὰ τὸν συντάκτη αὐτοῦ, ὅσο καὶ γιὰ τὰ μύχια συναισθήματα καὶ φρονήματά του περί τῆς περιβοήτου καὶ ἀμφιλεγόμενης συνόδου τῆς Κρήτης. Σύντομη συνομιλία μὲ τὸν Προηγούμενον τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους σεβαστὸ Γέροντα Βασίλειον Γοντικάκην γιὰ τὴν «ΑκΜΣ» τῆς Κρήτης Τὴν Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (14/5/2017), πῆγα στὸν ἑορτά- ζοντα Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Φωτεινῆς Κορίνθου (δίπλα στὸ ἱστορικὸ Ἐπισκοπεῖο τῆς Πόλεως) γιὰ νὰ προσκυνήσω τὸ ἱερὸ Λείψανο τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς τῆς Σαμαρείτιδος καὶ Ἱσαποστόλου. Πρόκειται γιὰ τὸν ἀποθησαυρισμένο στὴν περιώνυμη Μονὴ Ἰβήρων ἀδιάφθορο πόδα τῆς Ἁγίας. Φοβερὸ νὰ προσκυνᾶ κανεὶς τὸ εὐωδιάζον ἱερὸ λείψανο μιᾶς πρώην ἁμαρτωλῆς καὶ μετέπειτα ἁγίας γυναικὸς καὶ μάρτυρος.
Μιᾶς Ἁγίας, ἡ ὁποία συνήντησε τὴν πηγὴ τῆς ζωαρχίας, τὸν σεσαρκωμένο Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ πρὶν δύο χιλιάδες χρόνια καὶ συζήτησε μετ᾿ Αὐτοῦ περὶ τοῦ τόπου καὶ τοῦ τρόπου προσκυνήσεως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ! Αὐτὰ τὰ ἱερὰ Λείψανα ἐπιβεβαιώνουν ὄντως τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ ἐκ νεκρῶν Ἀναστάντος καὶ εἰς Οὐρανοὺς Ἀναληφθέντος Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ! Ἀναχωρώντας ἀπὸ τὸ Ναό, συναντήσαμε στὸ προαύλιο τοῦ νεο- ἀνακαινισθέντος Ναοῦ τὸν Γέροντα Βασίλειο Γοντικάκη, Προηγούμενο τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων. Ἀστραπιαῖα σκεφθήκαμε ὅτι δὲν πρέπει νὰ χάσουμε τὴν εὐκαιρία νὰ τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ τοῦ ὑποβάλλουμε ἕνα ἐρώτημα γιὰ ζήτημα ποὺ τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀπασχολεῖ κάθε συνειδητὸ πιστό. Βεβαίως, δὲν πρόκειται γιὰ ἄλλο παρὰ γιὰ τὸ γνωστὸ καὶ πολυσυζητημένο ζήτημα τῆς περιβοήτου συνόδου τῆς Κρήτης.
Σκοπίμως, ὁμολογῶ, ὅτι ἐπέλεξα πρωτίστως νὰ ἐκφράσω τὸν εἰλικρινὴ ἄλλωστε σεβασμὸ μου στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος καὶ τὸν θαυμασμό μου γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερου ὕφους καὶ θεολογικῆς ἀξίας κείμενά του. Ἤθελα νὰ αἰσθανθεῖ ἄνετα καὶ νὰ μὴ νοιώσει ὅτι κάποιος θέλει νὰ τοῦ ἀποσπάσει κάποια δήλωση γιὰ ἕνα τόσο λεπτὸ ζήτημα. Τοῦ ἀνέφερα γιὰ τὶς Θεολογικὲς σπουδές μου στὸ Ἐξωτερικό, τὴν συνέχεια τῶν σπουδῶν στὴν Ἀθήνα καὶ τὶς μεταπτυχιακὲς σπουδές, γιὰ νὰ καταλήξω ὅτι κι ἐγώ, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι, εἴμαστε ἔντονα προβληματισμένοι γιὰ τὴν περιβόητη σύνοδο τῆς Κρήτης. Μὲ μεγάλη προσδοκία καὶ ἐνδιαφέρον ἀναμένεται (τονίσαμε) ἡ γνώμη σας γι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα. Πέρα ἀπὸ τὴν προβληματικὴ τῶν ἀντιδράσεων, ὅπως τὴν ἐκφράζουν οἱ θέσεις καὶ κινήσεις τῶν ἀποτειχιζομένων κανονικῶς, ἢ τῶν τύπου «Zήση» (διακοπὴ μνημοσύνου οἰκείου ἐπισκόπου, ὄχι ὅμως καὶ ἐκκλ/κῆς κοινωνίας) κλπ., ὑπάρχει ἀνάγκη (ἀναφέραμε ἐπίσης) γιὰ γνώμη ποὺ νἄχει τὴν δυναμικότητα ἀνθρώπου τοῦ «Μάη τοῦ ’68» (ὅσοι γνωρίζουν τὸν Γέροντα κατανοοῦν τὴν ἀναφορά).
Ὁ π. Βασίλειος ἔδειξε ὅτι ἔνοιωθε ἤδη ἕτοιμος νὰ ἀνοιχθεῖ καὶ νὰ μιλήσει. Μὲ πῆρε κοντά του σὲ μία μικρὴ βόλτα μέσα στὸ προαύλιο. Ἄκουσε, μοῦ εἶπε, αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Zήσης διαγράφουν τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὑπάρχει καὶ συνεχίζει τὴν πορεία της κι ἂν τὰ ἀποδεχθεῖ κανεὶς ὅλα αὐτά, ἔτσι ὅπως τὰ παρουσιάζουν, δὲν μένει τίποτε ὄρθιο. Στὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας εἴχαμε διάφορες κινήσεις καὶ κείμενα, συνέχισε, ὅπως τὴν «Ὁμολογία» τοῦ Πέτρου Μογίλα, τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως, κείμενα ἄλλοτε Καλβινίζοντα, ἄλλοτε Λατινίζοντα, Προτεσταντίζοντα κλπ. Ἔμειναν, ὅμως, αὐτὰ τὰ κείμενα μέχρι σήμερα, ἀλλὰ τὰ προσπερνᾶμε, δὲν ἐκφράζουν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ δὲν μένουμε σ᾿ αὐτά.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος κάναμε τὴν προβλεπόμενη Διπλὴ Σύναξη, τὰ εἶπα (τὶς ἀπόψεις μου) καὶ μοῦ ζήτησαν νὰ τὰ γράψω. Ἔφτιαξα ἕνα κείμενο καὶ τώρα κοντὰ θὰ τὸ δεῖτε, ὅπου παρουσιάζω αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω. Θὰ γίνει πάλι Διπλὴ Σύναξη τώρα κοντά, στὴν ὁποία θὰ συμμετάσχω, ἀφοῦ ἐπιστρέψω ἀπὸ Κρήτη ὅπου τώρα πηγαίνω. Ἔχετε διαβάσει τὰ Πρακτικά, τὰ Κείμενα (τῆς συνόδου τῆς Κρήτης ἐννοοῦσε); μὲ ρώτησε. Μετὰ τὴν καταφατικὴ ἀπάντησή μου, συνέχισε λέγοντας: Τὰ εἴδατε, λοιπόν. Ἐκεῖ στὸ Κείμενο γιὰ τὶς σχέσεις μὲ τὸν λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο, ἐνῶ ἀναφέρεται στὴν ἀρχὴ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ Ἐκκλησία, ὅλο τὸ ὑπόλοιπο Κείμενο αὐτὸ τὸ ἀκυρώνει τελείως καὶ τὸ ἀναιρεῖ! Τί κάνουμε, λοιπόν!
Βλέπετε, ἀπὸ τὴν ἀρχή τοῦ πράγματος, ἀπὸ τὸ 1960
ποὺ ἑτοίμαζαν τὰ θέματα κλπ αὐτῆς τῆς συνόδου, ὅλα ἔγιναν σχολαστικά.
Δὲν εἶναι τὸ θέμα ἂν σέβομαι ἢ ἂν φοβᾶμαι τὸν Πατριάρχη,
ἀλλὰ πὼς ἔχουν τὰ πράγματα.
Εἶναι σὰν νὰ θέλουν μὲ ὅσα ἐνέκριναν ἐκεῖ (στήν Κρήτη) νὰ διαγράψουν μὲ μία κίνηση ὅλα ὅσα πιστεύουμε!
Ἔ, ὄχι! Αὐτὸ δὲν γίνεται!
Κάπου ἐδῶ ὁλοκληρώθηκε ἡ σύντομη αὐτὴ συνομιλία.
Δὲν ἤμουν προετοιμασμένος γιὰ μία τέτοια συνομιλία.
Ἔγινε ἐντελῶς αὐθόρμητα, ἀλλὰ θεωρῶ ὅτι ἔχει τὴν ἀξία της.
Ὁ Γέροντας,
ἀφοῦ αἰσθάνθηκε λίγο ἀσφαλὴς καὶ μπροστὰ στὴν διαβεβαίωση τοῦ ἐρωτῶντος
ὅτι ὑπάρχει ἔντονος προβληματισμὸς γιὰ τὸ ζήτημα καὶ εἰλικρινὴς ἐπιθυμία νὰ ἀκούσουμε λόγο αὐθεντικὸ
καὶ δὴ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος,
ἔδειξε νὰ συναισθάνεται κι ἐκεῖνος τὴν ἀνάλογη ὑποχρέωση καὶ ἐκφράσθηκε πιστεύω ἐλεύθερα καὶ αὐθόρμητα.
Αὐτὸ ἔχει τὴν ἀξία του. Δὲν πρόκειται γιὰ συνέντευξη.
Ὁ καθένας, ὅμως, μπορεῖ νὰ συνεκτιμήσει κάποια πράγματα καὶ νὰ βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα.
Εἴτε κάποιος ἐκτιμᾶ, εἴτε ὄχι, τὸν συγκεκριμένο Γέροντα καὶ τὶς θεολογικές του τοποθετήσεις,
πιστεύω κατανοεῖ τὴν σημασία μιᾶς ἐλεύθερης τοποθετήσεως σὲ ἕνα τόσο σοβαρὸ θέμα,
ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ Κείμενο ποὺ μᾶς προανήγγειλε ὁ π. Βασίλειος,
θὰ βοηθήσει νὰ κατανοηθεῖ τὶ πρεσβεύουν, τὶ ὁμολογοῦν καὶ τὶ ἐκφράζουν οἱ Ἁγιορεῖτες τοῦ ἐπισήμου Ἁγίου Ὄρους,
καθώς καὶ τὶ καὶ γιατὶ τελικῶς υἱοθετοῦν καὶ ἐκφράζουν τὰ διοικητικά του ὄργανα.
Ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθμ. φύλλου 2172/7.7.2017.
Τοῦ Δημ. Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου. ● Ἐπιμέλ. ἡμετ.
Δημήτριος Κ. Αναγνώστου
Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου