ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Γ' ΔΟΥΚΑ ΒΑΤΑΤΖΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟ. Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ!




ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟ

Η συγκλονιστική επιστολή του Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη προς τον Πάπα Γρηγόριο. 
Η επιστολή της Ρωμιοσύνης !

ΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΓΟΥΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, 
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΠΑΪΣΙΟ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΞΩΔΙΚΟ

Σεβασμιώτατε!

Διάλεξα το ύφος και τον τρόπο του Αγίου Ιωάννου Γ’ του Δουκός Βατάτζη να σας απαντήσω 
στο νέο εξώδικο που με πληροφόρησε δικαστικός επιμελητής να παραλάβω, μολονότι τον καιρό αυτό 
κάνω έναν αγώνα να ξεφύγω από το ζοφερό κλίμα που δημιουργεί η υπερβάλλουσα «αγάπη σας» 
και επιθυμώ να μείνω απερίσπαστος να μελετήσω τα μαθήματά μου, 
που τα τελευταία χρόνια ασκώ τον εαυτό μου για να μην μείνω αγράμματος 
και να κάνω κάτι στην ιερατική μου διακονία, όπως το εργάσθηκαν οι άγιοι ιατροί Ανάργυροι, αλλά ανθρωπίνως δεν το βλέπω. 
Διότι κάθε φορά που προσπαθώ να μελετήσω σε καιρό εξετάσεων,  πρέπει να τρέχω να παραλαμβάνω εξώδικα και να ζητούμαι να απολογηθώ, 
-το παράδοξο;
- για ατοπήματα του μητροπολίτου μου και των εκκλησιαστικών ταγών, που πρόδωσαν την Ορθοδοξία. 
Πώς τα καταφέρνετε κάθε φορά, τέτοια εποχή, που είναι οι κατατακτήριες; 
Θεωρώ, 
ότι κάποιος σας υποκινεί!


Αλλά, αν πραγματικά ο «άλλος» δεν θέλει, είναι εγγύηση για την ταπεινότητά μου ότι ο Θεός θέλει! Συνεπώς, όταν ο Παντοκράτωρ ευλογεί τι και αν ο νεοημερολογίτης πρώην δεσπότης μου δυσανασχετεί; Πάντως, «Ανάργυρος», ήδη έχω καταστεί και αντί να ερυθριά όλο το σύστημα της Μητροπόλεως που με δύο δάνεια, το ένα μάλιστα για την Μονή, παύθηκα της μισθοδοσίας, μου ζητούν τώρα ξεδιάντροπα να απολογηθώ, ενώ δεν ανήκω στους Οικουμενιστές, ούτε στο νέο ημερολόγιο. Κρατήστε τους μισθούς, σας τους χαρίζω! Μήπως αιφνιδιαστήκατε νομίζοντας ότι στερώντας μου το μισθό θα υποκύψω και προσδοκούσατε στα μύχια της καρδιάς σας να έρθω και να σας βάλω στρωτή μετάνοια; Όχι, όσο δεν αποκηρύσσετε τον Οικουμενισμό και δεν γυρίζετε πλέον και στο πάτριο εορτολόγιο. Και αυτό διότι θέλω να κρατήσω την ορθόδοξη πίστη μου και την Ρωμαίικη αυτοσυνειδησία μου και δεν έχω φρόνημα σαλιγγαρίσιο αλλά παλικαρίσιο. 



Φαίνεται, Σεβασμιώτατε, ότι δεν συνειδητοποιήσατε ακόμη ότι ακολουθείτε τον πατριάρχη Βαρθολομαίο όχι μόνο στην αίρεση, για την οποία ο απλός λαός βέβαια δεν είναι σε θέση να σας αποδοκιμάσει συνολικά, διότι σαφώς δεν γνωρίζει τί έγινε στην Σύνοδο του Κολυμβαρίου το 2016. Όμως ο Θεός που γνωρίζει επιτρέπει πλέον το σχίσμα μεταξύ του Ρωσικού Πατριαρχείου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο ως «Φανάρι» από καιρό καπνίζει, για να βάλει τάξη στην Εκκλησία Του. Μέχρι τώρα, λοιπόν, που έχετε αναγνωρίσει την αίρεση επισήμως σε Σύνοδο της Ιεραρχίας, επειδή θεσμικά δεν καταδικάσθηκε ο αιρετικός πατριάρχης μαζί με τους πρωτεργάτες του Οικουμενισμού θεωρούσατε αυτονόητο ότι πρέπει να τον ακολουθείτε χωρίς καμία αντίδραση γιατί είναι θεσμικό πρόσωπο και διότι κατά την γνώμη σας δεν είναι δυνατόν να είστε ακέφαλος, στο εξής όμως που θεσμικά είναι και σχισματικός διότι ενώθηκε με τους σχισματικούς και όχι με τους κανονικούς μητροπολίτες της Ουκρανίας, καθίστασθε θεσμικά σχισματικός, αφού και η κεφαλή σας επισήμως πλέον δεν είναι μόνο παραπλανητικά αιρετική, επειδή δεν έχει γίνει ακόμη σύνοδος να τους καταδικάσει, αλλά και σχισματική.


Τώρα, λοιπόν, τι θα κάνετε θα συνεχίσετε να τον μνημονεύετε; Θεσμικά θέλατε; Θεσμικά είστε τώρα στο σχίσμα. Περαστικά! Όσο για το μοναστήρι θα ρωτήσω τον άγιο Γρηγόριο να μου πει αν θέλει να σας το αφήσω. Μόνο μην βιάζεστε, γιατί χρειάζεται να νηστέψω και να προσευχηθώ, διότι από τότε που σας έκοψα τη μνημόνευση η εκκλησία ευωδιάζει. Και από τότε που επέστρεψα στο πάτριο έχουμε όλοι ηρεμήσει! Αν, όμως θέλετε να με βάλετε σε περιπέτεια, προσέξτε τις τελευταίες στιγμές να μην με ψάχνετε να διαβάζω ευχή εις ψυχορραγούντα, διότι δεν θα με βρίσκετε!


Ἰ­ω­άν­νης ἐν Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ Βα­σι­λεύς καί Αὐ­το­κρά­τωρ Ρω­μαί­ων ὁ Δού­κας, τῷἁγιωτά­τῳ Πά­πα τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας Ρώ­μης Γρη­γο­ρί­ῳ. Ἂς ἔ­χω τάς σω­τη­ρί­ους εὐ­χάς σου. Αὐ­τοί, πού ἔ­στει­λε ἡ ἁ­γι­ό­τη­τά σου καί μοῦ ἔ­φε­ραν αὐ­τή τήν ἐ­πι­στο­λή σου, ἐπέμεναν ὅ­τι εἶ­ναι γράμμα τῆς ἁ­γι­ό­τη­τάς σου. Ὅ­μως ἐ­γώ, ὁ Βα­σι­λιάς, ἀ­φοῦ διάβασα ὅ­σα εἶ­ναι γραμ­μέ­να, ἀρ­νή­θη­κα νά πιστέ­ψω ὅ­τι εἶ­ναι δι­κό σου γράμ­μα, ἀλλά θεώ­ρη­σα ὅ­τι τό ᾿γραψε ἕ­νας ἄν­θρω­πος μέ χα­μέ­να πέ­ρα γιά πέ­ρα τά μυα­λά του, πού ὅ­μως ὁ ψυ­χι­κός του κό­σμος εἶ­ναι φου­σκω­μέ­νος ἀ­πό ἀ­λα­ζο­νεί­α καί αὐθάδεια, δι­ό­τι πῶς θά μπο­ρού­σα­με νά σχη­μα­τί­σου­με δι­α­φο­ρε­τι­κή γνώ­μη γιά τόν γράψαν­τα, τή στιγ­μή πού ἀπευ­θύ­νε­ται στή βα­σι­λι­κή μου δύ­να­μη θε­ω­ρών­τας με σάν ἕ­να ἀ­νώ­νυ­μο καί ἄ­δο­ξο καί ἀ­σή­μαν­το ἀνθρω­πά­κι; Δέν σοῦ μί­λη­σε κα­νείς γιά τό μέ­γε­θος τῆς ἐ­ξου­σί­ας καί τῆς δυ­νά­με­ώς μας;


Δέ χρει­α­ζό­μα­σταν ἰ­δι­αί­τε­ρη σο­φί­α γιά νά γνω­ρί­σου­με κα­λά ποι­ός εἶ­ναι ὁ δι­κός σου θρό­νος. Ἂν βρισκό­ταν πά­νω σέ σύν­νε­φα ἢ ἂν κά­που ¨με­τέ­ω­ρος¨, ἴ­σως ἔ­πρε­πε νά ἔ­χου­με με­τε­ω­ρο­λο­γι­κές γνώσεις γιά νά τόν βροῦ­με, ἀλλ᾿ ἐ­πει­δή στη­ρί­ζε­ται στή γῆ καί δέ δι­α­φέ­ρει κα­θό­λου ἀ­πό τούς ὑ­πο­λοί­πους θρό­νους, ὅ­λος ὁ κό­σμος τόν ξέ­ρει. Μᾶς γρά­φεις ὅ­τι ἀ­πό τό δι­κό μας, τό Ἑλ­λη­νι­κό Γέ­νος, ἄν­θη­σε ἡ σο­φί­α καί τά ἀ­γα­θά της καί διαδόθηκε στούς ἄλ­λους λα­ούς. Αὐ­τό σω­στά γρά­φεις. Πῶς ὅ­μως ἀ­γνό­η­σες ἢ καί ἂν ὑ­πο­τε­θεῖ ὅ­τι δέν τό ἀγνό­η­σες, πῶς ξέ­χα­σες νά γρά­ψεις ὅ­τι, μα­ζί μέ τή σοφί­α, τό Γέ­νος μας κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πό τόν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο καί τή βα­σι­λεί­α; Ποιός ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι τά κλη­ρο­νο­μι­κά δι­και­ώ­μα­τα τῆς δι­α­δο­χῆς πέρασαν ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον στό δι­κό μας Γέ­νος καί ὅ­τι ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε οἱ νό­μι­μοι κλη­ρο­νό­μοι καί δι­ά­δο­χοι;


­πει­τα, σύ ἀ­παι­τεῖς νά μήν ἀ­γνο­ή­σου­με τό θρό­νο σου καί τά προ­νό­μιά του. Ἀλ­λά καί ἐ­μεῖς ἔ­χου­με νά ἀν­τα­παι­τή­σου­με νά δεῖς κα­θα­ρά καί νά μά­θεις τά δι­και­ώ­μα­τα πού ἔ­χου­με ἐ­μεῖς ἐ­πί τῆς ἐ­ξου­σί­ας καί τοῦ κρά­τους τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, τό ὁποῖ­ο, ἀ­πό τόν Μέ­γα Κων­σταν­τῖ­νο, δι­α­τη­ρή­θη­κε γιά μί­α χιλι­ε­τί­α καί ἔ­φτα­σε σέ μᾶς. Οἱ γε­νάρ­χες της βα­σι­λεῖς μου εἶ­ναι ἀ­πό τό γέ­νος τῶν Δου­κῶν καί τῶν Κομνη­νῶν, γιά νά μήν ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ καί ὅ­λους τούς ἄλ­λους Βα­σι­λεῖς πού εἶ­χαν Ἑλ­λη­νι­κή καταγω­γή καί γιά πολ­λές ἑ­κα­τον­τά­δες χρό­νια κα­τεῖ­χαν τήν βα­σι­λι­κή ἐ­ξου­σί­α τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης. Αὐ­τούς ὅ­λους, καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρώ­μης καί οἱ ἱ­ε­ράρ­χες της, τούς προ­σκυ­νοῦ­σαν ὡς Αὐ­το­κρά­το­ρες τῶν Ρω­μαί­ων. Πῶς λοι­πόν ἐ­μεῖς φαι­νό­μα­στε στά μά­τια σου ὅ­τι δέν ἐ­ξου­σι­ά­ζου­με καί δέ βα­σι­λεύ­ου­με σέ κα­νέ­να τό­πο, πα­ρά χειρο­τό­νη­σες λές κι εἶ­ναι ἐ­πί­σκο­πός σου τόν ἐκ Βρυ­έν­νης Ἰ­ω­άν­νη βα­σι­λιά στήν Πόλη; Ποι­ό δί­και­ο ἐ­πρυ­τά­νευ­σε στή συγ­κε­κριμένη αὐ­τή πε­ρί­στα­ση; Πῶς κα­τά­φε­ρε ἡ τι­μί­α σου κε­φα­λή καί ἐ­παι­νεῖ τό ἄ­δι­κο τῆς πλε­ο­νε­ξί­ας καί βά­ζει στή μοί­ρα τοῦ δικαί­ου τή λη­στρι­κή καί αἱ­μο­χα­ρή κα­τά­κτη­ση τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης ἀ­πό τούς Λα­τί­νους;


Ἐ­μεῖς ἐ­ξα­ναγ­κα­στή­κα­με ἀ­πό τήν πο­λε­μι­κή βί­α καί φύ­γα­με ἀ­πό τόν τό­πο μας ὅ­μως δέν πα­ραι­τού­μα­στε ἀ­πό τά δι­και­ώ­μα­τά μας τῆς ἐ­ξου­σί­ας καί τοῦ κρά­τους τῆς Κωνσταν­τι­νού­πο­λης. Καί νά ξέ­ρεις ὅ­τι αὐ­τός πού βα­σι­λεύ­ει εἶ­ναι ἄρ­χον­τας καί κύ­ριος ἔθνους καί λα­οῦ καί πλή­θους δέν εἶ­ναι ἄρ­χον­τας καί ἀ­φεν­τι­κό σέ πέ­τρες καί ξύ­λα, μέ τά ὁ­ποῖ­α χτί­στη­καν τά τεί­χη καί οἱ πύρ­γοι. Τό γράμ­μα σου πε­ρι­εῖ­χε καί τοῦ­το τό πα­ρά­ξε­νο ὅ­τι ἡ τι­μι­ό­τη­τά σου ἔ­στει­λε κή­ρυ­κες πού δι­ήγ­γει­λαν τό κή­ρυγ­μα τοῦ Σταυ­ροῦ σέ ὅ­λο τόν κό­σμο, καί  ὅ­τι πλή­θη πολεμιστῶν ἔ­σπευ­σαν γιά νά διεκδικήσουν τήν Ἁ­γί­α Γῆ. Σάν μά­θα­με αὐ­τή τήν εἴδηση, χα­ρή­κα­με καί γε­μί­σα­με μέ ἐλ­πί­δες. Ἐλ­πί­ζα­με δη­λα­δή ὅ­τι αὐ­τοί οἱ δι­εκ­δι­κη­ταί τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων θά ἄρ­χι­ζαν τή δί­και­η δου­λειά τους ἀ­πό τή δι­κή μας πα­τρί­δα καί ὅ­τι θά τι­μω­ροῦ­σαν αὐ­τούς πού τήν αἰχ­μα­λώ­τι­σαν, για­τί βε­βή­λω­σαν τίς ἁ­γί­ες Ἐκκλη­σί­ες, για­τί βε­βή­λω­σαν τά ἱ­ε­ρά σκεύ­η καί δι­έ­πρα­ξαν κά­θε εἶ­δος ἀ­νο­σι­ουρ­γί­ες κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν. Ἐ­πει­δή ὅ­μως τό γράμ­μα σου ὀ­νό­μα­ζε τόν Ἰ­ω­άν­νη Βρυ­έν­νιο πού ἀ­πε­βί­ω­σε ἐ­δῶ καί πο­λύν και­ρό βα­σι­λιά τῆς Κων­σταν­τι­νού­πο­λης, καί φί­λο καί τέ­κνο τῆς τι­μι­ό­τη­τάς σου, καί ἐ­πει­δή οἱ νέ­οι σταυ­ρο­φό­ροι σου στέλ­νον­ται γιά νά βο­η­θή­σουν, γε­λού­σα­με ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νοι τήν εἰ­ρω­νεί­α καί τά παι­χνί­δια πού παίζονται κα­τά τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων καί τοῦ Σταυ­ροῦ.


Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἡ τι­μι­ό­τη­τά σου, μέ τό γράμ­μα πού ἔ­στει­λες, μᾶς πα­ρα­κι­νεῖ νά μήν παρε­νο­χλοῦ­με τόν φί­λο σου καί υἱ­όν Ἰ­ω­άν­νη Βρυ­έν­νιο, γνω­ρί­ζου­με καί ἐ­μεῖς στήν τιμι­ό­τη­τά σου, ὅ­τι δέν ξέ­ρου­με σέ ποι­ό μέ­ρος τῆς γῆς ἢ τῆς θά­λασ­σας βρί­σκε­ται ἡ ἐ­πι­κρά­τεια αὐ­τοῦ τοῦ Ἰ­ω­άν­νη. Ἐ­άν ὅ­μως ἐν­νο­εῖς τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, καθιστοῦ­με γνω­στό καί στήν ἁ­γι­ό­τη­τά σου καί σέ ὅ­λους τούς Χρι­στια­νούς ὅ­τι πο­τέ δέ θά πά­ψου­με νά δί­νου­με μά­χες καί νά πο­λε­μοῦ­με αὐ­τούς πού τήν κα­τέ­κτη­σαν καί τήν κατέ­χουν για­τί ἀ­λή­θεια, πῶς δέ θά δι­α­πράτ­τα­με ἀ­δι­κί­α ἀ­πέ­ναν­τι στούς νόμους τῆς φύ­σης, καί στούς θε­σμούς τῆς Πα­τρί­δας μας, καί στούς τά­φους τῶν προγό­νων μας, καί στά θεί­α καί ἱ­ε­ρά τε­μέ­νη, ἂν δέν πο­λε­μή­σου­με γι᾿αὐ­τά μέ ὅ­λη τή δύ­να­μή μας; Ὡ­στό­σο, ἂν εἶ­ναι κα­νείς πού ἀ­γα­να­κτεῖ γιά τού­τη τή θέ­ση μας, καί μᾶς δυ­σκο­λεύ­ει, καί ἐ­ξο­πλί­ζε­ται ἐ­ναν­τί­ον μας, ἔ­χου­με τόν τρό­πο νά ἀ­μυν­θοῦ­με ἐ­ναν­τί­ον του: Πρῶτα-πρῶ­τα μέ τή βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, καί με­τά, μέ τά ἅρ­μα­τα καί τό ἱπ­πι­κό πού ἔχου­με, καί μέ πλῆ­θος ἀ­ξι­ό­μα­χων πο­λε­μι­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι πολλές φο­ρές πο­λέ­μη­σαν τούς σταυ­ρο­φό­ρους. Τό­τε καί σύ, ἀ­πό τή με­ριά σου, σάν μι­μη­τής, πού εἶσαι, τοῦ Χρι­στοῦ, καί σάν δι­ά­δο­χος τοῦ κο­ρυ­φαί­ου τῶν Ἀ­πο­στό­λων Πέ­τρου, ἔ­χον­τας μάλιστα τή γνώ­ση γιά τό τί εἶ­ναι θεῖ­ο καί νό­μι­μο καί γιά τό τί ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πι­νους θε­σμούς, τό­τε λέ­ω, θά μᾶς ἐ­παι­νέ­σεις, ἀ­φοῦ δί­νου­με τή μά­χη γιά τήν Πα­τρί­δα καί γιά τή σύμ­φυ­τη μέ αὐ­τήν ἐλευθερί­α.


Καί αὐ­τά βέ­βαι­α θά συμ­βοῦν κα­τά τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. 

Ἡ βα­σι­λεί­α μου θέ­λει πο­λύ καί πο­θεῖ νά διασώ­σει τόν σε­βα­σμό πού ἁρ­μό­ζει πρός τήν ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρώμης, 

καί νά τι­μᾶ τό θρό­νο τοῦ κορυ­φαί­ου Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου καί, ἀ­πέ­ναν­τι 

τῆς ἁ­γι­ό­τη­τάς σου, 

νά ἔ­χει τή σχέ­ση καί τήν τά­ξη τοῦ υἱ­οῦ, καί νά ἀ­πο­δί­δει σ᾿ αὐ­τή τήν ἁρ­μό­ζου­σα τι­μή καί ἀ­φο­σί­ω­ση. 

Αὐ­τό θά γί­νει ὅ­μως, μό­νο ἐ­άν καί ἡ δι­κή σου ἁγιότη­τα δέν πα­ρα­βλέ­ψει 

τά δι­και­ώ­μα­τα 

τῆς δι­κῆς μας βα­σι­λεί­ας, καί ἂν δέν γράφει σέ μᾶς γράμ­μα­τα μέ τέ­τοι­α ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα καί ἀ­πα­ξί­ω­ση. 

Ὡ­στό­σο νά ξέ­ρει ἡ ἁ­γι­ό­τη­τά σου, ὅ­τι ὑ­πο­δε­χτή­κα­με χω­ρίς λύ­πη τό ἀ­γροῖ­κο ὕ­φος τοῦ γράμ­μα­τός σου, 

καί φερ­θή­κα­με μέ ἠ­πι­ό­τη­τα στούς κο­μι­στές του, μό­νο καί μόνο γιά νά δι­α­τη­ρή­σου­με τήν εἰ­ρή­νη!



Εκ του ιστολογίου triklopodia.
Επιμέλεια κειμένου, παρουσίαση ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF