Το ''Κιάμων απέχεσθε'' αποδίδεται ιστορικά στον Πυθαγόρα τον Σάμιο, που σημαίνει ''να απέχετε από τα κουκιά''. Ως γνωστόν, τα κουκιά σε ανθρώπους που εκλίπει το σχετικό ένζυμο G6PD, προκαλεί κάποιες φορές δηλητηρίαση, που αγγίζει εν πολλοίς και τα όρια του θανάτου. Στα πολιτικά ειωθότα του τέλους του 19ου αιώνα, κάποιες φορές, οι πολιτικοί άρχοντες εκλέγονταν με χλωρά κουκιά, που επιρρίπτονταν στις κάλπες τους. Ο κυρ Αλέξανδρος απογοητευμένος -ούτως ειπείν αηδιασμένος- από την ηθική, πολιτική και κοινωνική εκφύλιση της εκλογολογίας, της παραχολογίας και της ένθεν- κακείθεν -πάσης φύσεως- πολιτικής συνδιαλλαγής συνιστούσε να ''απέχεσθε από τις πολιτικές υποθέσεις''.
Βλέπετε, η πολιτική, ως σύστημα ιδεών και ως νοοτροπία ιθαγενής για τα ειωθότα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους ήταν ο αυτός ακρογωνιαίος, διαχειριστικός πολιτικαντισμός, ακριβώς, γιατι η σύσταση και εγκατάσταση του κυοφορούμενου κρατιδίου στηρίχθηκε παντελώς στα ''δυτικά πρότυπα'' του σαξονικού και γαλλικού διαφωτισμού, στην ελληνική τους όμως έκδοση!... Οι Ρωμιοί, αναδυόμενοι ''πολιτικά γυμνοί'' μέσα από τις στάχτες και τα αποκαίδια της Οθωμανικής παντοκρατορίας, με ανύπαρκτες σχεδόν πολιτικές ζυμώσεις και οράματα-μοντέλα για την ίδρυση του νεοελληνικού τους κράτους, χρησιμοποίησαν την δυτικότροπη, πολιτική ''Μαγειρική'' με συστατικά μιας ποιμενικής, αγροτικής οικογενείας και φυσικά με την ευγενική χορηγεία των αναμενόντων κοτσαμπάσηδων και αφηνιασμένων μπέηδων, που περίμεναν -πως και πως- να διαμοιράσουν την πίτα της νεοσυσταθείσης Συνταγής!
Έτσι διαμορφώθηκε ο πελατειακός συνδιαχειρισμός, η άνευ όρων ακατάσχετη και ακατέργαστη παραχολογία, ο κομματικός χρηματισμός, οι ανερυθρίαστες υποσχέσεις και ο ασφυκτικός συνωστισμός των υποσχόμενων διορισμών ελλείψει κινήτρων και δυναμικής για την εκβιομηχάνιση της χώρας. Έτσι, όπως σημείωνε η ακριβής γραφίδα του κυρ-Αλέξανδρου στους ''Χαλασοχώρηδες'': ''Δεν υπήρξε βοσκός, όστις να μη διωρίσθη τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης, όστις να μη προχειρισθεί εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κι εδώ εις την νήσον λιμενάρχην, φουστανελλάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός μας, τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου. Όλοι οι πορθμείς θα εγκατέλειπον τας λέμβους των, οι κυβερνήται θα έρρπτον έξω τα πλοία των, οι ναυπηγοί θα επετούσαν τα εργαλεία των και θα εζήτουν δημοσίας θέσεις!...''
Στα καθ' ημάς, του περιώνυμου 21ου αιώνα, η πολιτική Ιστορία μοιάζει να μην έχει αλλάξει... θέση από τα τέλη του 19ου αιώνα! Η πολιτική, αλλά και οι πολιτικοί της είναι τα ίδια διαχειριστικά στερεότυπα, οι ίδιες αυτιστικές παραδοχές μιας πολιτικής νόσου που μεταδίδεται πάνδημα από γενεά σε γενεά, ο αυτός ανακυκλούμενος και ακατέργαστος ξύλινος λόγος από ''οξιά ή κι από μαόνι'' και η αέναη παροχή λόγων και πραγμάτων, τώρα και στον χώρο σου! Μετεξέλιξε άκρως επικίνδυνα τον Ρωμιό ραγιά, στο χειρότερο καχέκτυπο αντίγραφο ενός εθνικού Έλληνα, που εκδεδυγμένος την ρωμέικη ταυτότητά του κατήντησε ένα απλοικό καταναλωτικό προιόν, που επιδέχεται -αναντιρρήτως- πάσης φύσεως συσκευασία, παστερίωση, ακόμα και προδιαγεγραμμένη λήξη!
Όποιος δονκιχωτικά φρονεί, πως με τις εκλογικές επιλογές θα αλλάξει και η χώρα, πλανάται πλάνην οικτράν και ανίατη. Αν ο σημερινός Έλληνας δεν ξανασυναντήσει τον χαμένο, ρωμέικο εαυτό του και δεν εγκολπωθεί ξανά τις διδαχές, τις πραγματείες, μα προπαντώς τους προσδιοριστικούς προσανατολισμούς της Ρωμέικης καταγωγής του είναι καταδικασμένος σε πλήρη αφανισμό. Ο σημερινός Έλληνας χάνοντας την Ορθόδοξη, Χριστιανική του Πίστη στον ένα και αληθινό Θεό, τον Τριαδικό Θεό μας, απολλύει και την όποια εναπομείνασα ανθρώπινη διάστασή του: αποαρσενικοποιείται, αποθηλυκοποιείται και ουδετεροποιείται, παστεριοποιείται και έτσι απλά αποθνήσκει. Θα μοιάζει με μετασχηματισμένο, μεταλλαγμένο και τεχνοκρατικό ανθρωποειδές, που θα άγεται και θα φέρεται εκεί, που ο νέος Ποιμήν της Οικουμενιστικής τερατογέννεσης θα του υποδεικνύει!... Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από τους ''Χαλασοχώρηδες'' του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, γραμμένο το 1892. Μοιάζει όμως να γράφηκε τώρα, μόλις, πριν από λίγο... Εύχεσθε!
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
{...} Ἡ ἠθική δέν εἶναι ἐπάγγελμα, καί ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νά τήν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καί γίνεται γελοῖος. Ὅστις πράγματι φιλοσοφῇ, καί ἀληθῶς πονῇ τόν τόπον του, καί ἔχει τήν ἠθικήν ὄχι εἰς τήν ἄκραν τῆς γλώσσης ἢ εἰς τήν ἀκωκήν τῆς γραφίδος, ἀλλ᾽ εἰς τά ἐνδόμυχα αὐτά τῆς ψυχῆς, βλέπει πολύ καλά ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά πολιτευθῇ. Κυάμων ἀπέχεσθαι.
Ὁ Χριστός εἶπεν: Οὐ δύνασθε Θεῷ λατρεύειν καί Μαμωνᾷ. Διατί δέν ἔλαβεν ὡς ὅρον ἀντιθέσεως ἄλλο τι βαρβαρικόν εἴδωλον; Διατί δέν εἶπε Θεῷ καί Μολώχ ἢ Θεῷ καί Ἀσταρώθ ἢ Θεῶ καί Βάαλ; Διότι ὁ Μαμωνᾶς εἶναι ὁ ἰσχυρός, ὁ κραταιότερος, ὅστις ὑποτάσσει πᾶν ἄλλο εἴδωλον, καί τόν Μολώχ καί τόν Ἀσταρώθ καί τόν Βάαλ. Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκής ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τήν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τήν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καί ψυχάς. Αὕτη παράγει τήν κοινωνικήν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
Καί ὕστερον λέγεις ὅτι ἡ δωροδοκία εἰς τάς ἐκλογάς εἶναι μικρόν κακόν; παρετήρησεν ὁ ξένος. ― Ναί, διότι κινδυνεύω νά πάθω τό αὐτό πάθημα ἐφ᾽ ᾧ κατέκρινα τούς εὐθηνούς ἠθικολόγους τῶν ἡμερῶν μας, ἀπήντησεν ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης. Νά πέσω δηλαδή εἰς τό ἐσπαρμένον σκοπέλους πέλαγος τῶν γενικοτήτων. Ἀλλ᾽ ἰδού ἐπανέρχομαι εἰς τό προκείμενον. Ὁ λόγος δι᾽ ὃν θεωρῶ τήν δωροδοκίαν ὡς τό μικρότερον κακόν εἶναι ὅτι, ὡς εἶδος ἐκλογικῆς διαφθορᾶς, τήν ὑπάγω εἰς τό γένος τῆς συναλλαγῆς.
Συναλλαγή εἶναι ἡ ἐν πρυτανείῳ σίτησις, αἱ ἐκ τοῦ δημοσίου ταμείου παροχαί, τά ρουσφέτια. Συναλλαγή εἶναι καί ἡ εἰς παρανόμους δίκας προστασία. Συναλλαγή εἶναι καί ἡ πρός παραγραφήν ὀφειλομένων φόρων συνδρομή καί ἡ παράνομος ἐξαίρεσις κληρωτῶν. Συναλλαγή εἶναι καί ἡ δωροδοκία. Τώρα, ποῖος προστάτης, ποῖος πολιτευόμενος, ποῖος βουλευτής, εἶναι ἱπποτικώτερος; Ἐκεῖνος ὅστις ἐκ τοῦ ἰδίου ταμείου ἀγοράζει τάς ψήφους τῶν ἐκλογέων, ἢ ἐκεῖνος ὅστις τάς ἀγοράζει ἐκ τοῦ δημοσίου θησαυροῦ; Ἐκεῖνος ὅστις πληρώνει ἐκ τοῦ θυλακίου του ἢ ἐκεῖνος ὅστις πληρώνει ἐκ τῶν χρημάτων τοῦ ἔθνους, χρημάτων ξένων, τά ὁποῖα εἰς τήν Ἑλλάδα μάλιστα ἐσυνηθίσαμεν ὅλοι νά θεωροῦμεν ἔρμα καί σκοτεινά; Ποῖος εἶναι πλέον γαλαντόμος;
Βεβαίως, ἐκεῖνος πού πληρώνει ἀπό τήν τσέπη του, ἀπήντησεν ἀδιστάκτως ὁ ξένος. ― Βλέπεις; Ἰδού διατί μισῶ τάς γενικότητας κ᾽ ἐπιθυμῶ νά εἰδικεύω. Ὁμιλῶ σχετικῶς καί ὄχι ἀπολύτως. Δέν λέγω ὅτι ἡ δωροδοκία εἶναι καλόν τι, λέγω ὅτι εἶναι τό ὀλιγώτερον κακόν. Καί σημείωσαι ὅτι οὐδείς ποτέ ἐκλέγεται βουλευτής διά τῆς δωροδοκίας. Ὅλοι ἐκλέγονται τῇ βοηθείᾳ τῆς δωροδοκίας. Ἀπάνθρωπος τοκογλύφος, ὅσας καί ἂν ἀγοράσῃ ψήφους, ποτέ δέν θά ἐκλεχθῇ.
Πρίν κατέλθῃ εἰς τόν ἀγῶνα, θά ὑποδυθῇ τήν φιλανθρωπίαν, ὡς προσωπεῖον, θά φορέσῃ τήν δημοτικότητα, ὡς κόθορνον. Θά φροντίσῃ ν᾽ ἀποδώσῃ μέρος τῶν ὅσα ἥρπασεν εἰς τούς ἐκλογεῖς. Καί μεταξύ δύο ἀντιπάλων, μετερχομένων τήν αὐτήν διαφθοράν, θά ἐπιτύχῃ ἐκεῖνος ὅστις εὐπρεπέστερον φορεῖ τό προσωπεῖον κ᾽ ἐπιδεξιώτερον τόν κόθορνον.
Ἂς ἐξετάσωμεν τώρα, ἐξηκολούθησεν ὁ Λέανδρος Παπαδημούλης, πόθεν καί πῶς, ἀφοῦ ἡ πλουτοκρατία εἶναι δεδομένον τι καί ἀναπόδραστον κακόν, ἂς ἐξετάσωμεν πῶς ἐγεννήθη, πῶς γεννᾶται φυσικῶς, ἡ δωροδοκία. Ὑπόθεσε, φίλε, ὅτι σ᾽ ἐκυρίευσε καί σέ ἔξαφνα ἡ φιλοδοξία τοῦ Γιαννάκου τοῦ Χαρτουλαρίου, ὅτι ἐπεθύμησες νά γίνῃς βουλευτής, διά νά ὑπηρετήσῃς τό ἔθνος. Διά νά ἐπιθυμήσῃς τοῦτο, σημείωσαι, πρέπει νά εἶσαι χορτᾶτος.
Ἡ φιλοδοξία εἶναι ἡ νόσος τῶν χορτάτων, ἡ λαιμαργία εἶναι τῶν πεινασμένων τό νόσημα. Ἐξέρχεσαι εἰς τήν ἀγοράν, βγάζεις λόγον, καί παρακαλεῖς τούς προσφιλεῖς συμπολίτας νά σέ τιμήσωσι διά τῆς ψήφου των. Ἀλλ᾽ εἶσαι ἆρα εἰς θέσιν νά ἠξεύρῃς πόσοι ἐκ τῶν προσφιλῶν συμπολιτῶν σου εἶναι χορτᾶτοι, καί πόσοι δέν εἶναι; Μήν ἀμφιβάλλῃς ὅτι οἱ πλεῖστοι εἶναι πεινασμένοι, διότι ἂν δέν ἦσαν, ὅλοι θά ἔβγαζαν κάλπας διά νά γίνουν βουλευταί! Ἀλλά μεταξύ τῶν ἀκροατῶν σου, μεταξύ τῶν προσφιλῶν σου συμπολιτῶν, δυνατόν, πιθανόν, βέβαιον μάλιστα ὅτι εὑρίσκονταί τινες, εἷς, δύο, τρεῖς, πέντε, δέκα, κατά γράμμα πεινασμένοι.
Τώρα, τήν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς, πῶς ἀπαιτεῖς νά ὑπάγῃ ἄνθρωπος πεινασμένος, ἄνθρωπος ὅστις θά ψαύῃ τήν κοιλίαν του ὡς ἔγχορδον ὄργανον, ἄνθρωπος ὅστις δέν θά ἔχῃ τήν δύναμιν νά ἵσταται καί νά βαδίζῃ, πῶς ἀπαιτεῖς τοιοῦτος ἄνθρωπος νά ὑπάγῃ νά ψηφοφορήσῃ εἰς τήν κάλπην σου, καί νά σοῦ δώσῃ μάλιστα λευκήν ψῆφον; Φυσικόν εἶναι, ἀφοῦ θά λάβῃ τόν κόπον πρός χάριν σου, νά τοῦ δώσῃς τοὐλάχιστον νά φάγῃ, δι᾽ ἐκείνην τήν ἡμέραν.
Ἐάν δέν τοῦ δώσῃς χρήματα, θά τοῦ προσφέρῃς γεῦμα. Καί τοῦτο δωροδοκία δέν εἶναι; Ἢ θά τοῦ στείλῃς κατ᾽ οἶκον βακαλιάρον καί σαρδέλες καί οἶνον; Δωροδοκία καί τοῦτο. Ἐάν δέν σπεύσῃς ἐγκαίρως σύ, θά σέ προλάβῃ ὁ ἀντίπαλός σου, ὅστις θά φορῇ τόν κόθορνον τῆς φιλανθρωπίας ἀμφιδεξιώτερον.
Ἰδού πόθεν ἐγεννήθη ἡ δωροδοκία. Πῶς θέλεις νά ἐνδιαφέρηται ὁ ἀγρότης, ὁ βοσκός, ὁ πορθμεύς, ὁ ναύτης, ὁ ἐργάτης, ὁ ἀχθοφόρος, πῶς θέλεις νά ἐνδιαφέρωνται διά τόν Καψιμαΐδην καί Γεροντιάδην, ἂν θά γίνωσι βουλευταί ἢ ὄχι; Ἐκεῖνοι εἶναι χορτᾶτοι καί τρέφουσιν ὄνειρα φιλοδοξίας, οὗτοι πεινῶσι καί θέλουν νά φάγωσι. Δέν ἔχουσιν οἱ πτωχοί μεγάλας ἀξιώσεις. Δέν περιμένουν διορισμούς καί παχέα ρουσφέτια ἀπό τήν Κυβέρνησιν. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ θητεύουσιν ἐπιπόνως καί δέν ἐπαρκοῦν νά τραφῶσιν ἐκ τοῦ ἱδρῶτός των, ἀφοῦ οἱ λεγόμενοι ἀντιπρόσωποί των δέν παύουν νά ψηφίζωσιν ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ φόρους καί φόρους καί πάλιν φόρους, ἂς τούς θρέψωσιν ἐπί μίαν ἡμέραν ἐκ τοῦ βαλαντίου των.
Ἀνέκαθεν τά ἀξιώματα ἦσαν ἀγοραστά! Καί ἀφοῦ ἡ ἐπάρατος πλουτοκρατία εἶναι ἄφευκτον κακόν, κατά ποῖον ἄλλον τρόπον θ᾽ ἀποκτῶνται τά ἀξιώματα; Πρᾶγμα, τό ὁποῖον ἔχασε πρό πολλοῦ πᾶσαν ἠθικήν ἀξίαν, μόνον διά χρημάτων εἶναι κτητόν. Καί οὕτως ἑπόμενον ἦτο νά καταντήσουν τά πράγματα. Οὐδέν κακόν ἄμεικτον καλοῦ! Εὐτύχημα μάλιστα νομίζω ὅτι δέν ἀνεφάνη ἐπιφανής τις πολιτευτής εἰς τά μέρη ταῦτα. ― Πῶς εἶπες; ἠρώτησεν ἀπορήσας ὁ ξένος. ― Λέγω ὅτι λογίζομαι ὡς εὐτύχημα τό ὅτι δέν ἀνεφάνη τις ἐκ τῶν λεγομένων ἐπιφανῶν πολιτευτῶν εἰς τάς νήσους ταύτας.
Διότι μή νομίσῃς ὅτι ἡ θεσιθηρία γεννᾶται μόνη της. Τά δύο κακά ἀλληλεπιδρῶσιν. Ἡ ἀκαθαρσία παράγει τόν φθεῖρα καί ὁ φθείρ παράγει τήν ἀκαθαρσίαν. Τό τέρας τό καλούμενον ἐπιφανής τρέφει τήν φυγοπονίαν, τήν θεσιθηρίαν, τόν τραμπουκισμόν, τόν κουτσαβακισμόν, τήν εἰς τούς νόμους ἀπείθειαν. Πλάττει αὐλήν ἐξ ἀχρήστων ἀνθρώπων, στοιχείων φθοροποιῶν, τά ὁποῖα τόν περιστοιχίζουσι, παρασίτων τά ὁποῖα ἀποζῶσιν ἐξ αὐτοῦ παχυνόμενα ἐπιβλαβῶς, σηπόμενα, ζῳύφια βλαβερά, ὕδατα λιμνάζοντα, παράγοντα ἀναθυμιάσεις νοσηράς, πληθύνοντα τήν ἀκαθαρσίαν.{...}
''Χαλασοχώρηδες''
1892
''Χαλασοχώρηδες''
1892
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου