ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Β' ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΩΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ)



Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, περιπατῶν ὁ Ἰησοῦς παρά τήν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τόν λεγόμενον Πέτρον, καί Ἀνδρέαν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τήν θάλασσαν˙ (ἦσαν γάρ ἁλιεῖς˙) καί λέγει αὐτοῖς˙ Δεῦτε ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα, ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καί προβάς ἐκεῖθεν, εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τόν τοῦ Ζεβεδαίου, καί Ἰωάννην τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετά Ζεβεδαίου τοῦ πατρός αὐτῶν, καταρτίζοντας τά δίκτυα αὑτῶν˙ καί ἐκάλεσεν αὐτούς. Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τό πλοῖον, καί τόν πατέρα αὑτῶν, ἠκολούθησαν αὐτῷ. Καί περιῆγεν ὅλην τήν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν, καί κηρύσσων τό Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας, καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον, καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. (Ματθ. δ’ 18-23)


ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Πρό­σε­ξε ὅ­μως καὶ τὴν πί­στη καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ τῶν μα­θη­τῶν. Ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τὸ κά­λε­σμά Του, ἦ­ταν στὴ μέ­ση τῆς ἐρ­γα­σί­ας καὶ ξέ­ρε­τε πό­σο ἀ­παι­τη­τι­κὸ εἶ­ναι τὸ ψά­ρε­μα. Κι ὅ­μως δὲν ἄ­φη­σαν γι’ ἀρ­γό­τε­ρα, δὲν εἶ­παν· «Ἅ­μα γυ­ρί­σου­με στὸ σπί­τι, θὰ μι­λή­σου­με μὲ τοὺς δι­κούς μας».

λ­λὰ τ’ ἄ­φη­σαν ὅ­λα καὶ Τὸν ἀ­κο­λού­θη­σαν, ὅ­πως ἔ­κα­με ὁ Ἐ­λισ­σαῖ­ος στὰ χρό­νι­α τοῦ προ­φή­τη Ἠ­λί­α. Τέ­τοια ὑ­πα­κο­ὴ ζη­τᾶ ἀ­πὸ μᾶς ὁ Χρι­στός, ὥ­στε οὔ­τε ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο ἀ­να­βο­λὴ νὰ μὴν κά­νου­με, ἀ­κό­μα κι ἂν μᾶς βι­ά­ζει κά­τι ἀ­πὸ τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ κά­ποιον ἄλ­λον, ποὺ τὸν πλη­σί­α­σε καὶ ζή­τη­σε νὰ θά­ψει τὸν πα­τέ­ρα του, οὔ­τε αὐ­τὸ δὲν τὸν ἄ­φη­σε νὰ κά­νει, δεί­χνον­τας ὅ­τι ἀ­πὸ ὅ­λα πρέ­πει νὰ προ­τι­μοῦ­με νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με. 

Καὶ ἂν ἰ­σχυ­ρι­στεῖς ὅ­τι ἦ­ταν με­γά­λη ἡ ὑ­πό­σχε­ση ποὺ τοὺς ἔ­δω­σε, θὰ ἀ­παν­τή­σω ὅ­τι γι’ αὐ­τὸ καὶ τοὺς θαυ­μά­ζω πι­ὸ πο­λύ, ἐ­πει­δὴ παρ’ ὅ­λο ποὺ ἀ­κό­μα δὲν εἶ­χαν δεῖ ἀπ’ Αὐ­τὸν κα­νέ­να θαυ­μα­στὸ ση­μεῖ­ο, πί­στε­ψαν σὲ τό­σο με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση καὶ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα τὰ θε­ώ­ρη­σαν δευ­τε­ρεύ­ον­τα μπρο­στὰ στὸ νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σουν.

Για­τί μὲ ὅ­ποια λό­γι­α πεί­στη­καν οἱ ἴ­διοι, πί­στε­ψαν ὅ­τι μὲ αὐ­τὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν κι ἄλ­λους νὰ πεί­σουν. Αὐ­τό, λοι­πόν, ὑ­πο­σχέ­θη­κε σ’ αὐ­τούς. Σ’ ἐ­κεί­νους ὅ­μως ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­ά­κω­βο καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη δὲν εἶ­πε τί­πο­τα τέ­τοιο, για­τί ἡ ὑ­πα­κο­ὴ τῶν πρώ­των ἄ­νοι­ξε ἔ­πει­τα τὸ δρό­μο καὶ σ’ αὐ­τούς. Ἐξ ἄλ­λου εἶ­χαν ἀ­κού­σει πολ­λὰ προ­η­γου­μέ­νως γι’ Αὐ­τόν.

Κοί­τα­ξε καὶ πό­σο σα­φῆ ὑ­παι­νιγ­μὸ κά­νει γιὰ τὴ φτώ­χεια τους. Τοὺς βρῆ­κε νὰ ρά­βουν τὰ δί­χτυ­ά τους. Τό­σο με­γά­λη ἦ­ταν ἡ φτώ­χεια τους, ὥ­στε νὰ δι­ορ­θώ­νουν τὰ χα­λα­σμέ­να, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ν’ ἀ­γο­ρά­σουν ἄλ­λα.

Δὲν ἦ­ταν κι αὐ­τὸ τό­τε μι­κρὸ δεῖγ­μα ἀ­ρε­τῆς, ἡ ἀ­γόγ­γυ­στη δη­λα­δὴ ὑ­πο­μο­νὴ στὴ φτώ­χεια, ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῆς τρο­φῆς ἀ­πὸ τί­μι­ο μό­χθο, ὁ σύν­δε­σμος με­τα­ξύ τους μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης, τὸ νὰ ἔ­χουν μα­ζὶ τὸν πα­τέ­ρα τους καὶ νὰ τὸν πε­ρι­ποι­οῦν­ται. Κι ὅ­ταν τοὺς ἔ­πι­α­σε στὰ δί­χτυ­ά Του, τό­τε ἀρ­χί­ζει, ἐ­νῶ αὐ­τοὶ εἶ­ναι μα­ζί Του, νὰ θαυ­μα­τουρ­γή, βε­βαι­ώ­νον­τας μὲ τὰἔρ­γα Του ὅ,­τι εἶ­χε πεῖ γι’ Αὐ­τὸν ὁἸ­ω­άν­νης ὁ Βα­πτι­στής...

Βρι­σκό­ταν ἀ­δι­ά­κο­πα στὶς συ­να­γω­γὲς κι ἐ­κεῖ τους ἔ­λε­γε ὅ­τι δὲν εἶ­ναι κα­νέ­νας ἀν­τί­θε­ος ἡ πλά­νος, ἀλ­λὰ ὁ ἐρ­χο­μὸς Τοῦ εἶ­ναι σύμ­φω­νος μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα. Κι ἐ­κεῖ δὲν κή­ρυτ­τε μό­νον, ἀλ­λὰ ἔ­κα­νε καὶ θαύ­μα­τα. Για­τί πάν­το­τε ὅ­ταν γί­νε­ται κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ καὶ πα­ρά­δο­ξο καὶ εἰ­σά­γε­ται ἕ­νας νέ­ος τρό­πος ζω­ῆς, συ­νη­θί­ζει ὁ Θε­ὸς νὰ κά­νει θαύ­μα­τα, δί­νον­τας ἐ­χέγ­γυ­α γιὰ τὴ δύ­να­μή Του σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ εἶ­ναι νὰ δε­χτοῦν τοὺς νό­μους.

­τσι, ὅ­ταν ἦ­ταν νὰ πλά­ση τὸν ἄν­θρω­πο, δη­μι­ούρ­γη­σε ὅ­λον τὸν κό­σμο καὶ τό­τε τοῦ ἔ­δω­σε τὸ νό­μο ἐ­κεῖ­νο μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Καὶ ὅ­ταν ἦ­ταν νὰ δώ­σει τὸ νό­μο τοῦ Νῶ­ε, πά­λι με­γά­λα θαύ­μα­τα ἔ­κα­νε, μὲ τὰ ὁποῖ­α ἀ­να­δη­μι­ούρ­γη­σε ὅ­λη τὴν πλά­ση καὶ κρά­τη­σε ὁ­λό­κλη­ρο χρό­νο τὸ φο­βε­ρὸ ἐ­κεῖ­νο κα­τα­κλυ­σμὸ κι ἔ­κα­νε ὅ­λα ἐ­κεῖ­να, μὲ τὰὁ­ποῖ­α ἔ­σω­σε τὸ δί­και­ο ἐ­κεῖ­νο (τὸ Νῶ­ε) μέ­σα στὸ χα­λα­σμό.

Καὶ στὰ χρό­νι­α τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ πα­ρου­σί­α­σε πολ­λὰ θαύ­μα­τα, τὴ νί­κη στὸν πό­λε­μο, τὴν πλη­γὴ ποὺ ἔ­δω­σε στὸ Φα­ρα­ώ, τὴν ἀ­παλ­λα­γὴ ἀ­πὸ τοὺς κιν­δύ­νους. 

Κι ὅ­ταν νο­μο­θε­τοῦ­σε στοὺς Ἑ­βραί­ους, πα­ρου­σί­α­σε τὰ θαυ­μα­στὰ καὶ μέ­γι­στα ἐ­κεῖ­να ση­μεῖ­α καὶ τό­τε τοὺς ἔ­δω­σε τὸ νό­μο. Ἔ­τσι κι ἐ­δῶ, θέ­λον­τας νὰ δώ­σει ἕ­ναν ἀ­νώ­τε­ρο τρό­πο ζω­ῆς καὶ νὰ τοὺς πεῖὅ­σα πο­τὲ δὲν εἶ­χαν ἀ­κού­σει ἀ­πὸ κα­νέ­ναν, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τοὺς λό­γους Του μὲ τὰ θαύ­μα­τά Του.

­πει­δὴ δη­λα­δὴ δὲ φαι­νό­ταν ἡ βα­σι­λεί­α ποὺ κή­ρυτ­τε, αὐ­τὴ λοι­πὸν τὴν ἀ­ό­ρα­τη βα­σι­λεί­α τὴ φα­νε­ρώ­νει μὲ χει­ρο­πια­στὰ θαύ­μα­τα. Καὶ πρό­σε­ξε τὴ λι­τό­τη­τα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ. Δὲ μᾶς δι­η­γεῖ­ται δη­λα­δὴγιὰ τὸν κα­θέ­να ἀ­πὸὅ­σους θε­ρα­πεύ­ον­ταν, ἀλ­λὰ μὲ δύ­ο λό­γι­α πα­ρα­τρέ­χει ἀ­να­ρίθ­μη­το πλῆ­θος ἀ­πὸ θαύ­μα­τα.

«Τοῦ ἔ­φε­ραν, λέ­ει, ὅ­λους ὅ­σοι τα­λαι­πω­ροῦν­ταν ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες ἀ­σθέ­νει­ες καὶ βα­σα­νί­ζον­ταν, δαι­μο­νι­σμέ­νους, σε­λη­νι­α­ζο­μέ­νους, πα­ρα­λυ­τι­κοὺς καὶ τοὺς θε­ρά­πευ­σε».Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­ξι­ο­πε­ρί­ερ­γο, για­τί δη­λα­δὴ δὲ ζή­τη­σε ἀ­πὸ κα­νέ­να τοὺς πί­στη οὔ­τε καν εἶ­πε αὐ­τὸ ποῦἔ­πει­τα φα­νε­ρὰἔ­λε­γε· «Πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι μπο­ρῶ νὰ τὸ κά­νω αὐ­τό»; 

Αὐ­τὸ ἔ­γι­νε ἐ­πει­δὴ δὲν εἶ­χε δώ­σει ἀ­κό­μα ἀ­πό­δει­ξη τῆς δυ­νά­με­ώς Του. Ἐξ ἄλ­λου τὸ ὅ­τι ἔρ­χον­ταν σ’ Αὐ­τὸν εἴ­τε ἀ­πὸ μό­νοι τους εἴ­τε τοὺς ἔ­φερ­ναν ἄλ­λοι, μαρ­τυ­ροῦ­σε πί­στη ἀ­ξι­ό­λο­γη. Τοὺς ἔ­φερ­ναν ἀ­πὸ μα­κρι­ὰ καὶ δὲ θὰ τοὺς εἶ­χαν φέ­ρει, ἂν δὲν εἶ­χαν πεί­σει τὸν ἑ­αυ­τὸ τοὺς γι’ Αὐ­τὸν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά. Ἂς τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με λοι­πὸν κι ἐ­μεῖς.

Για­τί ἔ­χου­με πολ­λὲς ἀ­σθέ­νει­ες στὴν ψυ­χή μας κι αὐ­τὲς θέ­λει πρῶ­τα νὰ θε­ρα­πεύ­σει. Γι’ αὐ­το­ ­α­πο­κα­θι­στὰ τὶς σω­μα­τι­κὲς ἀ­σθέ­νει­ες, γιὰ νὰ ἐ­ξο­ρί­σει τὶς ψυ­χι­κὲς ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή μας.

ς ἔρ­θου­με λοι­πὸν κον­τά Του καὶ ἂς μὴν Τοῦ ζη­τή­σου­με τί­πο­τα βι­ο­τι­κό, πα­ρὰ μό­νο τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας· μᾶς τὴ δί­νει καὶ τώ­ρα, ἂν τὴν ἐ­πι­δι­ώ­κου­με μὲ ζῆ­λο. Τό­τε εἶ­χε φτά­σει ἡ φή­μη Του ὡς τὴ Συ­ρί­α· τώ­ρα ἔ­χει φτά­σει σ’ ὅ­λη τὴν οἰ­κου­μέ­νη. 

Κι ἐ­κεῖ­νοι ἔ­τρε­χαν κον­τά Του, ὅ­ταν ἄ­κου­γαν μό­νο πὼς θε­ρά­πευ­ε δαι­μο­νι­σμέ­νους· ἐ­σὺ ὅ­μως, ποὺ ἔ­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρες καὶ με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­πο­δεί­ξεις γιὰ τὴ δύ­να­μή Του, για­τί δὲ ση­κώ­νε­σαι νὰ τρέ­ξεις σ’ Αὐ­τόν; Κι ἐ­κεῖ­νοι μὲν ἄ­φη­σαν καὶ πα­τρί­δα καὶ φί­λους καὶ συγ­γε­νεῖς· ἐ­σὺ ὅ­μως δὲ θέ­λεις οὔ­τε τὸ σπί­τι σου ν’ ἀ­φή­σεις, γιὰ νὰ πᾶς κον­τά Του καὶνὰ λά­βεις πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα;

μᾶλ­λον δὲ ζη­τᾶ­με οὔ­τε καν αὐ­τὸ ἀ­πὸ σέ­να. Ἄ­φη­σε μό­νο τὴν κα­κὴ συ­νή­θει­α καὶ μέ­νον­τας στὸ σπί­τι σου μα­ζὶ μὲ τοὺς δι­κούς σου θὰ μπο­ρέ­σεις εὔ­κο­λα νὰ σω­θεῖς... Ἂς βγά­λου­με ἀ­πὸ τὴ μέ­ση τὴν πη­γὴ τῶν κα­κῶν (τὴν ἁ­μαρ­τί­α) καὶ ὅ­λα τὰ κύ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νει­ῶν θὰ στα­μα­τή­σουν.


Πηγήhttp://hristospanagia3.blogspot.com



(ΜΙGΝΕ Ρ. G. τ. 57, στ. 217-222. ΕΠΕ τ. 9, σελ. 447-453) 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF