ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ Α': ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ





1. Προσευχή 



᾿Αγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί· 



Τέκνα φωτόμορφα τῆς ᾿Εκκλησίας καί τῆς Θεοτόκου· 


Νικημένοι ἀπὸ τὸν ἱερὸ πόθο νὰ ἀνυμνήσωμε τὴν ῎Αχραντο Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἂς ἀρχίσωμε τὸ τόλμημά μας αὐτὸ μὲ τὴν ἁγία προσευχὴ τῆς ᾿Εκκλησίας μας: «Τείχισόν μου τὰς φρένας, Σωτήρ μου· τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τὴν ἄχραντον Μητέρα Σου... Σὺ οὖν μοι δώρησαι γλῶτταν, προφοράν, καὶ λογισμὸν ἀκαταίσχυντον· πᾶσα γὰρ δόσις ἐλλάμψεως παρὰ Σοῦ καταπέμπεται, Φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». 



2. ῎Οχι πένθος, ἀλλά χαρά ᾿Αδελφοί μου Χριστιανοί· 


Η εὔσημος καὶ κλητὴ ἡμέρα τῆς ἁγίας καὶ ζωηφόρου Μεταστάσεως τῆς Παντάνασσας Θεοτόκου, «πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ», καλεῖ καὶ πάλιν τὸν θεόφρονα δῆμο τῶν ᾿Ορθοδόξων σὲ παγκόσμια ἑορτὴ καὶ πανήγυρι. ῎Ας μὴ δοθῆ χῶρος στὸ πένθος καὶ στὰ δάκρυα, «θυμήρης γὰρ καὶ οὐ πενθήρης ἡ παροῦσα πανήγυρις». Στὴν φαεινὴ λυχνία τοῦ ἀΰλου πυρός, στὴν ἀληθινὴ καὶ ἔμψυχο κιβωτὸ τοῦ Θεοῦ, στὴν παμβασιλίδα Θεόπαιδα, στὸ σκήνωμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, στὸν ἔμψυχο καὶ ζωντανὸ οὐρανὸ τοῦ Παντάνακτος, ἁρμόζουν χαρμόσυνα ἄσματα καὶ τιμὲς Θεομητροπρεπεῖς. ῾Η ἱερογενὴς Παρθένος ἐκοιμήθη κατὰ τοὺς φυσικοὺς νόμους, ἀλλὰ ἀνελήφθη καὶ μετέστη ὑπὲρ φύσιν στοὺς κόλπους τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της, στὰ οὐράνια ἀχειροποίητα ῞Αγια τῶν ῾Αγίων, «ἔνθα ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ φωνὴ ἀφράστου ἀγαλλιάσεως». 


Τὸ πανάχραντο, ζωοδόχο, φωτοδόχο, θεοδόχο, ἡλιόμορφο, θεαρχικό, θεοδόξαστο καὶ πανίερο σῶμα Της, ἑνωμένο μὲ τὴν ὁλόφωτο καὶ ὑπὲρ τὸν ἢλιον λάμπουσα παναγία ψυχή Της, μεταβαίνει ἀπὸ τὴν ἐπίκηρη πρὸς τὴν θεία καὶ ἄρρευστη ζωή, μεταβαίνει διὰ τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωή, Αὐτὴ ποὺ ἐγέννησε τὴν ἐνυπόστατη Ζωή. ῾Η Κοίμησίς Της εἶναι ζωηφόρος. ῾Ο θάνατος τῆς ῾Αγνῆς Θεόπαιδος ἔγινε διαβατήριον «ζωῆς ἀϊδίου καὶ κρείτονος». Στὴν νεκρόζωο Μαριὰμ νικήθηκαν κατὰ κράτος οἱ ὅροι τῆς φύσεως. Μπροστὰ στὸ ξενήκουστο θαῦμα ἀκόμη καὶ «ἡ οὐρανοβάμων τάξις τῶν ἀΰλων ᾿Αγγέλων» φρίττει καὶ σκιρτᾶ. «᾿Αποθέμενοι», λοιπόν, «πᾶσαν τὴν βιοτικὴν μέριμναν», ἂς σπεύσωμε νὰ κυκλώσωμε μὲ εὐλάβεια καὶ ἱερὸ πόθο τὸ θεοδόξαστο σκήνωμα τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου καὶ νὰ ψάλωμε ἄσματα ἐξόδια. 


Λαμπρὰ ἡ πανήγυρις καὶ ὑπὲρ νοῦν τὰ μυστήρια, στὰ ὁποῖα μυεῖ τοὺς εὐσεβεῖς ἡ διάβασις τῆς Παμμακάριστης Κόρης ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία. ῍Αν ὅλες οἱ πανηγύρεις τῶν ῾Αγίων ὁμοιάζουν μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως λέγει ὁ Χρυσορρήμων ᾿Ιωάννης, «πᾶσαι αἱ μαρτυρικαὶ πανηγύρεις θαυμασταί, αἳ μιμοῦνται τὴν λαμπρότητα τῶν ἀστέρων», τότε ἀναντιρρήτως ἡ παροῦσα πανήγυρις τῆς Θεογεννήτριας παρομοιάζει μὲ τὴν πλησιφαῆ καὶ ὁλόφωτη καὶ ἀργυροειδῆ σελήνη, ἡ ὁποία διαλύει τὸ σκότος τῆς νυκτὸς καὶ φωτίζει τὴν γῆ.  



3. ῞Ολοι μαζί, ἂς πλέξωμε ἐγκώμια ᾿Αγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου· 


λοι μαζὶ λοιπὸν ἀνεξαιρέτως, «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ», ἂς πλέξωμε ἐγκώμια καὶ ὕμνους θείους καὶ «ᾄσωμεν τῇ Μητρὶ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ᾄσωμεν»: Πατριάρχαι καὶ ᾿Αρχιερεῖς, ῾Ιερεῖς καὶ Διάκονοι καὶ Μοναχοί, Βασιλεῖς καὶ ῎Αρχοντες καὶ πάντες Κριταὶ γῆς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νεανίσκοι καὶ παρθένοι, πρεσβύτεροι μετὰ νεωτέρων. Σήμερα ὅλες οἱ χοροστασίες τῶν ἐννέα τιμίων, ἐπουρανίων, ἀσωμάτων Ταγμάτων ἀοράτως περικυκλώνουν τῆς ᾿Αειπαρθένου τὸ ἱερὸ κρεβάτι. Καὶ πρῶτον, ἡ ἀνωτέρα τάξις τῶν Θρόνων, τῶν Χερουβὶμ καὶ τῶν Σεραφίμ. Κατόπιν, ἡ μεσαία τάξις τῶν Κυριοτήτων, τῶν Δυνάμεων καὶ τῶν ᾿Εξουσιῶν. Καὶ τέλος, ἡ κατωτέρα τάξις τῶν ᾿Αρχῶν, τῶν ᾿Αρχαγγέλων καὶ τῶν ᾿Αγγέλων. Καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ στρατιὲς τῶν ῾Αγίων ᾿Ασωμάτων μὲ χαρὰ καὶ ἀλαλαγμὸ προπέμπουν τὴν ῾Υπερένδοξη Μαριὰμ στὰ οὐράνια σκηνώματα ψάλλοντας ἡδύμολπα ἄσματα. ᾿Αλλά, τί λέγω; 


Καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁ πάντων ὑπέρτατος Βασιλεὺς τῶν βασιλέων, καὶ Κύριος τῶν κυρίων, ὁ τοῦ Θεοῦ Μονογενὴς Θεὸς Λόγος καὶ κατὰ σάρκα Υἱὸς τῆς Παρθένου χρηματίσας, ἀοράτως παρίσταται στὴν χαροποιὸ κηδεία τῆς ἀγαπημένης Μητρός Του. Δέχεται στὶς ἄχραντες παλάμες Του τὴν ὁλόφωτο ψυχή Της καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀνασταίνει καὶ τὸ ζωοδόχο σῶμα Της. ῎Ετσι λοιπόν, ὁλόσωμη τὴν ἀνυψώνει στὸν Οὐρανὸ καὶ τὴν εἰσάγει στὰ ἀχειροποίητα ῞Αγια, γιὰ νὰ συνδοξάζεται καὶ συμβασιλεύη μὲ τὸν Υἱό Της αἰώνια, ἔχουσα τὰ δευτερεῖα τῆς ῾Αγίας Τριάδος καὶ οὖσα μετὰ Θεὸν ἡ θεὸς καὶ μετὰ τὴν ἀσύλληπτη δόξα καὶ ὡραιότητα τῆς τρισηλίου Θεότητος, ἡ δεύτερη δόξα καὶ τὸ κάλλος τοῦ Οὐρανοῦ. 



4. Θεία καί πρωτοφανής ἀνάβασις Τέκνα φωτόμορφα τῆς Παναγίας· 


Ας ἀναβιβάσωμε τὸν νοῦν μας ὑψηλότερα καὶ ἂς ἴδωμε μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μας τὴν ἱερὰ πομπὴ νὰ ἀνεβαίνη τὴν θεία καὶ πρωτοφανῆ ἀνάβασι· ἂς ἀκούσωμε τὶς κατώτερες ᾿Αγγελικὲς Δυνάμεις νὰ λέγουν πρὸς τὶς ἀνώτερες Ταξιαρχίες: «᾿Ιδού ἡ Παντάνασσα Θεόπαις παραγέγονεν· ἄρατε πύλας, καὶ ταύτην ὑπερκοσμίως ὑποδέξασθε». ῍Ας θαυμάσωμε ὅλους τοὺς χοροὺς τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος Δικαίων, οἱ ὁποῖοι σπεύδουν νὰ ὑποδεχθοῦν μὲ ἀνεκλάλητη χαρά, «χεῖρας κροτοῦντες» καὶ ψάλλοντες θεομητροπρεπεῖς ψαλμωδίες: «Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκασμένη, ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς ἡ σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἢλιος, ὡς ὡραιώθης! ὡς ἡδύνθης! Σὺ ἄνθος τοῦ πεδίου· κρίνον τῶν κοιλάδων· εἰσήνεγκέ Σε ὁ Βασιλεὺς εἰς τὸ ταμεῖον Αὑτοῦ· ἔνθα Σὲ ᾿Εξουσίαι δορυφοροῦσι· ᾿Αρχαὶ εὐλογοῦσι· Θρόνοι ἀνυμνοῦσι· τὰ Χερουβεὶμ ἐκπλήττεται· χαίροντα δοξάζει τὰ Σεραφείμ». 


Διέρχεται τὶς πύλες τοῦ παμποθήτου Παραδείσου, ὁ πάντων τῶν θησαυρῶν τιμιώτατος θησαυρός, τὸ τῆς παρθενίας κειμήλιο· καὶ εἰσάγεται στὸ οὐράνιο θησαυροφυλάκιο, ἡ τῶν οὐρανῶν πλατυτέρα καὶ τιμιωτέρα, ἀκούουσα τοὺς θείους προτρεπτικοὺς λόγους τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της: «Δεῦρο ἡ εὐλογημένη μου Μήτηρ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν Σου· ἐν χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ, ἐν ἀϊδίῳ φωτί, ἔνθα τὸ ἀληθινὸν φῶς, ἡ ὁλόφωτος Βασιλεία, ἡ ἀκατάληκτος τῶν ᾿Αγγέλων χορεία· ἐκεῖ, ὅπου ὁ χειμάρρους τῆς αἰωνίου τρυφῆς, ἔνθα οἱ λειμῶνες τῆς ἀφθαρσίας, αἱ πηγαὶ τῆς ἀεννάου ζωῆς, τὰ ρεῖθρα τοῦ θεοβλύτου φωτός, οἱ ποταμοὶ τῆς ἀειζώου φωτοχυσίας· ἐκεῖ, ὅπου ἡ περιοχὴ πάντων τῶν ἀγαθῶν, τὸ ἔσχατον τέλος, οὗ ἐπέκεινα παντελῶς οὐδέν· ἐκεῖ Πατὴρ προσκυνεῖται, καὶ Υἱὸς δοξάζεται, Πνεῦμα ῞Αγιον ἀνυμνεῖται, ἡ ἑνιαία τῆς μιᾶς ἐν Τρίαδι Θεότητος φύσις... Δεῦρο, Σεμνή, τῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ συνδοξάσθητι... Μετέδωκάς μοι τῶν σῶν, δεῦρο τῶν ἐμῶν συναπόλαυσον· δεῦρο, Μῆτερ, πρὸς τὸν Υἱόν· συμβασίλευσον τῷ ἐκ Σοῦ σὺν Σοὶ πτωχεύσαντι». 



5. ῾Υπόδειγμα ἐσωτερικῆς ζωῆς Εὐλογημένοι Χριστιανοί· 


Απερίγραπτος ἡ δόξα τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου!... 


Στὴν ζωὴ αὐτὴ ὑπῆρξε «ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ Παρθένος, τὸ ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». ῾Η ὅλη Της πολιτεία ἀποτελεῖ ἕνα ὑπέροχο ὑπόδειγμα βαθυτάτης ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ καρδιακῆς ἐργασίας. ῎Εζησε μὲ ἁγνότητα, ταπείνωσι καὶ ὑποταγή. ᾿Εργάσθηκε μέσα στὴν ἁπλότητα, τὴν ἀφάνεια, τὴν σιωπὴ καὶ τὴν προσευχή. Δὲν ἐδημιούργησε ποτὲ θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά Της. Δὲν θέλησε ποτὲ νὰ ἐπιδειχθῆ ὡς Μητέρα τοῦ Κυρίου, τοῦ μεγάλου καὶ Θείου Διδασκάλου, ὁ ὁποῖος συνεκλόνιζε τὴν γῆ τῆς Παλαιστίνης μὲ τὰ καταπληκτικὰ σημεῖα Του. ῎Εζησε ἀπροσποίητα καὶ ταπεινά, ἀποφεύγοντας τοὺς ἐπαίνους καὶ τὰ χειροκροτήματα τοῦ κόσμου. 


᾿Εργάσθηκε βαθειά, καλλιέργησε οὐσιαστικὰ τὸν ἐσωτερικό Της κόσμο μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς χάριτος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τὸ ῾Οποῖο τὴν ἐπεσκίασε μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν αἰώνιο καὶ ἀκατάλυτο λόγο Της, ποὺ ἄνοιξε γιὰ μᾶς, γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, τὶς πύλες τοῦ παραδείσου, διότι ἦταν τὸ σωτήριο «ναὶ» στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνάπλασί μας: «᾿Ιδού ἡ δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά Σου!». ῾Η ἐσωτερικότης, ἡ ἐνδοστρέφεια, ἡ προσεκτικὴ βίωσις τοῦ «μυστηρίου τῆς εὐσεβείας», κατὰ τὴν ὑπόδειξι τοῦ Σωτῆρος μας: «σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖόν σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ Πατρί Σου ἐν τῷ κρυπτῷ», ἀποτελοῦσαν γιὰ τὴν πανίερη Θεόπαιδα Μαριὰμ τὴν ἀληθινὴ καὶ ἄφθαρτη δόξα Της, διότι «πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρὸς τοῦ Βασιλέως ἔσωθεν». ῾Η «δόξα», ἡ γνήσια καὶ ἀκίβδηλη, εὑρίσκεται «ἔσωθεν».


῾Ο πραγματικὸς «κόσμος», τὸ θεάρεστο στόλισμα, ὅπως λέγει ὁ ᾿Απόστολος Πέτρος, δὲν εἶναι βεβαίως «ὁ ἔξωθεν ἐμπλοκῆς τριχῶν καὶ περιθέσεως χρυσίων ἢ ἐνδύσεως ἱματίων κόσμος». ᾿Αλλά, τί εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελὲς καὶ σπουδαῖο; «῾Ο κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καὶ ἡσυχίου πνεύματος», δηλαδὴ ὁ κρυπτὸς καὶ ἀφανὴς ἐσωτερικὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει ὡς κόσμημα τὸν ἄφθαρτο στολισμὸ τοῦ πράου καὶ ὑπομονητικοῦ καὶ ἢσυχου πνεύματος. 



6. Πόλις τοῦ Θεοῦ Εὐλαβεῖς ἀδελφοί μου· 


Η Αχραντος Δέσποινά μας ἦταν ἡ «πόλις τοῦ Θεοῦ». ῎Ετσι τὴν προεῖδε ὁ ἐστεμμένος Ψαλμωδός, ὁ Προφήτης Δαβίδ: «τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα εὐφραίνουσι τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ». ῾Ο ἱερὸς Δαμασκηνὸς λέγει, ὅτι τὰ «ὁρμήματα» αὐτὰ εἶναι τὰ εὐλογημένα κύματα τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Οἱ ἀρχαῖες πόλεις ἦσαν συνήθως κτισμένες κοντὰ σὲ ποτάμια. ῾Η θέσις αὐτὴ ἐξασφάλιζε τὴν ζωὴ στὶς πόλεις αὐτές, διότι ἔτσι οἱ κάτοικοι μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἄφθονο νερὸ γιὰ κάθε ἀνάγκη τους. Τὸ ποτάμι προξενοῦσε μεγάλη εὐφροσύνη στοὺς ἀνθρώπους, ἦταν εὐλογία καὶ χαρὰ Θεοῦ γιὰ τὴν πόλι. ᾿Αντίθετα, πόλις χωρὶς ποτάμι δὲν μποροῦσε εὔκολα νὰ ἐπιβιώση. ῎Ετσι, ἡ ἀρχαία πόλις ἔμελλε νὰ γίνη καὶ αὐτὴ τύπος τῆς Θεοτόκου. 


῾Ο ἱερὸς Δαβὶδ λέγει, ὅτι ἔκαναν χαρούμενη καὶ εὐτυχισμένη τὴν πόλι τὰ «ὁρμήματα», οἱ κατεβασιὲς τοῦ ποταμοῦ ποὺ ἦταν κοντά της: τὴν Πάναγνο Θεοτόκο τὴν ἔκαναν «κεχαριτωμένη» τὰ κύματα τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Τὸ πρῶτο κῦμα τῶν θείων χαρισμάτων ἐπότισε τὴν Παρθένο πρὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ· τὸ δεύτερο, κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό· καὶ τὸ τρίτο, κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Τρία ἅγια «ὁρμήματα» τοῦ Θείου Παρακλήτου ἀνέδειξαν τὴν Θεόνυμφο Κόρη πόλι καὶ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποίαν ἐλαλήθησαν πολλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ θαυμάσια στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανό: «δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ». 



7. ῎Ορος κατάσκιον Φιλέορτα τέκνα τῆς Θεοτόκου· 


Η γλυκυτάτη Μητέρα μας ἦταν τὸ προφητικὸ βουνό, τὸ κατάσκιο ἀπὸ τὸ πυκνὸ δάσος τῆς Θείας Χάριτος, ἡ ῾Οποία ἐσκέπαζε Αὐτήν: «῾Ο Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἢξει καὶ ὁ ῞Αγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος». ῾Η Θεοτόκος ἦταν καλυμμένη μὲ τὶς ἅγιες ἀρετές. Κανένα σημεῖο τῆς παναγίας μορφῆς Της δὲν ἦταν ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ἀκάλυπτο. Τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα τὴν εἶχε ἀπόλυτα καλύψει μὲ τὸ πέπλο τῆς ἁγιότητος. Κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη τῆς ᾿Αμόλυντης Μαριὰμ εἶχαν συγκεντρωθῆ ὅλες οἱ ἀρετές, τὶς ὁποῖες μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιτύχη μὲ τὴν πνοὴ καὶ τὴν χάρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος.


Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ ᾿Εκκλησία μας τὴν ὠνόμασε «Παναγία». Λόγῳ τοῦ πυκνοῦ δάσους, τὸ ὑψηλὸ βουνὸ τοῦ Προφήτου ἦταν ἐπίσης ἄβατο καὶ παρθένο. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ Θεοτόκος, καλυμμένη ἀπόλυτα ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἐπέτυχε τὸ ἄβατο τῆς ὑπάρξεώς Της· μὴ ἔχοντας κανένα κενὸ στὴν ὕπαρξί Της, δὲν μπόρεσε τὸ κακὸ νὰ εἰσδύση μέσα Της ὑπὸ ὁποιαδήποτε μορφή: σκέψι, φαντασία, πρᾶξι. ῎Ετσι, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας ἀναδείχθηκε ἡ μόνη οὐσιαστικὰ καὶ πραγματικὰ Παρθένος· ὑπῆρξε καὶ παραμένει τὸ μοναδικὸ πανέμορφο καὶ παρθενικὸ δάσος, τὸ ὁποῖο στολίζει τὴν ἀνθρώπινη φύσι. 



8. ᾿Ισόβια προσπάθεια ᾿Αγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί· 


Ο πλουτισμὸς τῆς Θεομήτορος καὶ ἡ τελείωσίς Της δὲν ἐπιτεύχθηκε σὲ μία στιγμὴ αὐτομάτως, ἐφ᾿ ὅσον ἡ ῎Αφθορος Κόρη κατέκτησε τὴν τελειότητα καὶ παναγιότητα μὲ μία ἑκούσια, συνειδητὴ καὶ ἰσόβια προσπάθεια. ῎Ετσι, διαφύλαγε καὶ αὔξανε τὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα πλουτίσθηκε κατὰ τὴν κάθοδο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ῾Η πορεία αὐτὴ τῆς Θεοτόκου πρὸς τὴν τελειότητα προτυπώνεται στὸ «῏Ασμα τῶν ᾿Ασμάτων», μὲ τὴν πρόσκλησι τοῦ Νυμφίου πρὸς τὴν Νύμφη: «᾿Ανάστα, ἐλθέ, ἡ περιστερά μου». Δηλαδή: ἀνέβα ὅλο καὶ πιὸ ψηλά! ᾿Ανέβαινε τὰ σκαλοπάτια τῆς ῾Αγιότητος! Πέτα πρὸς τὴν τελειότητα! ῎Ελα κοντά μου ἐξαγνισμένη, ἀκεραιωμένη, τελειοποιημένη σὰν τὸ κατάλευκο περιστέρι!... Αὐτὸ τὸ συνεχὲς «πέταγμα» πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὶς κορυφές, πρὸς τὸν Νυμφίο, τὸ ἐβίωνε μέσα στὴν ταπείνωσι, τὴν σιωπή, τὴν ἀφάνεια, ἡ εὐλογημένη καὶ Πάναγνος Νύμφη τοῦ Παμβασιλέως, ὁ τόπος τῆς κατοικίας καὶ τὸ ἁγίασμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 



9. Παναγία καί ᾿Εκκλησία Εὐσεβῆ τέκνα τῆς ᾿Εκκλησίας· 


Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀποκαλεῖ τὴν Παμμακάριστο Θεοτόκο «Πνεύματος ῾Αγίου ἱερώτατον ἄγαλμα» καὶ «ποταμὸν πλήρη τῶν ἀρωμάτων τοῦ Πνεύματος». Καὶ πράγματι· ὅλα τὰ θαυμαστὰ καὶ ξενήκουστα, τὰ ὁποῖα συνέβησαν στὴν Παναγία μας, ἐπραγματοποιήθησαν μὲ τὴν χάρι καὶ τὴν ἁγιαστικὴ παρουσία τοῦ Θείου Παρακλήτου. Τὸ ἴδιο ὅμως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ᾿Εκκλησία. Οἱ ῞Αγιοι Πατέρες προβαίνουν σὲ μία ταύτισι τῆς Παναγίας καὶ τῆς ᾿Εκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον τὸ ἔργο ποὺ ἄρχισε ἡ Θεομήτωρ μὲ τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου, τὸ συνεχίζει ἡ ᾿Εκκλησία. ῾Η Παμβασιλὶς Θεοτόκος εἶναι ἡ προσωποποίησις τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι ἡ προέκτασις τῆς Παναγίας. «Μαρίαν τὴν ἀειπάρθενον τὴν ἁγίαν ᾿Εκκλησίαν λέγω», γράφει ὁ ῞Αγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας. 


Καὶ ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀπευθύνεται πρὸς τὴν Θεοτόκο, λέγοντας: «Χαίροις, οὐρανομίμητος ᾿Εκκλησία». ῾Η Παναγία ἦταν βεβαίως τὸ δοχεῖο τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾿Αλλά, καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι τὸ Παράκλητο Πνεῦμα, ἐφ᾿ ὅσον ἡ παρουσία τῆς Πεντηκοστῆς στὴν ᾿Εκκλησία εἶναι συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπη, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «δυνάμεθα ἀεὶ Πεντηκοστὴν ἐπιτελεῖν». ᾿Επίσης, ἡ Θεογεννήτωρ ἦταν Ναὸς τῆς ῾Αγίας Τριάδος. ᾿Αλλά, καὶ ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι, κατὰ τὸν ῞Αγιο Γρηγόριο Θεολόγο, «εἰκὼν τῆς ῾Αγίας Τριάδος». Τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, ἀκόμη, ἔκανε τὴν Παναγία ὅλη Μυστήριο. ᾿Αλλά, καὶ στὴν ᾿Εκκλησία ὁ Θεῖος Παράκλητος τελεσιουργεῖ ὅλα τὰ ῾Ιερὰ Μυστήρια. ῾Η Πάναγνος Μαριάμ, ὡς «ταμεῖον καὶ πρύτανις τοῦ πλούτου τῆς θεότητος», αὐτὴ μόνη διανέμει τοῦτον καὶ «᾿Αγγέλοις καὶ ἀνθρώποις», κατὰ τὸν ῞Αγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. 


᾿Αλλὰ ἐπίσης, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ῞Αγιος Εἰρηναῖος, «μόνο μέσα στὴν ᾿Εκκλησία δύναται νὰ προσεγγίση κανεὶς τὴν πηγὴ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος». Πράγματι, μέσα στὰ μυστηριακὰ ὅρια τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεομήτορος, ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεοφόρος, πνευματοφόρος, γεύεται τὶς δωρεὲς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, γίνεται οἰκεῖος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει τὸ θάρρος νὰ προσεύχεται στὸν Παράκλητο, ὅπως ὁ ῞Αγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ μέγας αὐτὸς ἐραστὴς τοῦ θείου κάλλους, ὁ ὁποῖος μὲ ἄφθαστο λυρισμὸ ἀνέκραζε: «῎Ελα, φῶς ἀληθινό. ῎Ελα, ζωὴ αἰώνια. ῎Ελα, κρυμμένο μυστήριο. ῎Ελα, ἀκατανόμαστε θησαυρέ. ῎Ελα, πραγματικότητα πέρα ἀπὸ κάθε λόγο. ῎Ελα, πρόσωπο πέρα ἀπὸ κάθε κατανόησι. ῎Ελα, ἀτελεύτητη ἀγαλλίασι. ῎Ελα, ἄδυτο φῶς. ῎Ελα, ἀδιάψευστη προσδοκία τῶν σωσμένων. ῎Ελα, ἀνύψωσι τῶν πεσμένων. ῎Ελα, ἀνάστασι τῶν νεκρῶν. 


῎Ελα, Παντοδύναμε, διότι ἀκατάπαυστα δημιουργεῖς, μεταμορφώνεις καὶ ἀλλάζεις ὅλα τὰ πράγματα μὲ μόνη τὴν θέλησί Σου. ῎Ελα, ἀόρατε ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγγίξη καὶ νὰ ψηλαφίση. ῎Ελα, διότι τὸ ὄνομά Σου γεμίζει τὶς καρδιές μας μὲ ἐπιθυμία καὶ εἶναι πάντα στὰ χείλη μας· καὶ ὅμως, ποιός εἶσαι καὶ ποιά εἶναι ἡ φύσις Σου, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ἢ νὰ γνωρίζουμε. ῎Ελα, μόνε στὸν μόνο. ῎Ελα, γιατὶ εἶσαι Σὺ ὁ ῎Ιδιος ἡ ἐπιθυμία ποὺ βρίσκεται μέσα μου. ῎Ελα, ἀναπνοή μου καὶ ζωή μου. ῎Ελα, ἡ παρηγορία τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς. ῎Ελα, χαρά μου, δόξα μου, ἀτέλειωτή μου ἀπόλαυσι». 



10. Νά ἀποκτήσωμε τό ῞Αγιο Πνεῦμα Εὐλογημένα τέκνα τῆς Παναγίας· 


λα ὅσα ἔχω ἀναφέρει μέχρι τώρα μὲ πολλὴ συντομία, μᾶς βοηθοῦν νὰ ἐμβαθύνουμε στὶς ἑξῆς μεγάλες ἀλήθειες: Πρῶτον, ἡ Παναγία μας εἶναι τὸ πρότυπο τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς, τῆς καρδιακῆς ἐργασίας. Δεύτερον, γιὰ νὰ βιώσωμε καὶ ἐμεῖς προσωπικὰ τὶς ἅγιες ἀρετές Της, πρέπει νὰ ἀποκτήσωμε τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα. Τρίτον, τοῦτο κατορθώνεται μόνο μέσα στὴν ᾿Εκκλησία, ἡ ῾Οποία εἶναι ἡ προέκτασις τῆς Παναγίας. ῾Η ῎Αχραντος Κόρη ἐξαγνίσθηκε ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα καὶ μᾶς πρόσφερε τὸν Χριστό. ῾Η ᾿Εκκλησία ζωοποιήθηκε κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἀπὸ τὸν Παράκλητο καὶ μᾶς προσφέρει τὸν Χριστό· ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ῾Οποῖος μᾶς καλεῖ σὲ κάθε Λειτουργία νὰ ἑνωθῶμε μαζί Του: «Λάβετε, φάγετε...», «Γεύσασθε καὶ ἴδετε...». 


῾Η Θεοτόκος εἶναι ὁ «μυστικὸς» καὶ «νοητὸς» Παράδεισος, στὸν ὁποῖο εἶναι φυτευμένο τὸ «θεῖον φυτόν», ὁ Χριστός, «ἐξ οὗ φαγόντες ζήσωμεν, οὐχὶ δὲ ὡς ὁ ᾿Αδὰμ τεθνηξόμεθα». ῞Οσοι ζοῦν μέσα στὸν ἐπίγειο Παράδεισο, ποὺ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία, «ὁ οὐρανὸς αὐτὸς ἐπὶ τῆς γῆς», ἀπολαμβάνουν τὶς εὐλογίες τῆς Θεόπαιδος Μαριὰμ καὶ μετέχουν στὴν ζωὴ καὶ τὴν χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. ᾿Εκεῖνος, ὁ ὁποῖος βιώνει ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι συνειδητῶς τὴν ἕνωσί του μὲ τὸν Χριστό, διὰ πρεσβειῶν τῆς Πανάγνου μέσα στὴν ᾿Ορθόδοξο ᾿Εκκλησία, αὐτὸς προγεύεται τὴν χαρὰ καὶ τὴν μακαριότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς, τῆς ἐπουράνιας ῾Ιερουσαλήμ, τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν πρωτοτόκων. 


11. ῍Ας προσευχώμεθα στήν Θεοτόκο ᾿Αδελφοί καί τέκνα ἐν Χριστῷ· 


ς μὴ παύσωμε, ἐνῶ ἀγωνιζόμεθα γιὰ τὴν κάθαρσι, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωσί μας, νὰ ἐπαναλαμβάνωμε μὲ διακαῆ πόθο τὴν ὡραία προσευχὴ τοῦ ᾿Αποδείπνου: «῍Ω ῎Ασπιλε, Θεόνυμφε Δέσποινα, μὴ βδελύξῃ με τὸν ἁμαρτωλόν... Καὶ πάρεσό μοι ἀεί, ὡς ἐλεήμων καὶ συμπαθὴς καὶ φιλάγαθος: ἐν μὲν τῷ παρόντι βίῳ, θερμὴ προστάτις καὶ βοηθός, τὰς τῶν ἐναντίων ἐφόδους ἀποτειχίζουσα καὶ πρὸς σωτηρίαν καθοδηγοῦσά με· καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου μου, τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴν περιέπουσα καὶ τὰς σκοτεινὰς ὄψεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων πόρρω αὐτῆς ἀπελαύνουσα· ἐν δὲ τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, τῆς αἰωνίου με ρυομένη κολάσεως καὶ τῆς ἀπορρήτου δόξης τοῦ Σοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν κληρονόμον με ἀποδεικνύουσα». 


Εἴθε νὰ ἀξιωθῶμεν ἅπαντες, διὰ τῆς μεσιτείας καὶ ἀντιλήψεως τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Κυρίας Θεοτόκου, τῆς αἰωνίου τρυφῆς τοῦ Παραδείσου καὶ τῆς ἀπορρήτου δόξης τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς Πανάγνου Μητρός Του, ἡ ῾Οποία εἶναι ὄντως ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ μακαρίζεται καὶ μεγαλύνεται αἰωνίως, ἐπειδὴ ἐγέννησε ἀδιαφθόρως τὸν Θεὸν Λόγον καὶ ὑψώθηκε ὑπεράνω καὶ τῆς πρώτης τάξεως τῶν ᾿Ασωμάτων Δυνάμεων, τῶν Σεραφίμ, τῶν Χερουβὶμ καὶ τῶν Θρόνων, γενομένη ἔτσι ἡλιοστάλακτος θρόνος καὶ καθέδρα τοῦ Παντάνακτος Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 



Εξεφωνήθη Μηνί Αὐγούστῳ ΙΕʹ  τοῦ σωτηρίου ἔτους 1986 



Ταπεινός εὐχέτης πρός Κύριον 



† ῾Ο ᾿Ωρωποῦ καί Φυλῆς Κυπριανός





Ιερά Μητρόπολη Ωρωπού και Φυλής


 της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF