ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ΤΟΥ ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΝΟΥ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ (ΜΕΡΟΣ 3ον)



πό τή Θεσσαλονίκη ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σάββας ἔστειλε στόν ἀδελφό του τόν ἡγεμόνα Στέφανο τή φιάλη μέ τό μύρο καί γράμμα μέ ὅλα τά θαυμαστά πού ἔκανε ὁ Θεός διά μέσου τοῦ Ἁγίου. Ὕστερα γύρισε πάλι στό Ἅγιον Ὄρος. Στό διάστημα αὐτό στή Σερβία ξέσπασε αἰματηρός σπαραγμός μεταξύ τῶν δύο ἀδελφῶν του, τοῦ Στεφάνου καί τοῦ Βούκαν. Οἱ δύο πρίγκιπες κάλεσαν τόν Ἅγιο Σάββα. «Ἀγαπητε Κύριε καί Πάτερ κάμε ἔλεος, λυπήσου μας καί λάβε τά ἅγια καί μυρόβλητα λείψανα τοῦ Ἁγίου Πατέρα μας καί φέρε τα ἀπό τήν ξενιτιά στήν πατρίδα του, ὥστε οἱ προσευχές σας νά φωτίσουν τή χώρα μας νά εἰρηνεύσουμε καί νά εὐλογηθοῦμε.


Διότι ἀπό τότε πού φύγατε άπό τήν πατρίδα μας μιάνθηκε ἀπό τίς ἀνομίες μας καί ἀφανίζεται ἀπό τήν αἰματοχυσία καί γίναμε λεία τῶν ἀλλοφύλων καί οἱ ἐχθροί μᾶς χλευάζουν. Μακάρι μέ τίς πρεσβεῖες σας καί τήν ἐπίσκεψή σας ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά ἑνώσει τούς διχασμένους». Ἑκείνο τόν καιρό οἱ Σταυροφόροι, οἱ ὁποῖοι τό 1204 κατέλαβαν τό Βυζάντιο, ἄρχισαν νά ἐπιβάλλουν παντοῦ τήν ἐξουσία τους προσπαθώντας νά ὑποτάξουν καί τό Ἅγιον Ὄρος στόν Πάπα.


Ἅγιος Σάββας ἔλαβε τότε τά θαυματουργά λείψανα τοῦ Ὁσίου Συμεών καί ξεκίνησε γιά τήν πατρίδα του. Μέ μεγάλη τιμή τόν μετακόμισε στό μοναστήρι τῆς Στουντένιτσα, πού κτήτοράς του ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Συμεών. Στόν Ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοποθετήθηκαν τά ἅγια λείψανα στόν ἑτοιμασμένο μαρμάρινο τάφο καί τελέστηκε ἡ Θεία Λειτουργία. Χάρη στήν παρέμβαση τοῦ Ἁγίου συμφιλιώθηκαν μπροστά στόν τάφο τοῦ πατέρα τους οἱ δύο πρίγκιπες καί ὁ Σερβικός λαός μπόρεσε νά ἀπολαύσει εἰρήνη, ἐνῶ πολυάριθμα θαύματα ἐπιτελοῦσε τό μύρο πού ἐξακολουθοῦσε νά ἀναβλύζει ἀπό τή λάρνακα.



Μέ τήν παράκληση τοῦ ἀδερφοῦ του Στεφάνου ὁ Ἅγιος παρέμεινε στή Σερβία καί ἔγινε ἡγούμενος στή Μονή Στουντένιτσα χωρίς ποτέ του νά ἀφήσει τόν ἀσκητικό τρόπο ζωῆς. Τό ἔργο του ἦταν ἴδιο μέ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, στερεώνοντας τόν λαό στήν Ἁγία Ὀρθοδοξία, πολεμώντας τίς αἰρέσεις, κτίζοντας ναούς καί μοναστήρια, στά ὁποῖα ἔβαλε τό ἁγιορείτικο τυπικό, καί στολίζοντας τήν πατρίδα του μέ τά ἥθη καί τούς νόμους τοῦ Εὐαγγελίου. Ἵδρυσε τό μεγάλο μοναστήρι τῆς Ζίτσας, πού μετά ἀπό λίγο καιρό ἔγινε ἡ ἔδρα τῆς ἀρχιεπισκοπῆς καί κέντρο τῆς πνευματικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τῆς χώρας. Ὅλα αὐτά ἔκαναν τούς πάντες νά θαυμάζουν καί νά ὑπακοῦν στόν Ἅγιο καί νά τόν θεωροῦν σάν προφήτη σταλμένο ἀπό τόν Θεό. Στή χώρα τῶν Σέρβων, μεγάλη σέ ἔκταση τότε, ἁπλωνόταν ἡ ὀρθόδοξη πίστη παντοῦ μέ τίς πρεσβεῖες τῶν Ὁσίων πατέρων Συμεών καί Σάββα.



Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΑΓΩΝΩΝ

Στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Συμεών ἔζησε πολλά χρόνια ὠς ἡγούμενος ὁ Ὅσιος Σάββας, πού μέ τήν προσευχή του ὁ Θεός ἔκανε πολλά σημεῖα θαυμαστά. Τό πλῆθος ὅλων αὐτῶν τῶν θαυμασίων στερέωνε περισσότερο τήν ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ Ἅγιος ζοῦσε μέ πολύ μεγἀλη ἄσκηση. Ὅταν καθόταν στό τραπέζι μέ τόν ἀδερφό του Στέφανο, ἔκανε πώς τρώει καί ὁ Ἡγεμόνας θαύμαζε τήν ἐγκράτειά του. Τόν ἀγαποῦσαν ὅλοι καί τόν ἔβλεπαν ἀνάμεσά τους σάν ἄγγελο, χαριτωμένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεύμα, ἀπό τίς πολλές του ἀρετές. Ὅλοι τόν ἐπαινοῦσαν, ἀλλά στόν Ἅγιο οἱ ἔπαινοι δέν ἄρεσαν καί μέ τόν φόβο μή χάσει τά αἰώνια ἀγαθά θυμόταν μέ λύπη τήν πρώτη του ἄσκηση στό Ἅγιο Ὄρος.


Τήν διακονία του, τούς κόπους του, τίς ὁδοιπορίες μέ γυμνά πόδια, τά φτωχικά τρίχινα ράσα του, τίς νυχτερινές ὀρθοστασίες, τίς νηστεῖες, τήν ἐγκατάληψη τοῦ κόσμου, τήν καθαρή προσευχή καί μέ ὅλα αὐτά τήν ἀνάβασή του στό Θεό. Σκεπτόμενος αὐτά λυπόταν καί ὀνόμαζε τόν ἑαυτό του ἄθλιο καί χαμένο. Στά 1216 ἀποδοκιμάζοντας κάθε συνθηκολόγηση μέ τούς λατίνους, πού σκεπτόταν νά κάνει ὁ ἀδερφός του Στέφανος, προτίμησε νά ἀποχωρήσει καί νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἀφιερώθηκε στήν προσευχή γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ του. Ὅλοι χάρηκαν μέ τόν ἐρχομό του στό Ἅγιον Ὄρος καί ὅλοι πήγαιναν νά τόν δοῦν ἐπειδή γνώριζαν τή βιοτή του. Ἔζησε στό κελλί του στίς Καρυές γιά ἀρκετόν καιρό, ὅπου συνέχισε τούς πνευματικούς κόπους καί ἀγῶνες του.


Μετά ἀπό λίγον καιρό, καθώς τό Μύρο τοῦ Ἁγίου Συμεών ἔπαψε νά ρέει ἀπό τόν τάφο του, οἱ Σέρβοι ζήτησαν τήν παρέμβαση τοῦ Ἁγίου. Αἰχμἀλωτος ἀπό τή θεία ἀγάπη ὁ Ἅγιος Σάββας δέν θέλησε νά ἀποχωριστεῖ τό Ἅγιο Ὄρος καί νά πάει στόν ἀδερφό του καί ἔστειλε μέ τόν μαθητή του Ἰλαρίωνα δύο ἐπιστολές, μία πρός τόν Στέφανο καί μία πρός τόν πατέρα του, σάν νά ἦταν ζωντανός, καί τόν ἰκέτευε νά χαροποιήσει τόν λαό του καί τά παιδιά του. Ἔδωσε ἐντολή στόν ἱερομόναχο Ἰλαρίωνα νά τελέσει τή Θεία Λειτουργία καί νά ἀναγνώσει τό γράμμα μπροστά στόν τάφο τοῦ Ἁγίου Πατέρα του. Τότε τό μύρο ἄρχισε νά ἀναβλύζει ξανά ἄφθονο ἀπό τόν τάφο καί ἀπό τίς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Συμεών. Ὁ ἡγεμόνας Στέφανος καί ὅλος ὁ λαός ἔκραξαν τό «Κύριε ἐλέησον», κατακυρώνοντας ἔτσι τήν ὀρθοδοξία.



Ὅσιος ἀββᾶς Ἰλαρίων τούς ἄλειψε ὅλους μέ τό μύρο, πρῶτα τόν Ἡγεμόνα Στέφανο καί μετά ὅλο τόν λαό. Ὁ Στέφανος δόξασε τόν Θεό λέγοντας : «Τό ἐξαίσιο θαῦμα, τό ὁποῖο ἔγινε μπροστά στά μάτια μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου καί ἀπό τόν Ὅσιο Πατέρα μας Συμεών καί τόν κύριο καί ἀδελφό μου Σάββα, εἶναι ἡ δόξα τῆς ὀρθοδοξίας. Ἐμεῖς ἄν καί κλάψαμε καί προσευχηθήκαμε δέν εἰσακουστήκαμε ἀλλά αὐτός μόνο μέ τό γράμμα ἔκανε αὐτά τά θαυμαστά». Ὁ Ἡγεμόνας Στέφανος ἔβαλε μετάνοια στόν ἀββᾶ Ἰλαρίωνα, τοῦ ἔδωσε δῶρα γιά τόν ἀδερφό του καί μιά φιάλη μέ μύρο καί τόν προέπεμψε γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Ἰλαρίων διηγήθηκε στόν Ὅσιο Σάββα μέ κάθε λεπτομέρεια ὅλα τά θαυμαστά τά ὁποῖα ἔγιναν, ἄν καί ἐκεῖνος τά ἤξερε. Ὁ Ἅγιος μέ πολλά δάκρυα δόξασε τόν Θεό, ἄλειψε τόν ἑαυτό του μέ τό μύρο καί εὐχαρίστησε τόν πατέρα του γιά τήν ἀγάπη του πρός αὐτόν.


Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΜΑΝΟΥΗΛ Α' ΤΟΝ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟ


Τό 1219 ὁ Ἅγιος Σάββας χρειάστηκε νά ταξιδέψει, γιά νά συναντήσει τόν Αὐτοκράτορα Θεόδωρο Α´ Λάσκαρη καί τόν Πατριάρχη Μανουήλ, ὄχι ὅμως στήν Κωνσταντινούπολη ἀλλά στή Νίκαια, οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν ἐκεῖ, ἀφοῦ ἡ Κωνσταντινούπολη ἀπό τό 1204 ἦταν στά χέρια τῶν λατίνων σταυροφόρων. Ὁ Αὐτοκράτορας χάρηκε πολύ, ὅταν εἶδε τόν Ἅγιο Σάββα ὅχι μόνο ἐπειδή ἦταν μακρινοί συγγενεῖς, ἀφοῦ ἡ αὐτοκράτειρα Ἄννα καί ἡ γυναῖκα τοῦ Στεφάνου ἦταν ἀδερφές, περισσότερο ὅμως διότι εἶχε ἀκούσει γιά τόν ἅγιο βίο τῶν Ὁσίων Σάββα καί Συμεών. Ὁ Πατριάρχης Μανουήλ χάρηκε περισσότερο γιά τήν συνάντηση μέ τόν πρίγκιπα μοναχό, ἐπειδή εἶχε ἀκούσει γι᾽ αὐτόν πολλούς θρύλους.


τσι τόν ὑποδέχτηκαν στήν Νίκαια ὁ αὐτοκράτορας καί ὁ Πατριάρχης καί ὁ Ὅσιος Σάββας ἔνιωθε εὐτυχισμένος, πού ἦταν ἀνάμεσά τους, ἀλλά καί σέ μιά πόλη σπουδαία γιά τήν ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ, διότι ἐκεῖ ἔγιναν ἡ Α´ καί Ζ´ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, στίς ὁποῖες οἱ Πατέρες νίκησαν τούς αἰρετικούς καί συνέταξαν τό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετόν καιρό ὡς φιλοξενούμενος τοῦ βασιλιᾶ καί τελείωσε τίς ὑποθέσεις τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ἅγιος Σάββας ἑτοιμαζόταν νά γυρίσει πίσω. Ἔλαβε τότε στήν καρδιά του μιά πληροφορία ἀπό τόν Θεό καί μέ ἐλπίδα γι᾽ αὐτό ἀνέφερε στόν αὐτοκράτορα τό αἴτημά του. «Μέ τή βοήθεια τοῦ Ὁσίου Πατέρα μας Συμεών στερεώνεται καί ἐξαπλώνεται ἡ ὀρθόδοξη πίστη παρά τίς θηριώδεις ἐπιθέσεις τῶν λατίνων.



να μᾶς λείπει μόνο, δέν ἔχουμε δικό μας ἀρχιεπίσκοπο νά χειροτονεῖ στή χώρα μας καί νά διδάσκει. Γι᾽ αὐτό παρακαλῶ τήν μεγαλειότητά σου νά πεῖ στόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη νά χειροτονήσει ἕναν ἀπό τούς χιλανδαρινούς ἀδερφούς, πού εἶναι μαζί μου, ἀρχιεπίσκοπο τῆς χώρας μας». Ὁ αὐτοκράτορας ἀπάντησε: «Μέ τήν ψυχή μου γεμάτη χαρά θά ἐκπληρώσω τήν παράκλησή σου καί θά ἤθελα νά δῶ αὐτόν πού διάλεξες διότι πρέπει νά εἶναι πολύ ἄξιος». Ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε: «Ἄς ἔλθουν μπροστά σου ὅλοι οἱ πατέρες καί ὁ Θεός θά σέ πληροφορήσει ποιόν ἐκλέγει». Μετά ἀπό αὐτό ὁ αὐτοκράτορας εἶπε: «Πατέρες καί ἀδερφοί μου, ὅλους σᾶς βλέπω τίμιους καί ἅγιους καί εἶμαι βέβαιος πώς ὅλοι εἶστε ἄξιοι. Ἐσένα μόνο μέ τή φώτιση τοῦ Κυρίου διάλεξε ἡ ψυχή μου εἶπε στόν Ἅγιο Σάββα».


Ἅγιος δέν δεχόταν, λέγοντας : «Ἐγώ δέν ἔχω ὡριμάσει γιά τέτοιο ἀξίωμα καί οὔτε εἶμαι ἄξιος μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς μου». Ὁ Ἅγιος Σάββας ἀντιστάθηκε πάρα πολύ, ἀλλά τελικά ὑποχώρησε καί εἶπε : «Ἀς γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐπάνω μου». Ὁ αὐτοκράτορας χάρηκε γι᾽ αὐτο καί ἔδωσε ἐντολή γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα γιά τήν χειροτονία τοῦ ἀρχιερέα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Μανουήλ μέ τήν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορα Θεοδώρου Α´Λάσκαρη χειροτόνησε τόν Ἀρχιμανδρίτη Σάββα Νεμάνια Πρῶτο Ἀρχιεπίσκοπο τῶν Σέρβων τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τό 1219. Οἱ παριστάμενοι τήν ὥρα τῆς χειροτονίας εἶδαν τόν Ἅγιο Σάββα νά περιβάλλεται ἀπό θεῖο φῶς καί ἔγινε ὅλος πύρινος καί ἀκτινοβόλος. Ὀχτακόσια ἐνενήντα τέσσερα χρόνια μετά τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο στή Νίκαια ἡ Σερβική ἐκκλησία ἀπέκτησε τόν πνευματικό της ἡγέτη.



ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ

Μέ μεγάλη ἐπισημότητα ἔγινε ἡ στέψη τοῦ Ραντισλάβ στή Ζίτσα τό 1224 στόν νέο ναό, πού ἔκτισε ὁ Ἅγιος Σάββας καί τόν αφιέρωσε στήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ. Ἡμέρα ἱστορική γιά τόν σέρβικο λαό ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκείνη τήν ἡμέρα τό 1220 ἐνθρονίστηκε ὡς πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος τῶν Σέρβων ὁ Ἅγιος Σάββας καί στέφθηκε πρῶτος βασιλιάς τῶν Σέρβων ὁ Στέφανος ὁ Πρωτοστεφής. Ἡ θλίψη τοῦ Ἁγίου Σάββα γιά τόν ἀδερφό του Στέφανο δέν κράτησε πολύ διότι ἤξερε ὅτι ὁ ἀδερφός του συνέχισε νά ζεῖ στόν οὐρανό. Ἀπό πολύν καιρό εἶχε τήν ἐπιθυμία νά ἐπισκεφτεῖ τούς Ἁγίους Τόπους καί νά προσκυνήσει. Μάταια τόν παρακαλοῦσαν καί ὁ βασιλιάς Ραντισλάβος καί οἱ ἐπίσκοποι νά μήν φύγει, ἀλλά ἦταν ἀδύνατο νά τόν κρατήσουν. Παρηγορήθηκαν μόνο μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά γύριζε πάλι κοντά τους.


Ἅγιος Σάββας τούς εὐλόγησε καί ἀναχώρησε γιά τή Δαλματία, ἀπό ὅπου πῆρε τό πλοῖο γιά τούς Ἁγίους Τόπους. Ἔφτασε καλά στήν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλήμ καί μέ πολλά δάκρυα προσκύνησε τόν Ζωηφόρο Τάφο τοῦ Κυρίου. Στήν Ἱερουσαλήμ τόν ὑποδέχτηκε ὁ Πατριάρχης Ἀθανάσιος καί τέλεσε μαζί του τήν Θεία Λειτουργία στόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Πῆρε εὐλογία ἀπό τόν Πατριάρχη νά μπορεῖ νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία καί ξεκίνησε τό προσκύνημά του. Στή Σιών, στή Βηθλεέμ, στή Γεσθημανή, στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, στή Βηθανία, στήν ἔρημο τοῦ Σαρανταρίου, στόν Ἰορδάνη στόν τόπο τῶν Θεοφανείων, στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, στή Μονή τοῦ Ἁγίου Γερασίμου καί στή Μεγάλη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, ὅπου προσκύνησε τόν τάφο τοῦ ὁμώνυμου Ἁγίου του.


Τοῦ ἔγινε ἐκεῖ ἐγκάρδια ὑποδοχή ἀπό τόν ἡγούμενο καί τούς ἀδερφούς, οἱ ὁποῖοι καί τοῦ παρέδωσαν τήν ποιμαντική ράβδο - πατερίτσα τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου. Σύμφωνα μέ μιά παλιά διαθήκη τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἡ ὁποία παραδιδόταν σέ αὐτούς ἀπό γενιά σέ γενιά, ὄριζε νά παραδωθεῖ αὐτή ἡ πατερίτσα μόνο στόν ἐπίσκοπο μέ τό ὄνομα Σάββας. Ἐπισκέφτηκε καί ὅλους τούς Ὁσίους Πατέρες, πού ἡσύχαζαν γύρω ἀπό τήν Ἁγία Λαύρα καί τήν κοιλάδα πρός τή Νεκρά Θάλασσα. Πῆγε στή Λαύρα τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, στή Μονή τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου στή Ναζαρέτ καί ἀνἐβηκε στό ὄρος Θαβώρ.Ὁ Ἅγιος Ἀρχιεπίσκοπος ἀφοῦ ἐπισκέφτηκε ὅλα αὐτα, γύρισε στήν Ἀγία πόλη Ἱερουσαλήμ, ὅπου ὁ Πατριάρχης Ἀθανάσιος τόν ὑποδέχτηκε μέ μεγάλη χαρά καί πάλι.


Οἱ δύο Ἅγιοι συνδέθηκαν μέ μεγάλη φιλία καί ἁγία ἀγάπη. Τέλεσαν τήν Θεία Λειτουργία καί ὁ Ὅσιος ἄφησε τούς Ἁγίους Τόπους. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔφτασε στή Νίκαια, ὅπου αὐτοκράτορας ἦταν πλέον ὁ Ἰωάννης Βατάτζης πού τόν δέχτηκε μέ μεγάλο σεβασμό. Ἀπό ἐκεῖ ἀναχὠρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἔμεινε πολύν καιρό στό Χιλανδάρι καί ἀπό κεῖ ἐπέστρεψε στό μοναστήρι τῆς Στουντένιτσα καί ὕστερα στή Ζίτσα. Περιόδευσε τήν πατρίδα του καί στήριζε ὅλους στήν ὀρθόδοξη πίστη.


Ιστολόγιο ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF