Εκ του λογοτεχνικού περιοδικού ''ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ'',
έτος Α', τεύχος 22-24, της 15ης Δεκεμβρίου 1927.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Η ''ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ''
υπήρξε το μακροβιότερο και ιστορικότερο λογοτεχνικό-φιλολογικό περιοδικό της Ελλάδος
και ιδρύθηκε το 1927 με διευθυντή τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.
Ο λογοτέχνης Γεώργιος Αθάνας (1893-1987)
δεν είναι άλλος από τον γνωστό δημοσιογράφο, πολιτικό και Πρωθυπουργό της χώρας
Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα.
Από μικρός είχε μια μανία: να κοιτάζει τα πόδια των ανθρώπων κι όταν ήταν ποδεμένοι -τις πιο πολλές φορές μπορεί να ήταν ξυπόλητοι- να περιεργάζεται τα τσαρούχια τους ή τα παπούτσια των γυναικών με κάποιον τρόπο που θα έκανε τον άλλον να πιστέψει, πως ο μικρός τσομπανάκος ήξερε να κρίνει, αν ήταν τάχα καλά ή κακά φτιαγμένα από το μάστορά τους. Αυτός φορούσε γουρουνοτσάρουχα, πέδιλα καμωμένα από το πετσί του χριστουγεννιάτικου γουρουνιού. Στα μέρη μας σφάζουμε τα θρεφτά γουρούνια την παραμονή των Χριστουγέννων. Κι είναι τα μόνα γουρούνια, που γίνονται γδαρτά κι όχι μαδητά. Γιατί είναι μεγάλα και τετράπαχα. Δεν ψένονται, για να ροδοκοκκινίσει η πέτσα τους και να τρώγεται κριτσανιστά, που να είναι σα μύγδαλο καβουρδισμένο.
Τώρα το πετσί τους γδέρνεται, αλατίζεται κι απλώνεται στον ήλιο. Απ' αυτό βγαίνουν τα γουρνοτσάρουχα της φαμελιάς. Το πάχος γίνεται γλίνα, οι χοντράδες γίνονται τσιγαρήθρες, κι έπειτα μένουν τα κόκαλα για μαγειρευτά, τα εντόσθια για πηχτές και για ματιές, το κρέας για λουκάνικα και για παστουρμά. Μ' ένα καλό γουρούνι περνάει τον υπόλοιπο χειμώνα η φτωχοφαμελιά. Ο Θανάσης ήθελε από εννιά χρονών να φτιάνει μόνος του τα γουρνοτσάρουχά του. Και τα κατάφερνε τόσο περίφημα, που σε λίγα χρόνια αυτός έφτιανε και του πατέρα και της μάνας και της γειτονιάς ακόμα. Όμως την πιο μεγαλύτερη χαρά της μικρής του ζωής είχε δοκιμάσει, όταν κάποια παραμονή Χριστουγέννων ήρθε ο πατέρας από τη Χώρα και του έφερε ένα ζευγάρι τσαρούχια. Δικά του!
Δεν είχε ξαναφορέσει ποτέ ως τότε... Τ' ανάρπαξε με λαχτάρα, τους χάιδεψε τις φούντες, τους άγγιξε το λουστρίνι και τα ξεμάκρυνε λίγο, να τους καμαρώσει το ζωηρό κατακόκκινο χρώμα. Μα σαν πέρασε η πρώτη χαρά της απόχτησης, είχε δοκιμάσει μεγάλη λύπη. Καλοκοίταξε τα τσαρούχια του και τα βρήκε άσχημα, κακοφτιασμένα. Τί άγαρμπο σουλούπι που είχαν! Και τόσο κακοδουλεμένα. Με κάτι άτσαλες φούντες. Με κάτι άνοστα κεντίδια. Ω, αν τα είχε φτιάσει ο ίδιος, πόσο θα ήταν καλύτερα και γερότερα! Το είπε του πατέρα του αυτό. Κι εκείνος του απάντησε: - Τότε, να σε στείλουμε κάτου να γίνεις τσαρουχάς! - Μακάρι! - Θέλεις; - Αν θέλω!...
Το μέλλον του είχε κριθεί. Ο μικρός τσομπανάκος με τα γουρνοτσάρουχα θα γινόταν ο μεγαλύτερος τσαρουχάς του τόπου, θα πόδενε τους πιο ντερτιλήδες λεβέντες και τις πιο ασίκισσες κοπέλες. Στους γάμους και στα πανηγύρια, απάνω στην άναψη του χορού, τα δικά του τα τσαρούχια και τα δικά του τα παπούτσια θα κάνανε τη μεγαλύτερη φούβα! Ήταν γεννημένος για τσαρουχάς. Πώς αλλιώς θα κοιτούσε με τόση περιέργεια τα ποδήματα των ανθρώπων και θα 'φτιανε με τόση τέχνη τα γουρνοτσάρουχα όλης της γειτονιάς; Κανείς δεν ξεφεύγει το γραφτό του! Με τι περηφάνια φόρεσε την άλλη μέρα τα καινούργια τσαρούχια! Ήταν σα να πρωτόβγαινε στον κόσμο.
Τα γουρνοτσάρουχα τον κρατούσαν στην αφάνεια και την ασημότητα. Τώρα έκανε κι αυτός την επίσημη εμφάνιση του. Καθώς περπατούσε κι έτριζαν, το τριζοβόλημά τους έμοιαζε σα γαμπριάτικο τραγούδι. Ένα ζευγάρι τσαρούχια δίνει πολλές φορές στη ζωή των ανθρώπων τη σημασία της! - Με γεια, Θανάση! - Του χρόνου που θα τα φτιάσω μοναχός μου, να ιδείτε τι λογιά τσαρούχια θα 'χω! Περνώντας τα Χριστόημερα, τον κατέβασε ο πατέρας του στη Χώρα. Είχε κάποιο σταυραδερφό τσαρουχά, μαγαζάτορα, και σ'αυτόν πέτονταν. Του πήγε δυο λουκάνικα κι ένα τσουκάλι πηχτή. Αυτά ήταν τα δίδαχτρα, να πούμε, του Θανάση. - Κουμπάρε (ήταν ψευτοκούμπαροι), σου παραδίνω το παιδί. Απ' το θεό και στα χέρια σου! Έχει μεγάλο ζήλο για την τέχνη σου. Θα ιδείς.
Ο κουμπάρος τον κράτησε. Και είδε: Όχι άλλο! Τεχνίτης γεννητάτος. Πρόωρη μεγαλοφυία της τέχνης των τσαρουχιών. Τον είχε δα ο κουμπάρος μη στάξει και μη βρέξει. Ο Θανάσης κι ο κόσμος όλος! Καμάρωνε ο Θανάσης, όταν κατέβαιναν οι χωρικοί να ψωνίσουν και τον παίνευε ο κουμπάρος κι αγόραζαν εκείνοι τα τσαρούχια, που είχε βάλει κι αυτός τον κόπο του και την τέχνη του. Του φαινόταν πως τα΄στέλνε πεσκέσι στο χωριό του. Θα τριζοβολούσε και θα κατακοκκίνιζε το χοροστάσι απ' τα δικά του τα έργα. Πέρασ' ένας χρόνος. Ζηλευτικιά τέχνη. Όλο και τον τραβούσε πιο πολύ. Δούλευε όλη μέρα. Έκανε και νυχτέρι; αν ήταν βολετό να ποδέσει αυτός όλα τα χωριά της Ρούμελης κι όλα τα ευζωνικά συντάγματα της Ελλάδας! Όμως απ' την πολλή δουλειά είχε κόψει, είχε αχαμνύνει λίγο. Κάποτε που 'ρθε ο πατέρας του, το πρόσεξε.
Μην ήταν τίποτα ζαμπούνης; Μην τον πείραξε κανένα κρυφομάζωμα; Να κράξει το γιατρό; Ο Θανάσης γελούσε κι ο κουμπάρος ξηγήθηκε: - Είναι στη δουλειά του νταμαχιάρης. Πέφτει απάν' - καταπάν'! Εγώ τον μαλώνω, δε μ' ακούει. - Γιατί, ορέ, δεν κάνεις νισάφι; - Αφού έχουμε δουλειά; - Βάλε καλή σειρά, γιατί θα σε πάρω στο χωριό! - Παραπέρα, τα Χριστόημερα, ας έρθει, είπε τ' αφεντικό, να ξεκουραστεί. Τι καλός λόγος! Ναι, τα Χριστούγεννα πρέπει να πάει χωρίς άλλο στο χωριό. Να τους ιδεί και να τον ιδούν. Και όλο το ονειρευόταν πια αυτό το ταξίδι. Και το ετοίμαζε μέσα στο μυαλό του. Πώς όμως να πάει; Αυτός, καλά, θα είχε καινούργια ρούχα και καινούργια τσαρούχια. Μα να πάει με άδεια χέρια; Δίχως πεσκέσι για τη μάνα και για τον πατέρα; Δε γίνεται, θυμήθηκε τα τσαρούχια που του είχε πρωτοφέρει ο πατέρας, χωρίς να του τα ζητήσει.
Με τι χαρά είχε γιορτάσει φορώντας τα τις άγιες μέρες! Έτσι πρέπει να του πάει τώρα κι αυτός, χωρίς να του τα 'χει ζητήσει, ένα ζευγάρι τσαρούχια. Κι ένα ζευγάρι παπούτσια της μάνας. Αυτό είναι! θα το μάθει όλο το χωριό, θα χαρούν οι φίλοι και θα σκάσουν οι οχτροί. Α! χωρίς άλλο, καλύτερα να μην πάει καθόλου, παρά να πάει χωρίς τα δώρα των γονέων!... Μα πώς να τα πάρει; Δε μπήκε ακόμα σε μεροδούλι. Λογαριάζεται πως ακόμα μαθαίνει την τέχνη... Τον ταίζει και τον ντένει τ' αφεντικό μονάχα... Όμως κάπως πρέπει να τα οικονομήσει!... (Όχι, όχι έτσι! θα πεις: δε θα τον καταλάβει ο κουμπάρος· έχουν τόσο πολύ έτοιμο πράμα στο μαγαζί... Μα δεν κάνει, δεν κάνει!... Ακούς εκεί να τα κλέψει!... Πώς του ήρθε τέτοιος πειρασμός στο νου; Και τι αξία θα είχαν τα κλεμμένα τσαρούχια;
Καταραμένα θα ήταν. Θα γλίστραγε ο πατέρας μ' αυτά να τσακιστεί, Θεός φυλάξοι!... Ή θα ερχόταν το απόσπασμα να τους πιάσει όλους, θα τους κρέμαγε ο νωματάρχης τα κλεμμένα τσαρούχια στο λαιμό και θα τους πόμπευε σ' όλο το χωριό. Φαντάσου ντροπή! Μπα, σε καλό! Τα κάνει αυτός τέτοια πράματα;) - Τι λες, Θανάση; θα πας ή όχι; - Πώς να πάω, αφεντικό; - Με τα ποδαράκια σου. Παιδί πράμα! - Όχι αυτό... Δεν έχω αλλιώς τον τρόπο... - Θα σου δώσω το χαρτζιλικάκι σου... Πάρε μπρος μεριά, το μποναμά εσύ. Μποναμά; Χαρτζιλίκι; Κάτι θα γίνει, σώπα!... Να του το πει; Τι θα χάσει; Το και το!... Ο καλός αφεντικός, ο καλός κουμπάρος, συγκινήθηκε. Τέτοια παιδιά αξίζουν. Του είπε ένα ''μπράβο'' και τον χρέωσε μ' ένα ζευγάρι τσαρούχια και ένα ζευγάρι παπούτσια.
Τα καλοδιάλεξε ο Θανάσης και την παραμονή των Χριστουγέννων τα 'βαλε στο σακούλι του μαζί με τα καινούργια τα δικά του, το κρέμασε στον ώμο και τράβηξε για το χωριό, συντροφιά μ' άλλους χωρικούς και μ' άλλους γειτονοχωρίτες. Ήταν μια χαρά στο δρόμο, καθώς περπατούσε γρήγορα και κουβεντιαστά το χαρούμενο ασκέρι. Όλοι πήγαιναν τα ψώνια τους κι άλλος συλλογιόταν τη νιόνυφη γυναίκα του, άλλος τη μάννα του κι άλλος την αδερφή του. Έλεγαν ποιος έχει το μεγαλύτερο θρεφτάρι φέτο στο χωριό και ποιος έχει το καλύτερο κρασί. Αλλά τους έπιασε στο δάσος με τις μεγάλες δρυς βροχή κι αυτό ήταν πολύ κακό. Οι άλλοι είχαν τις καπότες τους και κάτι γλίτωσαν. Ο φτωχός ο Θανάσης έγινε μουσκίδι.
Είδαν κι έπαθαν όσο να φτάσουν στο χάνι του Ρουπακιά. Άναψαν εκεί μεγάλη φωτιά και στέγνωσαν. Οι άλλοι κίνησαν σε λίγο να φύγουν, θα τραβούσαν όλη νύχτα. Είχαν ακόμα τέσσερις ώρες δρόμο. Βγήκαν όξω, σιγόβρεχε... θεοσκόταδο! Πού να πάει αυτός; θα μείνει να περάσει η βροχή, να ξαστερώσει κιόλας. Ας δώσουν χαμπέρι πως έρχεται και θα ξημερώσει κι αυτός στο χωριό. Πώς αλλιώς να γίνει;... Γύρισε μέσα και ξανάκατσε να αποστεγνώσει στο παραγώνι. Ήταν κι άλλοι πέντ' - έξι από κοντινότερα χωριά. Αυτοί δε βιάζονταν πολύ κι έκατσαν να πυρωθούν καλά. Δεν τους γνώριζε τα ονόματα τους. Ο ένας τώρα έβγαινε από φυλακή, τέσσερα χρόνια για ζωοκλοπή. Βλαστήμαγε τον αποσπασματάρχη που τον είχε πιάσει και τον πρόεδρο που τον είχε δικάσει. Άλλος ήταν ακόμα τώρα φυγόδικος για όμοια δουλειά. - Όταν τα τρώγατε, ήταν καλά! τους έλεγε ο χαντζής.
Έβγαλε ο Θανάσης απ' το σακούλι τα καινούργια τσαρούχια να τα πυρώσει. Είχαν βραχεί κι αυτά πολύ. - Πούθε τα 'κλεψες; τον ρώτησε ο φυγόδικος. - Δεν τα 'κλεψα. Τα δούλεψα! - Τίνος είσαι; - Του πατέρα μου... - Είναι τ' Θωμοχρήστ' απ' τα Βαρίκα, το γνώρισα! είπε ο χαντζής. - Με τον πατέρα σ', έχουμε κλέψ' μαζί δυο τραγιά! είπε ο κατάδικος. - Δεν το πιστεύω να λες αλήθεια, είπε ο Θανάσης πειραγμένος. Αν έκλεβε ο πατέρας μου, θα 'ταν σαν και σένα στη φυλακή! - Είν' άξιος και να σκεπάζεται. - Άλλη κουβέντα έχεις; Η βροχή είχε δυναμώσει. Δείπνησαν με ψωμί κι ελιές. Έπειτα τους πήρε ο ύπνος. Ο Θανάσης πλάγιασε ριζά στον τοίχο. Βεργόπλεχτο ήταν το χάνι, μόνο η σκεπή του ήταν με κεραμίδια. Κι από μέσα το πλέμα του τοίχου του ήταν αλειμμένο με πηλό.
Εκεί που πλάγιασε ο Θανάσης ένα μεγάλο κομμάτι πηλός είχε φαγωθεί και φαινόταν τρυπητός ο βεργοπλεγμένος τοίχος. Όμως απ' έξω ήταν ένα χαμηλό υπόστεγο, σα μαγερειό και σαν αποθήκη, κολλημένο στην καλύβα. Έτσι, δεν έφτανε να μπει η βροχή από το χάλασμα εκείνο.Το πρόσεξε καλά ο Θανάσης, κι ασφαλισμένος έγειρε να κοιμηθεί. Η φωτιά είχε κατακάτσει, μόνο θράκα μπόλικη έκαιγε... Κουκουλώθηκε σ' ένα βρομερό τσόλι του χαντζή και τον πήρε βαριά. Χίλια ονείρατα έβλεπε στον ύπνο του. Το χωριό του, το σπίτι του, τους γονιούς του, το γουρούνι τους σφαγμένο. Ακόμα είδε τους καλικάντζαρους, καμιά δεκαριά, να πολεμάνε να κατεβούνε από το μποχαρί μέσα στο σπίτι τους. Αυτός ήταν τάχα απ' έξω και τους έβλεπε. Καμώθηκε να φωνάξει, για να τους διώξει, μα πάλι θυμήθηκε πως δεν έκανε. Τώρα, λοιπόν, θα κατεβούν στο σπίτι να τους μαγαρίσουν το αμπάρι με τ' αλεύρι;
Όχι!... Ιδές τους πως φεύγουν παρασανταλισμένοι! Η μάννα τα ξέρει αυτά. Είχε βάλει ένα παλιοτσάρουχο στο τζάκι. Όπου φύγει-φύγει οι καλικαντζαρέοι!... Άξαφνα τον ξύπνησαν κάτι φοβερά σκουξίματα. Λαβάτωσε. Οι καλικάντζαροι, οι καλικάντζαροι χωρίς άλλο! θα μπήκαν στο χάνι, θα τους μολέψουν... μπορεί να του φάνε τ' αφτιά!... Κουκουλώθηκε στο τσόλι. Τα σκουξίματα βάσταξαν λίγη ώρα κι έπειτα έπαψαν μεμιάς, θα 'φυγαν από 'δώ. Σκοτάδι το χάνι... Έβγαλε το κεφάλι του έξω. Κάποιος ρουχνούσε. Μα έφεγγαν ζωηρά οι χαραματιές εκεί στο χάλασμα, πλάι του. Από κει είχαν έρθει τα σκουξίματα. Τι φλόγα ήταν αυτή; Μήπως έβαλαν φωτιά στην καλύβα οι καλικάντζαροι;... Κόλλησε το μάτι του στις χαραματιές, και τι να ιδεί!... Δυο χωριάτες ντυμένοι με κοντοκάπια, ίδιοι καλικάντζαροι, είχαν σφάξει ένα γουρούνι μικρό.
Και τώρα το βουτούσαν σ' ένα καζανάκι βραστό νερό και το μαδούσαν γρήγορα-γρήγορα. Αλήθεια, σαν καλικάντζαροι, σαν παγανά έμοιαζαν την ώρα εκείνη, με τα κοντοκάπια τους γύρω στη φωτιά. Και το γουρουνάκι έμοιαζε σαν ανθρωπάκος, σαν παιδόπουλο, που το 'χαν τα ξωτικά και το βασάνιζαν. Ανατρίχιασε... - Αμ πώς; Δε θα κάνουμε κι εμείς Πάσχα εδώ στην ερημιά; έλεγε ο ένας χωριάτης. - Από πού το 'κλεψες, μωρέ; ρωτούσε ο άλλος, που ήταν ο ίδιος ο χαντζής. - Αύριο, μεθαύριο θα τ' ακούσεις... Τι μοναχά πρόσεξε, μη με ζεματίσεις με το θερμό!... Πετάχτηκε ο Θανάσης να φύγει, να μην κολαστεί κι αυτός εκεί-πέρα. Σιάχτηκε, απλώνει να πάρει το σακούλι του, πουθενά σακούλι! Μπήχνει τις φωνές. - Μ' έκλεψαν! Το σακούλι μου!...
Ξυπνούνε οι άλλοι, τρέχει ο χαντζής. - Πού το 'χες απιθώσει; - Το 'χα κρεμάσει στο καρφί! - Μην έπεσε κάτω; Έψαξαν όλο το χάνι, μέσα κι έξω. - Καλά και σε κουβεντιάζω!... Να μου φέρεις το σακούλι και τα τσαρούχια που είχε μέσα! Ανοίγει μεγάλος καβγάς. - Θα το 'κλεψαν αυτοί που σηκώθηκαν κι έφυγαν πιο νύχτα, λέει ο χαντζής. Τώρα μόλις έφυγαν. - Θα τους βρούμε, πού θα μας παν! - Εσύ το 'κλεψες! φωνάζει ο Θανάσης. Εσύ, όπως έκλεψες και το γουρουνόπουλο, που μαδάτε κει - απ' όξω!... - Θα το 'κλεψαν τα παγανά! είπε κάποιος χωρατατζής. - Ξανάειδες καλικάντζαρους με καινούργια τσαρούχια; ρώτησε άλλος, κοροιδεύοντας. Έσκασαν στα γέλια όλοι. Ένα βαθύ παράπονο ένιωσε ο Θανάσης. Κοροιδεύουν; Είναι για κοροιδία;
Είχε μια κρυφή ορμή να τους σκοτώσει όλους. Όλοι τους τέτοιοι είναι. Κακούργοι, κλέφτες! Παραμονή Χριστουγέννων, την ώρα που γεννιέται ο Χριστός στη σπηλιά του, αυτοί κλέβουν τα ξένα γουρουνόπουλα και τα ξένα τσαρούχια! Τι χειρότερο θα 'καναν οι καλικάντζαροι, τα όργανα του Σατανά; Ήταν έτοιμος να κλάψει. - Μην κάθεσαι, παιδί μου, του είπαν οι άλλοι. Αυτός πόκανε την πράξη δεν είναι μακριά φτασμένος... Κυνήγησε τον, σαν παιδάκι που είσαι... Άμα τον φτάσεις, θα ντραπεί και θα το πετάξει το σακούλι. Τους κοίταξε αμίλητα, κουτά, ντράπηκε να κλάψει. Δεν είχε τι άλλο να κάμει και χώθηκε στο σκοτάδι, έξω απ' το χάνι... Μόλις χώριζε ο δρόμος καταγής. Έτρεξε βιαστικά τον ανήφορο, μια τρομαγμένος και μια αγαναχτισμένος. Ο αέρας τίναζε τα δέντρα και οι βροχοσταλίδες τον χτυπούσαν στα μούτρα... Έτρεξε κάμποσο.
Δεν απάντησε ψυχή. Αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν άλλη περπατησιά. Κοντοστάθηκε. Τον περόνιαζε το κρύο. Είπε να γυρίσει πίσω. Πού να πάει; Πάλι στο χάνι; Μπορεί και να τον σκοτώσουν κιόλα και να τον ζεματίσουν, σαν το γουρουνόπουλο!... Προχώρησε. Ανήφορος... Βγήκε στο ψηλό διάσελο. Αγνάντεψε τη μεγάλη χούνη των βουνών που ήταν γιομάτη πηχτό σκοτάδι. Είχε ξαστερώσει και τα κορφοβούνια ξεχώριζαν ανάμεσα στα σκόρπια και στ' ανάρια τ' αστεράκια. Τσουχτερό κρύο στάλαζε από γύρω του. Κι από μέσα του ανάβλυζε μυστικός τρόμος. Τα 'χασε. Κάποια συντέλεια προφήτευε η ψυχή του. Ζούσε ή δε ζούσε εκείνη την ώρα; Όπως και να 'ναι, δε θα ζήσει άλλο, ποτέ πια!... Κάποτε, μέσα στην κατασκότεινη χούνη, πρόσεξε λίγα μακρινά φωτεράκια. Κι άλλα πιο κει κι άλλα πιο πέρα, τρεμόσβηναν, σαν τ' αστέρια τ' ουρανού, σαν σπίθες από παραγώνι...
Τα χωριά είναι, τα χωριά!... σκέφτηκε. Βέβαια. Ξυπνούν τώρα πια για την εκκλησιά. Χριστούγεννα, θα είναι οι παπάδες, οι ψάλτες, οι καντηλανάφτες. Οι πρώτοι, που ξυπνούν κάθε χρόνο. Σε λίγο ακούστηκε η πρώτη καμπάνα. Έπειτα και δεύτερη. Έπειτα και τρίτη. Ποιά να 'ναι απ' το δικό του χωριό; Τα φωτεράκια πυκνώσανε κι έπειτα όλα, όλα σχεδόν, κουνηθήκανε και πήγαιναν, σε κάθε χωριό, κατά ένα μέρος όλα. Πήγαιναν κατά την εκκλησιά... Ήταν οι χωρικοί με τα κλεφτοφάναρα και με τα δαδιά, που βάδιζαν για τη φάτνη του Χριστού! Ζεστάθηκε η καρδιά του Θανάση. Άλλαξε όλος ο τόπος γύρα. Η σκοτεινή χούνη σα να γιόμισε φως. Σα να την κατοίκεψαν άγγελοι κι όχι πια καλικάντζαροι. Έτσι... Ας τρέξει κι αυτός στο χωριό του. Να προφτάσει την εκκλησιά. Ν' ακούσει το Δόξα εν υψίστοις...Προχώρησε δυο βήματα. Και στάθηκε πάλι.
Πώς να πάει έτσι, με αδειανά χέρια, χωρίς δώρο για τους γονιούς, χωρίς καν δικά του καινούργια τσαρούχια; Όχι, δε θα πάει! Καλύτερα να γυρίσει στη Χώρα. Κι ακόμα πιο καλύτερα να ριζώσει κάπου εκεί, ν' απαγκιάσει, να παρακολουθήσει από μακριά τη λειτουργία των Χριστουγέννων στα τρία χωριά της χούνης, θ' ακούσει κι άλλες φορές τις τρεις καμπάνες. θα ξαναιδεί τα φωτεράκια να φεύγουν τα ξημερώματα από τις εκκλησιές, όλα μαζί, και να σκορπούν ένα - ένα προς τους μαχαλάδες, θα ειπεί: ''Χρόνια πολλά! Χρόνια πολλά!...'' Κι έπειτα, ναι, ας γυρίσει στη Χώρα καταμόναχος, αφού ο κόσμος είναι τόσο κακός και δε φοβάται το Χριστό ούτε όταν σταυρώνεται ούτε όταν γεννιέται. Έτσι θα κάμει... Αφού μάλιστα και ξαναβρέχει. Έτρεξε να κρυφτεί κάπου και, τυχερό του, βρέθηκε μπροστά στη μικρή σπηλιά, που αντίκριζε, παραπανούλια απ' το δρόμο, το χωριό του, τα Βαρίκα... Μπήκε κι απάγκιασε στον ταπεινό της θόλο...
Κοιτάζοντας τις χλομές σπιθούλες της ξέμακρης εκκλησιάς και προσμένοντας να ξανακούσει τους σβησμένους ήχους της χωριανής καμπάνας, αποκοιμήθηκε. Για να ιδεί στον ύπνο του, πως βρισκόταν τάχα στην ίδια τη σπηλιά της Βηθλεέμ, που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός... Να η Παναγία! Να κι ο Ιωσήφ!... Να το άστρο που οδηγεί τους Μάγους!... Έφτασαν οι Μάγοι και προσκυνούν το Χριστό. Γιομίζουν με δώρα, πολλά δώρα, τη φάτνη των αλόγων. Ούτε μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πόσων λογιών δώρα έχουν φέρει οι Μάγοι! Όμως, ανάμεσα στ' άλλα δώρα, τα πολλά τα δώρα, μπόρεσε ο Θανάσης να ξεχωρίσει ένα ζευγάρι καινούργια, κατακόκκινα τσαρούχια...
Γεώργιος Αθάνας
(1893 - 1987)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου