ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΤΣΑΡΟΥΧΙΑ





Εκ του λογοτεχνικού περιοδικού ''ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ'', 
έτος Α', τεύχος 22-24, της 15ης Δεκεμβρίου 1927
Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Η ''ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ'' 
υπήρξε το μακροβιότερο και ιστορικότερο λογοτεχνικό-φιλολογικό περιοδικό της Ελλάδος 
και ιδρύθηκε το 1927 με διευθυντή τον Γρηγόριο Ξενόπουλο
Ο λογοτέχνης Γεώργιος Αθάνας (1893-1987)
 δεν είναι άλλος από τον γνωστό δημοσιογράφο, πολιτικό και Πρωθυπουργό της χώρας 
Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα. 


Από μικρός είχε μια μανία: να κοιτάζει τα πόδια των ανθρώπων κι όταν ήταν ποδεμένοι -τις πιο πολλές φορές μπορεί να ήταν ξυπόλητοι- να περιεργάζεται τα τσαρούχια τους ή τα παπούτσια των γυναικών με κάποιον τρόπο που θα έκανε τον άλλον να πιστέψει, πως ο μικρός τσομπανάκος ήξερε να κρίνει, αν ήταν τάχα καλά ή κακά φτιαγμένα από το μάστορά τους. Αυτός φορούσε γουρουνοτσάρουχα, πέδιλα καμωμένα από το πετσί του χριστουγεννιάτικου γουρουνιού. Στα μέρη μας σφάζουμε τα θρεφτά γουρούνια την παραμονή των Χριστουγέννων. Κι είναι τα μόνα γουρούνια, που γίνονται γδαρτά κι όχι μαδητά. Γιατί είναι μεγάλα και τετράπαχα. Δεν ψένονται, για να ροδοκοκκινίσει η πέτσα τους και να τρώγεται κριτσανιστά, που να είναι σα μύγδαλο καβουρδισμένο.


Τώρα το πετσί τους γδέρνεται, αλατίζεται κι απλώνεται στον ήλιο. Απ' αυτό βγαίνουν τα γουρνοτσάρουχα της φαμελιάς. Το πάχος γίνεται γλίνα, οι χοντράδες γίνονται τσιγαρήθρες, κι έπειτα μένουν τα κόκαλα για μαγειρευτά, τα εντόσθια για πηχτές και για ματιές, το κρέας για λουκάνικα και για παστουρμά. Μ' ένα καλό γουρούνι περνάει τον υπόλοιπο χειμώνα η φτωχοφαμελιά. Ο Θανάσης ήθελε από εννιά χρονών να φτιάνει μόνος του τα γουρνοτσάρουχά του. Και τα κατάφερνε τόσο περίφημα, που σε λίγα χρόνια αυτός έφτιανε και του πατέρα και της μάνας και της γειτονιάς ακόμα. Όμως την πιο μεγαλύτερη χαρά της μικρής του ζωής είχε δοκιμάσει, όταν κάποια παραμονή Χριστουγέννων ήρθε ο πατέρας από τη Χώρα και του έφερε ένα ζευγάρι τσαρούχια. Δικά του!


Δεν είχε ξαναφορέσει ποτέ ως τότε... Τ' ανάρπαξε με λαχτάρα, τους χάιδεψε τις φούντες, τους άγγιξε το λουστρίνι και τα ξεμάκρυνε λίγο, να τους καμαρώσει το ζωηρό κατακόκκινο χρώμα. Μα σαν πέρασε η πρώτη χαρά της απόχτησης, είχε δοκιμάσει μεγάλη λύπη. Καλοκοίταξε τα τσαρούχια του και τα βρήκε άσχημα, κακοφτιασμένα. Τί άγαρμπο σουλούπι που είχαν! Και τόσο κακοδουλεμένα. Με κάτι άτσαλες φούντες. Με κάτι άνοστα κεντίδια. Ω, αν τα είχε φτιάσει ο ίδιος, πόσο θα ήταν καλύτερα και γερότερα! Το είπε του πατέρα του αυτό. Κι εκείνος του απάντησε: - Τότε, να σε στείλουμε κάτου να γίνεις τσαρουχάς! - Μακάρι! - Θέλεις; - Αν θέλω!...


Το μέλλον του είχε κριθεί. Ο μικρός τσομπανάκος με τα γουρνοτσάρουχα θα γινόταν ο μεγαλύτερος τσαρουχάς του τόπου, θα πόδενε τους πιο ντερτιλήδες λεβέντες και τις πιο ασίκισσες κοπέλες. Στους γάμους και στα πανηγύρια, απάνω στην άναψη του χορού, τα δικά του τα τσαρούχια και τα δικά του τα παπούτσια θα κάνανε τη μεγαλύτερη φούβα! Ήταν γεννημένος για τσαρουχάς. Πώς αλλιώς θα κοιτούσε με τόση περιέργεια τα ποδήματα των ανθρώπων και θα 'φτιανε με τόση τέχνη τα γουρνοτσάρουχα όλης της γειτονιάς; Κανείς δεν ξεφεύγει το γραφτό του! Με τι περηφάνια φόρεσε την άλλη μέρα τα καινούργια τσαρούχια! Ήταν σα να πρωτόβγαινε στον κόσμο. 


Τα γουρνοτσάρουχα τον κρατούσαν στην αφάνεια και την ασημότητα. Τώρα έκανε κι αυτός την επίσημη εμφάνιση του. Καθώς περπατούσε κι έτριζαν, το τριζοβόλημά τους έμοιαζε σα γαμπριάτικο τραγούδι. Ένα ζευγάρι τσαρούχια δίνει πολλές φορές στη ζωή των ανθρώπων τη σημασία της! - Με γεια, Θανάση! - Του χρόνου που θα τα φτιάσω μοναχός μου, να ιδείτε τι λογιά τσαρούχια θα 'χω! Περνώντας τα Χριστόημερα, τον κατέβασε ο πατέρας του στη Χώρα. Είχε κάποιο σταυραδερφό τσαρουχά, μαγαζάτορα, και σ'αυτόν πέτονταν. Του πήγε δυο λουκάνικα κι ένα τσουκάλι πηχτή. Αυτά ήταν τα δίδαχτρα, να πούμε, του Θανάση. - Κουμπάρε (ήταν ψευτοκούμπαροι), σου παραδίνω το παιδί. Απ' το θεό και στα χέρια σου! Έχει μεγάλο ζήλο για την τέχνη σου. Θα ιδείς.


Ο κουμπάρος τον κράτησε. Και είδε: Όχι άλλο! Τεχνίτης γεννητάτος. Πρόωρη μεγαλοφυία της τέχνης των τσαρουχιών. Τον είχε δα ο κουμπάρος μη στάξει και μη βρέξει. Ο Θανάσης κι ο κόσμος όλος! Καμάρωνε ο Θανάσης, όταν κατέβαιναν οι χωρικοί να ψωνίσουν και τον παίνευε ο κουμπάρος κι αγόραζαν εκείνοι τα τσαρούχια, που είχε βάλει κι αυτός τον κόπο του και την τέχνη του. Του φαινόταν πως τα΄στέλνε πεσκέσι στο χωριό του. Θα τριζοβολούσε και θα κατακοκκίνιζε το χοροστάσι απ' τα δικά του τα έργα. Πέρασ' ένας χρόνος. Ζηλευτικιά τέχνη. Όλο και τον τραβούσε πιο πολύ. Δούλευε όλη μέρα. Έκανε και νυχτέρι; αν ήταν βολετό να ποδέσει αυτός όλα τα χωριά της Ρούμελης κι όλα τα ευζωνικά συντάγματα της Ελλάδας! Όμως απ' την πολλή δουλειά είχε κόψει, είχε αχαμνύνει λίγο. Κάποτε που 'ρθε ο πατέρας του, το πρόσεξε.


Μην ήταν τίποτα ζαμπούνης; Μην τον πείραξε κανένα κρυφομάζωμα; Να κράξει το γιατρό; Ο Θανάσης γελούσε κι ο κουμπάρος ξηγήθηκε: - Είναι στη δουλειά του νταμαχιάρης. Πέφτει απάν' - καταπάν'! Εγώ τον μαλώνω, δε μ' ακούει. - Γιατί, ορέ, δεν κάνεις νισάφι; - Αφού έχουμε δουλειά; - Βάλε καλή σειρά, γιατί θα σε πάρω στο χωριό! - Παραπέρα, τα Χριστόημερα, ας έρθει, είπε τ' αφεντικό, να ξεκουραστεί. Τι καλός λόγος! Ναι, τα Χριστούγεννα πρέπει να πάει χωρίς άλλο στο χωριό. Να τους ιδεί και να τον ιδούν. Και όλο το ονειρευόταν πια αυτό το ταξίδι. Και το ετοίμαζε μέσα στο μυαλό του. Πώς όμως να πάει; Αυτός, καλά, θα είχε καινούργια ρούχα και καινούργια τσαρούχια. Μα να πάει με άδεια χέρια; Δίχως πεσκέσι για τη μάνα και για τον πατέρα; Δε γίνεται, θυμήθηκε τα τσαρούχια που του είχε πρωτοφέρει ο πατέρας, χωρίς να του τα ζητήσει. 


Με τι χαρά είχε γιορτάσει φορώντας τα τις άγιες μέρες! Έτσι πρέπει να του πάει τώρα κι αυτός, χωρίς να του τα 'χει ζητήσει, ένα ζευγάρι τσαρούχια. Κι ένα ζευγάρι παπούτσια της μάνας. Αυτό είναι! θα το μάθει όλο το χωριό, θα χαρούν οι φίλοι και θα σκάσουν οι οχτροί. Α! χωρίς άλλο, καλύτερα να μην πάει καθόλου, παρά να πάει χωρίς τα δώρα των γονέων!... Μα πώς να τα πάρει; Δε μπήκε ακόμα σε μεροδούλι. Λογαριάζεται πως ακόμα μαθαίνει την τέχνη... Τον ταίζει και τον ντένει τ' αφεντικό μονάχα... Όμως κάπως πρέπει να τα οικονομήσει!... (Όχι, όχι έτσι! θα πεις: δε θα τον καταλάβει ο κουμπάρος· έχουν τόσο πολύ έτοιμο πράμα στο μαγαζί... Μα δεν κάνει, δεν κάνει!... Ακούς εκεί  να τα κλέψει!... Πώς του ήρθε τέτοιος πειρασμός στο νου; Και τι αξία θα είχαν τα κλεμμένα τσαρούχια; 


Καταραμένα θα ήταν. Θα γλίστραγε ο πατέρας μ' αυτά να τσακιστεί, Θεός φυλάξοι!... Ή θα ερχόταν το απόσπασμα να τους πιάσει όλους, θα τους κρέμαγε ο νωματάρχης τα κλεμμένα τσαρούχια στο λαιμό και θα τους πόμπευε σ' όλο το χωριό. Φαντάσου ντροπή! Μπα, σε καλό! Τα κάνει αυτός τέτοια πράματα;) - Τι λες, Θανάση; θα πας ή όχι; - Πώς να πάω, αφεντικό; - Με τα ποδαράκια σου. Παιδί πράμα! - Όχι αυτό... Δεν έχω αλλιώς τον τρόπο... - Θα σου δώσω το χαρτζιλικάκι σου... Πάρε μπρος μεριά, το μποναμά εσύ. Μποναμά; Χαρτζιλίκι; Κάτι θα γίνει, σώπα!... Να του το πει; Τι θα χάσει; Το και το!... Ο καλός αφεντικός, ο καλός κουμπάρος, συγκινήθηκε. Τέτοια παιδιά αξίζουν. Του είπε ένα ''μπράβο'' και τον χρέωσε μ' ένα ζευγάρι τσαρούχια και ένα ζευγάρι παπούτσια.


Τα καλοδιάλεξε ο Θανάσης και την παραμονή των Χριστουγέννων τα 'βαλε στο σακούλι του μαζί με τα καινούργια τα δικά του, το κρέμασε στον ώμο και τράβηξε για το χωριό, συντροφιά μ' άλλους χωρικούς και μ' άλλους γειτονοχωρίτες. Ήταν μια χαρά στο δρόμο, καθώς περπατούσε γρήγορα και κουβεντιαστά το χαρούμενο ασκέρι. Όλοι πήγαιναν τα ψώνια τους κι άλλος συλλογιόταν τη νιόνυφη γυναίκα του, άλλος τη μάννα του κι άλλος την αδερφή του. Έλεγαν ποιος έχει το μεγαλύτερο θρεφτάρι φέτο στο χωριό και ποιος έχει το καλύτερο κρασί. Αλλά τους έπιασε στο δάσος με τις μεγάλες δρυς βροχή κι αυτό ήταν πολύ κακό. Οι άλλοι είχαν τις καπότες τους και κάτι γλίτωσαν. Ο φτωχός ο Θανάσης έγινε μουσκίδι.


Είδαν κι έπαθαν όσο να φτάσουν στο χάνι του Ρουπακιά. Άναψαν εκεί μεγάλη φωτιά και στέγνωσαν. Οι άλλοι κίνησαν σε λίγο να φύγουν, θα τραβούσαν όλη νύχτα. Είχαν ακόμα τέσσερις ώρες δρόμο. Βγήκαν όξω, σιγόβρεχε... θεοσκόταδο! Πού να πάει αυτός; θα μείνει να περάσει η βροχή, να ξαστερώσει κιόλας. Ας δώσουν χαμπέρι πως έρχεται και θα ξημερώσει κι αυτός στο χωριό. Πώς αλλιώς να γίνει;... Γύρισε μέσα και ξανάκατσε να αποστεγνώσει στο παραγώνι. Ήταν κι άλλοι πέντ' - έξι από κοντινότερα χωριά. Αυτοί δε βιάζονταν πολύ κι έκατσαν να πυρωθούν καλά. Δεν τους γνώριζε τα ονόματα τους. Ο ένας τώρα έβγαινε από φυλακή, τέσσερα χρόνια για ζωοκλοπή. Βλαστήμαγε τον αποσπασματάρχη που τον είχε πιάσει και τον πρόεδρο που τον είχε δικάσει. Άλλος ήταν ακόμα τώρα φυγόδικος για όμοια δουλειά. - Όταν τα τρώγατε, ήταν καλά! τους έλεγε ο χαντζής.


Έβγαλε ο Θανάσης απ' το σακούλι τα καινούργια τσαρούχια να τα πυρώσει. Είχαν βραχεί κι αυτά πολύ. - Πούθε τα 'κλεψες; τον ρώτησε ο φυγόδικος. - Δεν τα 'κλεψα. Τα δούλεψα! - Τίνος είσαι; - Του πατέρα μου... - Είναι τ' Θωμοχρήστ' απ' τα Βαρίκα, το γνώρισα! είπε ο χαντζής. - Με τον πατέρα σ', έχουμε κλέψ' μαζί δυο τραγιά! είπε ο κατάδικος. - Δεν το πιστεύω να λες αλήθεια, είπε ο Θανάσης πειραγμένος. Αν έκλεβε ο πατέρας μου, θα 'ταν σαν και σένα στη φυλακή! - Είν' άξιος και να σκεπάζεται. - Άλλη κουβέντα έχεις; Η βροχή είχε δυναμώσει. Δείπνησαν με ψωμί κι ελιές. Έπειτα τους πήρε ο ύπνος. Ο Θανάσης πλάγιασε ριζά στον τοίχο. Βεργόπλεχτο ήταν το χάνι, μόνο η σκεπή του ήταν με κεραμίδια. Κι από μέσα το πλέμα του τοίχου του ήταν αλειμμένο με πηλό.


Εκεί που πλάγιασε ο Θανάσης ένα μεγάλο κομμάτι πηλός είχε φαγωθεί και φαινόταν τρυπητός ο βεργοπλεγμένος τοίχος. Όμως απ' έξω ήταν ένα χαμηλό υπόστεγο, σα μαγερειό και σαν αποθήκη, κολλημένο στην καλύβα. Έτσι, δεν έφτανε να μπει η βροχή από το χάλασμα εκείνο.Το πρόσεξε καλά ο Θανάσης, κι ασφαλισμένος έγειρε να κοιμηθεί. Η φωτιά είχε κατακάτσει, μόνο θράκα μπόλικη έκαιγε... Κουκουλώθηκε σ' ένα βρομερό τσόλι του χαντζή και τον πήρε βαριά. Χίλια ονείρατα έβλεπε στον ύπνο του. Το χωριό του, το σπίτι του, τους γονιούς του, το γουρούνι τους σφαγμένο. Ακόμα είδε τους καλικάντζαρους, καμιά δεκαριά, να πολεμάνε να κατεβούνε από το μποχαρί μέσα στο σπίτι τους. Αυτός ήταν τάχα απ' έξω και τους έβλεπε. Καμώθηκε να φωνάξει, για να τους διώξει, μα πάλι θυμήθηκε πως δεν έκανε. Τώρα, λοιπόν, θα κατεβούν στο σπίτι να τους μαγαρίσουν το αμπάρι με τ' αλεύρι;


Όχι!... Ιδές τους πως φεύγουν παρασανταλισμένοι! Η μάννα τα ξέρει αυτά. Είχε βάλει ένα παλιοτσάρουχο στο τζάκι. Όπου φύγει-φύγει οι καλικαντζαρέοι!... Άξαφνα τον ξύπνησαν κάτι φοβερά σκουξίματα. Λαβάτωσε. Οι καλικάντζαροι, οι καλικάντζαροι χωρίς άλλο! θα μπήκαν στο χάνι, θα τους μολέψουν... μπορεί να του φάνε τ' αφτιά!... Κουκουλώθηκε στο τσόλι. Τα σκουξίματα βάσταξαν λίγη ώρα κι έπειτα έπαψαν μεμιάς, θα 'φυγαν από 'δώ. Σκοτάδι το χάνι... Έβγαλε το κεφάλι του έξω. Κάποιος ρουχνούσε. Μα έφεγγαν ζωηρά οι χαραματιές εκεί στο χάλασμα, πλάι του. Από κει είχαν έρθει τα σκουξίματα. Τι φλόγα ήταν αυτή; Μήπως έβαλαν φωτιά στην καλύβα οι καλικάντζαροι;... Κόλλησε το μάτι του στις χαραματιές, και τι να ιδεί!... Δυο χωριάτες ντυμένοι με κοντοκάπια, ίδιοι καλικάντζαροι, είχαν σφάξει ένα γουρούνι μικρό.


Και τώρα το βουτούσαν σ' ένα καζανάκι βραστό νερό και το μαδούσαν γρήγορα-γρήγορα. Αλήθεια, σαν καλικάντζαροι, σαν παγανά έμοιαζαν την ώρα εκείνη, με τα κοντοκάπια τους γύρω στη φωτιά. Και το γουρουνάκι έμοιαζε σαν ανθρωπάκος, σαν παιδόπουλο, που το 'χαν τα ξωτικά και το βασάνιζαν. Ανατρίχιασε... - Αμ πώς; Δε θα κάνουμε κι εμείς Πάσχα εδώ στην ερημιά; έλεγε ο ένας χωριάτης. - Από πού το 'κλεψες, μωρέ; ρωτούσε ο άλλος, που ήταν ο ίδιος ο χαντζής. - Αύριο, μεθαύριο θα τ' ακούσεις... Τι μοναχά πρόσεξε, μη με ζεματίσεις με το θερμό!... Πετάχτηκε ο Θανάσης να φύγει, να μην κολαστεί κι αυτός εκεί-πέρα. Σιάχτηκε, απλώνει να πάρει το σακούλι του, πουθενά σακούλι! Μπήχνει τις φωνές. - Μ' έκλεψαν! Το σακούλι μου!...


Ξυπνούνε οι άλλοι, τρέχει ο χαντζής. - Πού το 'χες απιθώσει; - Το 'χα κρεμάσει στο καρφί! - Μην έπεσε κάτω; Έψαξαν όλο το χάνι, μέσα κι έξω. - Καλά και σε κουβεντιάζω!... Να μου φέρεις το σακούλι και τα τσαρούχια που είχε μέσα! Ανοίγει μεγάλος καβγάς. - Θα το 'κλεψαν αυτοί που σηκώθηκαν κι έφυγαν πιο νύχτα, λέει ο χαντζής. Τώρα μόλις έφυγαν. - Θα τους βρούμε, πού θα μας παν! - Εσύ το 'κλεψες! φωνάζει ο Θανάσης. Εσύ, όπως έκλεψες και το γουρουνόπουλο, που μαδάτε κει - απ' όξω!... - Θα το 'κλεψαν τα παγανά! είπε κάποιος χωρατατζής. - Ξανάειδες καλικάντζαρους με καινούργια τσαρούχια; ρώτησε άλλος, κοροιδεύοντας. Έσκασαν στα γέλια όλοι. Ένα βαθύ παράπονο ένιωσε ο Θανάσης. Κοροιδεύουν; Είναι για κοροιδία;


Είχε μια κρυφή ορμή να τους σκοτώσει όλους. Όλοι τους τέτοιοι είναι. Κακούργοι, κλέφτες! Παραμονή Χριστουγέννων, την ώρα που γεννιέται ο Χριστός στη σπηλιά του, αυτοί κλέβουν τα ξένα γουρουνόπουλα και τα ξένα τσαρούχια! Τι χειρότερο θα 'καναν οι καλικάντζαροι, τα όργανα του Σατανά; Ήταν έτοιμος να κλάψει. - Μην κάθεσαι, παιδί μου, του είπαν οι άλλοι. Αυτός πόκανε την πράξη δεν είναι μακριά φτασμένος... Κυνήγησε τον, σαν παιδάκι που είσαι... Άμα τον φτάσεις, θα ντραπεί και θα το πετάξει το σακούλι. Τους κοίταξε αμίλητα, κουτά, ντράπηκε να κλάψει. Δεν είχε τι άλλο να κάμει και χώθηκε στο σκοτάδι, έξω απ' το χάνι... Μόλις χώριζε ο δρόμος καταγής. Έτρεξε βιαστικά τον ανήφορο, μια τρομαγμένος και μια αγαναχτισμένος. Ο αέρας τίναζε τα δέντρα και οι βροχοσταλίδες τον χτυπούσαν στα μούτρα... Έτρεξε κάμποσο.


Δεν απάντησε ψυχή. Αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν άλλη περπατησιά. Κοντοστάθηκε. Τον περόνιαζε το κρύο. Είπε να γυρίσει πίσω. Πού να πάει; Πάλι στο χάνι; Μπορεί και να τον σκοτώσουν κιόλα και να τον ζεματίσουν, σαν το γουρουνόπουλο!... Προχώρησε. Ανήφορος... Βγήκε στο ψηλό διάσελο. Αγνάντεψε τη μεγάλη χούνη των βουνών που ήταν γιομάτη πηχτό σκοτάδι. Είχε ξαστερώσει και τα κορφοβούνια ξεχώριζαν ανάμεσα στα σκόρπια και στ' ανάρια τ' αστεράκια. Τσουχτερό κρύο στάλαζε από γύρω του. Κι από μέσα του ανάβλυζε μυστικός τρόμος. Τα 'χασε. Κάποια συντέλεια προφήτευε η ψυχή του. Ζούσε ή δε ζούσε εκείνη την ώρα; Όπως και να 'ναι, δε θα ζήσει άλλο, ποτέ πια!... Κάποτε, μέσα στην κατασκότεινη χούνη, πρόσεξε λίγα μακρινά φωτεράκια. Κι άλλα πιο κει κι άλλα πιο πέρα, τρεμόσβηναν, σαν τ' αστέρια τ' ουρανού, σαν σπίθες από παραγώνι... 


Τα χωριά είναι, τα χωριά!... σκέφτηκε. Βέβαια. Ξυπνούν τώρα πια για την εκκλησιά. Χριστούγεννα, θα είναι οι παπάδες, οι ψάλτες, οι καντηλανάφτες. Οι πρώτοι, που ξυπνούν κάθε χρόνο. Σε λίγο ακούστηκε η πρώτη καμπάνα. Έπειτα και δεύτερη. Έπειτα και τρίτη. Ποιά να 'ναι απ' το δικό του χωριό; Τα φωτεράκια πυκνώσανε κι έπειτα όλα, όλα σχεδόν, κουνηθήκανε και πήγαιναν, σε κάθε χωριό, κατά ένα μέρος όλα. Πήγαιναν κατά την εκκλησιά... Ήταν οι χωρικοί με τα κλεφτοφάναρα και με τα δαδιά, που βάδιζαν για τη φάτνη του Χριστού! Ζεστάθηκε η καρδιά του Θανάση. Άλλαξε όλος ο τόπος γύρα. Η σκοτεινή χούνη σα να γιόμισε φως. Σα να την κατοίκεψαν άγγελοι κι όχι πια καλικάντζαροι. Έτσι... Ας τρέξει κι αυτός στο χωριό του. Να προφτάσει την εκκλησιά. Ν' ακούσει το Δόξα εν υψίστοις...Προχώρησε δυο βήματα. Και στάθηκε πάλι.


Πώς να πάει έτσι, με αδειανά χέρια, χωρίς δώρο για τους γονιούς, χωρίς καν δικά του καινούργια τσαρούχια; Όχι, δε θα πάει! Καλύτερα να γυρίσει στη Χώρα. Κι ακόμα πιο καλύτερα να ριζώσει κάπου εκεί, ν' απαγκιάσει, να παρακολουθήσει από μακριά τη λειτουργία των Χριστουγέννων στα τρία χωριά της χούνης, θ' ακούσει κι άλλες φορές τις τρεις καμπάνες. θα ξαναιδεί τα φωτεράκια να φεύγουν τα ξημερώματα από τις εκκλησιές, όλα μαζί, και να σκορπούν ένα - ένα προς τους μαχαλάδες, θα ειπεί: ''Χρόνια πολλά! Χρόνια πολλά!...'' Κι έπειτα, ναι, ας γυρίσει στη Χώρα καταμόναχος, αφού ο κόσμος είναι τόσο κακός και δε φοβάται το Χριστό ούτε όταν σταυρώνεται ούτε όταν γεννιέται. Έτσι θα κάμει... Αφού μάλιστα και ξαναβρέχει. Έτρεξε να κρυφτεί κάπου και, τυχερό του, βρέθηκε μπροστά στη μικρή σπηλιά, που αντίκριζε, παραπανούλια απ' το δρόμο, το χωριό του, τα Βαρίκα... Μπήκε κι απάγκιασε στον ταπεινό της θόλο... 


Κοιτάζοντας τις χλομές σπιθούλες της ξέμακρης εκκλησιάς και προσμένοντας να ξανακούσει τους σβησμένους ήχους της χωριανής καμπάνας, αποκοιμήθηκε. Για να ιδεί στον ύπνο του, πως βρισκόταν τάχα στην ίδια τη σπηλιά της Βηθλεέμ, που γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός... Να η Παναγία! Να κι ο Ιωσήφ!... Να το άστρο που οδηγεί τους Μάγους!... Έφτασαν οι Μάγοι και προσκυνούν το Χριστό. Γιομίζουν με δώρα, πολλά δώρα, τη φάτνη των αλόγων. Ούτε μπορεί να ξεχωρίσει κανείς πόσων λογιών δώρα έχουν φέρει οι Μάγοι! Όμως, ανάμεσα στ' άλλα δώρα, τα πολλά τα δώρα, μπόρεσε ο Θανάσης να ξεχωρίσει ένα ζευγάρι καινούργια, κατακόκκινα τσαρούχια...



Γεώργιος Αθάνας 

(1893 - 1987)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF