Χριστουγεννιάτικο διήγημα του δημοσιογράφου και λογοτέχνη
Δημητρίου Καλογεροπούλου (1899 - 1954),
έτσι, όπως πρωτοδημοσιεύθηκε στο φιλολογικό - καλλιτεχνικό περιοδικό της
Κωνσταντινούπολης
''Νέον Πνεύμα'', έτος Α', φύλ. 10,
Κωνσταντινούπολη 28 Δεκεμβρίου 1908, σελ. 147 - 150.
Δημοσιεύεται σε δύο μέρη. Σήμερα το δεύτερο μέρος.
Τρέχει κοντά μου. Εγώ είχα κλείση τα βλέφαρα για να ανακουφισθώ... - Παναγία μου! Χριστέ μου! Βοήθεια!
Εφώναξε, μόλις με είδεν ακίνητον, με κλειστά μάτια. - Δεν είνε τίποτε΄ μη φοβάσαι... μόλις ημπόρεσα να ειπώ, ανοίγων τα μάτια μου.
Την είδα τότε γονατιστή, εμπρός μου σκυμένη να με κυττάζη. [...]. Έπρεπε να μεταφερθώ εις το χάνι. Αλλά το πέσιμό μου ήταν άσχημο.
- Πατέρα! έβγαλεν έξαφνα μια φωνή η Ρηνιώ φέρουσα τας παλάμας γύρω στα χείλη της, διά να μη σκορπισθή η φωνή της.
Πού να ακουσθή όμως! Απηλπίσθη και κατανικώσα την αιδημοσύνην της, μου είπε με μίαν αποφασιστικότητα:
- Σηκωθήτε... Εδώ θα παγώσετε... Θα σας βαστάξω στα χέρια... δεν είναι και πολύ μακρυά...
Η πρότασις ήτο τολμηρά΄ αλλ΄ αυτή ήτο τόσω σωματώδης και γερή, εγώ δε τόσον ισχνός και ελαφρός!
Εσκέφθην να εξακολουθήσω τον δρόμον προς το χωριό. Αλλά δεν ήτο δυνατόν: οι πόνοι ηύξαναν΄ τα χιόνια μετεβάλλοντο εις πάγον΄
η Ρηνιώ δεν ήτο δυνατόν να με αφήση εκεί μόνον ούτε στιγμήν' ο πατέρας της δεν ήκουε. Έπρεπε λοιπόν να δεχθώ την πρότασίν της.
Και με επήρε σχεδόν στην αγκαλιά της. [...] Όταν αντικρύσαμεν από μακρυά το χάνι, έβαλεν η Ρηνιώ μία φωνή τόσω δυνατή -συνεκέντρωσεν όση δύναμιν είχε- ώστε μετ' ολίγον ηκούσαμεν την φωνή του πατέρα της:
Εδώ΄ μαι, Ρηνιώ, έρχομαι! Όλοι επεδόθησαν ευθύς εις την περιποίησιν των τραυμάτων μου, τα οποία ήσαν ελαφρά.
Όλη νύχτα είχα πλάϊ μου την Ρηνιώ, πάντοτε ανήσυχη, αλλά και πάντοτε γλυκειά. [...] Ευτυχώς κατά την μίαν μετά τα μεσάνυχτα επέρασεν από το χάνι ένας γνωστός χωριανός, ο οποίος ανέλαβε να ειδοποιήση στο σπήτι μου.
Άμα ξημέρωσε, μου έστειλαν μια σούστα΄ ξεκίνησα σιγά - σιγά για το χωριό μου. Εις αρκετήν απόστασιν με συνώδευσαν οι γέροι΄
δίπλα εβάδιζε μελαγχολική η Ρηνιώ. Αυτά ήσαν τα Χριστούγεννα που εώρτασα όταν ήμην είκοσι χρόνων...''.
Εδώ εσταμάτησεν ο κύριος Περικλής. Επί τόσην ώραν αφωσιωμένος αυτός εις την αφήγησιν και ημείς εις την περιπέτειάν του δεν είχομεν βρέξη με τίποτε τα χείλη.
Εκείνος εζήτησε λίγο κονιάκ με νερό΄ όχι διότι εδιψούσεν΄ αλλά διότι τον είχε κουράσει η εκ της αφηγήσεως συγκίνησις.
Κανείς δεν είχε πλέον διάθεσιν να ομιλήση. Αλλ' ως εξ ενστίκτου ησθάνθημεν όλοι εν κενόν εις την διήγησιν του αγαθού οικοδεσπότου, μίαν λεπτομέρειαν, την οποίαν ίσως απεσιώπησεν επίτηδες.
Τί απέγινεν η ώμορφη χωριατοπούλα, η οποία εφάνη δι' αυτόν τόσο καλή.
Ο φίλος μας, ο οποίος εις την αρχήν έδωκεν αφορμήν εις τον ομιλητήν να αφηγηθή, ανέλαβε να τον παρορμήση, όπως μας συμπληρώση το τέλος.
- Δεν αμφιβάλλω, κύριε Περικλή, του είπεν, ότι από τότε δεν θα επεράσατε από εκείνα τα μέρη τα τόσον απότομα...
- Εννοώ την ερώτησίν σου. Το τέλος δεν είναι ευχάριστον. Το επόμενον έτος ήλθα ήλθα εις τας Αθήνας διά τας Πανεπιστημιακάς μου εξετάσεις.
Ευθύς κατόπιν μετέβην εις Αίγυπτον. Εις το χωριό μου επήγα μετά δέκα έτη. Μόλις έφθασα, ηρώτησα για το γέρω Τρέσσα.
Είχε πεθάνη΄ η γρηά τον ακολούθησε γρήγορα στον άλλο κόσμο΄ η Ρηνώ...
- Η Ρηνιώ; εφώναξεν ο προπετής και ανυπόμονος σύντροφός μας, ενώ ο κ. Περικλής άφινε να ανοιχθούν τα χείλη εις ένα ελαφρόν αναστεναγμόν.
- Ευρέθηκε μια μέρα νεκρή στο χανδάκι, εκεί ακριβώς που είχα πέση την βραδυά των Χριστουγέννων.
Στο σπήτι μου δεν ήξευραν καλά να μου ειπούν αν εφονεύθη τυχαίως, αν ηυτοκτόνησεν ή αν συνέβη κανέν έγκλημα. Και έτσι η οικογένεια του Τρέσσα εξέλιπεν εντελώς.
Το χάνι εκλείσθη. Εσκέφθην να υπάγω να το ίδω΄ αλλά δεν είχα την δύναμιν.
Μία άλλη μέρα μου είπαν ότι το χάνι ηρειπώθη΄ ότι ούτε ο τάφος της Ρηνιώς καν υπάρχει΄
μόνον το μέρος που ευρέθη νεκρά η Ρηνιώ το λένε οι διαβάτες και οι χωριανοί ''Το μνήμα της Ρηνιώς'' και σήμερον ακόμη έτσι το ονομάζει και η παράδοσις...
Ε αυτά έχει ο παληόκοσμος... Είπε και εδάκρυσε...
Πριν τελειώση την διήγησίν του ο κ. Περικλής, είχεν εισέλθη η γραία υπηρέτριά του, ήτις αντιληφθείσα το πένθιμον της αφηγήσεως, εφώναξε:
- Ε, για να σου πω, αφέντη. Χρονιάρα μέρα δεν κάνουν τέτοιες κουβέντες... Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Βάλε εσύ που είσαι πιο νέος από τους άλλους λίγο εδώ, είπεν εις εμέ τείνουσα εν ποτήριον.
Της το εγέμισα κρασί΄ εκείνη δε υψώνουσα το ποτήρι είπε:
-Και του χρόνου, παιδιά... Καλά Χριστούγεννα... Χτυπάει μεσάνυκτα...
Νάμαστε καλά του χρόνου και να σας πω κι' εγώ πως παντρεύθηκα τον μακαρίτη τον άνδρα μου... θα λιγωθήτε στα γέλοια...
Ηκούσαμεν να κτυπούν την θύραν. Ο κύριος που είχε συστήσει η κυρία του να γυρίση ενωρίς, απορροφημένος από την αφήγησιν, ούτε το είχε σκεφθή.
Αλλά τώρα ενόησεν ότι ήτο η υπηρέτρια, ανεμέτρησε τον κίνδυνον, όστις τον ανέμενε και εγερθείς έδωκε το σύνθημα της αναχωρήσεως όλων μας.
Αθήναι, 28 Δεκεμβρίου 1908
Δ. Ι. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Τ έ λ ο ς
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Χριστουγεννιάτικο διήγημα του δημοσιογράφου και λογοτέχνη
Δημητρίου Καλογεροπούλου (1899 - 1954),
έτσι, όπως πρωτοδημοσιεύθηκε στο φιλολογικό - καλλιτεχνικό περιοδικό της Κωνσταντινούπολης
''Νέον Πνεύμα'', έτος Α', φύλ. 10,
Κωνσταντινούπολη 28 Δεκεμβρίου 1908, σελ. 147 - 150.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου