Όταν βασιλιάς ήταν ο Ηράκλειος και πατρίκιος ο Νικήτας, έγινε στην Αφρική το παρακάτω θαύμα. Κάποιος αξιωματικός του βασιλικού στρατού βρισκόταν στην Καρθαγένη.
Επειδή όμως έπεσε στην πόλη θανατικό, πήρε την γυναίκα του και κατέφυγε σ' ένα προάστιο, όπου ήταν η κατοικία του, για να γλυτώσει τάχα το θάνατο.
Στην πραγματικότητα όμως έφυγε, επειδή ο διάβολος τον παρακίνησε ν' αμαρτήσει. Σπέρνοντάς του δηλαδή σαρκικούς λογισμούς, τον κατάφερε να πέσει σε μοιχεία με τη γυναίκα του κηπουρού του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός από την πτώση του, κι αρρώστησε βαριά από βουβωνοκήλη, που τον οδήγησε τελικά στον θάνατο.
Τρεις ώρες όμως μετά την ταφή του, ακούστηκαν κραυγές μέσ' από το μνήμα: - Ελεήστε με! Ελεήστε με! Έτρεξαν και σήκωσαν την ταφόπλακα.
Τί να δουν τότε! Ο αξιωματικός ήταν ζωντανός! Ζωντανός, μα άλαλος. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Το παράδοξο γεγονός έφτασε μέχρι τ' αυτιά του Θαλάσσιου,
του πάπα της Αφρικής, που έτρεξε αμέσως επί τόπου για να παρηγορήσει τον ταλαίπωρο αξιωματικό.
Πέρασαν τέσσερεις μέρες. Τότε η φωνή του λύθηκε κι άρχισε να διηγείται: - Λίγο πριν βγει η ψυχή μου από το σώμα, έβλεπα να με κυκλώνουν μερικοί μαύροι, φοβεροί στην όψη.
Μετά είδα να με πλησιάζουν δυο ωραίοι νέοι. Ήταν άγγελοι! Μόλις τους αντίκρυσα, η ψυχή μου γέμισε χαρά! Με πήραν μαζί τους κι αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε στον ουρανό.
Στην εναέρια πορεία μας συναντούσαμε κάθε τόσο τα τελώνια, εκείνους τους μαύρους, που εξέταζαν κάθε αμαρτία μου. Άλλο τελώνιο ήταν του ψεύδους, άλλο του φθόνου, άλλο της πλεονεξίας...
Οι άγγελοι, πάντως, τους εξουδετέρωναν, παρουσιάζοντας τις αγαθές μου πράξεις. Όταν όμως φτάσαμε στην πύλη τ' ουρανού, συναντήσαμε ένα ολόκληρο τάγμα τελωνίων, το τάγμα της πορνείας.
Αυτοί παρουσίασαν τη μοιχεία που είχα κάνει πριν από λίγο καιρό. Κι έτσι νίκησαν! Μ' άρπαξαν και μ' έσυραν στα βάθη της γης.
Εκεί οι ψυχές των αμαρτωλών δοκιμάζουν τέτοια μαρτύρια, που η ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να τα διηγηθεί. Καθώς έπιασα να θρηνώ εκεί κάτω, φάνηκαν πάλι μπροστά μου οι δύο εκείνοι νέοι...
''Ελεήστε με'', τους ικέτεψα κλαίγοντας, ''και δώστε μου καιρό να μετανοήσω''. Στράφηκε τότε ο ένας και λέει στον άλλο: ''Παίρνεις την ευθύνη γι' αυτόν;
Να του δώσουμε καιρό να μετανοήσει;''. ''Να του δώσουμε'', αποκρίθηκε ο άλλος. Με πήραν τότε και μ' έφεραν στον τάφο.
Εκεί βρήκα το σώμα μου νά' χει γίνει σα λάσπη και βούρκος, γι' αυτό και δεν ήθελα να μπω μέσα του. Οι άγγελοι όμως μου το ξέκοψαν:
''Είναι αδύνατο να μετανοήσεις αλλιώς, παρά μόνο με το σώμα σου, αφού μ' αυτό αμάρτησες''. Τότε μπήκα στο σώμα μου. Κι αυτό ζωντάνεψε και άρχισα να φωνάζω.
Εδώ τελείωσε τη διήγησή του ο αξιωματικός. Και αφού έζησε σαράντα μέρες ακόμα με τέλεια ασιτία, με θρήνους και οδυρμούς, κοιμήθηκε πάλι.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Εκ του βιβλίου
''Διηγήσεις Φοβερές και Ωφέλιμες'',
έκδοση της Ιεράς Μονής Παρακλήτου,
έκδοση δεύτερη, σελ. 82-85, Ωρωπός 1995.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου