ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΑ-Η ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ 1886-1974 (ΜΕΡΟΣ 3ον)

 




Συνακόλουθες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α':
<<Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα - Η Ασκήτρια της Κλεισούρας 1886-1974>>,
έκδοση <<Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής>>,
Φυλή Αττικής 1998.
Ανάρτηση 3η, σελ. 40-50.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.




<<Μικρά Είσοδος στον θαυμαστό κόσμο μιας σύγχρονης Αγίας>>



Ευρίσκομαι στην σκιά της Αγιονορείτικης Εικόνας <<Άξιον έστιν>> πολλούς μήνες τώρα... Το καντηλάκι Της ανάβει ακοίμητο... Ζήτησα την Χάρι Της και δεν με παρέβλεψε... Εργάζομαι τόσο καιρό και δεν απόκαμα... Ουράνια χαρά με πλημμύριζε συνεχώς και λαχτάρα να ολοκληρώσω την προσπάθεια... Ήμουν μέσα σ' έναν <<Κήπο Χαρίτων>>... Η ευωδία των αρετών της Αγίας Γεροντίσσης μ' έκανε να λησμονήσω την κόπωσι και τις δυσκολίες... Μπροστά μου είχα μικρά τεμάχια των Λειψάνων της'  λίγα από τα μαλλάκια της'  χώμα από το μνήμα της'  ένα μέρος από το τσεμπέρι της'  και μία κάρτα με την Εικόνα και το Μοναστήρι της Παναγίας Κλεισουργιωτίσσης... Η γνωριμία μου μαζί της ήταν ένας σταθμός στην πνευματική μου πορεία. Μετά την κοίμησί της, το 1974, επιθυμούσα διακαώς να γράψω ό,τι γνώριζα για τον θαυμαστό κόσμο αυτής της σύγχρονης Αγίας. Θα ήταν ίσως οικονομία Θεού που τώρα, είκοσι πέντε περίπου χρόνια μετά την είσοδό της στην αιώνια κατάπαυσι, αξιώνομαι τελικά να προσφέρω στις φιλόθεες ψυχές αυτήν την εργασία. Η καθυστέρησις έγινε αιτία να συγκεντρώσω νέο υλικό που φωτίζει από κάθε πλευρά την αγιασμένη προσωπικότητα της δούλης του Θεού Μυρτιδιωτίσσης Μοναχής. Στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας μετά την ενανθρώπισι του Σωτήρος μας, ο κοσμικός περίγυρος απειλεί να μας συνθλίψη μέσα στις συμπληγάδες της αλαζονείας και της σαρκικότητος. Η οδηγητική μορφή της γενναίας Ασκήτριας ας μας φωτίζη στο σταυροαναστάσιμο μονοπάτι της εσωτερικής συντριβής, της χαρμολύπης, της υπομονής, της ελπίδος, της ευσπλαχνίας... Προσπάθησα να εισδύσω στα άδυτα ενός θαυμαστού κόσμου, να προσεγγίσω ό,τι κρυβόταν κάτω από την εξωτερική ασημότητα μιας καταφρονεμένης γυναίκας. <<Τη ταπεινώσει τα υψηλά τη πτωχεία τα πλούσια>>... Ένας θησαυρός κρυμμένος στα ράκη, την ατημελησιά, την τραχύτητα... Συνεχής αφάνεια, για να φανερωθή ο Θεός'  τόπος θεοφανείας για τους ταπεινούς... Έντιμη ενώπιον του Θεού και πολύτιμο σκεύος των θαυμασίων Του... Ζούσε από τώρα μυστικά την δόξα της Βασιλείας... Ανήκε στον γνώριμο χορό που μας συνεπαίρνει με την φωτεινή ομορφιά του και μας δίνει κουράγιο με τις <<παραδοξότητες>> και <<αντινομίες>> του... <<Γίγαντες ταπεινοί>>'  συναρπαστικοί στην δόξα και την απλότητά τους'  κατανυκτικοί στην αγιότητα και την μετάνοια'  γενναίοι στην άσκησι και την ευγένεια'  αθώοι στον πόνο και στην συγχωρητικότητα'  ελεύθεροι στην υπακοή και την αγνότητα'  αστραπηβόλοι στο βλέμμα και το δάκρυ τους'  αρχοντικοί στον λόγο και την πράξι... Η κοινωνία μας μαζί τους, κοινωνία με τον Κύριό μας, με την Ελπίδα μας... Όσο θα υπάρχουν Άγιοι ανάμεσά μας, έστω και άγνωστοι στους πολλούς, θα υπάρχη ελπίδα... Και εφ' όσον πάντοτε θα υπάρχουν Άγιοι ως την <<Αποκάλυψιν>> Εκείνου, πάντοτε θα υπάρχη ελπίδα... Και έχουμε τόσο ανάγκη από ελπίδα... Και η <<ελπίς ου καταισχύνει>>... Αυτή ας είναι η παρηγοριά μας στο κατώφλι της τρίτης χιλιετίας...



+ Ο  Ω. & Φ. Κ.


27.1.1998 εκ. ημ.

Ανακομιδή Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου





ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )

Θα αναφέρω εδώ μία κατανυκτική διήγησι του ευσεβούς ιεροψάλτου Αριστείδου Παναγιωτίδου, για να κατανοηθή η πνευματική ατμόσφαιρα του Πόντου εκείνα τα ευλογημένα χρόνια.


<<Η γιαγιά της μητέρας μου ωνομάζετο Ευθυμία και από τις πολλές ελεημοσύνες άγιασε το δεξί της χέρι. Είναι σαν το κερί που μοσχοβολάει. Έκλιναν τις πόρτες να μη δίνη και αυτή η ευλογημένη έδινε από το παράθυρο.


Στην μεγάλη πείνα, λένε, έκανε ολόκληρα καζάνια φαγητό και τάϊζε τα ορφανά που κινδύνευσαν να πεθάνουν πάνω στα πεζοδρόμια. Αργότερα που είχε γεράσει πλέον,


καθόταν μέσα στον μπαξέ της και μάζευε μήλα, απίδια, κορόμηλα και καϊσια και τα έριχνε στο ποταμάκι που περνούσε δίπλα από τον κήπο της και μουρμούριζε:'


<<τώρα κάτω στον κάμπο οι θεριστάδες θα καίγωνται από την ζέστη. Θα παίρνουν από αυτά και θα δροσίζωνται...>>. Και έλεγε: <<Όταν κάνης κάτι καλό, να κλείνης το ένα μάτι σου...>>.


Οσάκις έβλεπε 3-4 γυναίκες να συζητούν, δεν πήγαινε κοντά τους, μήπως πέση στο αμάρτημα της κατακρίσεως. Το άγιο αυτό λείψανο (το δεξί της χέρι) είχε ο αδελφός της μητέρας μου στην Δράμα, τώρα βρίσκεται στην Αθήνα, στην Ν. Ιωνία, το έχει μία πρώτη  εξαδέλφη μου'


αν και πολλές φορές με υποσχέθηκαν να με το δώσουν, εν τούτοις τώρα αρνούνται...>>. Αλλά και η άλλη γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου, ήταν πολύ καλή.


Είχαν μύλο και τότε στην πείνα είχε ράψει κάτω από την ποδιά της ένα μεγάλο πανί και μέσα εκεί στο σακκούλι έβαζε αλεύρι και το πήγαινε σε φτωχές οικογένειες.


Άλλοτε έβαζε εκεί μέσα λαβάδια (λαγάνες) και πήγαινε στις φυλακές και από το παράθυρο έδινε τα λαβάδια στους φυλακισμένους... Ήταν μια γερόντισσα πολύ αθώα και αφελής...


Μας διηγόταν, ότι κάποτε είχε βγη τα μεσάνυχτα έξω από το σπίτι και είδε στον ουρανό που έλαμπε από φως ένα όραμα... Έσπευσε μέσα και ειδοποίησε τους οικείους της να βγουν έξω και να το δουν...


Όταν όμως βγήκαν, το όραμα εξηφανίσθη και της είπαν ότι δεν έπρεπε να ειδοποιήση. Αυτά τα θαυμαστά συνέβαιναν τότε. Τώρα...>>. Δυστυχώς, ο εξοντωτικός άνεμος των τουρκικών βιαιοτήτων (1908-1922)


και η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών (1923, Συνθήκη Λωζάννης)  σβήνουν οριστικά την φωτεινή παρουσία τριάντα αιώνων Ποντιακού Ελληνισμού στα ευλογημένα μέρη.


Στις 19 Μαϊου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ φτάνει στην Σαμψούντα (Αμισό): συνεχίζει εντατικώτερα και αποτελειώνει την εξόντωσι των Ποντίων. 19η Μαϊου: Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.


Πάνω από 350.000 Πόντιοι βρίσκουν οικτρό θάνατο από τους Νεοτούρκους στις πόλεις και τα χωριά, στις χαράδρες και τα βουνά, στις εξορίες και τις φυλακές. Πλήρης εξόντωσις με όλα τα μέσα της απανθρωπιάς:


σφαγές ομαδικές, κακώσεις σωματικές, βιασμοί, πείνα, δίψα, ασθένειες, παγετοί... Πώς ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Ευγένιος ο Τραπεζούντιος επέτρεψε το 1461 να μετατραπή ο περίφημος Ναός του στην Τραπεζούντα σε τζαμί από τον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή;


Πώς η Παναγία Μητέρα μας άφησε να καταστραφή το θρυλλικό Μοναστήρι Της στο Σουμελά; Πώς ο Τίμιος Πρόδρομος δεν εμπόδισε την ερήμωσι του Μοναστηριού του στον Βαζελώνα;


Και ο Άγιος Γεώργιος το Μοναστήρι του στον Περιστερεώτα; Ω Κύριε! γιατί δεν ίσχυσαν οι δεήσεις των δικαίων Σου για να αποτραπή αυτή η μεγάλη τραγωδία;...



4. Στην πιο κρίσιμη περίοδο


Η Ασκήτρια της Κλεισούρας είδε το φως της ζωής στην κρίσιμη αυτή περίοδο... Έζησε με τους συμπατριώτες της την δόξα και την καταστροφή του Ποντιακού Ελληνισμού...


Ήταν και αυτή ένα από τα θύματα της λαίλαπας' ένα ευσκιόφυλλο πλατάνι που ξεριζώθηκε βίαια από τον καλλίτεκνο Πόντο. Γεννήθηκε γύρω στο 1866 στο ορεινό χωριό Σαρή Παπά


της περιοχής του Κιουρντούν, που εκτείνεται από το υψίπεδο της Μεσοχαλδίας (νοτίως της Τραπεζούντος) ως τα όρια των παραλίων της Τριπόλεως και Ελεβής.


Κοντά ήταν και η Αργυρούπολι, το περίφημο για τα αργυρωρυχεία του Γκιουμουσχανέ, εκατό χιλιόμετρα νότια της Τραπεζούντας. Η επαρχία της Χαλδίας, στην οποία υπαγόταν


η πατρίδα της Σοφίας, είχε τότε αξιόλογη πνευματική κίνησι, ήταν κέντρο ευσεβείας και συνάμα τόπος κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ευρωστίας.


Συνέβαλλε σ' αυτό και το γεγονός, ότι όσοι ζούσαν στην περιοχή απολάμβαναν ειδικά προνόμια από τους Τούρκους, λόγω της ενασχολήσεώς τους με την επεξεργασία τω μετάλλων.


Γι' αυτό είχε αποβή το καταφύγιο των καταπιεζομένων Χριστιανών. Κοντά στην Αργυρούπολι, ήταν το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Χουτουρά, ενώ βορειότερα προς την Τραπεζούντα ήταν η ξακουστή Μονή της Παναγίας Σουμελά'


ήταν επίσης η Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, καθώς και η ιστορική Λαύρα του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, για να μείνουμε μόνο στα κυριώτερα ιερά καθιδρύματα.


Έτσι η Σοφία έζησε και μεγάλωσε σε ένα παραδοσιακό περιβάλλον ευσεβείας. Ήταν ενάρετη και φιλήσυχη... Λυπόταν πολύ τους φτωχούς και τους συνέτρεχε...


Πήγαινε στις Εκκλησίες και τα Μοναστήρια, είχε πνευματική δίψα. Δεν την ικανοποιούσε η κοσμική ζωή' ήθελε να γίνη Μοναχή... Είχε σε μεγάλη ευλάβεια τον Άγιο Γεώργιο και απέκτησε με τον καιρό μία θαυμαστή, οικειότητα μαζί του.


Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς της εμφανιζόταν επάνω στο άλογο και της <<φανέρωνε>> πολλά... Τα μάτια της καθαρής καρδιάς της ήσαν ανοικτά και έβλεπε, όπως μου εκμυστηρευόταν, <<μυστήρια Θεού>>...


Έβλεπε στην Εκκλησία τον Ιερέα του χωριού να μην πατάη στο έδαφος, να είναι ψηλά... Παρά την θέλησί της και τον ευλαβή πόθο της αφιερώσεως, οι γονείς της φρόντισαν να την παντρέψουν γρήγορα, για να μην γίνη Μοναχή. 


Αργότερα, έφυγε από τα ορεινά μέρη της πατρίδος της και κατέβηκε με τον σύζυγό της στην παραλιακή πόλι Ορντού. Η πόλις αυτή, τα αρχαία Κοτύωρα, είναι εκατόν ογδόντα χιλιόμετρα δυτικά από την Τραπεζούντα και βρίσκεται ανάμεσα στις πόλεις της Κερασούντος και Σαμψούντος.


Στο Ορντού, που είχε τότε περίπου δώδεκα χιλιάδες κατοίκους, ήσαν κοντά έξι χιλιάδες Έλληνες εγκατεστημένοι σε τρεις συνοικίες με ισάριθμους Ναούς. Εκεί συνέχισε τον ενάρετο βίο της, χωρίς να εμποδίζεται από τις συζυγικές υποχρεώσεις.


Διακρινόταν πάντοτε για τα φιλάνθρωπα αισθήματά της και για τον αγνό ζήλο της να συμβουλεύη τους Χριστιανούς και να τους προτρέπη σε μετάνοια και έργα αγάπης.


Έλεγε στην δύσι της ζωής της για εκείνα τα χρόνια: - Ήθελα να λέω τα λόγια του Θεού... Ήλθε όμως ο καιρός της μεγάλης δοκιμασίας... Η εξέλιξις των πραγμάτων ήταν απελπιστικά δραματική...


Αυτό συνετέλεσε οπωσδήποτε στον οριστικό προσανατολισμό της προς την τέλεια αφιέρωσι στον Θεό... Μία από τις πρώτες θλίψεις ήταν, ότι πέθαναν και τα δύο μικρά παιδιά της' το μικρότερο σε ηλικία δυόμισυ ετών.


Ετόλμησε τότε μέσα στον πόνο της να ερωτήση με ταπείνωσι και συντριβή τον Κύριό μας: - Γιατί το πήρες το παιδίν, Πατέρα;... Και έλαβε την απάντησι: - Αυτό θα γινόταν πολλά κακόν παιδίν...


Υποτάχθηκε με εμπιστοσύνη: - <<Γεννηθήτω το θέλημά Σου>>... Η ζωή του γάμου την στενοχωρούσε από την αρχή' δεν αγάπησε ποτέ τον κόσμο και τα θέλητρά του... Προσευχόταν στν Θεό να την απαλλάξη, για να του αφιερωθή...


Να ήταν οικονομία Θεού η πρόωρη <<φυγή>> των τέκνων και μετά η απώλεια του συζύγου;... Η Πρόνοια του Κυρίου μας πάντα κατευθύνει τις περιστάσεις, ώστε από το πικρό να βγη γλυκό και οι γνήσιοι δούλοι Του να βρουν την λύτρωσι μέσα από την <<κάθαρσι>>'


οδηγεί τους <<κλητούς>> σε απροσδόκητα μονοπάτια προς τον Ουρανό... <<Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και το πρωϊ αγαλλίασις>>... 1914: έναρξις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου...


Η Τουρκία στο πλευρό της Γερμανίας... Στις 21 Ιουλίου κηρύσσεται γενική επιστράτευσις, συμπεραλαμβανομένων και των Ελλήνων του Πόντου. Πώς να αναφερθή κανείς στο τραγικό αυτό <<χρονικό>> χωρίς δάκρυα;


Στην αρχή απομακρύνονται από τα σπίτια τους όλοι οι στρατεύσιμοι Έλληνες 20-45 ετών... Οι Τούρκοι αξιωματικοί τηρούν εχθρική στάσι εναντίον τους. Μετά τους αφοπλίζουν ως ύποπτους'


και τέλος τους εντάσσουν στα εξοντωτικά εργατικά τάγματα (αμπελέ ταμπουρού). Και το κακό συνεχίζεται: φρικτές βιαιοπραγίες κατά του αμάχου ελληνικού πληθυσμού...


Σφαγές, βιασμοί, εξορίες στην ενδοχώρα, <<καραβάνια μελλοθανάτων>>... Θρήνος και κοπετός... Οι θυσίες του ανυπεράσπιστου πληθυσμού τρομακτικές' μόνον η περιφέρεια της Αμάσειας, σε σύνολο 183.000 κατοίκων, είχε 143.078 νεκρούς!...


Όσοι επέζησαν, ναυάγια οικτρά, υπολείμματα παληάς δόξας, μεταναστεύουν στην Ελλάδα, μετά την Συνθήκη της Λωζάννης το (1923). Ο σύζυγος της Σοφίας επιστρατεύθηκε και αυτός.


Και μετά χάθηκε, όπως και τόσοι άλλοι, στα βάθη της Μικράς Ασίας' δεν ξαναγύρισε... Ανήκε σε ένα τάγμα εργασίας και υπέκυψε στις κακουχίες; Το πιθανώτερο...





Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Συνακόλουθες αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Μητροπολίτη Ωρωπού και Φυλής κ. Κυπριανού Α':
<<Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα Η Ασκήτρια της Κλεισούρας 1886-1974),
έκδοση <<Ιεράς Μονής Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Φυλής Αττικής>>,
Φυλή Αττικής 1998, σελ. 40-50.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF