ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ: ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ (ΜΕΡΟΣ 7ον)

 

Ο αοίδιμος Αγιορείτης Γέροντας π. Αββακούμ (1894-1978) υπήρξε ένα σκεύος εκλογής της Θείας Χάριτος, που λάμπρυνε την Ορθοδοξία στο <<Περιβόλι της Παναγίας μας>>, χάριν της επίμονης και αδιάλειπτης ασκήσεώς του, αλλά και της ορθοτομημένης πνευματικής του στάσης έναντι των Καινοτόμων του εορτολογικού <<πραξικοπήματος>>. Πράος, πρόσχαρης, ταπεινός, προσευχητικός, ασκητικότατος, με μία γνήσια και ανόθευτη κατά Θεόν ευγένεια προς όλους, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κελλάκι του Αγίου Φανουρίου στη Βίγλα. Εκεί με άλλους ζηλωτές της εποχής του επιδίδετο σε μεγάλες προσευχητικές ασκήσεις, ώστε το αγαπημένο του, χοντρό και μάλλινο κομποσκοίνι του να βρίσκεται συνεχώς επάνω του. Ο π. Αββακούμ είχε αποστηθίσει εντός του εξ' ολοκλήρου την Αγία Γραφή με ένα θαυμαστό και υπερκόσμιο τρόπο, ώστε ν' αναγκάσει κάποτε και αυτόν τον Νικόλαο Λούβαρη (γνωστό Οικουμενιστή θεολόγο) να υποκλιθεί στην ακατάληπτη πνευματική του κατάσταση. Ο π. Αββακούμ είχε εξορισθεί (τρις) από την Μονή της Μεγίστης Λαύρας λόγω του ιερού ζήλου του προς τις ιερές Παραδόσεις, μέχρι να κατασκευάσει το ταπεινό ησυχαστήριό του στη Βίγλα, αλλά και κάποιες φορές είχε παρεξηγηθεί από πολλούς συνασκητές του, επειδή από ευγένεια ανταπέδιδε τους ασπασμούς που του έκαναν Μοναχοί της Καινοτομίας. Ο π. Αββακούμ ανήκε σε αυτήν την κάστα των διακριτικών Μοναχών, που δεν ταύτιζε επ' ουδενί την Αποτείχιση με την Απομόνωση, την αγάπη προς τα Παραδεδομένα με τον Φανατισμό και την Οίηση. Με τα χρόνια έγινε γνωστή η εξαϋλωμένη και αποστεωμένη εμφάνισή του, η άνευ ορίων ταπεινότητά του και η γνήσια αγαπητική του προσέγγιση προς τους πάσχοντες αδελφούς του -λαϊκούς και κληρικούς- τους οποίους θεωρούσε Όλους αμέτρως ανωτέρους απ' αυτόν! Στο θαυμάσιο βιβλίο του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+2007) που αναφερόμαστε, υπό τον τίτλο <<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>, καταγράφουμε ενδεικτικά την κατάθεση ψυχής ενός ανωτέρου δικαστικού, που τον γνώρισε από κοντά, και γεύθηκε σιμά του τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος! Σημειώνει: <<Ήτο, (ο π. Αββακούμ) όσα ερχότανε τότε με τόση χάρι, αφέλεια και βαθυτάτη ταπείνωση να μου εμπιστευθή, ανεπιτήδευτα, φυσικά, με τα γλυκά φωτεινά του μάτια, τα εξαϋλωμένα από τη νηστεία, αγρυπνία, αδιάλειπτη ευχή, για να με στηρίξη και μένα, εικοσάχρονο παιδόπουλο τότε, και αφού πάντα μού' βαζε <<μετάνοια>>, μ' αγκάλιαζε με άψογη οικειότητα, μ' αποκαλούσε <<πατέρα του>>. Πράγματι με καθήλωνε! [...] Άκακος, αμόλυντος, παιδικός, αρνησίκοσμος, ακτήμων με συναίσθηση μελλοθανάτου, με δίαιτα συνήθως <<κουκίων βρεγμένων και αγρίου μέλιτος>> μαγνήτευε κόσμο παρά το ψυχρό, πενιχρό ξυλοκρέββατό του, με σανίδια κι ένα σκαμνί κι ένα φτωχό πάγκο για διάβασμα - γράψιμο, γιατί ήτανε σοφός κι είχε μάθει, ότι καταχώνεται σε βάραθρο ή βόθρο η ψυχή που ποθάει υλικά, γήινα, φθαρτά. Ιδού το απαστράπτον ιδανικόν του, η παραδεισιακή του τέρψη, τρυφή, μακαριότητα>>! Μέσα σε λίγα λόγια, μια ενδεικτικά αδρή <<προσωπογραφία>> του αειμνήστου Γέροντος, που μέσα από τις σελίδες του εν λόγω βιβλίου θα οσμιστούμε το αυθεντικό άρωμα της Ορθοπραξίας και θα γευθούμε τα κεχαριτωμένα εκχυλίσματα της Αγιοπνευματικής Χάριτος. Δόξω τω Θεώ πάντων ένεκεν!




Γιώργος  Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος







Ε κ  τ ο υ  π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ )



Θ'. Εν προσευχή και αγρυπνία


Όσα κι αν γράψη κανείς για τον πόθον και την βίαν του γέροντος Αββακούμ για την προσευχήν, δεν θα μπορέσουν να εκφράσουν την πραγματικότητα. Όλος ο βίος του δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά μία <<εκ βαθέων>> δέησις προς τον Θεόν, ώστε να διατηρηθή εις την ζωήν του πνεύματος και του αγιασμού.

Γι' αυτόν όλο το ημερονύκτιον ήτο καιρός προσευχής, της γλυκείας επικλήσεως του: <<Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με>>, της συνήθως λεγομένης <<νοεράς προσευχής>>.

Βεβαίως, κατά κυριολεξίαν, τότε κανείς ενεργεί την νοεράν προσευχήν, όταν ενδιαθέτως, εις την καρδίαν του δηλαδή, χωρίς να ακούγεται διά των χειλέων ήχος, λέγει την ανωτέρω επίκλησιν.

Επειδή όμως ο π. Αββακούμ ευρίσκετο συνήθως πάντοτε εν διακονία, διά τούτο εψιθύριζε ή και ηχηρώτερον ανεφώνει, εν παντί καιρώ και τόπω το περοπόθητον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εφαρμόζων το πατερικόν: <<σώμα εργάσαι διά να τραφής, ψυχή νήφε διά να σωθής>>.

Διά δε την κυρίως νοεράν προσευχήν, με πολλή ταπεινοφροσύνη έλεγε: <<τοιούτον δυσκολοκατόρθωτον έργον ουδέποτε ενήργησα>>! Και όμως ήτο ο θερμότερος ίσως εραστής και εκτελεστής της ευχής του Ιησού εις ολόκληρον το Άγιον Όρος.

Ιδού μερικοί από τους μάρτυρας: α) Η καθημερινή ζωή του, η οποία ήτο μία συνεχής δέησις και εν πνεύματι λατρεία του Θεού. β) Οι μοναχοί που έζησαν κοντά του, οι οποίοι τον έβλεπαν πάντοτε προσευχόμενον

-όταν δεν κατηχούσε προσκυνητάς- πλειστάκις δε εν μεσημβρία ακόμη να θυμιά την Κουκουζέλισσαν ή το Καθολικόν της Λαύρας κατά το μεσονυκτικόν, περιερχόμενος εξωτερικώς αυτό, ή τα πέριξ του Κελλίου του εις την Βίγλαν μέρη, συνεχώς την ευχήν φέρων εις τα χείλη του.

Εκεί μάλιστα στην Βίγλα, η κάθε πέτρα του Κελλίου του, ως και της μάνδρας που το περιβάλλει σε μια περίμετρο 150 περίπου μέτρων, έχει να μαρτυρήση διά το ανωτέρω θείον έργον του Γέροντος.

Γράφομεν τούτο, διότι ως μας διηγήθη αυτόπτης μάρτυς, όταν έβγαζε τις πέτρες μία - μία με το λοστάρι του απ' την γη, σε κάθε κτύπημα, αλλά και εν συνεχεία στην μεταφορά τους, η ευχή ελέγετο ακαταπαύστως, ώστε δικαίως θα μπορούσε να χαρακτηρισθή ο Άγιος Φανούριος ως το <<Κελλίον της ευχής>>.

γ) Το της ευχής του συνεχές και αέναον το μαρτυρεί επίσης το καλντερίμι Λαύρας - Προδρόμου, η στράτα του π. Αββακούμ, όπως θα μπορούσε κάλλιστα να ονομασθή, την οποίαν εκατοντάδες φορές την διήλθε ανυπόδητος και με την ευχήν εις τα χείλη.

Στους ήχους των προσευχητικών του στεναγμών ελούοντο οι σκήνοι και οι κουμαριές που περιβάλλουν το μονοπάτι, για να τους εκπέμψουν αργότερα ως οσμή ευωδίας πνευματικής στους διερχόμενους προσκυνητάς.

Και εις το σημείον αυτό εμιμήθη τους προκατόχους του βιαστάς της βασιλείας του Θεού, οι οποίοι ευωδίασαν κυριολεκτικώς την έρημον με τας ευχάς και την αγίαν των βιοτή, αλλά περισσότερον, ίσως, μετά των θανατόν των, με τα ευωδιάζοντα λείψανά των!

Τα ανωτέρω λείψανα άγνωστα και κρυμμένα απ' όλους, μαρτυρούν την ύπαρξί τους με την εκπεμπομένην ευωδίαν των, η οποία μέχρι σήμερον καταπλήσσει τους ευλαβείς προσκυνητάς και διαβάτας της ηγιασμένης αυτής περιοχής της Μ. Λαύρας.

δ) Το μαρτυρούν τέλος τα εφθαρμένα κομβοσχοίνια του, οι άφωνοι αυτοί μάρτυρες της συνεχούς προσευχής του, τα οποία κυριολεκτικώς έλυωσαν στα δάκτυλά του, και τα οποία, διά να μη διαλύσουν, συνεκράττει διά ραψίματος...

Στην καθημερινή του προσευχή εμνημόνευε ονομαστί όλους τους πατέρας της Μονής του, παρεκτός των πολλών άλλων ονομάτων, συγγενών και γνωστών του.

Το 1974 με την κρίσι του Κυπριακού, ο π. Αββακούμ ευρίσκετο συνεχώς στις επάλξεις. <<Τραβώ κομβοσχοίνι για το στρατό μας κάθε μέρα. Τους πιστούς μας, τα παιδιά μας, αγίασέ τα Θεέ μου, ενίσχυσέ τα και κραταίωσέ τα κατά των Αγαρηνών.

Και άμα ακούν οι Αγαρηνοί τον στρατόν μας, να φεύγουν, να τρέμουν, γιατι μας αδίκησαν πολλά και ήλθε η ώρα που θα τα πάθουν και αυτοί. Διπλά θα πάθουν>>!

Όταν επληροφορήθη όμως μετ' ολίγον και ο στρατός μας βλασφημεί, αξιωματικοί και οπλίται, εστενοχωρήθη πολύ. Πήρε αμέσως το όπλο του, το κομβοσχοίνι του, και άρχισε να λέη:

<<Ταπείνωσέ τους Χριστέ μου τους βλασφήμους'  μη τους δίνεις χαρά'  εκεί έλεγχο'  γιατι βλασφημούν με το στόμα τους το βρωμερό>>! Η αγάπη του και ο σεβασμός του προς το υπερύμνητο όνομα του Κυρίου μας δεν του επέτρεπαν ευγένειες και αβρότητες'

ο βλασφημών έπρεπε να παιδευθή, οιοσδήποτε και αν ήτο. Ο έρως του επίσης προς την Κυρίαν Θεοτόκον ήτο μεγάλος και αδιάλειπτος. Όταν στις πορείες του προς τον Άγιον Φανούριον,

ως επίσης και κατά τις εργασίες του εκουράζετο από την ευχήν, τότε άρχιζε να ψάλλη τις παρακλήσεις της Θεοτόκου, τις καταβασίες των εορτών της, τα ιδιόμελα των εσπερινών που είναι αφιερωμένα στην χάρι της, όλα από στήθους και απταίστως!

Όντως λογικόν πτηνόν τα μεγαλεία του Ποιητού του άδον συνεχώς και ακαταπαύστως, μη επιτρέπων ούτως εις τους πονηρούς και αργούς λογισμούς να τον μολύνουν.

Αγιορείτης συνασκητής του στην Βίγλαν επί μίαν περίπου δεκαπενταετίαν, σε εκτενές σημείωμά του διά τον Γέροντα, γράφει και τα εξής σχετικώς με τον πόθον του διά την ευχήν και την ψαλμωδίαν.

<<Πολλάκις, το καλοκαίρι κυρίως, όταν ήτο πανσέληνος και έβλεπε καλά, εκουβαλούσε πέτρες και σαβούρα με τον τενεκέ στον ώμο, για να φτιάξη ογκώδη σε φάρδος και ύψος μάνδρα, για να <<πιάση>> τον βοριά και να προστατεύση το εκκλησάκι και τα κελλιά που είχε σκοπό να φτιάξη.

Διά να αντλή δύναμιν σωματικήν και πνευματικήν εκανοναρχούσε ο ίδιος και έψαλε διάφορα δοξαστικά της Παναγίας και των Αγίων. Τα έψαλε τόσον ευκρινώς, κατανυκτικά και μελωδικά, όπου χαιρόσουν να τον ακούς μέσα στην απόλυτη ησυχία της νυκτός.

Ιδιαιτέρως μια βραδυά τον παρηκολούθησα αρκετή ώρα από μακρόθεν, να κανοναρχή το δοξαστικόν των αίνων της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: <<Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε, Μήτερ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθερίους διήρπαζον...>> κ.λ.π.

Ενόμιζες ότι άλλος εκανοναρχούσε και άλλος έψαλε. Δεν είναι υπερβολή να πω, ότι μου φαίνεται ότι τον ακούω τώρα που τα περιγράφω! Ο αντίλαλος της κατανυκτικής του ψαλμωδίας μου προξενούσε τόσην χαράν, που δεν ήθελα να πάω να κοιμηθώ.

Αλησμόνητες ημέρες και νύκτες της Βίγλας, αγιαζόμεναι από τας προσευχάς και τους ύμνους οσίων ανδρών, οι οποίοι εσυνέχισαν πενόμενοι και ρινώντες το μεγαλείον της Αγιορειτικής ιστορίας και ανέστησαν παλαιάς δόξας της, όταν εκοσμούσε τον ιερόν Άθωνα ένας Μάξιμος, ένας Νήφων, ένας Ακάκιος.

Καίτοι είχεν ως καλός μοναχός την ευχήν συνεχώς εις τα χείλη του, εν τούτοις την ωρισμένην ώραν του όρθρου και του εσπερινού προσηύχετο απέχων πάσης εργασίας.

Ενδεικτικώς αναφέρομεν, ότι όταν κάποτε έβγαζε πέτρες με το λοστάρι του και ήτο έτοιμος  να εκσπάση μία εκ του εδάφους, και ήκουσε την καμπάνα του Τ. Προδρόμου που ευρίσκετο

εγγύς του Κελλίου του να κτυπά για εσπερινόν, αμέσως διέκοψε την εργασίαν του και έσπευσε να πλυθή για ν' αρχίση τον εσπερινόν του μετά πάσης κατανύξεως και ιεροπρεπείας. 

Εννοείται ότι σαν καλός εργάτης της προσευχής, όπου ήτο, αγαπούσε υπερβαλλόντως και τας αγρυπνίας, συνεχώς μελετών ή ευχόμενος, ιδίως τας μεγάλας νύκτας του χειμώνα.

<<Νύκτα και μέρα διάβαζα με την καρδιά μου>> έλεγε σε αγαπητούς του προσκυνητάς. Αυτό θα γίνη ιδιαιτέρως στα έτη που παρέμεινε στην έρημον της Βίγλας, ήτοι το 1927 - 1949.

Είναι η περίοδος της ακροτάτης πενίας, ησυχίας και μελέτης των Γραφών και των Πατέρων υπό του ακητικωτάτου π. Αββακούμ. Πέντε σχεδόν έτη κατά την περίοδον αυτήν θ' αναγκασθή

να μείνη εντός εγκαταλελειμένης ασβεσταριάς, την οποίαν θα σκεπάση με λαμαρίνες και θα μεταρέψη εις κελλίον παραμονής του, μέχρι ν' αξιωθή αργότερα ν' αγοράση ένα ιδικόν του σαθροκάλυβον.

Πραγματικά ακτήμων μοναχός, ο οποίος κατά τους πατέρας, ουδέν κατέχει ειμή τον Ιησούν μόνον.


Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι )



Εισαγωγή στο διαδίκτυο στο μονοτονικό σύστημα, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Σειρά αναρτήσεων εκ του βιβλίου
του αειμνήστου Ιερομονάχου π. Θεοδωρήτου Μαύρου (+ 2007),
<<ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΥΤΟΣ 1894 - 1978>>,
εκτύπωση - βιβλιοδεσία ΑΘΗΝΑ Α.Ε., έκδοσις δ', σελ. 34-38, 
Αθήναι 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF