ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821: ΜΙΑ ΔΑΙΔΑΛΩΔΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

 




Στα χρόνια της σκλαβιάς, μέχρι τη μέρα του γενικού ξεσηκωμού οι προσπάθειες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού ήταν συνεχείς.



Λεωνίδας Κουμάκης, Αρθρογράφος
Νομικός, Συγγραφέας. Μέλος του International Hellenic Association (IHA)


Από τότε που ο ελληνισμός με την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υποδουλώθηκε στον Ασιάτη επιδρομέα άρχισε να φωλιάζει μέσα στα στήθη των σκλαβωμένων η λαχτάρα της λευτεριάς. Χρειάστηκαν 368 ολόκληρα χρόνια μέχρι τη μέρα που ο γενικός ξεσηκωμός το Μάρτη του 1821 οδήγησε στην αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.


Όλα αυτά τα χρόνια της σκλαβιάς η εκκλησία έπαιξε τον σπουδαίο ρόλο της διατήρησης της γλώσσας, της θρησκείας και των παραδόσεων του ελληνισμού. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες υπήρξαν οι κυριότεροι χώροι των κρυφών σχολειών, αλλά και τα καταφύγια των αγωνιστών. Και όταν το απαίτησαν οι συνθήκες, ο κλήρος όχι μόνο θυσιάστηκε υφιστάμενος βασανιστήρια και απαγχονισμούς, αλλά πήρε το καριοφίλι και πολέμησε γενναία δίνοντας το παράδειγμα στο σκλαβωμένο ελληνισμό.


Στα χρόνια της σκλαβιάς, μέχρι τη μέρα του γενικού ξεσηκωμού οι προσπάθειες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού ήταν συνεχείς. Άσχετα με την αποτυχία τους και τις αιματηρές συνέπειές τους κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της λευτεριάς στην ψυχή και στο νου του ελληνικού έθνους.


Σε όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε στον υπόδουλο ελληνισμό η ελπίδα πως η ομόθρησκη Ρωσία θα βοηθούσε στην απελευθέρωση των Ελλήνων. Η ελπίδα όμως αυτή, όποτε δοκιμάστηκε στην πράξη, δεν είχε τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο ελληνισμός.


Μια σοβαρή προσπάθεια βοήθειας από την ομόθρησκη Ρωσία ήταν το κίνημα των αδελφών Ορλώφ. Τα γεγονότα που συνδέθηκαν μ′ αυτό ονομάστηκαν μονολεκτικά Ορλωφικά.


Ο Έλληνας λοχαγός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπάζολης ήταν φίλος του Γρηγόρη Ορλώφ. Ο τελευταίος είχε την μεγάλη εύνοια της τσαρίνας Αικατερίνης της Β’. Ο Γεώργιος Παπάζολης έπεισε πρώτα το φίλο του Γρηγόρη Ορλώφ για την ανάγκη ενός κινήματος που θα απελευθέρωνε τον υπόδουλο ελληνισμό, κίνημα που κατά τη γνώμη του θα είχε εξασφαλισμένη επιτυχία. Μετά, με τη βοήθεια του φίλου του έπεισε την ίδια την τσαρίνα.


Η φιλόδοξη Αικατερίνη, που ονειρευόταν μια ανασύσταση του Βυζαντίου με Ρώσο ηγεμόνα, δέχτηκε την πρόταση και έστειλε το 1766 τον Γεώργιο Παπάζολη στην Ελλάδα, για να προετοιμάσει με μεγάλη προσοχή τον ξεσηκωμό των Ελλήνων.


Το Φλεβάρη του 1770 έφθασαν στην Κορώνη τα πρώτα ρωσικά πλοία με επικεφαλής το Θόδωρο Ορλώφ, αδελφό του Γρηγόρη. Μόλις οι Έλληνες έμαθαν πως έφθασαν ρωσικά πλοία για να τους βοηθήσουν να απαλλαγούν από τους Τούρκους, ξεσηκώθηκαν.


Ολόκληρο το ορλωφικό κίνημα στηρίχτηκε στον αυθορμητισμό και στον ενθουσιασμό, στοιχεία σημαντικά και απαραίτητα, αλλά όχι αρκετά. Επίσης το κίνημα δεν είχε οργανωθεί ευρύτερα, και το κυριότερο, δε στηρίχτηκε στην οργάνωση και στην πολεμική ικανότητα των κλεφτοκαπεταναίων. Και απέτυχε. Μαζί όμως με την αποτυχία του, επιφύλαξε στον υπόδουλο ελληνισμό απερίγραπτα μαρτύρια, σφαγές και μια φοβερή δοκιμασία από την εκδικητική μανία των Τούρκων. Μια δοκιμασία που δεν άφησε μόνο άψυχα τα κορμιά των αγωνιστών, αλλά τσάκισε το ηθικό και την ψυχή του ελληνισμού. Χρειάστηκε η μεγάλη θυσία ενός Ρήγα Φεραίου για να ξαναζεστάνει τον παγωμένο πόθο της λευτεριάς.


Ο Ρήγας Φεραίος, που γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο, κατέφυγε το 1796 στη Βιέννη, όπου άρχισε να εκφράζει τον φλογερό του πατριωτισμό και τη μεγάλη ιδέα της λευτεριάς, με βιβλία και προκηρύξεις που καλούσαν τους σκλαβωμένους λαούς που ζούσαν σε τουρκοκρατούμενες επαρχίες, όπως εκείνες της Μακεδονίας, της Ηπείρου, του Μοριά, της Αλβανίας και άλλες, να αρπάξουν τα όπλα και να εκδιώξουν τους Τούρκους κατακτητές.


Οι Αυστριακοί όμως μαθητές του Μέττερνιχ δεν ήταν διατεθειμένοι να διαταράξουν τη φιλία τους με το σουλτάνο. Έτσι, στα τέλη Νοεμβρίου του 1797 συνέλαβαν στην Τεργέστη το Ρήγα Φεραίο και τους συνεργάτες του και θέλοντας να πουλήσουν εκδοΰλευση στην Υψηλή Πύλη τους παρέδωσαν στους Τούρκους.


Οι Τούρκοι έπνιξαν τους συντρόφους του Ρήγα Φεραίου ρίχνοντας τους στο Δούναβη. Όταν πήγαν να εκτελέσουν και τον ίδιο, άκουσαν έκπληκτοι να τους λέει σε άπταιστα τουρκικά:


«Έτσι πεθαίνουν τα παλικάρια! Αρκετό σπόρο έσπειρα! Θα έρθει η ώρα που θα βλαστήσει και το γένος μου θα μαζέψει το γλυκό καρπό!»


Ο Ρήγας Φεραίος εκτελέστηκε από τους Τούρκους στις αρχές του 1798 και το πτώμα του ρίχτηκε στο Δούναβη, για να μην το βρουν οι «γκιαούρηδες» και το θάψουν. Ο σπόρος όμως που φύτεψε με τη θυσία του ήταν γόνιμος. Και βλάστησε. Το αίμα του πότισε το διψασμένο δέντρο της λευτεριάς. Ο ηρωικός του θάνατος τον έκανε θρύλο, τόνωσε το ηθικό του σκλαβωμένου ελληνισμού και γιγάντωσε τη θέλησή του για αγώνα, για απαλλαγή από τον τούρκικο ζυγό. Ο περίφημος θούριος του έγινε το επαναστατικό σάλπισμα, ο ύμνος των σκλαβωμένων:


Ως πότε παλικάρια να ζώμεν στα στενά μονάχοι σα λεοντάρια, στις ράχες στα βουνά Κάλλιο′ ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!


Αυτούς τους στίχους έγραφε ο πρόδρομος αυτός της ελληνικής επανάστασης τραγουδώντας τους και παίζοντας τη λύρα του. Τη θυσία του Ρήγα Φεραίου ακολούθησαν πολλές άλλες θυσίες αγωνιστών της ελευθερίας, που έκαναν τον υπόδουλο ελληνισμό να μοιάζει μ′ ένα καζάνι που βράζει.


Στο Παρίσι ο Γρηγόρης Ζαλίκης και ο Δημήτρης Κομνηνός ιδρύουν το 1809 το Ελληνόγλωσσο Πανεπιστήμιο, μια επαναστατική οργάνωση που προσχηματικό μεν στόχο είχε την επιμόρφωση της ελληνικής νεολαίας στην πραγματικότητα όμως απέβλεπε στην απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Μεταξύ των λιγοστών μελών της οργάνωσης αυτής ήταν και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ.


Λίγα χρόνια αργότερα, το 1814, στην Οδησσό της Ρωσίας ιδρύεται μια άλλη συνωμοτική οργάνωση που έμελλε να προετοιμάσει αποτελεσματικά την επανάσταση που θα αποτελούσε απαρχή της συρρίκνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τη Φιλική Εταιρία, της οποίας ιδρυτές ήταν ένας χρεοκοπημένος έμπορος, ο Νικόλαος Σκουφάς από την Άρτα, ένας εμποροϋπάλληλος, ο Μανόλης Ξάνθος από την Πάτμο, και ένας σπουδαγμένος νέος, γιος γουναρά, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ από την Ήπειρο. Κατ′ άλλους, ιδρυτικό μέλος ήταν και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος από την Ανδρίτσαινα.


Η μυστική οργανωτική διάρθρωση της Φιλικής Εταιρίας ήταν προσαρμοσμένη στο σύστημα που χρησιμοποιούσαν οι μασόνοι στις τεκτονικές στοές και είχε ειδικό τρόπο επικοινωνίας των μελών της με συνθηματικό αλφάβητο, δικό τους λεξικό και κρυπτογραφημένο κώδικα. Η αυστηρά συνωμοτική διάρθρωση της Φιλικής Εταιρίας αποδείχτηκε στη συνέχεια αναγκαία και σωτήρια. Όχι μόνο γιατί κάλυπτε και προστάτευε τη δράση των μελών της από τις λυσσαλέες προσπάθειες των Οθωμανών και των φίλων τους να την εξουδετερώσουν, αλλά και γιατί έκανε τη φαντασία όσων έμπαιναν στην Φιλική Εταιρία να καλπάζει, πιθανολογώντας πως ο αρχηγός της δεν μπορεί παρά να ήταν ένα πολύ μεγάλο και τρανό πρόσωπο, τονώνοντας έτσι την πίστη στον αγώνα και εκτινάσσοντας στα ύψη την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό.


Το Δεκέμβριο του 1814 ο Νικόλαος Σκουφάς κατήχησε στη Μόσχα ένα νέο από την Τριπολιτσά που σπούδαζε στο Παρίσι και που έγινε το πρώτο απλό μέλος της Φιλικής Εταιρίας: Τον Γεώργιο Σέκερη.


Τα επόμενα δύο χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ δύσκολα για το έργο των Φιλικών, που συνέχιζαν την προσπάθεια να απλώσουν τα πλοκάμια της Φιλικής Εταιρίας με μεγάλη προσοχή σε κάθε τους βήμα. Το 1817 έγιναν μέλη της Φιλικής Εταιρίας οι καπεταναίοι Αναγνωσταράς, Χρυσοσπάθης και Δημητρόπουλος. Το 1818 το άπλωμα της Φιλικής Εταιρίας συνεχίστηκε σε πολύ σημαντικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, οι Μαυρομιχαλαίοι και ο Παναγιώτης Σέκερης.


Τον Μάρτιο του 1818 ο Σκουφάς και ο Αναγνωστόπουλος εγκαθίστανται στην Κωνσταντινούπολη και ακολουθεί και ο Τσακάλωφ.


Στην Πόλη του Κωνσταντίνου η δράση της Φιλικής Εταιρίας μπαίνει σε νέα, δυναμική πορεία και ο αγώνας αποκτά μεγάλη ώθηση ώστε ο Ιωάννης Φιλήμων, ο ιστορικός αλλά και αγωνιστής της λευτεριάς, να γράψει πως:


«Η Φιλική Εταιρία γεννήθηκε στην Οδησσό, αλλά αντρώθηκε και έδρασε στην Κωνσταντινούπολη, πλάι στο παλάτι του Σουλτάνου, κυριολεκτικά κάτω από την μύτη του!»


Στις 31 Ιουλίου 1818 ο εμψυχωτής του μεγάλου έργου, ο Νικόλαος Σκουφάς, πεθαίνει. Το πένθος συνοδεύεται από την αγωνία για την τύχη της Φιλικής Εταιρίας. Αλλά ο στόχος της είναι πολύ σημαντικότερος από την απώλεια του εμψυχωτή της. Και προχωράει. Συνεχίζονται αθρόες οι μυήσεις νέων μελών.


Ο Παναγιώτης Σέκερης, ο χρηματιστής του σουλτάνου, προσφέρει στις ανάγκες του αγώνα μυθικά για την εποχή εκείνη ποσά. Οι Φιλικοί οργανώνουν την Κάσα τον Έθνους, ένα φανερό έρανο που απέφερε στον αγώνα τεράστια ποσά. Το 10% των εσόδων του εράνου δίδεται επιλεκτικά σε μουσουλμανικές οικογένειες, για στάχτη στα μάτια του σουλτάνου. Το 90% όμως μετατρέπεται σε όπλα και πολεμοφόδια και στέλνεται κρυφά στα νησιά και στην Πελοπόννησο για την προετοιμασία του ξεσηκωμού. Η Φιλική Εταιρία απλώνεται πλέον σαν ένας ιστός αράχνης μεταξύ του απανταχού ελληνισμού. Ο όρκος που δίνουν τα μέλη της σε ειδική τελετή κρατώντας ένα αναμμένο κερί αρχίζει με τα εξής λόγια:


«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού οικειοθελώς, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρία κατά πάντα. Να μην φανερώσω το παραμικρόν από τα Σημεία και τους Λόγους της μήτε να σταθώ κατ′ ουδένα λόγο η αφορμή να καταλάβωσιν άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις Πνευματικόν ή φίλον μου».


Η τεράστια ανάπτυξη που είχε πλέον η Φιλική Εταιρία οδήγησε τους αρχηγούς της στην απόφαση να επισπευσθεί η επανάσταση. Έπρεπε όμως να βρεθεί μια μεγάλη προσωπικότητα να αναλάβει την αρχηγία και να συντονίσει το κίνημα. Οι αρχηγοί της Φιλικής Εταιρίας αποφάσισαν να κάνουν την πρόταση στον Ιωάννη Καποδίστρια.


Ο Εμμανουήλ Ξάνθος πηγαίνει στην Πετρούπολη, αλλά δεν καταφέρνει να πείσει τον μετέπειτα κυβερνήτη της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό στρέφεται υποχρεωτικά στο δεύτερο σε κύρος Έλληνα της Ρωσίας, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Στρατηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, υπασπιστής και φίλος του τσάρου της Ρωσίας, με φήμη ήρωα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θεωρήθηκε το κατάλληλο πρόσωπο για την αρχηγία της ελληνικής επανάστασης. Μετά από αλλεπάλληλες συζητήσεις και πολλούς δισταγμούς ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποδέχεται την αρχηγία.


Από τότε ακριβώς ξεκίνησε μια δαιδαλώδης διαδρομή, που μέσα από μεγάλες περιπέτειες, πολύχρονες θυσίες και ποταμούς αίματος, κατέληξε στον ξεσηκωμό του ελληνισμού και τελικά, στην αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας από τις μεγάλες δυνάμεις το 1828.



*Απόσπασμα από το βιβλίο του Λεωνίδα Κουμάκη «Ματιές στις ρίζες του Ελληνισμού»



HUFFPOST


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF