ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Η ΘΗΒΑΪΔΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ (7ο ΜΕΡΟΣ)





Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου: <<Η Θηβαϊδα του Βορρά>> σε μετάφραση και επιμέλεια του Πέτρου Μπότση,
δ' έκδοση, σελ. 187-192, Αθήνα 1988.
<<Ο μοναχισμός στη Ρωσία ξεκίνησε με τους οσίους Αντώνιο και Θεοδόσιο του Κιέβου. Εκείνοι έθεσαν τα θεμέλια της άσκησης και ήταν οι πρώτοι που έφεραν στην απέραντη αυτή χώρα το μήνυμα της ολοκληρωτικής αφιέρωσης στο Θεό και του αγώνα για εσωτερική τελείωση. Εκείνος όμως που δημιούργησε μια μεγάλη άνθιση, που εξελίχτηκε σ' ένα τεράστιο ξέσπασμα του μοναχισμού και αγκάλιασε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ρωσία, που δίκαια αποκλήθηκε "Θηβαΐδα του Βορρά",
ήταν ο μεγάλος άγιος Σέργιος του Ραντονέζ.
Ο άγιος Σέργιος ήταν μια γιγαντιαία μορφή που δημιούργησε τη "χρυσή εποχή" για το μοναχισμό της Ρωσίας, εποχή που κράτησε τρεις αιώνες περίπου και χάρισε στην Ορθόδοξη Εκκλησία χιλιάδες αγίους. Ο ίδιος έφτιαξε πενήντα μοναστήρια και από εκείνα δημιουργήθηκαν άλλα σαράντα. Δίκαια του απονεμήθηκε ο τίτλος του "μεγάλου γέροντα της ρωσικής γης" και του "αββά της Θηβαΐδας του Βορρά". Ο συναρπαστικός βίος του, όπως και οι βίοι άλλων χαρακτηριστικών μορφών της Θηβαΐδας του Βορρά, σκιαγραφούνται στο βιβλίο αυτό που εκδίδεται για πρώτη φορά στην Ελληνική.
Οι βίοι των αγίων αυτών συγκεντρώθηκαν από διάφορες πηγές στη Ρωσική και εκδόθηκαν για πρώτη φορά συλλογικά στην Αγγλική από το μοναστήρι του αγίου Γερμανού της Αλάσκας, που είναι στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α. και που είχε την καλοσύνη να μου επιτρέψει τη μετάφραση και έκδοση του βιβλίου αυτού στην Ελληνική. Στην εισαγωγή του καθηγητή Κόντζεβιτς (...) υπάρχει μια ιστορική αναδρομή στη Θηβαΐδα αυτή του Βορρά και στα διάφορα ρεύματα που συνετέλεσαν τόσο στην απαρχή της, κατά το 14ο αιώνα, όσο και στην αρχή της παρακμής της, κατά το 17ο αιώνα.
Στον επίλογο επίσης, που γράφτηκε από τους εκδότες της αγγλικής έκδοσης, αναφέρονται οι δεσμοί και η επίδραση της Θηβαΐδας του Βορρά στη μεγάλη μοναχική κίνηση του 18ου αιώνα, που εκφράστηκε από τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και έδωσε στην Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία τους μεγάλους στάρετς που τη δόξασαν και την δοξάζουν μέχρι σήμερα με την άφθαστη πνευματικότητά τους>>.
Πέτρος Αθ. Μπότσης
Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.





Όσιος Αντώνιος του Σίγια


Η ψυχή του οσίου Αντωνίου αναπαύτηκε πάρα πολύ στην τοποθεσία της λίμνης Μιχαήλωφ και έχτισε εκεί μια εκκλησία και κελλιά. Αυτό έγινε το 1520, όταν ο όσιος Αντώνιος ήταν 42 χρονών. Κι έτσι τέθηκαν τα θεμέλια για τη δημιουργία του μοναστηριού του Σίγια. Οι μοναχοί μέχρι το 1524 δεν είχαν καμμιά περιουσία.


Ο ίδιος ο Όσιος μαζί με άλλους μοναχούς έκοβε ξύλα και καλλιεργούσε τη γη, κατορθώνοντας έτσι να κερδίζουν μια πενιχρή και λιτή διαβίωση. Τρέφονταν επίσης με άγρια χόρτα, μούρα, βολβούς και μανιτάρια. Συχνά υπόφεραν από φοβερή πείνα. Κάποτε η πείνα τους ήταν τόσο μεγάλη, που οι αδελφοί του οσίου Αντωνίου μουρμούριζαν εναντίον του και ετοιμάστηκαν να φύγουν.


Τότε όμως ήρθε ένας άγνωστος άντρας και τους έφερε λάδι, αλεύρι και ψωμί και τους έδωσε χρήματα για να χτίσουν το μοναστήρι. Ο ευεργέτης, αφού πήρε την ευχή του οσίου Αντωνίου για να συνεχίσει το ταξίδι του προς το Νόβγκοροντ, αναχώρησε και δεν ξανάρθε ποτέ στο μοναστήρι.


Μόλις έλαβε την αναπάντεχη αυτή βοήθεια ο όσιος Αντώνιος, άρχισε με ζήλο να θέτει τα πράγματα του μοναστηριού σε τάξη, όταν του συνέβη η ακόλουθη δοκιμασία: Ο εισπράκτορας των φόρων για το διοικητή του Νόβγκοροντ, Βασίλειος Μπέμπερ, νομίζοντας ότι οι κατασκευαστές είχαν πολλά χρήματα, μίσθωσε ληστές για να λεηλατήσει το μοναστήρι.


Ο Κύριος όμως διαφύλαξε τον εκλεκτό Του. Κι όταν οι κακοποιοί θέλησαν να επιτεθούν στο μοναστήρι, τους φάνηκε ότι αυτό ήταν περικυκλωμένο από οπλισμένους άντρες. Αυτοί το ανέφεραν στον εισπράκτορα των φόρων κι εκείνος, γνωρίζοντας ότι οι μοναχοί δεν είχαν είχαν υπερασπιστές, κατάλαβε ότι οι γέροντες διαφυλάχτηκαν από ουράνιες δυνάμεις.


Μετανόησε για την πονηρή του πρόθεση και πέφτοντας στα πόδια του Οσίου του ζήτησε συγνώμη. Ο γέροντας συγχώρεσε με γλυκύτητα τον ένοχο και δοξολόγησε το Θεό που τους διαφύλαξε από τέτοιο κίνδυνο. Απ' αυτόν τον καιρό άρχισαν να έρχονται προς τον Όσιο πολλοί άνθρωποι οι οποίοι έλαβαν τη μοναχική κουρά κι έτσι δημιουργήθηκε ένα αξιόλογο κοινόβιο.


Βλέποντας ο όσιος Αντώνιος τον αριθμό των αδελφών ν' αυξάνει, έστειλε δυο από τους μαθητές του, τον Αλέξανδρο και τον Ησαϊα, στο μέγα πρίγκηπα Βασίλειο Ιωάννοβιτς στη Μόσχα, με την παράκληση να τους χορηγήσει άδεια και να τους δώσει τόπο για την ίδρυση μοναστηριού.


Ο μέγας πρίγκηπας που γνώριζε τον όσιο Αντώνιο από νωρίτερα σαν άνθρωπο με αγία ζωή, δέχτηκε με ευμένεια την παράκλησή του κι όχι μόνο έδωσε την άδεια για την ίδρυση του μοναστηριού, αλλά δώρισε επίσης τοποθεσία και χορήγησε όλα τα απαραίτητα για ν' αρχίσει η ανέγερσή του. Αυτό έγινε το 1544 και ο Αλέξανδρος με τον Ησαϊα γύρισαν στο γέροντά τους με χαρά και όλη η αδελφότητα προσευχήθηκε με θέρμη για την υγεία του καλού τσάρου.


Ευχαριστημένος ο γέροντας με την εξέλιξη αυτή άρχισε δραστήρια το χτίσιμο του μοναστηριού. Πρώτα έφτιαξε μια εκκλησία προς τιμή της Ζωοποιού Τριάδος. Ο Όσιος ζωγράφισε μόνος του την κυρία εικόνα της Αγίας Τριάδος και παρακάλεσε να παραμείνει η εικόνα αυτή στο μοναστήρι, για να θυμίσει στους αδελφούς να προσεύχονται για την ψυχή του.


Η εκκλησία όμως αυτή, που με τόσους κόπους και προσπάθειες είχε χτιστεί, κάηκε από μια φωτιά. Την πυρκαϊά προκάλεσε ένα κερί αναμμένο μπροστά σε μια εικόνα, που ο καντηλανάφτης είχε ξεχάσει να σβήσει. Η πυρκαϊά δεν ήταν δυνατό να τεθεί γρήγορα υπό έλεγχο, γιατί όταν η εκκλησία καιγόταν, όλοι οι αδελφοί, εκτός απ' τους άρρωστους και τους διακονητές εργάζονταν στους αγρούς.


Όταν οι μοναχοί γύρισαν στο μοναστήρι, το μόνο που είδαν με μεγάλη θλίψη στη θέση της εκκλησίας ήταν ένας σωρός από ερείπια και απελπισμένοι θέλησαν να αναχωρήσουν. Ο Όσιος όμως, αν και λυπήθηκε πολύ, εμπιστεύθηκε τα πάντα στο θέλημα του Θεού και έπεισε τους μοναχούς να παραμείνουν.


Πολλαπλασίασε τις προσευχές και τις νηστείες του κι άρχισε να χτίζει νέες εκκλησίες. Εκτός απ' την εκκλησία, όλα τα άλλα κτίρια του μοναστηριού έμειναν ανέπαφα. Συγχρόνως όμως ο Κύριος παρηγόρησε τον εκλεκτό υπηρέτη του με αισθητό τρόπο. Γιατί ενώ όλη η εκκλησία κάηκε, η εικόνα της Αγίας Τριάδος που είχε ζωγραφίσει ο Όσιος βρέθηκε στη μέση του μοναστηριού τελείως αβλαβής.


Κι όταν η εκκλησία της Αγίας Τριάδος αποκαταστάθηκε τελείως, η εικόνα μεταφέρθηκε πανηγυρικά μέσα σ' αυτήν και με τις προσευχές του Οσίου, πολύ σύντομα άρχισαν απ' την εικόνα αυτή οι ασθενείς να βρίσκουν τη θεραπεία τους. Εκτός απ' την εκκλησία της Αγίας Τριάδος, ό όσιος Αντώνιος έχτισε δυο άλλες εκκλησίες:


η μία ήταν αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου, μ' ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στον όσιο Σέργιο του Ραντονέζ τον οποίο ο Όσιος παρακαλούσε συχνά στις προσευχές του' η άλλη ήταν προς τιμή του αγίου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου.


Η εκκλησία του Ευαγγελισμού είχε θέρμανση, όπως επίσης και μια τράπεζα. Όταν το μοναστήρι τελειοποιήθηκε, οι αδελφοί παρακάλεσαν τον Όσιο να γίνει ηγούμενος και ο ταπεινός γέροντας, για χάρη της σωτηρίας εκείνων που τον παρακαλούσαν, δέχτηκε την ηγουμενία και γι' αρκετά χρόνια κυβέρνησε το μοναστήρι.


Κατά τη διακυβέρνηση του μοναστηριού ο Όσιος έδινε σ' όλους το καλό παράδειγμα. Καθημερινά βρισκόταν στην εκκλησία κι όταν παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία, απ' την αρχή μέχρι το τέλος δε στηριζόταν ποτέ στο ραβδί του, ούτε ακουμπούσε στον τοίχο. Και πάντα παρακολουθούσε τους αδελφούς, ώστε μέσα στην εκκλησία να τηρείται καλή τάξη'


δεν επέτρεπε σε κανένα να μετακινείται απ' τη μια θέση στην άλλη, ούτε και να βγαίνει έξω απ' την εκκλησία, εκτός αν υπήρχε εξαιρετική ανάγκη. Παράγγειλε επίσης στους αδελφούς να τηρούν απαρέγκλιτα τον κανόνα στο κελλί τους. Μόλις τέλειωνε η ακολουθία, ο Όσιος ήταν ο πρώτος που άρχιζε τη δουλειά, δίνοντας έτσι στους αδελφούς παράδειγμα φιλοπονίας.


Αγαπούσε πάρα πολύ τα ιερά βιβλία και συγκέντρωσε πολλούς τόμους των πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας. Περνούσε τις νύχτες του με προσευχή και αναπαυόταν πολύ λίγο, αμέσως μετά το φαγητό. Το φαγητό του ήταν πολύ λιτό, όπως και των αδελφών. Τα δε ρούχα του ήταν παλιά και γεμάτα μπαλώματα, όπως τα ρούχα των φτωχών και των απόρων' κι όταν κάποιος ερχόταν στο μοναστήρι, δεν μπορούσε να υποπτευθεί ότι εκείνος ήταν ο ηγούμενος.


Επιθεωρούσε με ενδιαφέρον τα διακονήματα του μοναστηριού, στην κουζίνα και το φούρνο' έδινε κουράγιο στους αδελφούς που απασχολούνταν στις δύσκολες αυτές εργασίες και τους συμβούλευε ν' αποφεύγουν την αργολογία. Με ιδιαίτερη αγάπη επισκεπτόταν το αναρρωτήριο του μοναστηριού, έδινε συμβουλές στους άρρωστους μοναχούς να υπομένουν την ασθένειά τους με ευγνωμοσύνη και να προσεύχονται αδιάλειπτα, ενθυμούμενοι την επικείμενη ώρα του θανάτου.


Ο Όσιος όρισε έναν ειδικό επιμελητή για να φροντίζει τους αρρώστους. Η κοινοβιακή ζωή που καθιερώθηκε στο μοναστήρι ήταν πολύ αυστηρή. Η τροφή και η ενδυμασία ήταν κοινά και ίδια για όλους. Οινοπνευματώδη ποτά ήταν τελείως απαγορευμένα. Είχε δοθεί εντολή να μη γίνονται δεκτά ούτε απ' τους επισκέπτες κι ακόμη να μην επιτρέπεται η είσοδος στο μοναστήρι σε όσους έφερναν τέτοια ποτά.


Μ' αυτόν τον κανόνα ο Όσιος μπόρεσε να κόψει το κεφάλι του δαίμονα της μέθης και να το ξεριζώσει τελείως. Ο Όσιος ενδιαφερόταν επίσης πάρα πολύ για τους φτωχούς αδελφούς, φοβούμενος να μην προκαλέσει τα παράπονά τους. Πολλοί άνθρωποι ακούγοντας για την αυστηρή ζωή του Οσίου άρχισαν να έρχονται προς αυτόν ζητώντας τις προσευχές του και μερικοί προσχώρησαν στην αδελφότητα.


Έτσι συγκεντρώθηκαν στο μοναστήρι κάπου εβδομήντα μοναχοί. Πολλοί ανάμεσά τους διακρίνονταν για την αγιότητα του βίου τους και τους πνευματικούς αγώνες. Ένας απ' αυτούς, ο Ιωνάς, έγραψε αργότερα το βίο του πνευματικού του πατέρα και διδασκάλου.


Ο όσιος Αντώνιος νεκρώθηκε για τον κόσμο στο μοναστήρι του οσίου Παχωμίου. Η ζωή του στην έρημο, κοντά στον ποταμό Έμσα, ήταν γι' αυτόν μια σχολή προετοιμασίας. Και η ζωή του στο μοναστήρι του Σίγια ήταν η περίοδος που αυτός ο θεάρεστος, ο άνδρας των πνευματικών επιθυμιών, υπηρέτησε τον Κύριό του αγωνιζόμενος για τη σωτηρία των <<ελαχίστων>> αδελφών του.


Ήταν πραγματικά <<οδηγός πολλών μοναχών>>, όπως είχε προφητεύσει ο λαμπρός γέροντας στο όραμα. Ο Όσιος δεν αρκέστηκε στις δικές του οδηγίες, αλλά έδωσε στους μοναχούς την ευκαιρία να μάθουν την ουσία και τους τρόπους της πνευματικής εργασίας, συγκεντρώνοντας στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού τα έργα πολλών απ' τους ανατολικούς ασκητές και πατέρες.


Ο όσιος Αντώνιος αισθανόταν ένα μεγάλο βάρος επάνω του' το βάρος που του προξενούσε η δόξα των ανθρώπων. Έτσι, μετά από αρκετά χρόνια διακυβέρνησης του μοναστηριού κι αφού εξέλεξε για τη θέση του το Θεόγνωστο, έναν άνδρα με πείρα στην πνευματική ζωή, εγκατέλειψε την ηγουμενία, πήρε μαζί του έναν απλό μοναχό και αναχώρησε απ' το μοναστήρι σε μια ερημική τοποθεσία.


Στην αρχή ο Όσιος εγκαταστάθηκε σ' ένα νησί της λίμνης Ντουντνίτσα, δυο μίλια μακριά απ' το μοναστήρι, αντίθετα απ' τη φορά των υδάτων του Σίγια. Το νησί αυτό ήταν πολύ όμορφο και πρόσφορο για ερημική ζωή. Ο Όσιος το γύρισε ολόκληρο, το περιεργάστηκε και τελικά το αγάπησε.


Το νησί αυτό περιβαλλόταν απ' τη λίμνη, στις όχθες της οποίας υπήρχαν αδιαπέραστα δάση και πάνω στο νησί υπήρχε ένας εκτεταμένος βάλτος, καλυμμένος με βρύα. Ο όσιος Αντώνιος εγκαταστάθηκε εκεί, έχτισε μια μικρή καλύβα κι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο το θαυματουργό και άρχισε ν' αγωνίζεται με ησυχία και αδιάλειπτη προσευχή και να μοχθή με περισσότερο ζήλο από πριν. 



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου: <<Η Θηβαϊδα του Βορρά>>
σε μετάφραση και επιμέλεια του Πέτρου Μπότση,
δ' έκδοση, σελ. 187-192, Αθήνα 1988.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF