Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὴν λίμνη τῆς Σεβάστειας. Ἡ ἑορτή τους, ἐκτὸς ἀπὸ ἀφορμὴ πανηγύρεως, ἀποτελεῖ εὐκαιρία πνευματικοῦ προβληματισμοῦ∙ σαράντα εὔρωστοι ἄνδρες, ἐπίλεκτοι στρατιῶτες ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως καὶ πιστοὶ στὸν Χριστὸ. Πραγματικὰ πιστοί.
Μὲ συνείδηση ἀκολουθούσαν τὸ παράδειγμά Του, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν δεδομένη στιγμὴ ποὺ κλήθηκαν νὰ Τὸν ἀπαρνηθοῦν, ἐκεῖνοι ἤξεραν τί ἤθελαν, ἤξεραν τὸ καθῆκον τους ἀπέναντι στὸν ἐπίγειο καὶ στὸν Ἐπουράνιο Βασιλιὰ καὶ ξεκαθάρισαν τὴν θέση τους, ὁμολογώντας τὸν Κύριο μας. Δὲν πτοήθηκαν στὶς ἀπειλὲς τῶν βασάνων, ἀλλὰ πρόθυμα δέχθηκαν νὰ μποῦν στὴν παγωμένη λίμνη ἐλπίζοντας ὅτι μὲ μόλις λίγες ὥρες ὑπομονῆς θὰ κερδίσουν τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ τὰ κατάφεραν. Ἀλλὰ ὅχι ὅλοι.
Ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν Τεσσαράκοντα Ἀθλητῶν ἕνας ὁ ὁποῖος ἔλεγε μὲν ὅτι εἶναι χριστιανὸς, ἀλλὰ, τελικά, ἀποδείχθηκε χριστιανὸς τῆς «βιτρίνας». Ἤθελε μὲν τὸν Χριστό, ἀλλὰ Τὸν ἤθελε «κομμένο καὶ ραμμένο» στὰ δικά του μέτρα, στὸ δικό του ΘΕΛΗΜΑ. Ὅπως ὁ Ἰούδας ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Δώδεκα, ἔτσι καὶ αὐτὸς τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Τεσσαράκοντα.
Ὁ Ἰούδας μεν γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, αὐτὸς δὲ γιὰ λίγες ὧρες περισσότερης σωματικῆς ἄνεσης. Ἔγινε προδότης, διότι ποτέ του δὲν σήκωσε μὲ αὐταπάρνηση τὸν Σταυρό του καὶ δὲν ὑποτάχθηκε στὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας (καὶ ἄν ὑποτάχθηκε κάποτε, τὸ ἔπραξε χάρη στὴν ἰδιοτέλειά του), ἀλλὰ πάντοτε μεταχειριζόταν τὴν χριστιανική του ἰδιότητα γιὰ τὸ ἀτομικὸ συμφέρον.
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνος∙ τὴν ὥρα ποὺ ἔβλεπε τοὺς συναθλητές του νὰ ὑπομένουν μὲ καρτερία τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνος τοὺς ἐγκατέλειψε μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ἀνατρέψει τὰ πάντα πρὸς τὸ χειρότερο, μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ὡθήσει καὶ ἄλλους νὰ ὀλιγοψυχήσουν. Σὺν Θεῷ, ὅμως, αὐτὸ δὲν συνέβη. Οἱ ὑπόλοιποι Τριανταεννέα Ἄνδρες μὲ σταθερότητα καὶ ἀποφασιστικότητα συνέχισαν νὰ ὑπομένουν, προσελκύοντας μὲ τὸ παράδειγμά τους τὸν φρουρό Ἀγλάιο στὸν ὑπὲρ τῆς ζωῆς θάνατο.
Ὁ ἄλλοτε ἄσχετος μὲ τὸν Χριστό, ἁμαρτωλὸς Ἀγλάιος, ἔσπευσε νὰ πάρει τὴν θέση τοῦ ἄλλοτε ὀνομαζομένου χριστιανοῦ θυμίζοντας μας τὸν Δίκαιο Ληστή, ποὺ μὲ τὴν εἰλικρινὴ ὁμολογία του ἀπόλαυσε πρῶτος τὸν Παράδεισο. Μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμά του, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἐπιβεβαιώνονται τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα:
«Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Δυστυχῶς, πολλοὶ ἀπὸ ἑμᾶς νομίζουμε ὅτι ἐπειδὴ μεγαλώσαμε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ πολὺ περισσότερο ἐπειδὴ κρατοῦμε τὴν παραδόση τοῦ πατρίου ἑορτολογίου καὶ ἐναντιωνόμαστε στὸν οἰκουμενισμό, ἔχουμε ἐξασφαλίσει τὴν αἰώνια ζωή.
Πῶς, ὅμως, θὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ ὅταν ματατρέπουμε τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ «λαϊκὴ ἀγορά», ὅπου κάνει ὁ κάθε θεληματάρης τὸ θέλημα του; Ἀφενὸς, καυχώμαστε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις», ἀφετέρου, ὁ καθένας μας συμπεριφέρεται σὰν ἐξουσιαστὴς στὰ τῆς Ἐκκλησίας. Μέχρι καὶ τὸ μέγιστον τῆς Ἱερωσύνης Ὑπούργημα ἤ τὴν Ἀγγελομίμητη Πολιτεία βάζουμε στὸ στόχαστρο τοῦ θελήματός μας. Πού πάμε;
Σίγουρα, μὲ τὸ πνεῦμα ἀνυπότακτο καὶ τὸ θέλημά μας ὀρθωμένο ἔναντι τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δίδαξε τὴν θυσιαστικὴ προσφορά, μόνο πρὸς τὸν Θεὸ δὲν βαδίζουμε, καθὼς τὸ θέλημά μας ἀπομακρύνει τὴν Θεία Χάρη καὶ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή. Καὶ δυστυχῶς, ὅταν αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὑπάρχει μεταξὺ ἡμῶν, τῶν κληρικῶν, αὐτὴ ἡ καταστροφὴ ἐπεκτείνεται στὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀλίμονο σὲ ἐμένα τὸν Ἐπίσκοπο ἄν εἰσαγάγω στὴν Ἐκκλησία καὶ δὴ στὴν Ἱερωσύνη ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔμαθαν στὴν ζωή τους νὰ ὑποτάσσονται κατὰ Θεὸν (ἐν πνεύματι ἐλευθερίας καὶ ὄχι δουλικότητος), διότι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἰσάγουν στὴν Ἐκκλησία τὰ πάθη τους, τὰ ὁποῖα μάλιστα, διογκώνονται συνεχῶς. Ἀλίμονο μου, ἄν δεχθῶ στὴν Ἱερωσύνη ἀνθρώπους μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πληρώσω μία κενὴ ἐφημεριακὴ θέση, δίχως πρωτίστως νὰ φροντίσω μέσα ἀπὸ τὸν καλὸ ἔλεγχο καὶ τὴν ἐπιστηρικτικὴ συμβουλὴ νὰ τοὺς βοηθήσω νὰ ἀποτινάξουν τὸ θέλημά τους καὶ νὰ ἐτοιμασθοῦν νὰ γίνουν θυσία γιὰ τὸ ποίμνιο ἔνεκεν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Ἄν τα λόγια αὐτὰ μοιάζουν οὐτοπικά ἤ ὑπερβολικὰ αὐστηρά, παραθέτω τὸ παράδειγμα τῆς Ἁγίας μητέρας τοῦ νεαρώτερου τῶν Σαράντα Μαρτύρων∙ βλέποντας τὸ παιδί της νὰ ὑποφέρει μέσα στὴν παγωμένη λίμνη δὲν λύγισε. Ἦταν πρῶτα Χριστιανὴ καὶ μετὰ μητέρα. Ἔτρεξε κοντὰ στὴν λίμνη καὶ ἐνθάρρυνε τὸ παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου, κάνε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ καταστεῖς τέκνο τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Μὴν φοβάσαι καὶ μὴν ἀναλογίζεσαι τὰ πρόσκαιρα βάσανα».
Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστιανισμός! Ἡ προθυμία νὰ θυσιασθοῦμε καὶ ὄχι νὰ βολευτοῦμε. Ἀσφαλῶς, τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἄνεσή μας εἶναι δικαίωμα μας. Πρέπει, ὅμως, νὰ ξεκαθαρίσουμε τὴν θέση μας. Μὲ τὸν Χριστό, ἤ μὲ τὸ θέλημά μας;
Δυστυχῶς, εἶναι διαχρονικὸ τὸ φαινόμενο νὰ τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους ἀλλὰ νὰ μὴν ἀξιοποιοῦμε τὸ παράδειγμα τους στὴν καθημερινὴ ζωή.
Ἀναμφίβολα, ὅλοι τιμοῦν καὶ ὑποκλίνονται στὴν Ἁγία ἐκείνη μητέρα τοῦ Μάρτυρα. Ὅταν, ὅμως, κάποιος ἐπιθυμήσει στὶς ἡμέρες μας νὰ βιώσει τὸ παράδειγμα της, παιδεύοντας τὸ παιδί του, ὠθόντας το στὴν θυσία ἤ ἐλέγχοντάς το μὲ προοπτικὴ τὴν πνευματική του τελείωση, θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς «ὁ αὐστηρὸς, ὁ κακὸς καὶ ὁ παράξενος».
Πόσο ὑποκριτὲς εἴμαστε… Ἐπιλεκτικὰ τηροῦμε τὴν Ἁγία Γραφή. Διότι, ἄν τὴν τηρούσαμε συνολικά, θὰ γνωρίζαμε ὅτι ἡ παίδευση ἀποτελεῖ ἐπίδειξη ἀγάπης καὶ καθῆκον τοῦ πατρός, ὁ ὁποῖος ὅταν βλέπει τὸ παιδί του νὰ λοξοδρομεῖ, τὸ ἐπιτιμᾶ ὥστε νὰ μὴν κάνει τὸ λάθος συνήθεια. Σήμερα πάλι, ἀκούσαμε τὸν Ἀπόστολο νὰ λέει: «Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται […] Εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί» (=Γιατὶ ὁ Θεὸς διαπαιδαγωγεῖ ὅποιον ἀγαπᾶ καὶ μαστιγώνει ὅποιον θεωρεῖ δικό του[…]
Ἄν, ὅμως, δὲν διαπαιδαγωγεῖστε ὅπως ὅλα τὰ γνήσια παιδιά, τότε εἶστε νόθοι καὶ ὄχι γνήσιοι γιοί). Δὲν νομίζω ὁ Ἀπόστολος νὰ θεωρεῖται παράξενος. Ἀλλὰ καὶ νὰ θεωρεῖται, εἶναι μεγάλη τιμὴ νὰ θεωρεῖσαι «παράξενος» ὅταν ἐπιδιώκεις τὸ καλὸ, τὴν ὑγεία, τὴν πρόοδο. Στὶς μέρες μας καὶ ἰδίως μέσα στὴν Ἐκκλησία παρατηρεῖται ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἐλέγχει τὸ κακὸ εἶναι κακὸς καὶ δεσποτικός, ἑνῶ ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὸ κακὸ καὶ δὲν μιλᾶ εἶναι ὁ πράος καὶ ταπεινός.
Ἄν καὶ ὁ διακριτικὸς καὶ νηφάλιος παρατηρητὴς κατανοεῖ ἐκ τῆς καταστάσεως ποῦ ὑπάρχει τὸ πρόβλημα, ἀφήνω τὸν Σοφὸ Σολομόντα νὰ μᾶς διδάξει μὲ τὴν σοφία του, ὅπως πάλι ἀκούσαμε σήμερα: «Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε, ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε, δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται».
Ἐν κατακλείδι, ἑὰν ἀγαπάμε τὴν Ἐκκλησία, ἔχουμε καθῆκον νὰ ἐργαστοῦμε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν ὑγιῆ προοπτική, γεμίζοντας τὴν Ἐκκλησία μὲ ἀνθρώπους σὰν τοὺς Σαράντα Μάρτυρες καὶ ὄχι μὲ τοὺς ἀνυπότακτους ποὺ τὸ θέλημά τους μπορεῖ ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ τοὺς καταστήσει προδότες καὶ αἱρετικοὺς ἀκόμα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὰ μέλη της στὴν Ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση.
Πρὶν, ὅμως, ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση προηγεῖται ἡ Σταύρωση, ἡ θυσία, ἡ ὑπομονή. «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος» μᾶς διδάσκει. Ἄν κάποιος θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας τόπος ὅπου μποροῦμε νὰ ἐπιβάλουμε τὸ θέλημά μας, νὰ ἐπιδιώξουμε τὶς ἀνέσεις μας καὶ τὴν κοινωνική μας ἀνέλιξη, τότε δὲν ἀνήκει σὲ αὐτήν. Εἶναι νόθος καὶ ὄχι ὑιὸς καὶ μὲ τὴν πρώτη δυσκολία θὰ καταστεῖ προδότης. Ἀς προσέξουμε, λοιπόν, μὲ ἀφορμὴ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ ποιὸ παράδειγμα θὰ μιμηθοῦμε∙ τῶν Τεσσαράκοντα ποὺ δοξάσθηκαν στὸν Παράδεισο, ἤ τοῦ ἑνός ποὺ ἐξασφάλισε λίγες ὧρες ἄνεσης καὶ μία αἰωνιότητα κολάσεως;
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μιμηθοῦμε τὸ πρῶτο,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος
Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου