ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

ΥΠΗΡΕΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Ή ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ;





Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὴν λίμνη τῆς Σεβάστειας. Ἡ ἑορτή τους, ἐκτὸς ἀπὸ ἀφορμὴ πανηγύρεως, ἀποτελεῖ εὐκαιρία πνευματικοῦ προβληματισμοῦ∙ σαράντα εὔρωστοι ἄνδρες, ἐπίλεκτοι στρατιῶτες ἑνὸς ἐπιγείου βασιλέως καὶ πιστοὶ στὸν Χριστὸ. Πραγματικὰ πιστοί.


Μὲ συνείδηση ἀκολουθούσαν τὸ παράδειγμά Του, γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν δεδομένη στιγμὴ ποὺ κλήθηκαν νὰ Τὸν ἀπαρνηθοῦν, ἐκεῖνοι ἤξεραν τί ἤθελαν, ἤξεραν τὸ καθῆκον τους ἀπέναντι στὸν ἐπίγειο καὶ στὸν Ἐπουράνιο Βασιλιὰ καὶ ξεκαθάρισαν τὴν θέση τους, ὁμολογώντας τὸν Κύριο μας. Δὲν πτοήθηκαν στὶς ἀπειλὲς τῶν βασάνων, ἀλλὰ πρόθυμα δέχθηκαν νὰ μποῦν στὴν παγωμένη λίμνη ἐλπίζοντας ὅτι μὲ μόλις λίγες ὥρες ὑπομονῆς θὰ κερδίσουν τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ τὰ κατάφεραν. Ἀλλὰ ὅχι ὅλοι.


πῆρχε μεταξὺ τῶν Τεσσαράκοντα Ἀθλητῶν ἕνας ὁ ὁποῖος ἔλεγε μὲν ὅτι εἶναι χριστιανὸς, ἀλλὰ, τελικά, ἀποδείχθηκε χριστιανὸς τῆς «βιτρίνας». Ἤθελε μὲν τὸν Χριστό, ἀλλὰ Τὸν ἤθελε «κομμένο καὶ ραμμένο» στὰ δικά του μέτρα, στὸ δικό του ΘΕΛΗΜΑ. Ὅπως ὁ Ἰούδας ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Δώδεκα, ἔτσι καὶ αὐτὸς τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν χορεία τῶν Τεσσαράκοντα.


Ἰούδας μεν γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, αὐτὸς δὲ γιὰ λίγες ὧρες περισσότερης σωματικῆς ἄνεσης. Ἔγινε προδότης, διότι ποτέ του δὲν σήκωσε μὲ αὐταπάρνηση τὸν Σταυρό του καὶ δὲν ὑποτάχθηκε στὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας (καὶ ἄν ὑποτάχθηκε κάποτε, τὸ ἔπραξε χάρη στὴν ἰδιοτέλειά του), ἀλλὰ πάντοτε μεταχειριζόταν τὴν χριστιανική του ἰδιότητα γιὰ τὸ ἀτομικὸ συμφέρον.


νας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνος∙ τὴν ὥρα ποὺ ἔβλεπε τοὺς συναθλητές του νὰ ὑπομένουν μὲ καρτερία τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνος τοὺς ἐγκατέλειψε μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ἀνατρέψει τὰ πάντα πρὸς τὸ χειρότερο, μὲ τὸν κίνδυνο νὰ ὡθήσει καὶ ἄλλους νὰ ὀλιγοψυχήσουν. Σὺν Θεῷ, ὅμως, αὐτὸ δὲν συνέβη. Οἱ ὑπόλοιποι Τριανταεννέα Ἄνδρες μὲ σταθερότητα καὶ ἀποφασιστικότητα συνέχισαν νὰ ὑπομένουν, προσελκύοντας μὲ τὸ παράδειγμά τους τὸν φρουρό Ἀγλάιο στὸν ὑπὲρ τῆς ζωῆς θάνατο.


ἄλλοτε ἄσχετος μὲ τὸν Χριστό, ἁμαρτωλὸς Ἀγλάιος, ἔσπευσε νὰ πάρει τὴν θέση τοῦ ἄλλοτε ὀνομαζομένου χριστιανοῦ θυμίζοντας μας τὸν Δίκαιο Ληστή, ποὺ μὲ τὴν εἰλικρινὴ ὁμολογία του ἀπόλαυσε πρῶτος τὸν Παράδεισο. Μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμά του, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἐπιβεβαιώνονται τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα:


«Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Δυστυχῶς, πολλοὶ ἀπὸ ἑμᾶς νομίζουμε ὅτι ἐπειδὴ μεγαλώσαμε μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ πολὺ περισσότερο ἐπειδὴ κρατοῦμε τὴν παραδόση τοῦ πατρίου ἑορτολογίου καὶ ἐναντιωνόμαστε στὸν οἰκουμενισμό, ἔχουμε ἐξασφαλίσει τὴν αἰώνια ζωή.


Πῶς, ὅμως, θὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ ὅταν ματατρέπουμε τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ «λαϊκὴ ἀγορά», ὅπου κάνει ὁ κάθε θεληματάρης τὸ θέλημα του; Ἀφενὸς, καυχώμαστε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις», ἀφετέρου, ὁ καθένας μας συμπεριφέρεται σὰν ἐξουσιαστὴς στὰ τῆς Ἐκκλησίας. Μέχρι καὶ τὸ μέγιστον τῆς Ἱερωσύνης Ὑπούργημα ἤ τὴν Ἀγγελομίμητη Πολιτεία βάζουμε στὸ στόχαστρο τοῦ θελήματός μας. Πού πάμε;


Σίγουρα, μὲ τὸ πνεῦμα ἀνυπότακτο καὶ τὸ θέλημά μας ὀρθωμένο ἔναντι τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δίδαξε τὴν θυσιαστικὴ προσφορά, μόνο πρὸς τὸν Θεὸ δὲν βαδίζουμε, καθὼς τὸ θέλημά μας ἀπομακρύνει τὴν Θεία Χάρη καὶ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή. Καὶ δυστυχῶς, ὅταν αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὑπάρχει μεταξὺ ἡμῶν, τῶν κληρικῶν, αὐτὴ ἡ καταστροφὴ ἐπεκτείνεται στὶς ψυχὲς τοῦ ποιμνίου.


Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀλίμονο σὲ ἐμένα τὸν Ἐπίσκοπο ἄν εἰσαγάγω στὴν Ἐκκλησία καὶ δὴ στὴν Ἱερωσύνη ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔμαθαν στὴν ζωή τους νὰ ὑποτάσσονται κατὰ Θεὸν (ἐν πνεύματι ἐλευθερίας καὶ ὄχι δουλικότητος), διότι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἰσάγουν στὴν Ἐκκλησία τὰ πάθη τους, τὰ ὁποῖα μάλιστα, διογκώνονται συνεχῶς. Ἀλίμονο μου, ἄν δεχθῶ στὴν Ἱερωσύνη ἀνθρώπους μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ πληρώσω μία κενὴ ἐφημεριακὴ θέση, δίχως πρωτίστως νὰ φροντίσω μέσα ἀπὸ τὸν καλὸ ἔλεγχο καὶ τὴν ἐπιστηρικτικὴ συμβουλὴ νὰ τοὺς βοηθήσω νὰ ἀποτινάξουν τὸ θέλημά τους καὶ νὰ ἐτοιμασθοῦν νὰ γίνουν θυσία γιὰ τὸ ποίμνιο ἔνεκεν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.


ν τα λόγια αὐτὰ μοιάζουν οὐτοπικά ἤ ὑπερβολικὰ αὐστηρά, παραθέτω τὸ παράδειγμα τῆς Ἁγίας μητέρας τοῦ νεαρώτερου τῶν Σαράντα Μαρτύρων∙ βλέποντας τὸ παιδί της νὰ ὑποφέρει μέσα στὴν παγωμένη λίμνη δὲν λύγισε. Ἦταν πρῶτα Χριστιανὴ καὶ μετὰ μητέρα. Ἔτρεξε κοντὰ στὴν λίμνη καὶ ἐνθάρρυνε τὸ παιδί της λέγοντας: «Παιδί μου, κάνε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ καταστεῖς τέκνο τοῦ Οὐρανίου Πατρός. Μὴν φοβάσαι καὶ μὴν ἀναλογίζεσαι τὰ πρόσκαιρα βάσανα».


Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστιανισμός! Ἡ προθυμία νὰ θυσιασθοῦμε καὶ ὄχι νὰ βολευτοῦμε. Ἀσφαλῶς, τὸ νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴν ἄνεσή μας εἶναι δικαίωμα μας. Πρέπει, ὅμως, νὰ ξεκαθαρίσουμε τὴν θέση μας. Μὲ τὸν Χριστό, ἤ μὲ τὸ θέλημά μας;


Δυστυχῶς, εἶναι διαχρονικὸ τὸ φαινόμενο νὰ τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους ἀλλὰ νὰ μὴν ἀξιοποιοῦμε τὸ παράδειγμα τους στὴν καθημερινὴ ζωή.


ναμφίβολα, ὅλοι τιμοῦν καὶ ὑποκλίνονται στὴν Ἁγία ἐκείνη μητέρα τοῦ Μάρτυρα. ταν, ὅμως, κάποιος ἐπιθυμήσει στὶς ἡμέρες μας νὰ βιώσει τὸ παράδειγμα της, παιδεύοντας τὸ παιδί του, ὠθόντας το στὴν θυσία ἤ ἐλέγχοντάς το μὲ προοπτικὴ τὴν πνευματική του τελείωση, θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς «ὁ αὐστηρὸς, ὁ κακὸς καὶ ὁ παράξενος».


Πόσο ὑποκριτὲς εἴμαστε… Ἐπιλεκτικὰ τηροῦμε τὴν Ἁγία Γραφή. Διότι, ἄν τὴν τηρούσαμε συνολικά, θὰ γνωρίζαμε ὅτι ἡ παίδευση ἀποτελεῖ ἐπίδειξη ἀγάπης καὶ καθῆκον τοῦ πατρός, ὁ ὁποῖος ὅταν βλέπει τὸ παιδί του νὰ λοξοδρομεῖ, τὸ ἐπιτιμᾶ ὥστε νὰ μὴν κάνει τὸ λάθος συνήθεια. Σήμερα πάλι, ἀκούσαμε τὸν Ἀπόστολο νὰ λέει: «Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται […] Εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί» (=Γιατὶ ὁ Θεὸς διαπαιδαγωγεῖ ὅποιον ἀγαπᾶ καὶ μαστιγώνει ὅποιον θεωρεῖ δικό του[…]


ν, ὅμως, δὲν διαπαιδαγωγεῖστε ὅπως ὅλα τὰ γνήσια παιδιά, τότε εἶστε νόθοι καὶ ὄχι γνήσιοι γιοί). Δὲν νομίζω ὁ Ἀπόστολος νὰ θεωρεῖται παράξενος. Ἀλλὰ καὶ νὰ θεωρεῖται, εἶναι μεγάλη τιμὴ νὰ θεωρεῖσαι «παράξενος» ὅταν ἐπιδιώκεις τὸ καλὸ, τὴν ὑγεία, τὴν πρόοδο. Στὶς μέρες μας καὶ ἰδίως μέσα στὴν Ἐκκλησία παρατηρεῖται ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἐλέγχει τὸ κακὸ εἶναι κακὸς καὶ δεσποτικός, ἑνῶ ἐκεῖνος ποὺ βλέπει τὸ κακὸ καὶ δὲν μιλᾶ εἶναι ὁ πράος καὶ ταπεινός.


ν καὶ ὁ διακριτικὸς καὶ νηφάλιος παρατηρητὴς κατανοεῖ ἐκ τῆς καταστάσεως ποῦ ὑπάρχει τὸ πρόβλημα, ἀφήνω τὸν Σοφὸ Σολομόντα νὰ μᾶς διδάξει μὲ τὴν σοφία του, ὅπως πάλι ἀκούσαμε σήμερα: «Μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε, ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε, δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται».


ν κατακλείδι, ἑὰν ἀγαπάμε τὴν Ἐκκλησία, ἔχουμε καθῆκον νὰ ἐργαστοῦμε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν ὑγιῆ προοπτική, γεμίζοντας τὴν Ἐκκλησία μὲ ἀνθρώπους σὰν τοὺς Σαράντα Μάρτυρες καὶ ὄχι μὲ τοὺς ἀνυπότακτους ποὺ τὸ θέλημά τους μπορεῖ ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ τοὺς καταστήσει προδότες καὶ αἱρετικοὺς ἀκόμα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας θεοΐδρυτος ὀργανισμὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὰ μέλη της στὴν Ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάσταση.


Πρὶν, ὅμως, ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση προηγεῖται ἡ Σταύρωση, ἡ θυσία, ἡ ὑπομονή. «Δριμὺς ὁ χειμών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ Παράδεισος» μᾶς διδάσκει. Ἄν κάποιος θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας τόπος ὅπου μποροῦμε νὰ ἐπιβάλουμε τὸ θέλημά μας, νὰ ἐπιδιώξουμε τὶς ἀνέσεις μας καὶ τὴν κοινωνική μας ἀνέλιξη, τότε δὲν ἀνήκει σὲ αὐτήν. Εἶναι νόθος καὶ ὄχι ὑιὸς καὶ μὲ τὴν πρώτη δυσκολία θὰ καταστεῖ προδότης. Ἀς προσέξουμε, λοιπόν, μὲ ἀφορμὴ τὴν σημερινὴ ἑορτὴ ποιὸ παράδειγμα θὰ μιμηθοῦμε∙ τῶν Τεσσαράκοντα ποὺ δοξάσθηκαν στὸν Παράδεισο, ἤ τοῦ ἑνός ποὺ ἐξασφάλισε λίγες ὧρες ἄνεσης καὶ μία αἰωνιότητα κολάσεως;



Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μιμηθοῦμε τὸ πρῶτο,


† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος




Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας

της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF