ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

Η ΘΗΒΑΪΔΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ (9ο ΜΕΡΟΣ)





Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου: <<Η Θηβαϊδα του Βορρά>> σε μετάφραση και επιμέλεια του Πέτρου Μπότση,
δ' έκδοση, σελ. 209-219, Αθήνα 1988.
<<Ο μοναχισμός στη Ρωσία ξεκίνησε με τους οσίους Αντώνιο και Θεοδόσιο του Κιέβου. Εκείνοι έθεσαν τα θεμέλια της άσκησης και ήταν οι πρώτοι που έφεραν στην απέραντη αυτή χώρα το μήνυμα της ολοκληρωτικής αφιέρωσης στο Θεό και του αγώνα για εσωτερική τελείωση. Εκείνος όμως που δημιούργησε μια μεγάλη άνθιση, που εξελίχτηκε σ' ένα τεράστιο ξέσπασμα του μοναχισμού και αγκάλιασε ολόκληρη τη βορειοανατολική Ρωσία, που δίκαια αποκλήθηκε "Θηβαΐδα του Βορρά",
ήταν ο μεγάλος άγιος Σέργιος του Ραντονέζ.
Ο άγιος Σέργιος ήταν μια γιγαντιαία μορφή που δημιούργησε τη "χρυσή εποχή" για το μοναχισμό της Ρωσίας, εποχή που κράτησε τρεις αιώνες περίπου και χάρισε στην Ορθόδοξη Εκκλησία χιλιάδες αγίους. Ο ίδιος έφτιαξε πενήντα μοναστήρια και από εκείνα δημιουργήθηκαν άλλα σαράντα. Δίκαια του απονεμήθηκε ο τίτλος του "μεγάλου γέροντα της ρωσικής γης" και του "αββά της Θηβαΐδας του Βορρά". Ο συναρπαστικός βίος του, όπως και οι βίοι άλλων χαρακτηριστικών μορφών της Θηβαΐδας του Βορρά, σκιαγραφούνται στο βιβλίο αυτό που εκδίδεται για πρώτη φορά στην Ελληνική.
Οι βίοι των αγίων αυτών συγκεντρώθηκαν από διάφορες πηγές στη Ρωσική και εκδόθηκαν για πρώτη φορά συλλογικά στην Αγγλική από το μοναστήρι του αγίου Γερμανού της Αλάσκας, που είναι στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α. και που είχε την καλοσύνη να μου επιτρέψει τη μετάφραση και έκδοση του βιβλίου αυτού στην Ελληνική. Στην εισαγωγή του καθηγητή Κόντζεβιτς (...) υπάρχει μια ιστορική αναδρομή στη Θηβαΐδα αυτή του Βορρά και στα διάφορα ρεύματα που συνετέλεσαν τόσο στην απαρχή της, κατά το 14ο αιώνα, όσο και στην αρχή της παρακμής της, κατά το 17ο αιώνα.
Στον επίλογο επίσης, που γράφτηκε από τους εκδότες της αγγλικής έκδοσης, αναφέρονται οι δεσμοί και η επίδραση της Θηβαΐδας του Βορρά στη μεγάλη μοναχική κίνηση του 18ου αιώνα, που εκφράστηκε από τον όσιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ και έδωσε στην Ορθόδοξη Ρωσική Εκκλησία τους μεγάλους στάρετς που τη δόξασαν και την δοξάζουν μέχρι σήμερα με την άφθαστη πνευματικότητά τους>>.
Πέτρος Αθ. Μπότσης
Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.






Οσιομάρτυρας Ευφρόσυνος του Σινίτσυ (Γαλάζιας Λίμνης)


Η
τοποθεσία του ερημητηρίου του Σενίτσυ είναι άγρια και ερημική. Βρίσκεται μακριά από πυκνοκατοικημένες πόλεις και χωριά και το βλέμμα του περαστικού προσκυνητή δε συναντά παρά αχανείς, λασπώδεις και δυσδιάβατους βάλτους. Οι βάλτοι αυτοί εκτείνονται πότε στα πυκνά πράσινα δάση που το περιτριγυρίζουν και πότε σε ολόκληρο δίκτυο μεγάλων και μικρών λιμνών, απ' τις οποίες άλλες συνδεδεμένες μεταξύ τους με ρυάκια και ποτάμια.


Συνολικά στην περιοχή υπάρχουν περίπου δεκαοκτώ λίμνες, ανάμεσα στις οποίες μία, η λίμνη Σαβίνο, είναι αξιόλογη γιατί στον πυθμένα της έχει ένα χωνοειδές λάκκο, όπου κάθε ορισμένα χρόνια και συνήθως την περίοδο του καλοκαιριού τα νερά μαζί με όλα τα ψάρια εξαφανίζονται κάνοντας ένα μεγάλο θόρυβο' έπειτα, αφού περάσει μια ορισμένη χρονική περίοδος, τα νερά ξανάρχονται στη θέση τους απ' τον ίδιο λάκκο.


Απ' τα ποτάμια της αξιομνημόνευτο είναι εκείνο του Μύλου, που ονομάστηκε έτσι απ' το μύλο του μοναστηριού που ήταν χτισμένος πάνω σ' αυτό, και το ποτάμι Γκβόζντεν. Στις όχθες των ποταμών αυτών είχε εγκατασταθεί στην αρχή ο ευλογημένος όσιος Ευφρόσυνος. [...] Ο ιερομάρτυρας Ευφρόσυνος, μεγαλόσχημος και ερημίτης της λίμνης Σινίτσυ, γεννήθηκε προς το τέλος του 16ου αιώνα.


Κατά κόσμον το όνομά του ήταν Εφραίμ και η καταγωγή του ήταν από την περιοχή της Καρελίας. Ο πατέρας του Συμεών και η μητέρα του (της οποίας το όνομα παραμένει άγνωστο), ζούσαν κοντά στη λίμνη Λάντογκα. Η γειτονίαση του μοναστηριού Βαλαάμ άσκησε κάποια επιρροή στο θρησκευτικό χαρακτήρα του Εφραίμ και για αρκετό διάστημα εγκατέλειψε το σπίτι των γονιών του και έζησε στο μοναστήρι.


Εκεί έμαθε το τυπικό των ιερών ακολουθιών και εξοικιώθηκε με τις σκληρές και αυστηρές συνθήκες της μοναχικής ζωής. Αλλά αυτόν τον καιρό ο Εφραίμ δεν έγινε μοναχός. Μετακινήθηκε προς το Μεγάλο Νόβγκοροντ, όπου έζησε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και μετά πήγε σε μια απομακρυσμένη περιοχή του Νόβγκοροντ, σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Μπεζέτσκ και εγκαταστάθηκε στο χωριό Ντολόσκα, κάπου δεκαπέντε μίλια ανατολικά της πόλης Ουστιούζνα της Ζελεζοπόλσκα.


Στο χωριό αυτό, στην εκκλησία του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ο Εφραίμ υπηρέτησε γι' αρκετό χρονικό διάστημα σαν αναγνώστης. Είχε ήδη φτάσει σε ώριμη ηλικία όταν η Χάρη του Θεού άγγιζε την καρδιά του και άναψε μέσα του μια ακατανίκητη επιθυμία για ν' αποδυθεί σε μοναχικούς αγώνες.


Αφού τακτοποίησε όλα τα θέματα του σπιτιού του και ρύθμισε όσα αφορούσαν την περιουσία του, ο Εφραίμ τράβηξε το δρόμο του μη έχοντας μαζί του τίποτε άλλο, εκτός απ' τα ρούχα που φορούσε. Απ' αυτή τη στιγμή η σκέψη του δε γύρισε προς το σπίτι, που είχε αφήσει, αλλά αγωνιζόταν να την στρέφει πάντα προς το Θεό, ώστε μια και <<έβαλε την χείρα αυτού επ' άροτρον>>, να μη στραφεί <<εις τα οπίσω>> (Λουκ. θ' 62).


Με τη σταθερή απόφαση να γίνει μοναχός, ο Εφραίμ ήρθε στο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Τικβίν και παρακάλεσε τον ηγούμενο και τους αδελφούς να τον αξιώσουν να λάβει το μοναχικό σχήμα. Η ώριμη ηλικία του, το γεγονός ότι πέρασε τα νεανικά του χρόνια κάτω από τη σκέπη του μοναστηριού του Βαλαάμ και η πολυετής υπηρεσία του στην εκκλησία σαν αναγνώστης, κέρδισαν την εμπιστοσύνη όλων και η παράκλησή του γρήγορα εκπληρώθηκε.


Ο Εφραίμ ενδύθηκε το Αγγελικό Σχήμα και στην κουρά του δόθηκε το όνομα Ευφρόσυνος. Αφού ο όσιος Ευφρόσυνος πέτυχε αυτό που η ψυχή του αγωνιζόταν τόσο καιρό για ν' αποκτήσει, επιδόθηκε με ζήλο στους μοναχικούς αγώνες. Φωτίζοντας το νου του με το Λόγο του Θεού, που τον διάβαζε με αγάπη και προσοχή και εδραιώνοντας την καρδιά του στην πέτρα της πίστης, υπόταξε τη σάρκα του με νηστεία και εγκράτεια. 


Υπάκουε στον ηγούμενο και τους αδελφούς και εκτελούσε με συνέπεια τα διακονήματα που του είχαν ανατεθεί, εργαζόμενος όχι για χάρη των ανθρώπων αλλά του Θεού, με αγνότητα συνείδησης και ανυπόκριτη αγάπη. Και κατά τη διάρκεια των αγώνων και των ασκητικών ενασχολήσεων είχε πάντα έντονη στο νου του τη μνήμη του θανάτου και τη μελλοντική ανταπόδοση που θα είχε απ' τον απροσωπόληπτο Κριτή.


Ο Όσιος έζησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο μοναστήρι του Τικβίν και μετά αισθάνθηκε μια μεγάλη και ασυγκράτητη επιθυμία να φύγει μακριά στην έρημο κι εκεί να ζήσει και ν' αγωνιστεί για το Θεό, με αυστηρή ζωή νηστείας και ησυχίας. Έτσι πήγε στον ηγούμενο, του εξομολογήθηκε τις σκέψεις του και τον παρακάλεσε να του δώσει ευλογία για να εκπληρώσει την επιθυμία του.


Και ο ηγούμενος τον ευλόγησε, του έδωσε οδηγίες για την ερημική ζωή και τον απέλυσε <<εν ειρήνη>> απ' το μοναστήρι, λέγοντας: <<Πήγαινε, παιδί μου, και είθε ο Θεός να είναι μαζί σου>>. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα το 1600. Στερημένος από κάθε είδος αποσκευής αλλά με μια καρδιά πλημμυρισμένη από χαρά, ο Όσιος ξεκίνησε για τον προορισμό του. [...]


Πέρασε λίγος καιρός και η φήμη της ασκητικής και ενάρετης ζωής του διαδόθηκε σ' όλα τα γειτονικά χωριά. Ευσεβείς άνθρωποι άρχισαν να έρχονται προς αυτόν για να του ζητήσουν καθοδήγηση, προσευχή και συμβουλές. Άλλοι πάλι που ήταν ζηλωτές και ήθελαν να μιμηθούν την ενάρετη ζωή του, έρχονταν προς αυτόν στην έρημο για να μάθουν τους αγώνες της ευσέβειας και παράμεναν κοντά του σαν ασκητές.


Σιγά - σιγά μαζεύτηκε γύρω από τον Όσιο ένα πνευματικό ποίμνιο και απ' τον πρώτο χρόνο ακόμη, αφού είχε ανακαλυφτεί ο ο τρόπος με τον οποίο ζούσε, κρίθηκε απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα μεγαλύτερο κατάλυμα, ώστε όλοι οι αδελφοί να προσεύχονται μαζί. Έτσι αποφάσισαν να χτίσουν μια εκκλησία αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο όσιος Ευφρόσυνος και οι συνασκητές του ανέλαβαν το έργο αυτό μόνοι τους. 


Έκοβαν δέντρα, καθάριζαν το δάσος και έφτιαξαν την ξύλινη εκκλησία. Γύρω απ' την εκκλησία έχτισαν τα δικά τους μικρά ξύλινα κελλιά κι έτσι το μοναστήρι δημιουργήθηκε. Η τοποθεσία του ήταν περίπου τρία μίλια μακριά απ' την αρχική τοποθεσία που αγωνιζόταν ο όσιος Ευφρόσυνος και η οποία αργότερα ονομάστηκε Παλιό Ασκητήριο.


Επειδή ο ευλογημένος γέροντας απ' τη βαθειά του αυταπάρνηση και ταπείνωση δεν είχε χειροτονηθεί ιερέας, τα εγκαίνια της νεοχτισμένης εκκλησίας έγιναν από τον ιερομόναχο άγιο Γουρία, ιδρυτή ενός μοναστηριού στο Σαλάτσκ, έναν άντρα με οσία ζωή, φίλο και συναγωνιστή του ερημίτη Ευφρόσυνου.


Τα εγκαίνια έγιναν με την ευλογία του αρχιεπισκόπου του Νόβγκοροντ, που αυτόν τον καιρό (1603 - 1609) ήταν ο Ισίδωρος. [...] Να πως περιγράφεται ο μαρτυρικός θάνατος του οσίου γέροντα Ευφροσύνου, του θαυματουργού του Σινίτσυ, στο βίο του, που γράφτηκε από έναν άλλο μοναχό, τον Ιωνά:


<<Ο όσιος πατέρας μας Ευφρόσυνος βγήκε απ' το κελλί του για να συναντήσει τους εχθρούς με πλήρη τη μοναχική του ενδυμασία και το Μεγάλο Σχήμα, δείχνοντας έτσι τους μεγάλους και ηρωικούς αγώνες του για το Θεό. Αψηφώντας κάθε φόβο και προσφέροντας τον εαυτό του <<ως πρόβατον επί σφαγήν>>, προχώρησε μέχρι τον πολύτιμο σταυρό που είχε τοποθετήσει ο ίδιος, αναθέτοντας την ελπίδα του στο Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου.


Τα παιδιά του πονηρού όμως (σημ. ημ. ληστές) χύμηξαν στον όσιο γέροντα σαν δαιμονισμένα σκυλιά λέγοντας: -Δώσε μας τα υπάρχοντα του μοναστηριού. Ο γέροντας Ευφρόσυνος που δεν είχε ούτε χρυσό, ούτε ασήμι, ούτε άλλα υλικά αγαθά, εκτός από τα απαραίτητα, τους είπε:


-Όλα τα υπάρχοντα του μοναστηριού και τα προσωπικά μου είναι στην εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου, δείχνοντάς τους έτσι τον αληθινό του θησαυρό που δεν μπορούσαν να κλέψουν και αναθέτοντας κάθε ελπίδα του στο Θεό. Τα παιδιά του διαβόλου μόλις άκουσαν αυτά χάρηκαν, γιατί νόμισαν ότι ο Όσιος τους μιλούσε για φθαρτά αγαθά.


Ένας αιμοδιψής δολοφόνος τον χτύπησε στο σβέρκο με το σπαθί του, του μισόκοψε το κεφάλι και ο γέροντας έπεσε στο έδαφος νεκρός. Μετά απ' αυτό οι δαιμονισμένοι ληστές έτρεξαν στην εκκλησία κι ένας απ' αυτούς, όταν διαπίστωσε ότι εκεί δεν υπάρχει κανένας θησαυρός, γύρισε στο σώμα του οσίου Ευφροσύνου κρατώντας ένα τσεκούρι.


Μ' αυτό χτύπησε το σεπτό κεφάλι του οσίου πατέρα Ευφροσύνου μέχρι που το τσεκούρι έφτασε στο μυαλό του, συμπληρώνοντας  έτσι τα βασανιστήρια του νέου αυτού μάρτυρα, που είχε παραδώσει την ψυχή του στα χέρια του Θεού.


Το μαρτύριο του αγίου αυτού πατέρα, του αββά Ευφροσύνου, έλαβε χώρα κοντά στον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου, που είχε τοποθετήσει ο ίδιος, στις 20 Μαρτίου του 1612, τη μέρα που γιορτάζεται η μνήμη των Αγίων Πατέρων που σφαγιάστηκαν στο μοναστήρι του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου: <<Η Θηβαϊδα του Βορρά>>
σε μετάφραση και επιμέλεια του Πέτρου Μπότση,
δ' έκδοση, σελ. 209-219, Αθήνα 1988.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF