ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Ο «ΧΡΥΣΟΥΣ» ΑΙΩΝΑΣ ΤΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ

 




Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση
«Πατερικό της Όπτινα»,
β' έκδοσηΑθήνα 2006, σελ. 41-46.
<<Στο βιβλίο αυτό, το <<Πατερικό της Όπτινα>>, καταχωρήσαμε όσα στοιχεία διασώθηκαν, εκείνα που εμείς μπορέσαμε να βρούμε από τους βίους και τα κατορθώματα των οσίων εκείνων πατέρων. Η ύλη κατανεμήθηκε σε τέσσερα κεφάλαια ως εξής:
Στο Α' κεφάλαιο αναφερόμαστε στην ιστορία της Όπτινα και το θεσμό των γερόντων, όπως εγκαθιδρύθηκε στο μοναστήρι και τη σκήτη. Στο Β' κεφάλαιο παραθέτουμε τις βιογραφίες των δεκατεσσάρων στάρετς που έχουν ήδη ανακηρυχτεί άγιοι. Μολονότι, όπως προαναφέραμε, οι βιογραφίες των έξι από τους οσίους αυτούς έχουν κυκλοφορήσει ήδη στην ελληνική, τους συμπεριλάβαμε κι εκείνους με σύντομες περιλήψεις των βίων τους, γιατί φρονούμε πως χωρίς αυτούς δε θά' ταν ολοκληρωμένο το <<Πατερικό>>.
Η σειρά με την οποία κατατάσσονται στο βιβλίο όλοι οι όσιοι, είναι χρονολογική κι όχι αξιολογική, αναφέρονται δηλαδή με τη σειρά προσέλευσης και διαμονής τους στο μοναστήρι. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως, εκτός από τα βιβλία των έξι στάρετς που ήδη κυκλοφορούν στην ελληνική, για τους περισσότερους υπάρχουν πλήρεις και λεπτομερείς βιογραφίες (στη ρωσική ή στην αγγλική γλώσσα). Οι ανάγκες όμως κι ο σκοπός του βιβλίου αυτού μας περιορίζει στη σύντομη παρουσίασή τους. Στο ίδιο κεφάλαιο, σε παράρτημα, έχουμε παραθέσει τις σύντομες βιογραφίες πέντε άλλων οσίων στάρετς, των οποίων η αγιότητα δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί από την Εκκλησία. Στο Γ' κεφάλαιο υπάρχουν οι βιογραφίες 19 οσίων και γερόντων που σχετίζονταν άμεσα με το μοναστήρι και τους γέροντες της Όπτινα.
Οι γέροντες αυτοί είτε προέρχονταν άμεσα από την Όπτινα κι αναγκάστηκαν για διάφορους λόγους ν' απομακρυνθούν απ' αυτήν, είτε ζούσαν σε κοντινά μοναστήρια κάτω από την απόλυτη καθοδήγηση των γερόντων. Αν και μερικές από τις βιογραφίες αυτές είναι πολύ σύντομες, θα συναντήσει κανείς περιστατικά θαυμαστά, γεμάτα δύναμη σημαντική. Στο Δ' Κεφάλαιο τέλος θεωρήσαμε σκόπιμο να παρουσιάσουμε έξι από τους σπουδαιότερους συγγραφείς που επηρεάστηκαν άμεσα από τους γέροντες της Όπτινα (Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκυ, Τολστόϊ κλπ.). Αναφερόμαστε με συντομία στα βιογραφικά τους στοιχεία και δώσαμε περισσότερο χώρο και έμφαση στην παρουσίαση των περιστατικών εκείνων που φανερώνουν την καταλυτική σε πολλές περιπτώσεις επίδραση που είχε πάνω τους η συνάντηση κι η συναναστροφή τους με τους γέροντες.
Σε πολλούς από τους βίους των στάρετς ίσως να μη συναντήσει κανείς τη σοφία του κόσμου τούτου. Θα συναντήσει όμως, ακόμα και στην πιο σύντομη βιογραφία, την αύρα του Αγίου Πνεύματος, μια σοφία θεϊκή. Η χάρη του Θεού είναι ολοφάνερη και στους απλοϊκότερους των μοναχών, σ' αυτούς ίσως περισσότερο, γιατί <<τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη>>. Το μοναστήρι της Όπτινα για έναν αιώνα, από το 1821 που επανιδρύθηκε ως το 1923 που το έκλεισαν οι μπολσεβίκοι, αναδείχτηκε σε ορμητήριο αναβάσεων πνευματικών. Με την επιρροή των μεγάλων μορφών των στάρετς, αυτών των ανυπέρβλητων καθοδηγητών των ψυχών, η Όπτινα έγινε φυτώριο αγίων, τόπος παραμυθίας, προσευχής και αγιότητας. Και όπως λέει ο Γκόγκολ, επίδρασή της δεν περιορίστηκε μόνο στους μοναχούς κι όσους εργάζονταν στο μοναστήρι και τη σκήτη.
Όλη η γύρω περιοχή είχε υποστεί την αγαθή επιρροή του σπουδαίου αυτού μοναστηριού. Είναι ευχάριστο και πολύ παρήγορο το γεγονός ότι στις μέρες μας, μετά από μερικές δεκαετίες σκληρής δοκιμασίας και ερήμωσης, στην Όπτινα άρχισαν πάλι να καλλιεργούνται τα θαυμαστά άνθη της ερήμου. Οι μοναχοί που ζουν σήμερα εκεί και που αγγίζουν ήδη τους εκατό, επιθυμούν κι ελπίζουν, όπως και όλοι μας, ν' αποκτήσει ξανά το άγιο αυτό μοναστήρι την παλιά της πνευματική δόξα και λαμπρότητα. Ν' αναστηθούν ξανά αναστήματα του μεγέθους των οσίων αυτών πατέρων, για να οικοδομήσουν τώρα την πίστη και την ευλάβεια στο δοκιμασμένο και βασανισμένο λαό>>.
Πέτρος Μπότσης - Ιανουάριος 2002.
(Απόσπασμα εκ του προλόγου).
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».







ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ: ΠΑΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΟΠΤΙΝΑ



(Μέρος 2ον)



4. Ο <<χρυσούς αιώνας>> του ρωσικού μοναχισμού



Αυτές είναι οι προϋποθέσεις του πραγματικού γέροντα, του στάρετς. Κι ο π. Μωυσής ήθελε να φέρει κοντά του τέτοιους φωτισμένους στάρετς για να προσφέρει οπωσδήποτε στην αδελφότητα τον πιο πρόσφορο τρόπο που οδηγεί στην εσωτερική τελείωση, την κάθαρση και το θείο φωτισμό.


Γι' αυτό το λόγο προσευχήθηκε πολύ και θερμά στο Θεό. Κι ο Θεός σαν απάντηση του έστειλε στο μοναστήρι αρχικά του γέροντες Λεωνίδα και Μακάριο. Εκείνοι ήταν αστέρια πραγματικά και φωτεινά, υποδείγματα ευλάβειας, ευαγγελικής πίστης και τέλειου μοναχικού βίου.


Ο επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ που τους γνώριζε καλά έλεγε γι' αυτούς: <<Κι οι δυο γέροντες ήταν διαποτισμένοι με τα πατερικά κείμενα για τη μοναχική ζωή. Από τα κείμενα αυτά καθοδηγούνταν οι ίδιοι και τα ίδια κείμενα χρησιμοποιούσαν για να καθοδηγούν τους άλλους.


Ο νους τους ήταν πλημμυρισμένος από άγιες σκέψεις. Ποτέ τους δε συμβούλευαν σύμφωνα με τη δική τους γνώμη. Πάντα δίδασκαν όσα λέει η Αγία Γραφή και οι άγιοι πατέρες. Αυτό έδινε κύρος στη συμβουλή τους.


Όλοι ήθελαν ν' αντισταθούν στην ανθρώπινη γνώμη άκουγαν ευλαβικά το λόγο του Θεού. Έβρισκαν πώς έπρεπε να υποτάξουν την λογική τους σ' αυτόν>>. Οι δύο γέροντες ξεχώριζαν για τη σοφία τους.


Στο ξεκίνημα της μοναχικής τους ζωής είχαν κάνει κι οι δυο υποτακτικοί σε μαθητές του οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ. Ο π. Λεωνίδας στον όσιο γέροντα Θεόδωρο και ο π. Μακάριος στο γέροντα Αθανάσιο.


Έτσι μπορούσαν με σιγουριά να καθοδηγήσουν τόσο τους αρχάριους όσο και κείνους που ήταν προχωρημένοι στην πνευματική ζωή. Κι ο στάρετς Μωϋσής, μ' όλο που ο ίδιος ήταν πολύ έμπειρος και σοφός στην πνευματική καθοδήγηση, παρέδωσε στους δυο φωτισμένους γέροντες όλη την ευθύνη για την πνευματική προκοπή των μοναχών.


Ο ίδιος αρκέστηκε στα διοικητικά του μοναστηριού και μόνο όταν τον προκαλούσαν ξεδίπλωνε την πνευματική του σοφία, οπότε διεπίστωνε κανείς και το μέγεθος της ταπεινοφροσύνης του.


Η συμπαράσταση και η υποστήριξή του όμως στο έργο των γερόντων ήταν πάντα αμέριστη και γενναία. Έτσι <<φυτεύτηκε>> ο θεσμός των γερόντων στην Όπτινα. Ποτίστηκε από τα δάκρυα του πνευματικά σοφού ηγουμένου


και των άξιων βοηθών του, καλλιεργήθηκε από τους αναστεναγμούς της καρδιάς τους, από τις δοκιμασίες τους και τις προσευχές τους, αναπτύχθηκε και θέριεψε κι αργότερα έβγαλε καρπούς αγλαούς -την ευταξία του μοναστηριού.


Ο στάρετς Λεωνίδας (1768-1841) πήγε στην Όπτινα το 1829, μετά από πρόσκληση του ηγουμένου Μωυσή. Ως μεγαλόσχημος έλαβε το όνομα Λέων. Εκείνος χρεώνεται με την ίδρυση του θεσμού των γερόντων κι ήταν ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας των στάρετς στην Όπτινα.


Ο στάρετς Λεωνίδας ήταν δυνατή και πολύπλευρη προσωπικότητα, άνθρωπος με ισχυρή θέληση αλλά και με μεγάλη ταπείνωση κι αγιότητα. Το 1834 πήγε στην Όπτινα κι ο παλιός γνώριμος και μαθητής του στάρετς Μακάριος, που είχε τις ίδιες μυστικές αναβάσεις με το γέροντά του.


Ο στάρετς Μακάριος έμεινε γνωστός για την αγία ζωή του, καθώς και για τη μεταφραστική και εκδοτική του δραστηριότητα, μαζί με μια ομάδα μαθητών του και ανθρώπων των γραμμάτων, μοναχών και λαϊκών, που είχε στην καθοδήγησή του.


Εκείνοι μετέφρασαν στη ρωσική τις σλαβονικές μεταφράσεις που είχε κάνει από την ελληνική ο όσιος Παϊσιος Βελικόφσκυ. Ασχολήθηκαν κυρίως με τα έργα των αρχαίων ασκητικών πατέρων, μεταξύ των οποίων του Ισαάκ του Σύρου, Μακαρίου του Μεγάλου, του αγίου Ιωάννη της Κλίμακος κ.α.


Στην επιρρ0ή του στάρετς Μακαρίου βρισκόταν κι ο φιλόσοφος Ιβάν Κιρεγιέφσκυ, που βοήθησε σημαντικά τόσο στη μετάφραση όσο και στην έκδοση των πατερικών συγγραμμάτων.


Η Όπτινα έφτασε στο απόγειο της δόξας της στις μέρες του στάρετς Αμβροσίου, πού' ταν μαθητής και των δύο γερόντων, Λεωνίδα και Μακαρίου.


Η φήμη του στάρετς Αμβροσίου διαδόθηκε από τη μια άκρη της Ρωσίας στην άλλη.


Άνθρωποι έτρεχαν κοντά του από κάθε γωνιά της ρωσικής γης. Ο στάρετς Αμβρόσιος είχε μια πολύ μεγάλη συμπάθεια κι αγάπη για τους ανθρώπους κι ήταν προικισμένος με πολλά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε το προορατικό, το οποίο όμως κατάφερνε να κρύβει χρησιμοποιώντας τακτικά αστειάκια και χαριτολογήματα.


Όλο το διάστημα που η Όπτινα βρισκόταν σε άνθιση, χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι βρήκαν παρηγοριά και στήριξη στα πόδια των μεγάλων στάρετς, ιδιαίτερα κοντά στον στάρετς Αμβρόσιο. Και την παράδοσή του τη συνέχισαν μετά απ' αυτόν οι γέροντες που τον ακολούθησαν:


ο σύγχρονός του Ανατόλιος (Ζερτσάλωφ), ο Ιωσήφ, πού' ταν ο πιο άμεσος μαθητής κι ο κληρονόμος των χαρισμάτων του, ο Βαρσανούφιος, που πριν ήταν συνταγματάρχης του ρωσικού στρατού κι ο οποίος διακρίθηκε για τα χαρίσματά του, καθώς κι οι τελευταίοι γέροντες Θεοδόσιος ο σοφός, Ανατόλιος ο νεότερος (Ποτάποφ), γνωστός ως ο Παρηγορητής, κι ο Νεκτάριος.


Ο Νεκτάριος, ο τελευταίος κρίκος της χρυσής αλυσίδας των στάρετς της Όπτινα, έζησε στα τραχειά χρόνια του μετασχηματισμού της ρωσικής κοινωνίας, στη διάρκεια της επανάστασης.


Ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε διωγμό κι εξόριστος, προσπαθούσε να κορέσει την πνευματική δίψα των πιστών στα δύσκολα αυτά χρόνια. Η επίδραση που ασκούσε τότε το μοναστήρι της Όπτινα κι οι άγιοι γέροντές του στους πιστούς ήταν πολύ μεγάλη.


Όποιος αξιωνόταν να πάει προσκυνητής στην Όπτινα, ήταν σα να πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Αναβαπτιζόταν. Να πώς περιγράφει τις εντυπώσεις που αποκόμισε λίγο πριν ξεσπάσει η λαίλαπα της κομμουνιστικής επανάστασης:


<<Αχ, αγία Όπτινα! Ποιά καρδιά δε θα ριγούσε στην ενθύμησή σου! Αχ, αξέχαστες μέρες -οι μέρες που έμεινα στο άγιο αυτό μοναστήρι! Ποιός θα μου δώσει δύναμη δημιουργική, για να εξιστορήσω με πιστότητα που της αρμόζει όλη την περίτεχνη και μεγαλόπρεπη εικόνα της, όπως την είδα και με μάγεψε;


Ομολογώ την αδυναμία μου προκαταρκτικά. Αλλά <<εκ του περισσεύματος της καρδιάς λαλεί το στόμα>> (Ματθ. ιβ' 34). Γι' αυτό και δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Μ' όλο που η πέννα μου δεν είναι δυνατή και στη γλώσσα είμαι βραδύς, θα προσπαθήσω ν' αποκαλύψω και στους άλλους εκείνα που είδα με τα ίδια μου τα μάτια.


Η καρδιά μου πλημμύρισε από χαρά μ' αυτό το θαυμάσιο κάλλος του καινούργιου πνευματικού κόσμου που αποκαλύφτηκε ξαφνικά μπροστά μου. Η ενθύμησή του συνεχίζει να με συναρπάζει, να με γεμίζει χαρά, να μου γεννά τους πιο αγαθούς λογισμούς.


Νιώθω απέραντη ευφροσύνη. Για πολλά χρόνια ονειρευόμουν να επισκεφτώ την Όπτινα κι αξιώθηκα να βρεθώ εκεί μόλις το Σεπτέμβριο του 1908. Ρωτώντας για το ταξίδι μου και το μοναστήρι, άκουσα από μια κυρία που μόλις είχε γυρίσει από εκεί να μου λέει:


-Τί γέροντες είναι αυτοί, τί αγάπη είναι αυτή που έχουν! Ο στάρετς Βαρσανούφριος στον οποίο εξομολογήθηκα, και με κατέπληξε με το προορατικό του χάρισμα, μου αποκάλυψε όλα τα μυστικά μου, τις πιο μύχιες σκέψεις της ψυχής μου...


Ο όρθρος στην Όπτινα αρχίζει στις 1.30 και κρατά ως τις 5.30... Μετά τον όρθρο ακολουθεί η θεία λειτουργία. Όσο κρατούν οι ιερές ακολουθίες ακούς την ήρεμη, όμορφη και χωρίς βιάση, πραγματικά ερημική ψαλμωδία.


Όλα μέσα στο ναό έχουν ευταξία, όλα γίνονται όμορφα, ήρεμα, χωρίς κανένας να τρέχει ή να βιάζεται. Δεν υπάρχει ο συνηθισμένος ξέφρενος ρυθμός της ζωής εκεί. Κάθε δόκιμος δείχνει νά' χει σεβασμό στο διακόνημά του, δεν μοιάζει να εργάζεται αλλά να λειτουργεί... 


Κοντολογίς, στην Όπτινα ζεις πραγματικά σε άλλον κόσμο, έναν κόσμο με ιδιαίτερη ευταξία. Όλα σου θυμίζουν την έρημο...>>. [π. Βασιλείου Τιγκρόφ, από το έργο του Svyatoi (Μικρή Γωνίτσα), Πετρούπολη 1915].



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ.
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση:
<<Πατερικό της Όπτινα>>, β' έκδοση
Αθήνα 2006, σελ. 41-46.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF