ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ: ΚΑΥΧΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΟΥ ΓΕΝΟΥΣ




τοῦ κ. Παναγιώτου Γ. Νικολόπουλου

῾Ομοτ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, Διευθυντοῦ τῆς ᾿Εθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς ῾Ελλάδος, ἐ.τ. Αʹ.


Η ῞Αλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπετέλεσε μὲν καταλυτικὸν γιὰ τὸν ῾Ελληνισμὸν γεγονός, διότι ἐξέλιπε τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν προπύργιον τοῦ ᾿Ελευθέρου Γένους. ῞Οσον ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν ἐλευθέρα, πρὸς αὐτὴν ἀπέβλεπαν ὄχι μόνον οἱ σκλαβωμένοι ῞Ελληνες, ἀλλὰ καὶ οἱ παραμένοντες στὶς ἄλλες ἐλεύθερες περιοχές, τὴν Τραπεζοῦντα, τὴν Πελοπόννησον. Δὲν ἦταν ἁπλῶς μία πόλις, ἀλλὰ ἡ πρωτεύουσα μιᾶς Αὐτοκρατορίας καὶ ὁ ἡγεμών της προσδιωρίζετο ὡς Βασιλεὺς καὶ Αὐτοκράτωρ.


῎Ετσι τὴν ἔβλεπαν ὄχι μόνον οἱ ῞Ελληνες ἀλλὰ καὶ οἱ Δυτικοὶ καὶ οἱ ᾿Ανατολικοὶ ἄλλοι λαοί, ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ πορθητὴς Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος κατέκτα ὄχι μίαν πόλιν, ἀλλὰ κατέλυε μίαν Αὐτοκρατορίαν. ᾿Επίσης καταλυτικὴ ἦταν ἡ ῞Αλωσις καὶ γιὰ ὁλόκληρον τὴν Εὐρώπην, διότι ἐχάνετο τὸ προπύργιον ἔναντι τῆς λαίλαπος τῆς ᾿Ανατολῆς. ῞Ομως παραλλήλως, ἡ ῞Αλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε καὶ εὐεργετικὴ γιὰ τὸν ῾Ελληνισμόν. Κάτω ἀπὸ τὸν ᾿Οθωμανικὸν ζυγὸν ἐπανενώθη ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ὁ ῾Ελληνισμός, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τῶν ᾿Αραβικῶν κατακτήσεων παρέμενε ὑποτεταγμένος εἴτε εἰς ῎Αραβας καὶ ᾿Οθωμανοὺς Τούρκους κυριάρχους εἴτε εἰς Δυτικούς, Γενουάτες, ῾Ενετοὺς κατακτητάς.


Καὶ ἑπομένως διεσπασμένος. ᾿Απέκτα λοιπὸν μίαν κοινὴν πολιτικὴν διοίκησιν, τὴν ᾿Οθωμανικὴν Αὐτοκρατορίαν, ὑπὸ τὴν ὁποίαν ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία ἐπανεύρισκε τὴν ἑνότητά της. Μὲ τὴν ἀνάπτυξιν δὲ τῆς προβολῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἀπέκτα καὶ συνεκτικὸν δεσμὸν τῶν ἐπὶ μέρους ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν τοῦ Γένους, ἀλλὰ καὶ ἰσχυρὸν πρέσβυν, ἐκπρόσωπον τῆς ᾿Ορθοδοξίας, τόσον πρὸς τοὺς λοιποὺς ὁμοδόξους, Ρώσους κυρίως, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑτεροδόξους, Λατίνους καὶ Προτεστάντες, ὅπως καὶ πρὸς τοὺς ἑτεροθρήσκους καὶ μάλιστα τὸν Σουλτᾶνον.


῾Ο Μωάμεθ ὁ Βʹ ὁ Πορθητὴς εἶχε παραχωρήσει ὡρισμένα προνόμια αὐτοδιοικήσεως καὶ ἐλευθέρας διαχειρίσεως τῶν κατὰ τὴν ᾿Ορθόδοξον ᾿Εκκλησίαν πραγμάτων. Αὐτὰ ἦσαν μία ἀνακούφισις γιὰ τὸ Γένος, ἀλλὰ συγχρόνως ἕνας μόνιμος βρόχος γιὰ τὸν ἑκάστοτε πατριάρχην, τὸν ὁποῖον καθιστοῦσε προσωπικῶς ὑπεύθυνον γιὰ τὴν σταθερὰν ὑποταγὴν τοῦ Γένους. ῞Ομως τὰ προνόμια αὐτὰ ἦσαν ἐπιβεβλημένα καὶ κατορθωτὰ ἐπὶ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, στὶς σχέσεις Σουλτάνου καὶ Πατριάρχου, στὶς ἀνώτερες βαθμίδες τῆς ᾿Οθωμανικῆς διοικήσεως, ἀλλ᾿ ὅσον κατερχόμεθα στὰ κατώτερα κλιμάκια τῶν ἐκπροσώπων τῆς Τουρκικῆς διοικήσεως, τὰ προνόμια αὐτὰ παρεθεωροῦντο ἀπὸ τὸν ἐπιτόπιον ἀγᾶν, μὲ τὴν συνδρομὴν πολλάκις καὶ τοῦ τουρκικοῦ ὄχλου.


᾿Αμέσως σχεδὸν μετὰ τὴν ῞Αλωσιν ὁ πατριάρχης Γεννάδιος εἶχε καθορίσει τοὺς στόχους ἐπιβιώσεως καὶ ἀνακάμψεως τοῦ Γένους. Μὲ τὴν τόνωσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ μὲ τὴν διάδοσιν τῆς παιδείας. ᾿Εθεώρει δὲ ὡς ἐπιφορτισμένους μὲ αὐτὰς τὰς δύο ἐπιδιώξεις κυρίως τοὺς ἱερωμένους, κληρικοὺς καὶ μοναχούς. ῎Ετσι, σὺν τῷ χρόνῳ ἐπρογραμματίσθη ἡ ἐπιχείρησις καὶ κατεστρώθησαν σχέδια, τὰ ὁποῖα ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ζωὴν διετήρησαν καὶ τὴν παιδείαν ἀνέπτυξαν. ῾Η διατήρησις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἡ τήρησις τῶν οὐσιαστικῶν καὶ τυπικῶν διατάξεων τῆς ᾿Ορθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς πράξεως καὶ ἡ ἐμμονὴ σὲ αὐτὲς δὲν ἦταν δυνατὸν παρὰ νὰ ἐνοχλῆ κατὰ τὶς καθημερινὲς ἐνασχολήσεις καὶ σὲ λαϊκὸν κυρίως περιβάλλον τοὺς ἀλλοθρήσκους Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ πλέον ἦσαν κυρίαρχοι καὶ κατακτηταί. 


᾿Εφευρίσκοντο λοιπὸν ἀφορμαὶ γιὰ νὰ καταδιώκωνται πιστοὶ ἐμμένοντες στὰ πάτρια, νὰ ἀναζητοῦνται τρόποι προσηλυτισμοῦ των καὶ μάλιστα τρόποι ἀρκούντως καὶ πολλαπλῶς ἑλκυστικοὶ γιὰ νὰ ἀποσπῶνται Χριστιανοὶ ᾿Ορθόδοξοι καὶ νὰ μεθίστανται στὸν Μωαμεθανισμόν. ῾Υπῆρξαν περίοδοι βιαίων ἐξισλαμισμῶν ἤ βιαίων προσκτήσεων στὸν Μουσουλμανισμόν, ὅπως τὸ παιδομάζωμα, τὸ ὁποῖον ἐν τέλει καταργεῖται ἀπὸ τὸν ΙΖʹ αἰ. ῞Ομως ἐξ ἴσου ὀδυνηροί, ἄν ὄχι περισσότερον, ἦσαν οἱ βίαιοι ἐξισλαμισμοὶ ἐπὶ προσωπικοῦ ἐπιπέδου. Βεβαίως δὲν ὑπῆρχον νόμοι γιὰ ἀναγκαστικὸν ἐξισλαμισμόν.


Γι᾿ αὐτὸ ἐφευρίσκοντο τρόποι ἑλκυστικοὶ ποὺ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐμπλουτίσουν τὸν Μωαμεθανισμὸν μὲ ἀλλαξοπίστους. Αὐτοὶ δὲν ἐπετύγχανον πάντοτε. ῾Υπῆρξαν ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ δὲν ὑπέκυψαν στὶς προκλήσεις καὶ ἀντέστησαν, ἔδωσαν μαρτυρίαν τῆς πίστεώς των καὶ ἐν τέλει ὡδηγήθησαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Εἶναι οἱ Νεομάρτυρες. Βʹ. 


ΚΑΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ὀνομάζονται, διότι ἀκριβῶς ἐμαρτύρησαν, ὑπὸ τὴν διπλῆν ἔννοιαν τοῦ μαρτυρίου, τῆς μαρτυρίας τῆς πίστεως καὶ τῶν βασάνων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ μάρτυρες, ἐπὶ τῶν ὠργανωμένων διωγμῶν τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Χαρακτηρίζονται δὲ Νεομάρτυρες κατ᾿ ἐξοχὴν οἱ ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοὶ μάρτυρες τῆς περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας. ῞Ομως, κατὰ τὸν Νικόλαον Β. Τωμαδάκην, πρῶτοι Νεομάρτυρες πρέπει νὰ θεωρηθοῦν πολὺ παλαιότερον οἱ ῾Ομολογηταὶ εἰκονόφιλοι τῆς περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας, ἀλλὰ περισσότερον οἱ ἐν ᾿Αμορίῳ μαρτυρήσαντες Τεσσαράκοντα μάρτυρες (838). ῾Ο κατάλογος τῶν πρὸ τῆς Τουρκοκρατίας Νεομαρτύρων ἐμπλουτίζεται καὶ μὲ τοὺς διωχθέντας καὶ μαρτυρήσαντας κατὰ τὴν περίοδον αὐτήν.


Οἱ Νεομάρτυρες καλύπτουν ἕν εὐρύτατον γεωγραφικὸν χῶρον τοῦ ῾Ελληνισμοῦ. ᾿Απὸ τοῦ Δουνάβεως καὶ τοῦ Πόντου μέχρι τῆς Κύπρου καὶ τῆς Παλαιστίνης, ἀπὸ τῆς ᾿Αγκύρας καὶ τῆς ᾿Ατταλείας μέχρι τῆς Ζακύνθου καὶ τῆς ῎Αρτης μία πληθὺς Νεομαρτύρων βρέχουν μὲ τὸ αἷμά των τὰς πεδιάδας καὶ τὰ βράχια, στέλνουν τὴν μαρτυρίαν των γιὰ τὴν ἐμμονήν των στὴν ᾿Ορθόδοξον πίστιν καὶ τὴν καταγγελίαν τῶν βασανιστηρίων ποὺ ὑφίστανται ἀπὸ τοὺς ᾿Οθωμανοὺς Τούρκους, καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Τουρκοκρατίας.


Εἶναι ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὸ ᾿Ασπρόκαστρον τῆς Τραπεζοῦντος, ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν Καστοριάν, ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὰ ᾿Ιωάννινα, ὁ Μιχαὴλ Μαυρουδῆς ἀπὸ τὴν Γρανίτζαν τῶν ᾿Αγράφων, ὁ Νίκανδρος ἀπὸ τὰ Μετέωρα, ὁ Δούκας ἀπὸ τὴν Μυτιλήνην, ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὸν Γαλατᾶν, ὁ Μακάριος ἀπὸ τὴν Χίον, ὁ Νικόλαος ἀπὸ τὸ Μέτζοβον, ὁ Θεόφιλος ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον, ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὴν Θάσον, ὁ ᾿Αθανάσιος ἀπὸ τὴν Σπάρτην τῆς ᾿Ατταλείας, ὁ ᾿Αναστάσιος ἀπὸ τὸ Ναύπλιον, ὁ Νικόλαος ἀπὸ τὴν Καραμανίαν, ὁ Δημήτριος ἀπὸ τὴν Φιλαδέλφειαν τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας, ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὴν Βλαχίαν, ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὴν Κῶ, ὁ Νικόλαος ἀπὸ τὸ Καρπενήσιον, ὁ Γαβριὴλ ἀπὸ τὴν Προικόνησον, ὁ Τριαντάφυλλος ἀπὸ τὴν Ζαγοράν, ὁ Σταμάτιος ἀπὸ τὸν ῞Αγιον Γεώργιον Δημητριάδος, ὁ ᾿Αγγελῆς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ ᾿Ηλίας ὁ ᾿Αρδούνης ἀπὸ τὴν Καλαμάταν, ὁ Ρωμανὸς ἀπὸ τὴν Λακεδαίμονα, ὁ Νικήτας ἀπὸ τὴν Νίσυρον, ὁ Νικόλαος ὁ Νέος ἀπὸ τὶς Καρυὲς τῆς Χίου, ὁ Μιχαὴλ ἀπὸ τὰς ᾿Αθήνας, ὁ Μιχαὴλ ἀπὸ τὰ Βουρλά, ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὸ Γεράκι τῆς Μονεμβασίας, ὁ Χριστόδουλος ἀπὸ τὴν Βάλταν τῆς Κασσάνδρας, ὁ ᾿Αναστάσιος ἀπὸ τὴν ῎Αγκυραν, ὁ Μανουὴλ ἀπὸ τὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης, ὁ ᾿Αλέξανδρος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην, ὁ Πολύδωρος ἀπὸ τὴν Λευκωσίαν τῆς Κύπρου καὶ βεβαίως ὁ Κοσμᾶς ἀπὸ τὸ Μέγα Δένδρον τῆς Αἰτωλίας.


Παραλλήλως πρὸς τοὺς ἀνωτέρω, οἱ ὁποῖοι βεβαίως εἶναι ῞Ελληνες, καταγράφονται καὶ ὁμόδοξοι Νεομάρτυρες Ρῶσοι, ὅπως ὁ Παῦλος καὶ ὁ Παχώμιος, προφανῶς Σέρβοι, ὅπως ὁ Γεώργιος ἀπὸ Κράλοβαν τῆς Σερβίας καὶ ὁ Γαβριὴλ Σερβίας, ὁ ἐκ Βουλγαρίας Δαμασκηνός, ἀπὸ τὸ Γάμπροβον, ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Βούλγαρης, ὁ ᾿Αναστάσιος (Στασὸς) ἀπὸ τὴν Στρώμνιτσαν, οἱ ἐξ ᾿Αλβανίας (᾿Αλβανιτίας) Νικόδημος ἀπὸ τὸ ᾿Αλμπασάνι καὶ ὁ Χρῖστος. ᾿Ακόμη μεταξὺ τῶν Νεομαρτύρων κατατάσσεται καὶ ὁ προσήλυτος Τοῦρκος ᾿Αχμὲδ Κάλφας. ᾿Αλλὰ καὶ γυναῖκες καταγράφονται μεταξὺ τῶν Νεομαρτύρων, ὅπως ἡ ᾿Ακυλίνα ἀπὸ τὸ Ζαγκλιβέρι τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ ᾿Αργυρὴ ἀπὸ τὴν Προῦσαν, ἡ Κυράννα ἀπὸ τὴν ᾿Αβυσώκα τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ Χρυσῆ (Σλάτω) ἀπὸ τὰ Μογλενὰ τῆς Βουλγαρίας καὶ βεβαίως ἡ Φιλοθέη Μπενιζέλου ἀπὸ τὰς ᾿Αθήνας.


῾Η παρουσία τῆς ὁσίας Ματρώνας ἀπὸ τὴν Βολισσὸν τῆς Χίου τὴν ἀναδεικνύει ὡς ἄλλην Νεομάρτυρα. Δὲν εἶναι μόνον ὁ εὐρύτατος γεωγραφικὸς χῶρος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προέρχονται οἱ Νεομάρτυρες καὶ διαδραματίζεται τὸ μαρτύριόν των. Εἶναι καὶ ἡ κοινωνικὴ προέλευσίς των καὶ τὸ ἐπάγγελμά των. Δὲν ἀποτελεῖ προνόμιον ὡρισμένων κατηγοριῶν ἀπασχολήσεων, κοινωνικῆς προελεύσεως καὶ παιδείας, διότι παρακολουθοῦμεν μίαν ποικιλίαν τῶν κατηγοριῶν αὐτῶν.


Γʹ. ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΑΤΕΙΟΝ καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἔχομεν δύο πατριάρχας, τὸν Παρθένιον τὸν Γʹ, μαρτυρήσαντα τὸ 1657, καὶ τὸν ἀπὸ Γάνου καὶ Χώρας Γαβριὴλ τὸν Βʹ, εἶτα Προύσης, μαρτυρήσαντα τὸ 1659. ῎Αν καὶ δὲν καταγράφεται εἰς τοὺς πίνακας τῶν Νεομαρτύρων, ὅμως μεταξὺ τῶν πατριαρχῶν πρέπει νὰ ἐνταχθῆ ὁ μάρτυς πατριάρχης Κύριλλος ὁ Λούκαρις. ᾿Ακόμη καταγράφονται ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας Γαβριήλ, ὁ Ζαχαρίας ἀρχιερεὺς Κορίνθου καὶ βεβαίως ἕνας σημαντικὸς ἀριθμὸς ἱερομονάχων καὶ μοναχῶν, ὅπως οἱ μαθηταὶ τοῦ ῾Αγίου Νήφωνος Μακάριος καὶ ᾿Ιωάσαφ, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ρῶσος ἐφημέριος εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ Θεοφάνης μοναχός, ὁ ἐξ ᾿Αγράφων ῾Αγιορείτης Δαμιανός, ὁ ἐπίσης ἐξ ᾿Αγράφων Σεραφεὶμ μοναχός, ὁ Ρωμανὸς μοναχὸς ἀπὸ τὴν Λακεδαίμονα καὶ ἄλλος Ρωμανὸς μοναχὸς ἀπὸ τὸ Καρπενήσιον, ὁ μοναχὸς Νικόδημος ἀπὸ τὸ ᾿Ελβασάν, ὁ μοναχὸς Δαμασκηνὸς ἀπὸ τὸ Τόρνοβον, ὁ μοναχὸς ᾿Ακάκιος ὁ νέος ἀπὸ τὰ ῎Αγραφα, ὁ Χατζηθεόδωρος μοναχὸς ἀπὸ τὴν Μυτιλήνην.


᾿Απὸ τοὺς διαφόρους ἐπαγγελματίες σημαντικὸς εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν ραπτῶν καὶ τῶν κηπουρῶν. Αὐτὰ τὰ δύο ἐπαγγέλματα εἶχαν καὶ μεγαλυτέρας δυνατότητας ἐπαφῆς καὶ μὲ αὐτὸν τὸν Σουλτανικὸν οἶκον. [Ράπται ἦσαν] ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὰ ᾿Ιωάννινα, ὁ Δούκας ὁ Μυτιληναῖος, ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὴν Θάσον, ὁ Δαμασκηνὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν Μυτιλήνην, ὁ Μύρων ἀπὸ τὴν Κρήτην. ᾿Ενῶ κηπουροὶ καταγράφονται ὁ Χρῖστος ἀπὸ τὴν ᾿Αλβανίαν, ὁ Μιχαὴλ ἀπὸ τὰς ᾿Αθήνας, ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν. ᾿Επίσης καταγράφονται πραγματευταί, ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὸ ᾿Ασπρόκαστρον, ὁ Πολύδωρος ἀπὸ τὴν Λευκωσίαν· ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν Σερβίαν, ὁ Συμεὼν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα, ὁ ᾿Αγγελῆς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, χρυσοχόοι· ὁ ᾿Ιάκωβος ἀπὸ τὴν Καστοριάν, ζωέμπορος· ὁ Μιχαὴλ Μαυρουδῆς ἀπὸ τὴν Γρανίτσαν, ψωμοπώλης καὶ ὁ Νικόλαος ἀπὸ τὸ Μέτσοβον, ψωμᾶς· ὁ Δῆμος ἀπὸ τὴν ᾿Αδριανούπολιν, ψαρᾶς ὁ ᾿Ιωάννης Κάλφας, λεπτουργὸς (δηλαδὴ τεχνίτης ξυλουργός), ὁ Θεόφιλος ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον, ὁ ᾿Ιωάννης, ναῦται· ὁ ᾿Αναστάσιος ἀπὸ τὸ Ναύπλιον, ὁ Θεόδωρος ὁ νέος ὁ Βυζαντιεύς, ζωγράφοι·


Δημήτριος ἀπὸ τὴν Φιλαδέλφειαν, πρῶτος ἀρχιστράτηγος· ὁ ἔχων πλοῦτον ἀρκετόν, ᾿Αθανάσιος ἀπὸ τὴν Κίον· ὁ Νικόλαος ἀπὸ τὸ Καρπενήσιον, παντοπώλης· ὁ ᾿Ηλίας ᾿Αρδούνης ἀπὸ τὴν Καλαμάταν, μπαρμπέρης· ὁ Αὐξέντιος ἀπὸ τὰ ᾿Ιωάννινα, ὁ Ζαχαρίας ἀπὸ τὴν ῎Αρταν, γουναρᾶδες· ὁ Παχώμιος Ρῶσος, ταμβάκης (βυρσοδέψης)· Γεώργιος ὁ Κύπριος, ὑπηρέτης Εὐρωπαίου· ὁ Νικόλαος ὁ νέος ἀπὸ τὴν Χίον, κτίστης· ὁ Μιχαὴλ ἀπὸ τὰ Βουρλά, καζάζης (μεταξουργός)· ὁ ᾿Αντώνιος ὁ ᾿Αθηναῖος, μισθωτός· ὁ Χριστόδουλος ἀπὸ τὴν Κασσάνδραν, ὁ Χατζῆ Γεώργιος ἀπὸ τὴν Φιλαδέλφειαν, ἀμπατζῆδες (κατασκευασταὶ ἀμπάδων, κάπες)· ὁ Δημήτριος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἐπιστάτης ταβέρνας· ὁ Μανουὴλ ἀπὸ τὴν Κρήτην, καραβοκύρης, ὅπως καὶ ὁ γουναρᾶς Αὐξέντιος ἀπὸ τὰ ᾿Ιωάννινα ποὺ κατόπιν ἔγινε καϊκτζῆς· ὁ Γεώργιος ὁ νέος ἀπὸ τὰ ᾿Ιωάννινα, γεωργός. Μεταξὺ τῶν Νεομαρτύρων ἀρκετοὶ ἦσαν οἱ πεπαιδευμένοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν παρακολουθήσει τὰ κοινὰ γράμματα, ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης ἀπὸ τὴν Μονεμβασίαν, ὁ ᾿Αθανάσιος ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκην, ὁ ᾿Ιωάννης ὁ Βούλγαρης, ὁ Μᾶρκος ὁ Κρητικός, μαθητὴς τοῦ Μελετίου τοῦ Συρίγου, ὁ Παρθένιος ὁ Γʹ, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, οἱ δύο τελευταῖοι μάλιστα εἶχον καὶ ἀνωτέρας σπουδάς.


Οἱ λόγοι, οἱ ὁποῖοι ὡδήγουν τοὺς Νεομάρτυρας εἰς τὴν μαρτυρίαν καὶ τὸ μαρτύριον ἦσαν ποικίλοι. ᾿Ενίοτε ὑπῆρχε μία ἔντονη προδιάθεσις νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τῆς μιμήσεως τῶν παλαιῶν μαρτύρων. Εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτήν, οἱ Νεομάρτυρες συνεβουλεύοντο προηγουμένως τοὺς πνευματικούς των πατέρας, οἱ ὁποῖοι πάντοτε σχεδὸν τοὺς ἀπέτρεπαν ἀπὸ αὐτὴν τὴν διάθεσιν, διότι κυρίως ἐφοβοῦντο μήπως οἱ ὑποψήφιοι Νεομάρτυρες δὲν ἀνθέξουν μέχρι τέλους, ὁπότε τὸ ἁμάρτημά των θὰ ἦταν μεγάλο. ῎Αλλη αἰτία πρὸς τὸ μαρτύριον ἦταν ὁ φθόνος τῶν Μουσουλμάνων συντοπιτῶν καὶ πολλάκις συναδέλφων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἠνείχοντο τὴν ἀρετήν, τὴν ἐγκράτειαν καὶ τὴν ἐμμονὴν εἰς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν τῶν νέων συνήθως. ᾿Εφεύρισκαν τρόπους καταγγελίας στὶς Τουρκικὲς ἀρχὲς μὲ ἀποτέλεσμα τὴν καταδίκην τῶν Νεομαρτύρων εἰς τὰ βασανιστήρια καὶ τὸν θάνατον.


Δʹ. ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ἦσαν συνήθως νέοι καὶ διεκρίνοντο γιὰ τὴν ἀρρενωπὴν ὀμορφιάν των. Τοῦτο ἐπροκάλει τὴν ἐπιθυμίαν τῶν Τουρκισσῶν κυριῶν, εἰς τὴν διάθεσιν τῶν ὁποίων εὑρίσκοντο οἱ Νεομάρτυρες, γιὰ σύναψιν στενωτέρων ἐφαμάρτων σχέσεων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον, ἐφ᾿ ὅσον οἱ Νεομάρτυρες ἀνθίσταντο καὶ δὲν ὑπέκυπταν στὶς προκλήσεις, ἐπροκάλει τὸ μίσος κατ᾿ αὐτῶν καὶ τὴν βεβαίαν πορείαν πρὸς τὸ μαρτύριον. ᾿Αντιστοίχως, τὰ ἀνάλογα προέκυπταν καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες Νεομάρτυρες. Παιγνιώδεις πολλάκις ἐκδηλώσεις μὲ ἀνταλλαγὴν μουσουλμανικῶν ἐνδυμασιῶν ἀντὶ τῶν ὑποχρεωτικῶς φερομένων ἐνδυμασιῶν γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ἤ προφορὰ στίχων τοῦ Κορανίου ἤ ἁπλῆ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Προφήτου χάριν παιδιᾶς ἐπέσυρε τὴν καταδίκην τοῦ Νεομάρτυρος, ἐφ᾿ ὅσον ἠρνεῖτο νὰ θεωρήση τὴν παιγνιώδη συμπεριφορὰν ἤ τὰς χάριν παιδιᾶς ἐκφράσεις ὡς λόγους ἐγκαταλείψεως τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως καὶ μεταστροφῆς εἰς τὸν Μωαμεθανισμόν.


῎Αλλος λόγος ἦταν ὅτι πρόσωπα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν νεαρὰν ἡλικίαν των ἠναγκάσθησαν νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴν ᾿Ορθόδοξον πίστιν καὶ νὰ γίνουν Μουσουλμᾶνοι, ἐπιζητοῦν τώρα νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον πίστιν καὶ νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Μωαμεθανισμόν. Βεβαίως κατὰ τοὺς ἁγιολόγους τῶν βίων τῶν Νεομαρτύρων ἡ ἀπάρνησις τοῦ Χριστιανισμοῦ, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἧττα, δὲν ἦταν κάτι παράδοξον. ῞Ομως οἱ ἐπιστρέφοντες ὑποχρεοῦνται νὰ ἀκολουθήσουν διάφορα στάδια ἐπιστροφῆς· νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ χρισθοῦν ἐκ δευτέρου, νὰ ἀποτραβηχθοῦν εἰς μέρος ἢμερον καὶ ἐκεῖ νὰ ἔχουν πνευματικὴν ἀνάκαμψιν, νὰ κοινωνήσουν τῶν ᾿Αχράντων Μυστηρίων καὶ ἐν τέλει νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸ μέρος ὅπου ἠρνήθησαν τὸν Χριστὸν καὶ ἐκεῖ νὰ δηλώσουν τὴν ἐπιστροφήν των εἰς τὸν Χριστόν. Αὐτὸ τὸ τελευταῖον, ἡ δημοσία δηλαδὴ διακήρυξις τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τὴν πίστιν ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐξέκλιναν, ἐπέσυρεν ἀναποτρέπτως τὴν καταδίκην των εἰς θάνατον.


Διότι γιὰ τοὺς Μωαμεθανούς, ἡ διακήρυξις αὐτὴ δὲν ἐθεωρεῖτο ἐπιστροφὴ καὶ ἀνάνηψις, ἀλλὰ ἐγκατάλειψις καὶ ἀποκήρυξις τῆς θρησκείας τοῦ Προφήτου. ῾Η πορεία πρὸς τὸ μαρτύριον ἤρχιζε συνήθως μὲ κατάκρισιν τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ ἐνώπιον Μουσουλμάνων ἀκροατῶν. ᾿Ακολούθως ὁ μάρτυς ὡδηγεῖτο εἰς τὸν κριτὴν ἤ τὸν ἐξουσιαστὴν τῆς πόλεως. Εἰς τὸ κριτήριον ὁ κριτὴς προσεπάθει δι᾿ ὑποσχέσεων ἐπιεικοῦς κρίσεως καὶ λαμπροῦ μέλλοντος νὰ μεταστρέψη τὸν μάρτυρα ἀπὸ τῆς πίστεώς του. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωσις τοῦ μάρτυρος ᾿Ιωσήφ. ῾Ως τὸν εἶδεν ὁ κριτὴς λέγει τῶ μάρτυρι: «ἔλα ἄνθρωπε νὰ γένης Μουσουλμᾶνος, νὰ ἔβγης ἀπὸ τὴν ψεύτικην πίστιν καὶ νὰ ἔλθης εἰς τὴν ἀληθινὴν καὶ νὰ σὲ ἔχω κοντά μου νὰ γένης μέγας ἄρχων». Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ μάρτυς ἀπεκρίθη μὲ μεγάλην παρρησίαν καὶ εἶπεν: «῎Ω πίστιν ὅπου ἔχετε καὶ παρακινεῖτε καὶ ἄλλους νὰ πιστεύσουν. Τρισάθλιοι καὶ κακορρίζικοι ὁποὺ εἶσθε. Καὶ ποῦ τὴν ηὕρατε ἐσεῖς τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐκάματε καὶ ἀληθινήν; ᾿Εσεῖς, ταλαίπωροι, οὔτε τὴν νηστείαν σας ἠξεύρετε πότε εἶναι οὔτε τὸ μπαϊράμι σας. Μόνον καρτερεῖτε πότε νὰ ἰδῆτε τὸ φεγγάρι νὰ ἀρχίσετε τὴν νηστείαν σας ἤ μᾶλλον εἰπεῖν τὴν πολυφαγίαν σας.


῞Οπου κάθεσθε ὅλην τὴν νύκτα καὶ τρώγετε ὥσπου νὰ φέξη καὶ τότε πέφτετε καὶ κοιμᾶσθε ὅλην τὴν ἡμέραν ὡσὰν νεκροὶ εἰς τὸν τάφον καὶ ἄν ἐξυπνήσετε κοιτάζετε τὸν ἢλιον πότε νὰ βασιλεύση νὰ ὁρμήσετε πάλιν εἰς τὸ φαγί. ῎Επειτα φυλάγετε πάλιν πότε νὰ ἰδῆτε τὸ φεγγάρι νὰ κάμετε τὸ μπαϊράμι σας. Καὶ ἄν τύχη συννεφία τὸ κάνετε ἄλλοι ἐμπρὸς καὶ ἄλλοι ὀπίσω καὶ σᾶς ἔχουν ὅλα τὰ ἔθνη παίγνιον καὶ γελοῦν μετ᾿ ἐσᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις σας καὶ μοῦ λέγετε νὰ πιστεύσω εἰς αὐτήν; Πῶς δὲ νὰ εἰπῶ τὰ ἄλλα σας μυθώδη καὶ μυσαρὰ θρησκεύματα; Πὼς ὁ Θεός σᾶς τρώγει καὶ πίνει καὶ πὼς ἐσεῖς ἔχετε νὰ ἀπολαύσετε εἰς τὸν κατασκευασμένον ἀπὸ λόγου σας παράδεισον φαγητὰ καὶ πιοτὰ καὶ ἀσελγείας περισσοτέρας παρὰ ὁποὺ κάμνετε ἐδῶ». Στὴν ἐπιμονὴν τοῦ μάρτυρος, ὁ κριτὴς ἀπαντοῦσε μὲ φυλάκισιν. ᾿Επανειλημμένως κατόπιν θὰ προσπαθήση ὁ κριτὴς νὰ ἐπαναφέρη τὸν μάρτυρα εἰς τὸν Μουσουλμανισμόν, νὰ τουρκίση, ὅπως γράφουν οἱ βίοι των, ἤ νὰ τουρκεύση, νὰ γένη Τοῦρκος, νὰ ἔλθη εἰς τὸν τουρκισμόν.


῾Ο μάρτυς ἐξουθενώνει τὴν θρησκείαν τοῦ Μωάμεθ καὶ δηλώνει βεβαίως ὅτι εἶναι καὶ παραμένει Χριστιανὸς ἤ Ρωμαῖος. ῎Ετσι ὁδηγεῖται στὰ βασανιστήρια, στοὺς ραβδισμούς, στὰ τζιγκέλια, στὴν φούρκαν. ᾿Ενίοτε οἱ Χριστιανοὶ συγκεντρώνουν χρήματα καὶ δωροδοκοῦν τοὺς βασανιστάς, ὥστε νὰ σταματήσουν τὰ βασανιστήρια καὶ νὰ δώσουν σύντομον τέλος στὸν μάρτυρα μὲ τὸ ξίφος. ῾Η ἀνάληψις καὶ ἡ ταφὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Νεομάρτυρος θὰ ἐπακολουθήση σχεδὸν πάντοτε μὲ δωροδοκίαν τῶν βασανιστῶν. ῞Ομως τὸ τίμιον λείψανον καθὼς καὶ τὸ τίμιον αἷμα θὰ ἐπιτελῆ ἀκολούθως θαύματα καὶ μὲ τὴν ἀποπνέουσαν εὐωδίαν θὰ παρηγορῆ τοὺς πιστούς.


Εʹ. ΣΥΜΦΩΝΑ μὲ τοὺς ἁγιολόγους τῶν Νεομαρτύρων, οἱ Νεομάρτυρες εἶναι καὶ προσφωνοῦνται Χριστιανοὶ ἤ Ρωμαῖοι. Αὐτὸ τὸ τελευταῖον χαρακτηρίζει τοὺς ῞Ελληνας, διότι οἱ ἄλλοι ᾿Ορθόδοξοι προσδιορίζονται μὲ τὰ ὀνόματα τῆς ᾿Εθνότητάς των, Ρῶσοι, Σέρβοι, Βούλγαροι. Οἱ κυρίαρχοι ἀποκαλοῦνται ᾿Αγαρηνοί, ᾿Οθωμανοί, ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε Τοῦρκοι. Πόσοι εἶναι οἱ Νεομάρτυρες; ῾Η ἀπάντησις δὲν εἶναι εὔκολος, διότι οἱ μαρτυρίες γιὰ τὴν θυσίαν των ἦταν ἐξ ἀρχῆς γιὰ τοὺς περισσοτέρους προφορικές. Ο πρῶτος ποὺ συνεκέντρωσε καὶ ἐξέδωκε τὸ 1799 τὶς μαρτυρίες αὐτὲς μὲ τοὺς σχετικοὺς βίους καὶ μερικὲς ἀκολουθίες, ὁ Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης, καταγράφει 86 Νεομάρτυρες. ῾Ο Κωνσταντῖνος Σάθας ἀναφέρει γιὰ τοὺς μέχρι τὸ ἔτος 1811 ἀθλήσαντας 101 Νεομάρτυρας. ῾Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος καταγράφει 124 Νεομάρτυρες. Καὶ τέλος ὁ ᾿Ιωάννης Περαντώνης στὸ Λεξικόν του τῶν Νεομαρτύρων βιογραφεῖ 162 Νεομάρτυρες. Καὶ ὁ ἀριθμός των αὐξάνει καθὼς νεώτεραι ἔρευναι προσθέτουν καὶ ἄλλα ὀνόματα.


Τὰ ὀνόματα καὶ τὸν βίον καθὼς καὶ τὰ θαύματα τῶν Νεομαρτύρων γνωρίζομεν ἀπὸ τοὺς βίους, τοὺς ὁποίους συνέγραψαν λόγιοι ἁγιολόγοι ἤ ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες, τὶς ὁποῖες συνέθεσαν ὑμνογράφοι τῆς Τουρκοκρατίας. Μεταξὺ τῶν συγγραφέων αὐτῶν πρωτεύουσαν θέσιν κατέχουν ὁ Νικόλαος Μαλαξός, πρωτοπαππᾶς Ναυπλίου, ὁ ᾿Ιουστῖνος Δεκαδύο, ὁ Μελέτιος Συρῖγος, ὁ ᾿Αναστάσιος Γόρδιος, ὁ Γεώργιος Κορέσσιος, ὁ ᾿Ιωάννης Καρυοφύλλης, Μέγας Λογοθέτης τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, ὁ παπᾶ ᾿Ιωνᾶς ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὁποῖος μετέφερε σὲ ἁπλῆ γλῶσσα βίους Νεομαρτύρων ποὺ εἶχαν γραφῆ σὲ περισσότερον λογίαν γλῶσσαν. ᾿Αλλὰ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος πραγματικὰ ἀνενέωσε τὴν ἁγιολογίαν τῶν Νεομαρτύρων καὶ συνεκέντρωσε μεταφέροντας σὲ ἁπλῆ γλῶσσα τοὺς κατεσπαρμένους σὲ μεμονωμένες ἐκδόσεις καὶ χειρόγραφα βίους Νεομαρτύρων, εἶναι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης μὲ τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον». ῞Ομως πρέπει νὰ τονισθῆ ἰδιαιτέρως ὅτι ἐχρειάζετο πολλὴ τόλμη, θάρρος καὶ πίστις γιὰ νὰ δημοσιεύσης ἐν μέσῃ Τουρκοκρατίᾳ καὶ νὰ διαδώσης βίους ἀγωνιστῶν κατὰ τῆς σκληρῆς ᾿Οθωμανικῆς Τουρκικῆς ἐξουσίας· ἀντίστοιχα μὲ τὴν πίστιν καὶ τὸ θάρρος τῶν Νεομαρτύρων.


Καὶ γράφει καὶ ἐκδίδει τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον» ὁ ἅγιος Νικόδημος γιὰ νὰ ὑπενθυμίση ὅτι οἱ Νέοι οὗτοι Μάρτυρες «εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς ὅλους τοὺς ᾿Ορθοδόξους ὅπου τυραννοῦνται ὑποκάτω εἰς τὸν ζυγὸν τῆς αἰχμαλωσίας» καὶ νὰ προτρέψη: «Μὴ σᾶς φοβίσουν, ἀδελφοί, τὰ ἄγρια πρόσωπα τῶν τυράννων οὔτε τὸ πλῆθος αὐτῶν οὔτε ἡ φωναῖς τους οὔτε ἡ φοβέραις τους. Μὴ σᾶς φοβίσουν οἱ πληγαῖς, οἱ σπαθιαῖς, οἱ ἁλυσίδες, οἱ φυλακαῖς. Μὴ σᾶς φοβίσουν οἱ φούρκαις, τὰ τζιγγέλια, οἱ πυρκαϊαῖς». ῾Ο ῾Αγιορείτης αὐτὸς μοναχὸς τολμᾶ, χρόνια πολλὰ πρὶν ἀπὸ ἄλλους, νὰ ὁμιλήση, νὰ γράψη καὶ νὰ ἐκδώση γιὰ τυράννους, δηλαδὴ τοὺς Τούρκους, γιὰ αἰχμαλωσίαν, δηλαδὴ σκλαβιάν, καὶ νὰ ζητήση ἐμμονὴν στὴν πίστιν, ποὺ εἶναι καὶ ἐθνικὸν ἰδεῶδες, καὶ νὰ προτρέψη εἰς ἀντίστασιν. Ϛʹ. ῾Ο Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης ἐσημείωσεν ὅτι οἱ Νέοι οὗτοι Μάρτυρες εἶναι δόξα καὶ καύχημα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας, ἐνῶ παραλλήλως ἡ παρουσία των ἀποτελεῖ ἀνακαινισμὸν ὅλης τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεως. Εἶναι ἕνα θαῦμα νὰ βλέπης ἐν τῷ καιρῷ τῆς αἰχμαλωσίας ἐλευθερίαν. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας καθωδηγοῦσε τοὺς πιστοὺς ῞Ελληνες κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς δουλείας.


Καὶ ὅταν ἐδόθη τὸ σύνθημα γιὰ τὸν ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, τότε ἡ μνήμη τῶν Νεομαρτύρων ἀνεκλήθη, μαζὶ μὲ ὅλην τὴν πανοπλίαν τῆς προετοιμασίας, τὴν ὁποίαν ἐπὶ τέσσαρες αἰῶνες παρεσκεύαζεν ὁ ῾Ελληνικὸς λαός· πανοπλίαν πίστεως, πανοπλίαν ἁρμάτων, πανοπλίαν παιδείας. Καὶ δὲν ἐδίστασε νὰ λαμπρύνη καὶ πάλιν τοὺς στίβους τοῦ μαρτυρίου. Μὲ προεξάρχοντα τὸν πατριάρχην Γρηγόριον τὸν Εʹ, καὶ πλησίον τοὺς ἄλλους Νεομάρτυρας· τὸν Νικομηδείας ᾿Αθανάσιον τὸν Κύπριον, τὸν Δέρκων Γρηγόριον ἀπὸ τὴν ᾿Αχαΐαν, τὸν ᾿Αδριανουπόλεως Δωρόθεον Πρώϊον τὸν Χῖον, τὸν Θεσσαλονίκης ᾿Ιωσὴφ τὸν ἐκ Δημητσάνης, τὸν Σωζοαγαθουπόλεως Παΐσιον τὸν ῎Ανδριον, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν τὴν ἰδίαν ἡμέραν ἤ ὀλίγον κατόπιν μὲ τὸν Γρηγόριον τὸν Εʹ. Καὶ κατὰ παράδοξον τρόπον ὅλοι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες εἶχαν ὑπογράψει τὸν περιβόητον ἀφορισμόν. ᾿Αλλὰ τὸ πνεῦμα τοῦ μαρτυρίου ποὺ εἶχαν μὲ τὴν θυσίαν των ἐπιβεβαιώσει οἱ δύο πρῶτοι Νεομάρτυρες, μὲ τὴν ῞Αλωσιν, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος καὶ ὁ Λουκᾶς Νοταρᾶς, ἐσυνεχίσθη καθ᾿ ὅλους τοὺς ἀγῶνας τοῦ Γένους.


᾿Αγῶνες ποὺ ἦσαν γιὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ῾Ελληνισμόν. Καὶ μετὰ τὴν Μεγάλην ῾Ελληνικὴν ᾿Επανάστασιν, στὸν Μακεδονικὸν ᾿Αγῶνα, ὁ Κορυτσᾶς Φώτιος, ὁ Γρεβενῶν Αἰμιλιανός, μὲ χορείαν ἁπλῶν, ἀλλὰ θερμουργῶν ἱερωμένων. Στὴν Μικρασιατικὴν Καταστροφήν, ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος, ὁ Ζήλων ᾿Αμασείας Εὐθύμιος ᾿Αγριτέλλης. Στὸν Κυπριακὸν ᾿Αγῶνα, οἱ Δημήτριος Καραολῆς καὶ ὁ ᾿Ανδρέας Δημητρίου. Μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τοῦ ῾Ελληνισμοῦ, ἐμπνευσμένοι καὶ ὡπλισμένοι ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν μυριάδων πρώτων Χριστιανῶν μαρτύρων καὶ τῶν Νεομαρτύρων. Γιὰ νὰ βεβαιωθῆ ἐπανειλημμένως ὅτι ἡ διατήρησις τοῦ Γένους καὶ ἡ ᾿Ελευθερία του δὲν εἶναι μόνον ὑπόθεσις πεδίου μαχῶν καὶ ροῆς κεφαλαίων, ἀλλὰ ρείθρων αἵματος. Καὶ τὸ αἷμα δὲν προσφέρεται μόνον μὲ ρητορικὰ σχήματα καὶ πυρίνους λόγους, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπεινὴν πνευματικὴν τροφοδοσίαν, μὲ τὸ ὑψηλὸν φρόνημα ποὺ καλλιεργοῦνται καὶ ἀναπτύσσονται στὸ βάθος τῆς ψυχῆς, στὸ ὕψος τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντος. ῾Η ἐποχή μας ἴσως δὲν ζητεῖ τὸν μάρτυρα τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ πάντως ζητεῖ τὸν μάρτυρα τῆς μαρτυρίας πάντοτε: Μαρτυρίαν Πίστεως, Μαρτυρίαν Πατρίδος. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ διαχρονικὴ παρουσία τῶν Νεομαρτύρων τῆς σκληρῆς περιόδου τῆς Τουρκικῆς αἰχμαλωσίας.



*  ᾿Εφημερ. «῾Εστία», 1.4.2005, σελ. 5· 2.4.2005, σελ. 5· 4.4.2005, σελ. 5· 5.4.2005, σελ. 5· 6.4.2005, σελ. 5· 7.4.2005, σελ. 5. Αναδημοσίευση εκ του ιστοτόπου της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής, της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF