ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ: ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝ Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ (ΜΕΡΟΣ 2ον)

 



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση «Άγιος Τύχων ο Μαρτυρικός Πατριάρχης»,
Αθήνα 2014, σελ. 21-29.
<<Η επανάσταση και οι πολιτικές ταραχές του 1917 βρήκαν την Εκκλησία στο στάδιο της προετοιμασίας για την επαναφορά της πατριαρχίας, προκειμένου ν' ανακτήσει την αυτοτέλειά της. Έτσι συνήλθε μια μεγάλη Σύνοδος που αποφάσισε τελικά την επαναφορά της πατριαρχίας και στη συνέχεια εξέλεξε τον Τύχωνα πατριάρχη. Το να βρεθεί κανείς ποιμενάρχης σε μια τέτοια περίοδο ταραχών και διωγμών ισοδυναμεί με μαρτύριο.
Οι μπολσεβίκοι προχωρούσαν διαρκώς σε τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον της Εκκλησίας. Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, επινόησαν αυθαίρετα το επιχείρημα πως η Εκκλησία στο σύνολό της δεν ήταν παρά μια αντεπαναστατική οργάνωση, που έπρεπε να εξαλειφθεί από προσώπου γης. Οι ίδιοι έκλεισαν ή ανατίναξαν τις περισσότερες εκκλησίες, σφράγισαν μοναστήρια, δήμευσαν την εκκλησιαστική περιουσία, ενώ οι κληρικοί κι οι μοναχοί πήραν το δρόμο της εξουσίας, της φυλακής, των βασανισμών και του μαρτυρίου.
Η Εκκλησία τα χρόνια αυτά έζησε ένα νέο μαρτυρολόγιο. Η θέση του πατριάρχη ήταν πολύ δύσκολη. Από τη μια έπρεπε να υποστηρίξει την αυτοτέλεια και την ύπαρξη της Εκκλησίας κι από την άλλη να προστατέψει τους πιστούς, που αντιδρούσαν στις αντιεκκλησιαστικές και βίαιες ενέργειες του σοβιετικού κράτους, με αποτέλεσμα να γίνονται θύματα της αγριότητας και της βιαιότητας της νέας σοβιετικής κυβέρνησης.
Ο πατριάρχης προσπάθησε να συγκρατήσει τις αθεϊστικές δυνάμεις που ήθελαν να επιβάλουν μια κυριαρχία στερημένη από αρχές και αξίες, βασισμένη μόνο σε μια ιδεοληψία για δήθεν ισότητα και δικαιοσύνη, που τελικά εξελίχτηκε στην πλέον άδικη και τρομοκρατική καταπάτηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος κι ελευθερίας, στο όνομα μιας <<απελευθερωμένης και δίκαιης ανθρωπότητας>>. Τα αποτελέσματα αυτής της τραγικής για την ανθρωπότητα απόπειρας ήταν ολέθρια, τραγικά!
Ο πατριάρχης αντιστάθηκε, αγωνίστηκε σθεναρά να πείσει τους κρατούντες να σεβαστούν τα ιερά και τα όσια που από αιώνες πολλούς σέβονταν και τιμούσαν οι Ρώσοι πιστοί. Προκειμένου να κατασιγάσει το μένος τους εναντίον κάθε ιερού και οσίου, ικανοποίησε πολλές φορές ορισμένες από τις απαιτήσεις του νέου καθεστώτος, όταν αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα επιζήμιες για την Εκκλησία και τους πιστούς. Όταν όλ' αυτά δεν απέδωσαν, προχώρησε στον αυστηρό έλεγχό τους, με την ύστατη ελπίδα, ότι ίσως αυτό θα μπορούσε να καταλαγιάσει τον ανεξέλεγκτο επαναστατικό πυρετό τους. Όλα απέβησαν μάταια. Κι ο πατριάρχης βέβαια ακολούθησε την τύχη που είχαν εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, δηλαδή το δρόμο του μαρτυρίου.
Η μεγάλη και μαρτυρική μορφή του ομολογητή πατριάρχη δεν έχει παρουσιαστεί ως σήμερα στο ελληνικό κοινό. Με την προτροπή και τη βοήθεια της ηγουμένης και των αδελφών της Ιεράς Μονής του αγίου Αλέξανδρου Νέφσκυ και της Παναγίας Νέο-Τίχβιβ, από το Αικατερίνμπουρκ της Ρωσίας, προχωρήσαμε στη σύνδεση και την έκδοση του βιβλίου αυτού, με την ελπίδα πως η ανάγνωσή του θα μας παρηγορήσει και θα μας στηρίξει, θα ενισχύσει τους πιστούς στον αγώνα τους, ιδιαίτερα στις δύσκολες συνθήκες που διανύουμε σήμερα στην πατρίδα μας>>.
Πέτρος ΜπότσηςΔεκέμβριος 2014.
(Απόσπασμα εκ του προλόγου)
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».






Η χειροτονία του σε επίσκοπο



Το 1896 ο αρχιεπίσκοπος Χολμ και Βαρσοβίας Φλαβιανός ζήτησε να χειροτονηθεί αρχιερέας ο αρχιμανδρίτης Τύχων και να διοριστεί ως βοηθός επίσκοπός του. Ο π. Τύχων τότε ήταν κατά ένα χρόνο νεότερος από την ηλικία των τριάντα τριών χρόνων, που ήταν το όριο για τη χειροτονία επισκόπων στη Ρωσική Εκκλησία.


Έτσι η χειροτονία του αναβλήθηκε για το επόμενο έτος. Στις 19 Οκτωβρίου του 1897, στο ναό της Αγίας Τριάδας στη Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυ, ο αρχιμανδρίτης Τύχων χειροτονήθηκε επίσκοπος για την επισκοπή Λούμπλιν, τοποτηρητής της επισκοπής Χολμ και Βαρσοβίας.


Στην ανάδειξή του σε επίσκοπο είπε ο ίδιος: <<Κάποτε, στις μέρες της νιότης μου, η επισκοπική διακονία μου φαινόταν -κι όχι μόνο σε μένα- ότι είχε υπόληψη, θαυμασμό, δύναμη κι εξουσία. <<Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην' ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου>> (Α' Κορ. ιγ' 11).


Τώρα καταλαβαίνω πως το αξίωμα του επισκόπου δεν έχει δύναμη, εκτίμηση κι εξουσία, αλλ' αντίθετα, πρώτ' απ' όλα έργο, αγώνα και άσκηση>>. Ο επίσκοπος Τύχων αντιλαμβανόταν τις ανάγκες της περιοχής του, όπου ζούσε ένα ετερώνυμο πλήθος από διάφορες εθνικότητες.


Χάρη στην εμπειρία και τα χαρίσματά του όμως, οι διάφοροι λαοί άρχισαν να συμφιλιώνονται. Συνέχισε επίσης τη διαδικασία της επανένταξης των Ουνιτών στους κόλπους της ορθόδοξης Εκκλησίας.


Την επόμενη χρονιά όμως, το ποίμνιό του πληροφορήθηκε με λύπη πως ο επίσκοπός τους θά' παιρνε μετάθεση για τη μακρινή Αμερική. Όπως είπε ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο αρχιδιάκονος Οτσερέντκο, <<οι κάτοικοι της περιοχής ολόκληρης βρέθηκε σε ταραχή και στον αποχωρισμό τους με τον αγαπημένο τους ιεράρχη, τα μάγουλά τους πλημμύρισαν από δάκρυα>>.


Όταν έγιναν γνωστά τα νέα για την αναχώρησή του, όλες οι εκκλησίες όπου είχε λειτουργήσει ο επίσκοπος γέμισαν από πιστούς που έκλαιγαν. Κι όταν έφτασε η μέρα της αναχώρησής του, στις 2 Οκτωβρίου του 1898, η πόλη ολόκληρη βγήκε για ν' αποχαιρετήσει τον επίσκοπο Τύχωνα.


Πολλοί δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι θα χάσουν τον αγαπημένο τους επίσκοπο και ξάπλωσαν μπροστά, στις ράγες του τρένου, Τελικά όμως υποχώρησαν στις ικεσίες του να του επιτρέψουν ν' αναχωρήσει εν ειρήνη για τον τόπο όπου τον προόριζε ο Θεός.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

Επίσκοπος στην Αμερική


Στην Αμερική υπήρχε μια ορθόδοξη ιεραποστολή, από τότε που έφτασε στα νησιά Κόντιακ στην Αλάσκα μια αποστολή από τη μονή Βαρλαάμ της βορειοδυτικής Ρωσίας. Στην αποστολή αυτή συμμετείχαν ο όσιος Γερμανός της Αλάσκας, ο νεομάρτυρας Ιβουνάλιος κι ο αρχιμανδρίτης Ιωάσαφ.


Ο τελευταίος αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος της νέας περιοχής, αλλά πνίγηκε σ' ένα ναυάγιο, κατά το ταξίδι επιστροφής στο ποίμνιό του. Το έργο των πρώτων ιεραποστόλων συνέχισαν οι επόμενοι ιερείς και κυρίως ο άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ (1797-1879) της Αλάσκας, που μετέφρασε την Καινή Διαθήκη


και άλλα κείμενα (λειτουργικά - πνευματικά - θρησκευτικά) στη γλώσσα των Αλεούτων, καθώς κι ο βοηθός του, ο άγιος Ιάκωβος Νετσβέτωφ που εξέδωσε το πρώτο Προσευχητάριο στη γλώσσα των Εσκιμώων της Αλάσκας.


Χάρη στους γεμάτους αυταπάρνηση κόπους και στις ακούραστες φροντίδες του αγίου Ιννοκέντιου, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκείνο τον καιρό κατείχε στην Αμερική πολλούς ναούς, παρεκκλήσια και σχολεία.


Το 1867 όμως άρχισε νέα περίοδος στην ιστορία της Ορθοδοξίας στην Αμερική. Η Ρωσία πούλησε στις ΗΠΑ την Αλάσκα και τα νησιά των Αλεούτων. Έτσι τότε πολλοί κάτοικοι της Αλάσκας, που ήταν Ρώσοι ορθόδοξοι, επέστρεψαν στη Ρωσία.


Η κατάσταση της αποστολής και των ιθαγενών χειροτέρεψε, επειδή σταμάτησε η οικονομική βοήθεια που ερχόταν από τη Ρωσία. Το 1870 σ' ολόκληρη την Αλάσκα είχαν μείνει μόνο 4 ιερείς κι εκείνη τη χρονιά η έδρα της επισκοπής μεταφέρθηκε στο Σαν Φραντζίσκο.


Στα χρόνια 1891-1898, που είναι γνωστά ως περίοδος εξόρυξης του χρυσού, η Αλάσκα έγινε τόπος όπου πήγαιναν όχι μόνο πολλοί επιχειρηματίες, αλλά και πολλοί ετερόδοξοι ιεραπόστολοι - κυρίως μεθοδιστές και πρεσβυτεριανοί.


Με τον καιρό ο αριθμός μετοίκων και μεταναστών από τη Ρωσία κι από άλλες χώρες της Ευρώπης αυξανόταν όλο και πιο πολύ και η επαρχία της Ρωσικής Εκκλησίας στην Αμερική χωρίστηκε σε δύο μέρη:


α) της Αλάσκας και των Αλεούτων Νήσων, που οι πιστοί ήταν κυρίως ιθαγενείς Αλεούτοι, Εσκιμώοι και Ινδιάνοι, και


β) της Βόρειας Αμερικής, που οι περισσότεροι πιστοί ήταν μετανάστες από τη Ρωσία, Σερβία, Βουλγαρία, Ελλάδα και Συρία. Με την ικανή καθοδήγηση του επισκόπου Νικολάου Ζιόρωφ (1891-1898), προκατόχου του οσίου Τύχωνα, η ορθόδοξη ιεραποστολή στην Αμερική άρχισε να προοδεύει και ν' αποκτά δύναμη.


Όταν ο επίσκοπος Τύχων έφτασε στην έδρα του, είπε στο καινούργιο ποίμνιό του. <<Μέχρι σήμερα είμαστε ξένοι, δεν γνωριζόμαστε καθόλου μεταξύ μας. Στο εξής, με τη βοήθεια του Κυρίου, θα προσεγγίσουμε ο ένας τον άλλο. με την αμοιβαία σχέση που έχει ένας επίσκοπος με το ποίμνιό του και το ποίμνιο με τον επίσκοπό του.


Στα πατερικά κείμενα η σχέση αυτή περιγράφεται όπως η σχέση του γάμου -ο επίσκοπος λογαριάζεται ως νυμφίος και το ποίμνιο ως νύμφη. Όπως ο άνθρωπος αγαπά τη σύζυγό του και γι' αυτό εγκαταλείπει τον πατέρα του και τη μητέρα του και προσκολλάται  σ' εκείνην, έτσι πρέπει ν' αγαπά κι ο επίσκοπος το ποίμνιό του.


Όπως η σύζυγος υποτάσσεται στο σύζυγο, έτσι πρέπει και το ποίμνιο να υπακούσει στον επίσκοπο.


<<Με την αντίληψη ότι αυτή πρέπει να είναι η σχέση του επισκόπου μ' εκείνους που έχει στη μέριμνά του και αφού μνηστεύτηκα κατά κάποιο τρόπο το λαό των Αλεούτων, άφησα την αγαπημένη μου πατρίδα,


την ηλικιωμένη μητέρα μου κι όλους τους κοντινούς συγγενείς και φίλους μου, τόσο αγαπητούς σε μένα, και ξεκίνησα για τη μακρινή γη, τη δική σας γη, για να συναντήσω εσάς, έναν λαό άγνωστο σε μένα.


Από τώρα και στο εξής εσείς θα είστε ο λαός μου, οι αγαπητοί μου άνθρωποι>>. Στις 12 Δεκεμβρίου 1898 ο επίσκοπος Τύχων έφτασε στη Νέα Υόρκη. Την εποχή εκείνη η επισκοπή είχε σαράντα χιλιάδες (40.000) ορθόδοξους πιστούς από διάφορες εθνικότητες: Ρώσους, Σέρβους, Έλληνες, Αλεούτους, Tlingits και Yupiks.


Ο επίσκοπος Τύχων κατόρθωσε να ενώσει όλο αυτό το ποικιλώνυμο ποίμνιο σε ένα κοινό πνεύμα και τους καθοδήγησε με αγάπη και υπομονή, σε υποταγή και αφοσίωση στην πρόνοια του Θεού.



Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο του Πέτρου Μπότση «Άγιος Τύχων ο Μαρτυρικός Πατριάρχης»,
Αθήνα 2014, σελ. 21-29.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF