ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΗ ΓΕΝΝΗΣΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 



Μηνὶ δεκεμβρίῳ κε´, κοντάκιον τῆς Χριστοῦ γεννήσεως, ἦχος γ´, φέρον ἀκροστιχίδα·

τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ ὕμνος



«Ύμνοι», απόδοση στα νέα Ελληνικά»



Προοίμιον

Παναγία σήμερα στὸν κόσμο φέρνει ὡς ἄνθρωπο τὸν Ἄκτιστο Θεό, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιο στὸν Ἀπροσπέλαστο παρέχει. ἄγγελοι μὲ τοὺς βοσκοὺς δοξολογοῦνε καὶ μάγοι ἔρχονται στὸ δρόμο μὲ τ᾿ ἀστέρι. ἀφοῦ πρὸς χάρι μας γεννήθηκε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


Οἶκοι


α´. Ἡ Βηβλεὲμ ἄνοιξε τὸν Παράδεισο, ἐλᾶτε νὰ δοῦμε. τὴν ἀπόλαυσι κρυμμένη βρήκαμε, ἐλᾶτε νὰ πάρουμε τοῦ παραδείσου τὰ δῶρα μέσα στὸ Σπήλαιο. ἐκεῖ ἐφανερώθηκε δέντρο Ὑπερφυσικὸ ποὺ προσφέρει ἄφεσι, ἐκεῖ μέσα εὑρέθηκε πηγάδι ἀχειροποίητο, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Δαβὶδ παλιὰ ἐπιθύμησε νὰ πιῆ. ἐκεῖ μέσα βρίσκεται Κόρη ποὺ ἐγέννησε Βρέφος καὶ σταμάτησεν ἀμέσως τὴ δίψα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαβίδ. γιὰ τοῦτο πρὸς τὸ Σπήλαιο ἂς τρέξουμε, ἐκεῖ ποὺ ἐγεννήθη Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


β´. Ὁ Δημιουργός της μητέρας Γιός της θέλησε κι ἔγινε. ὁ προστάτης τῶν βρεφῶν Βρέφος στὴ φάτνη πλαγίαζε. καὶ προσπαθώντας νὰ τὸν καταλάβη Τοῦ ᾿λεγεν ἡ Μητέρα Του: «Πές μου, παιδί μου, πῶς μέσα μου ἦρθες; Σὲ κοιτάζω, Σπλάχνο μου, καὶ μένω κατάπληκτη, γιατὶ Σὲ θηλάζω καὶ γάμο δὲν ἔκανα. κι ἐνῶ Σὲ βλέπω σπαργανωμένο τὴν παρθενίαν μου ἀκόμα ἀπείραχτην θωρῶ. γιατὶ Ἐσὺ τὴν ἐφύλαξες ποὺ διάλεξες κι ἔγινες Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


γ´. Ὑπέροχε Βασιλιά, ποιὰ σχέση ἔχεις Ἐσὺ μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἐπτώχευσαν; Δημιουργέ του οὐρανοῦ, γιατὶ στοὺς χωματένιους ἦρθες; Ἀγάπησες τὸ Σπήλαιο ἢ ζήλεψες τὴ Φάτνη; Νὰ ποὺ δὲν βρίσκεται οὔτε δωμάτιο γιὰ τὴ δούλη Σου στὸν χῶρο ποὺ ξεπεζέψαμε. δὲν λέω μόνο δωμάτιο μὰ οὔτε καὶ σπήλαιο, γιατὶ κι αὐτὸ ἐδῶ ᾿ναὶ ξένο. καὶ στὴ Σάρα σὰν ἔγινε μητέρα ἐδόθηκε κληρονομιὰ μεγάλη, σὲ μένα ὅμως οὔτε φωλιά. Χρησιμοποίησα τὸ Σπήλαιο ποὺ θεληματικὰ κατοίκησες Ἐσύ, Νέο παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»


δ´. Ἐνῶ ἔκανε αὐτὸν τὸν νοερὸ διάλογο καὶ καθικέτευε Ἐκεῖνον, ποὺ ξέρει ὅλα τὰ μυστικά, ἀκούει τοὺς Μάγους τὸ Βρέφος νὰ ζητᾶνε. Κι ἀμέσως τοὺς εἶπε «Ποιοὶ εἶσθε;» κι αὐτοὶ τὴ ῥωτᾶνε. «Ἀλήθεια Ποιὰ εἶσαι Σύ, ποὺ γέννησες Τέτοιο Παιδί; Ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας σου καὶ ποιὰ ἡ μητέρα σου; Γιατὶ ἔγινες Μητέρα καὶ τροφὸς Παιδιοῦ χωρὶς πατέρα, τοῦ Ὁποίου καθὼς εἴδαμε τὸ ἄστρο καταλάβαμε πῶς ἦρθε στὸν κόσμο Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


ε´. Γιατὶ καθαρὰ ὁ Βαλαὰμ μᾶς παρουσίασε τὸ νόημα ἐκείνων ποὺ προφήτεψε, εἶπε δηλ. ὅτι ἄστρο θ᾿ ἀνατείλη, ἄστρο ποὺ σβήνει ὅλα τὰ μαντέματα καὶ τὰ προοιωνίσματα. ἄστρο ποὺ καταργεῖ τῶν σοφῶν τὶς παραβολές, τὶς γνῶμες καὶ τοὺς γρίφους. Ἄστρο ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρι ποὺ φαίνεται ἀσύγκριτα λαμπρότερο, γιατὶ εἶναι ὅλων τῶν ἄστρων Ποιητής, περὶ τοῦ ὁποίου ἔγιναν προφητεῖες. Ἀπ᾿ τὸν Ἰακὼβ ἀνατέλλει Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


στ´. Τὰ παράξενα λόγια ἡ Μαριὰμ καθὼς ἄκουσε ἔσκυψε καὶ προσκύνησε τὸ Σπλάγχνο Της καὶ κλαίγοντας Τοῦ εἶπε. «Εἶναι μεγάλα γιὰ μένα, Παιδί μου, ὅλα μεγάλα, τὰ ὅσα ἔκανες σὲ μένα τὴ φτωχή. γιατὶ νὰ ἔξω οἱ Μάγοι Σὲ ζητᾶνε, οἱ βασιλιᾶδες τῆς Ἀνατολῆς. τὸ Πρόσωπό Σου ἐπίμονα γυρεύουν καὶ ἱκετεύουνε θερμὰ γιὰ νὰ Σὲ δοῦνε οἱ τοῦ λαοῦ Σου διαλεχτοί. γιατί ᾿ναὶ αὐτοὶ στ᾿ ἀλήθεια ὁ λαός Σου, στοὺς ὁποίους ἐφανερώθης Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


ζ´. Κι ἐπειδή ῾ναι λαός Σου, Παιδί μου, διάταξε μέσα ναρθοῦνε, γιὰ νὰ δοῦν πλούσια ἀνέχεια, τίμια φτώχεια. Ἐσένα τὸν Ἴδιο ἔχω δόξα καὶ καύχημα. γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ντρέπομαι. Ἐσὺ εἶσαι ὀμορφιὰ καὶ στολίδι τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἐμένα. θέλησε τὸ νὰ μποῦνε. δὲν μὲ νοιάζει ποὺ εἶναι ταπεινὰ ἐδῶ μέσα. ἀφοῦ Ἐσένα κρατάω σὰν θησαυρό, Ἐσένα ποὺ ἦρθαν βασιλεῖς γιὰ νὰ δοῦνε, Βασιλεῖς καὶ Μάγοι ποὺ ἔμαθαν ὅτι ἐφάνης Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»


η´. Ὁ Ἰησοῦς ποὖναι στ᾿ ἀλήθεια καὶ Θεός μας ἀπάντησε νοερὰ στὴ σκέψι τῆς Μητέρας Του καὶ εἶπε. «Βάλε μέσα αὐτούς, ποὺ μὲ μήνυμα ἔφερα. γιατὶ δικός μου ἄγγελος ἐφανερώθη σ᾿ αὐτοὺς ποὺ μὲ λαχτάρα μὲ ψάχνουν. εἶναι μὲν ἄστρο κατὰ τὸ φαινόμενο μὰ στὴν πραγματικότητα κάποια δύναμι ὑπερφυσική. ἦρθε ἀντάμα μὲ τοὺς Μάγους γιατὶ Ἐμένα ὑπηρετεῖ κι᾿ ἀκόμα στέκεται ἐκτελώντας τὸν προορισμό του καὶ δείχνει μὲ τὴ λάμψι τοῦ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


θ´. Τώρα, λοιπόν, Ἁγία Κόρη, ὑποδέξου ἐκείνους ποὺ μὲ πίστεψαν. μ᾿ ἐκείνους βρίσκομαι στ᾿ ἀλήθεια ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως στὴν ἀγκαλιά Σου μὲ κρατᾶς. κι ἀπὸ Σένα δὲν μάκρυνα καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἦρθα.» Κι ἀνοίγει Ἐκείνη τὴν πόρτα καὶ ὑποδέχεται τὴ συντροφιὰ τῶν Μάγων. ἀνοίγει θύρα ἡ ἀπαραβίαστη Πύλη, τὴν ὁποία μονάχα ὁ Χριστὸς ἐδιάβηκε. ἀνοίγει θύρα ἡ Θύρα ποὺ ἄνοιξε καὶ δὲν ἔχασε καθόλου τῆς ἁγνείας τὸ θησαυρό. ἄνοιξε θύρα Αὐτή, ἀπ᾿ τὴν Ὁποία ἐγεννήθη Θύρα, Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


ι´. καὶ οἱ Μάγοι ἀμέσως ἐτρέξανε σ τὴν κάμαρα καὶ καθὼς ἀντικρυσαν τὸ Χριστὸ τὰ ἔχασαν, γιατὶ εἴδανε τὴ Μητέρα του, τὸ Μνηστήρα Της. καὶ τρομαγμένοι εἴπανε: «Αὐτὸς εἶναι Παιδὶ δίχως καταγωγὴ ἀνθρώπινη, καὶ πῶς, Κόρη, τὸν Μνηστήρα βλέπουμε ἀκόμη μέσα στὸ σπίτι Σου; Δὲν κατηγόρησαν τὴν ἐγκυμοσύνη Σου; Μήπως παραξηγηθῆ ἡ συγκατοίκησι μίας καὶ βρίσκεται κοντά Σου ὁ Ἰωσήφ. ἔχεις πολλοὺς ποὺ Σὲ φθονοῦν καὶ ψάχνουμε νὰ βροῦνε ποὺ γεννήθηκε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»


ια´. Ἀπάντησε στοὺς Μάγους ἡ Μαρία: «Νὰ σᾶς ἐξηγήσω γιὰ ποιὸ λόγο κρατῶ τὸν Ἰωσὴφ στὸ σπίτι μου. θέλω νὰ δίνη μαρτυρία σὲ ὅσους μὲ κατηγοροῦν. γιατὶ αὐτὸς θὰ ἀναφέρη ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσε γιὰ τὸ Παιδί μου. ἀφοῦ καθὼς κοιμότανε εἶδε ἅγιο ἄγγελο νὰ τὸν ἐνημερώνη ἀπὸ πούθε ἔμεινα ἔγκυος, ἀστραφτερὴ μορφὴ τὸν προβληματισμένο Ἰωσὴφ ἐπληροφόρησε τὴ νύχτα πάνω σε ὅσα τὸν ἐστενοχώραγαν. γι᾿ αὐτὸ κι εἶναι μαζί μου ὁ Ἰωσήφ, γιὰ νὰ δηλώνη ὅτι ἔγινε πραγματικὰ Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


ιβ´. Ὁλοκάθαρα λέει ὅλα τὰ ὅσα ἄκουσε. περίτρανα διαλαλεῖ ὅσα ὁ ἴδιος εἶδε σὲ οὐρανὸ καὶ γῆς. τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς τσοπάνηδες, τὸ πὼς ἐδοξολόγησαν οἱ ἄγγελοι μὲ τοὺς ἀνθρώπους. γιὰ σᾶς τοὺς Μάγους ὅτι εἴχατε μπροστὰ στὸ δρόμο σας ἄστρο ποὺ ἔφεγγε καὶ σᾶς ὁδηγοῦσε.


Γι᾿ αὐτὸ ἀφῆστε τὰ παραπάνω καὶ ἐξιστορῆστε μας αὐτὰ ποὺ τώρα σᾶς συνέβησαν. ἀπὸ ποῦ ἤρθατε καὶ πῶς ἐκαταλάβατε ὅτι φάνηκε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»


ιγ´. Κι ὅταν εἶπεν αὐτὰ στοὺς Μάγους ἡ Ὁλόφωτη, οἱ λύχνοι τῆς Ἀνατολῆς σ᾿ Ἐκείνην ἀπαντήσανε. «Θέλεις νὰ μάθης ἐδῶ πῶς εὑρεθήκαμε; Ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Χαλδαίων, ὅπου δὲν παραδέχονται ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ “Θεὸς τῶν θεών” ἀπὸ τὴ Βαβυλώνα ὅπου δὲν ξέρουνε ποιὸς ἐφτίαξε ἐκεῖνα ποὺ λατρεύουν. ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε καὶ μᾶς παρέλαβε τὸ Φῶς τοῦ Παιδιοῦ Σου ἀπὸ τὴν πυρολατρεία τῶν Περσῶν. ἀφήσαμε τὴ φωτιὰ ποὺ ὅλα τὰ ἐξαφανίζει κι ἀντικρύζουμε Φωτιὰ ποὺ δροσίζει, Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.


ιδ´. Ματαιότης ματαιοτήτων εἶναι ὅλα. μὰ κανεὶς ἀνάμεσά μας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ τὸ παραδέχεται. γιατὶ ἄλλοι μὲν πλανοῦν κι ἄλλοι εἶναι πλανεμένοι. Γι᾿ αὐτό, Παρθένε, εὐχαριστοῦμε τὸ Γιό Σου ποὺ μᾶς ἐλευθέρωσε ὄχι μονάχα ἀπ᾿ τὴ πλάνη ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε κακὸ σ᾿ ὅλες τὶς χῶρες ποὺ διατρέξαμε, ἀπὸ ἔθνη βάρβαρα, ἀπὸ γλῶσσες ἄγνωστες, καθὼς ἐπερπατούσαμε στὴ γῆ καὶ τὴν ἐψάχναμε ἔχοντας τὸ ἄστρο γιὰ λυχνάρι καὶ μὲ λαχτάρα ἐζητούσαμε τὸ ποὺ γεννήθηκε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


ιε´. Μὲ ὁδηγὸ ὡστόσο αὐτὸ τὸ ἄστρινο λυχνάρι, ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλὴμ περιδιαβάσαμε καὶ πραγματοποιήσαμε στὰ σίγουρα τὰ προφητικὰ λόγια. Ἀκούσαμε δηλαδὴ ὅτι ἀπείλησε ὁ Θεὸς πὼς θὰ τῆς κάνῃ ἔρευνα. κι ἐρχόμαστε ἕνα γύρο μὲ τὸ λυχνάρι θέλοντας γιὰ νὰ βροῦμε τοῦ Θεοῦ τὴν Δωρεά. μὰ δὲν τὴν βρήκαμε γιατὶ ἐπάρθηκε ἡ κιβωτὸς τῆς μαζὶ μὲ ὅλα ὅσα βάσταγε προτερινὰ καλά. τὰ παλιὰ ἐπεράσανε. ἀφοῦ ὅλα τὰ ἀνακαίνισε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»


ιστ´. «Ἀλήθεια», ἀπάντησε ἡ Μαρία στοὺς πιστοὺς Μάγους, «ὅλη τὴν Ἱερουσαλὴμ περιδιαβάσατε, τὴν πόλι ποὺ σκοτώνει τοὺς προφῆτες; Καὶ πῶς ἀνενόχλητα διατρέξατε αὐτὴν ποὺ ὅλους τοὺς φθονεῖ; Πῶς πάλι τοῦ Ἡρώδη ἐξεφύγατε ποὺ ἔχει μέσα στὴν καρδιά του κι᾿ ἀναπνεύει φόνους ἀντὶ γιὰ νόμους;» Κι ἐκεῖνοι λένε πρὸς Αὐτήν. «Κόρη, δὲν τοῦ κρυφτήκαμε ἀλλὰ τὸν ξεγελάσαμε. ἐμιλήσαμε μ᾿ ὅλους ῥωτώντας ποὺ γεννήθηκε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»


ιζ´. Ὅταν ἄκουσεν αὐτὰ ἡ Θεοτόκος ἀπ᾿ τοὺς Μάγους, τότε εἶπε σ᾿ αὐτούς. «Τί σᾶς ἐρώτησε ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης καθὼς καὶ οἱ Φαρισαῖοι;» «Ὁ Ἡρώδης πρῶτα καὶ μετά, ὅπως τόπες, οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἔθνους Σου προσπάθησαν νὰ ἐξακριβώσουν ἀπὸ μᾶς τὸ χρόνο αὐτοῦ του ἄστρου ποὺ τώρα φαίνεται. κι ἀφοῦ τὸ διαπίστωσαν, χωρὶς νὰ καταλάβουνε τὸ θαῦμα, δὲν ἐλαχτάρησαν νὰ δοῦν Αὐτὸν ποὺ ψάξανε νὰ μάθουν, γιατὶ σὲ ὅσους ἐρευνοῦν φανερώνεται Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


ιη´. Μᾶς πέρασαν γιὰ ἄφρονες οἱ ἄμυαλοι, καὶ μᾶς ῥωτοῦσαν “ἀπὸ ποῦ καὶ πότε ἤρθατε; πῶς δρόμους ἄγνωστους περάσατε;” Κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας τοὺς ῥωτήσαμε νά μας ἀπαντήσουν μὲ βάση αὐτὸ ποὺ ξέρανε. Ἐσεῖς παλιὰ πῶς βρήκατε τὸ δρόμο στὴν ἀπέραντη ἔρημο ποὺ περάσατε; Ἐκεῖνος ποὺ ὁδήγησε τοὺς Ἑβραίους ἀπ᾿ τὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἴδιος καὶ τώρα ἔφερε κοντά Του τοὺς Χαλδαίους, τότε μὲ φωτεινὸ στύλο καὶ τώρα μ᾿ ἄστρο ποὺ ἔδειχνε Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.


ιθ´. Τ᾿ ἀστέρι παντοῦ μπροστά μας πορευότανε ὅπως σὲ σᾶς ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ ῥαβδὶ στὸ χέρι, σκορπίζοντας ἀνάργυρά της θεογνωσίας τὸ φῶς. Ἐσᾶς παλιὰ τὸ μάννα ἐχόρτασε καὶ σᾶς ξεδίψασεν ἡ πέτρα. ἐμᾶς ἡ ἐλπίδα τοῦ ἄστρου ἐμψύχωσε. ἀπ᾿ τὴ χαρὰ τοῦ ἐχορταίναμε καὶ στὴν Περσία νὰ γυρίσουμε, μίας κι ἦταν δύσκολος ὁ δρόμος, οὔτε ποὺ βάλαμε στὸ νοῦ μας, ἀφοῦ νὰ δοῦμε λαχταρούσαμε, νὰ προσκυνήσουμε καὶ νὰ δοξάσουμε Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό”.»


κ´. Οἱ Μάγοι οἱ σοφοὶ αὐτὰ ἐλέγανε. κι ἡ Κόρη ἡ Σεμνὴ ὅλα τὰ ἐπισφράγιζε καὶ τὸ Βρέφος ἐπικύρωνε καὶ τῶν δύο μερῶν τὰ λεγόμενα. τῆς μὲν Παναγίας ἐφύλαξε ἀπείραχτη τὴ μήτρα μετὰ τὴν κυοφορία, τῶν δὲ Μάγων ἔκαμε, μετὰ τὸν ἐρχομό, ξεκούραστο τὸν νοῦ ὅπως τὰ βήματα. γιατὶ κανένας τοὺς κούραση δὲν ἐνοίωσε ὅπως δὲν ἐκουράστηκε ὁ Ἀββακοὺμ ποὺ πῆγε στὸν Δανιήλ. ἀφοῦ Ἐκεῖνος ποὺ ἐφάνηκε στοὺς προφῆτες, ὁ Ἴδιος φανερώθη καὶ στοὺς Μάγους, Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


κα´. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὲς ὅλες τὶς διηγήσεις πῆραν τὰ Δῶρα οἱ Μάγοι στὰ χέρια τους καὶ προσκύνησαν τὴν Πηγὴ ὅλων τῶν δώρων καὶ ὅλων τῶν ἀρωμάτων κι ὕστερα πρόσφεραν στὸν Χριστὸ χρυσάφι, σμύρνα καὶ λιβάνι λέγοντας. «Δέξου δῶρο τριπλό, ὅπως δέχεσαι ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ τὸν Τρισάγιο ὕμνο. μὴν τὰ περιφρονήσης ὅπως τὰ δῶρα τοῦ Κάϊν, ἀλλὰ δέξου τὰ μὲ εὐχαρίστηση ὅπως τοῦ Ἄβελ τὴν προσφορά, μὲ τὶς πρεσβεῖες Ἐκείνης ποὺ Σ᾿ ἐγέννησε κι ἔγινε αἰτία νάρθης κοντά μας Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.»


κβ´. Βλέποντας τώρα ἡ Ἀψεγάδιαστη δῶρα πρωτότυπα καὶ ὄμορφα οἱ Μάγοι στὰ χέρια νὰ βαστᾶνε καὶ κάτω νὰ πέφτουν καὶ νὰ προσκυνοῦν ἀστέρι νὰ δείχνῃ, βοσκοὺς νὰ δοξάζουν, ὅλων αὐτῶν τὸν Πλάστη καὶ Δημιουργὸ ἱκέτευε καὶ ἔλεγε. «Παιδί μου, Σὺ ποὺ δέχτηκες τρία δῶρα, τρεῖς χάρες θέλω νὰ κάνῃς σὲ μένα ποὺ Σ᾿ ἐγέννησα. Σὲ παρακαλῶ δῶσε καλοὺς ἀέρες, καλοὺς καρποὺς στὴ γῆ καὶ φύλαγε τοὺς ἀνθρώπους. Συμφιλιώσου μὲ ὅλους γιὰ χάρη μου, γιατὶ ἐγεννήθης Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός.


κγ´. Εἶναι ἀλήθεια, Σωτῆρα μου Εὔσπλαχνε, πὼς δὲν εἶμαι μονάχα δική Σου Μητέρα. οὔτε χωρὶς σκοπὸ σὲ θηλάζω Ἐσένα ποὺ τὸ γάλα χορηγεῖς. ἀλλὰ γιὰ ὅλους Ἐγὼ θερμὰ Σὲ ἱκετεύω. μὲ ἔκανε στόμα καὶ καύχημα ὅλου του γένους μου. γιατὶ ἐμένα ἔχει ἡ οἰκουμένη Σου προστασία πανίσχυρη, καταφύγιο καὶ στήριγμα. ἐμένα κοιτάζουν οἱ ἐξόριστοι τοῦ παραδείσου τῆς ἀπόλαυσης, γιατὶ τοὺς ἐπαναφέρω καὶ τοὺς κάνω νὰ αἰσθανθοῦνε ὅλα τὰ καλὰ μὲ ὄργανο ἐμένα ποὺ ἐγέννησα Νέο Παιδί, τὸν Ἄχρονο Θεό.


κδ´. Σωτῆρα μου, σῶσε τὸν κόσμο· ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸ ἦρθες στὴ γῆ. κάμε νὰ ἐπικρατήσουν ὅλα τὰ δικά Σου· ἀφοῦ γιὰ τοῦτο φάνηκες σὲ μένα καὶ στοὺς Μάγους καὶ σ᾿ ὅλη τὴν κτίση. κοίταξε νὰ οἱ Μάγοι, ποὺ τοὺς ἔδειξες τὸ φῶς τοῦ Προσώπου Σου, Σὲ προσκυνοῦν καὶ δῶρα Σοῦ προσφέρουν χρήσιμα κι ὄμορφα καὶ πολὺ ἀπαραίτητα. ἀφοῦ ἐτοῦτα χρειάζομαι, ἐπειδὴ ἑτοιμάζομαι στὴν Αἴγυπτο νὰ ταξιδέψω καὶ νὰ φύγω μὲ Σένα, γιὰ Σένα, Ὁδηγέ μου, Υἱέ μου, Πλάστη μου, Λυτρωτή μου, Νέο Παιδί, Ἄχρονε Θεέ.»



Δ´ ἀναθεώρησις, ἐπερατώθη τὴν 3ην Αὐγούστου 1986, Κυριακή, ὥρα 1μ.μ. Ἔκαμα Θεία Λειτουργία καὶ κήρυγμα ἐν Οἰνοφύτοις. Ῥωμανέ μου, μνήσθητι καὶ ἐλέησον ὡς οἶδας… Ὁ χειρότερος φίλος Σου *Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ῥωμανοῦ Μελῳδοῦ «Ὕμνοι», ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικά, Ἀρχιμανδρίτου Ἀνανία Κουστένη, Τόμος Πρῶτος, β´ ἔκδοση, Ἐκδόσεις Χ. Μπούρα, σελ. 10 -31. *Εκ του ιστοτόπου <<nektarios.gr>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF