ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ - ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ: Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ




Το σημερινό Ευαγγέλιο ονομάζεται «Ευαγγέλιο της Μελλούσης Κρίσεως». Δεν αναφέρεται στη ζωή και τη δράση του Χριστού, αλλά στη Δευτέρα Παρουσία Του, που θα έλθει με το δοξασμένο Σώμα Του, που πήρε από τη Θεοτόκο και ποτέ δε χωρίσθηκε απ’ αυτό. Θα έλθει να κρίνει τον κόσμο, «ζώντας και νεκρούς».


Και η δευτέρα Παρουσία, όπως και η πρώτη, που υπήρξε πρόδρομός της, γίνεται για την πολύτιμη εικόνα του Θεού, τον άνθρωπο, που τόσο αγάπησε ο Θεός, ώστε έρχεται να ολοκληρώσει τη σωτηρία του, τη θέωσή του, να του χαρίσει το πλήρωμα της αληθινής ζωής, να τον εισαγάγει στη Βασιλεία Του, την οποία του ετοίμασε «από καταβολής κόσμου». Όπου βρίσκεται η Κεφαλή -ο Χριστός- εκεί θα Βρίσκονται και τα μέλη του Σώματός Του, οι άνθρωποι, που στη ζωή τους συνυπήρχαν με την Κεφαλή.


Σε πολλά σημεία του Ευαγγελίου ομιλεί ο Κύριος για τη δευτέρα έλευσή Του στη γη, καθώς και για τη συντέλεια του κόσμου, που θα επακολουθήσει. Στο σημερινό όμως ευαγγέλιο ομιλεί σαφέστερα. Και πρώτα-πρώτα ο ερχομός Του θα είναι «εν τη δόξη αυτού». Όχι όπως στην πρώτη παρουσία, που έκρυβε τη θεία Του δόξα κάτω από τη σάρκα, που προσέλαβε και φανερώθηκε με «δούλου μορφήν». Τώρα θα δορυφορείται από στρατιές Αγγέλων και Αρχαγγέλων.


Όπως περιγράφει ο προφήτης Δανιήλ «χίλιοι χιλιάδες ελειτούργουν Αυτώ και μύριοι μυριάδες παρειστήκεσαν Αυτώ» (Δαν. 7, 10). Θα «αδειάσουν οι ουρανοί», αφού θα είναι «πάντες οι άγιοι άγγελοι ματ’ Αυτού» (Χρυσόστομος). Θα λάμπει και θα φωτίζει τα πέρατα με τη θεϊκή Του παρουσία, όπως η «αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών».


1. Το «σημείον» της δευτέρας Παρουσίας Προπομπός του Κυρίου θα είναι το μέγα και φρικτό «σημείον του υιού του ανθρώπου», ο Σταυρός, που είναι και το «σημείον» της δευτέρας Παρουσίας, Με αυτό δοξάσθηκε ο Χριστός, νικώντας τον θάνατο και με την προβολή του θέλει να μας δείξει α) ότι «υπερβαλλόντως ηγάπησεν ημάς» και β) με ποιό τρόπο μας επανέκτησε και μας συνανέστησε. Επειδή θα καλέσει τους εκλεκτούς να κληρονομήσουν τη Βασιλεία Του, τους δείχνει και το μέσο με το οποίο τους εξασφάλισε τη Βασιλεία.


Η ανάβασή Του στο Σταυρό θεωρήθηκε αδυναμία και μωρία και απόδειξη ότι δεν είναι «υιός του Θεού». Γι’ αυτό υβρίσθηκε και χλευάσθηκε και άκουε εκείνα τα βλάσφημα: «ει υιός ει του Θεού σώσον σεαυτόν και κατάβηθι από του σταυρού», του ξύλου της κατάρας και της ατιμίας. Δεν κατάλαβαν πως, αν μένει στο Σταυρό, δεν το κάνει από αδυναμία, αλλά για τη σωτηρία τους και αν κατέβαινε δε θα σωζόταν κανένας, γιατί ο θάνατος δεν θα ενικάτο. Η έσχατη ταπείνωση, η ατιμία και η αδοξία έφεραν την πιό μεγάλη δόξα.


Ο Κύριος ακόμη θα φέρει κατά τον ερχομό Του και τους «τύπους των ήλων», τα αποτυπώματα των καρφιών της θυσίας Του, όταν προσηλώθηκε στο Σταυρό. Δείγμα κι’ αυτό της αγάπης Του σ’ εμάς και της υπακοής στον Πατέρα Του.


2. Θρόνος Του η Εκκλησία Το Ευαγγέλιο αναφέρει στη συνέχεια ότι θα «καθίσει επί θρόνου δόξης Αυτού». Θρόνος δε του Χριστού δοξασμένος είναι η μαρτυρική Εκκλησία (Κύριλλος Αλεξανδρείας) που ζει ακατάπαυστα τον Σταυρό του Χριστού στα πρόσωπα των Μαρτύρων και των Οσίων της, που φέρουν στα σώματά τους τα «στίγματα του Κυρίου Ιησού», τη διαρκή νέκρωση, που γίνεται ζωηφόρος, γιατί νικά «θανάτω τον θάνατον». Αυτοί γίνονται «θρόνος δόξης», όπου επαναπαύεται ο «εν Αγίοις αναπαυόμενος».


Στολισμένη η Εκκλησία με το Αίμα του Νυμφίου της και τα αίματα των Μαρτύρων της, που είναι ως «πορφύρα και βύσσος», θα «καταστράπτη την υπ’ ουρανόν και θα φωτίζη διηνεκώς ως ο ήλιος. Και όπως κανένας δεν μπορεί να σβήσει τον ήλιο έτσι και κανένας δεν μπορεί να αμαυρώσει την λαμπρότητα της Εκκλησίας» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Οι Άγιοι βάδισαν την οδό του Σταυρού, για να βρουν τον πολύτιμο Μαργαρίτη, γι’ αυτό λάμπουν «ως φω­στήρες εν κόσμω». Αυτή την οδό προς την αληθινή δόξα κληρονόμησαν από τον Κύριο και την κληροδότησαν και σ’ εμάς, μέχρι την ήμερα της δευτέρας Παρουσίας, την «μεγάλη και επιφανή».


3. Συντέλεια και ανακαινίσιμος του κόσμου Τον ερχομό του Κυρίου «εν δόξη» θα ακολουθήσει «εν ριπή οφθαλμού» (Α’ Κορ. 15, 52) δηλαδή όσο χρειάζεται να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας, η ανάσταση των νεκρών και το τέλος του παρόντος κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει, ότι ο Θεός θα οδηγήσει τον κόσμο στην ανυπαρξία, στο «μη ον», αλλά θα τον μεταμορφώσει. Θα γίνει «εν ετέρα μορφή». Εκείνο που θα εξαλειφθεί, είναι η φθορά και η θνητότητα από τον κόσμο και θα μεταποιηθεί σε αφθαρσία και αθανασία. Θα πληρωθεί από θεία Χάρη και θα είναι «ναός Θεού», όπως ήταν από την αρχή ο προορισμός του. Κόσμος «υπέρ φύσιν και χρόνον».


Αυτής όμως της μεταμόρφωσης του κόσμου θα προηγηθεί η μεταμόρφωση και ο ανακαινισμός του ανθρώπου. Η υλική κτίση ακολούθησε στη φθορά την πορεία του ανθρώπου. Ο Θεός δεν έκανε για τη φθορά και τον θάνατο, ούτε τον άνθρωπο ούτε την κτίση. Με την αμαρτία του ο άνθρωπος, με την άρνησή του να έχει ως ζωή του τη σχέση με τον Θεό, έφερε τη φθορά και τον θάνατο στον εαυτό του και σ’ ολόκληρη την κτίση. Όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, ολόκληρη η υλική κτίση «συστενάζει και συνωδίνει (=κοιλοπονεί) με τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο και αναμένει την ανακαίνισή του από τη «δουλεία της φθοράς», για να επακολουθήσει και η δική της ανακαίνιση «εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8, 21).


Αναμένουμε «καινούς ουρανούς και γεν καινήν κατά το επάγγελμα (=κατά τήν υπόσχεση) Αυτού», γράφει ο απόστολος Πέτρος. Αυτής της μεταμόρφωσης παίρνουμε μια πρόγευση στον χώρο της Εκκλησίας, όταν τα στοιχεία του φθαρτού κόσμου, το ψωμί, το κρασί, το λάδι, το νερό και άλλα, που μεταδίδουν φθαρτή ζωή, μεταμορφώνονται με τη Χάρη του Αγ. Πνεύματος και αφθαρτοποιούνται σε Σώμα και Αίμα Χριστού, σε ευχέλαιο, σε αγιασμό και μεταδίδουν θεία ζωή. Έτσι, ζώντας μέσα στην Εκκλησία τρεφόμαστε και αγιαζόμαστε από τώρα με τη μερική μεταμόρφωση του κόσμου και προσδοκούμε την πλήρη και τέλεια.


4. Ανάσταση, σύναξη, χωρισμός Όπως γράφει ο απ. Παύλος, «ο Κύριος εν κελεύσματι (= με το πρόσταγμά του) και εν φωνή Αρχαγγέλου», θα αναστήσει τους νεκρούς όλων των αιώνων, τον «Αδάμ παγγενή» (Α’ Θεσ. 4, 16). Και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη, «εδωκεν η θάλασσα τούς νεκρούς τους εν αυτή, και ο θάνατος και ο άδης έδωκαν τους νεκρούς τους εν αυτοίς» (Αποκάλ. κ’ 13).


Και στη συνέχεια «συναχθήσονται έμπροσθεν Αυτού πάντα τα έθνη». Θα αναστηθούν και οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Αλλά για μεν τους δικαίους, που είχαν για ζωή τους τη σχέση και την αγάπη με τον Θεό, η Ανάσταση και η αιωνιότητα θα είναι «θεία και ανεννόητος (=άπειρη) ηδονή», για δε τους αμαρτωλούς που αρνήθηκαν τη σχέση με τον Θεό, θα είναι «ανεκλάλητος οδύνη» (αγ. Μάξιμος). Οι αμαρτωλοί θα έχουν το «αεί είναι» (=την αιωνιότητα) όχι όμως το «ευ είναι» (= τη μακαριότητα). Θα στερούνται τη συμμετοχή στη θεία ζωή, γιατί έμειναν ξένοι από την αγάπη.


Η ζωή ως αγάπη είναι Παράδεισος, η δε αποξένωση από την αγάπη είναι «κόλασις αιώνιος» και «πυρ εξώτερον». Οι δίκαιοι που έζησαν «κατά Χριστόν» και ασκήθηκαν να απαλλαγούν από τα πάθη τους και ήταν πρόθυμοι για θυσίες για τον Θεό και τους ανθρώπους, θα απολαύσουν την αιωνία μακαριότητα. Αυτοί αναστήθηκαν ψυχικά, όταν ακόμη ζούσαν, γιατί δέχτηκαν τη Χάρη του Θεού και ζούσαν και εργάζονταν σύμφωνα με τη χάρη και όχι κατά τα θελήματα της σαρκικής φύσεώς τους.


Και όταν πέθαναν η Χάρις του Θεού δεν έφυγε από κοντά τους. Τα φθαρτά και θνητά σώματά τους θα αποβάλουν τη φθορά και τον θάνατο, θα μεταποιηθούν σε αφθαρσία και αθανασία, θα ανακαινισθούν και θα ενωθούν με τις ψυχές, για να ξαναγίνουν ενιαίες υπάρξεις και θα εκλάμπουν ως ο ήλιος στη Βασιλεία του Θεού. Το φως του Χριστού θα τους φωτίζει, ενώ το ίδιο φως τους αμαρτωλούς θα τους φλογίζει, γιατί δεν καθαρίσθηκαν από τα πάθη τους και ήταν ξένοι προς τη ζωή της αγάπης.


Αυτό το νόημα έχει και ο χωρισμός των ανθρώπων σε πρόβατα, που θα μπουν στα δεξιά του Χριστού και σε ερίφια, που θα μπουν στα αριστερά. Μέχρι τότε θα είναι όλοι ανάμικτοι, για να έχουν την ευκαιρία οι ανελεήμονες να παραδειγματιστούν από τους ελεήμονες και να τους μιμηθούν.


5. Τα πρόβατα Ο Χριστός εκφράζει όλη την ευαρέσκειά Του στους εκλεκτούς του και τους αποκαλεί πρόβατα. Ο ίδιος ονομάζεται « Αμνός του Θεού» από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, διότι είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για τη σωτηρία του κόσμου. Και οι εκλεκτοί του Θεού ομοιώθηκαν με τον «Αμνόν του Θεού», γιατί ήταν έτοιμοι να πεθάνουν για τον Χριστό και τους ανθρώπους.


Ήταν πρόθυμοι, όχι μόνο να θυσιάσουν τα αγαθά τους, τον χρόνο τους, την ανάπαυσή τους για να θρέψουν πεινασμένους, να ξεδιψάσουν τους διψασμένους, να ντύσουν τους γυμνούς, να φιλοξενήσουν τους ξένους, να επισκεφθούν τους ασθενείς και τους φυλακισμένους, αλλά να δοθούν και οι ίδιοι στους «ελαχίστους αδελφούς» του Χριστού. Υπήρξαν άγιοι που πωλήθηκαν αιχμάλωτοι για να ελευθερώσουν άλλους.


Ο άββάς Αγάθων ήθελε να ανταλλάξει το σώμα του με το σώμα οποιουδήποτε λεπρού. Επειδή λοιπόν ακολουθούσαν παντού και πάντοτε το «Αρνίον το εσφαγμένον», γι’ αυτό ο Χριστός τους αποκαλεί πρόβατα. Ο δικός Του τρόπος ζωής, που ήταν η αγάπη, έγινε και δικός τους. Και εφ’ όσον ο «κατά φύσιν» Υιός του Θεού αγαπούσε μέχρι θυσίας, όσοι αγάπησαν και ακολούθησαν τον δρόμο της θυσίας, πήραν το χάρισμα της υιοθεσίας, έγιναν θετοί υιοί του Θεού. Η δε Βασιλεία του Θεού ετοιμάσθηκε από «καταβολής κόσμου», για όσους έμειναν πιστοί στην οικογένεια του Θεού, την Εκκλησία.


Μέσα στο Άγιο Ποτήριο είναι η «όντως ζωή», η αθάνατη. Όταν κοινωνούμε, δεν αποβλέπουμε στην ατομική σωτηρία, ανεξάρτητα από τους άλλους. Κοινωνούμε ως μέλη του Σώματος του Χριστού, ως αδελφοί εν Χριστώ, που αγαπούν και αγαπώνται. Εφ’ όσον μετέχουμε στην κοινή ζωή του Χριστού, ως πρόβατά του, οφείλουμε να έχουμε από κοινού και τα αγαθά, που συντηρούν την πρόσκαιρη ζωή.


Τα αγαθά αυτά δε μπορεί να τα απολαμβάνουμε ατομικά, όταν οι άλλοι με τους οποίους συναποτελούμε το Σώμα του Χριστού τα στερούνται. Πρόβατα «εκ δεξιών» του Χριστού είναι αυτοί, που ποτέ δεν ιδιοποιούνται τα αγαθά της ζωής, αλλά τα συναπολαμβάνουν με τους εν Χριστώ αδελφούς τους. Μιμούνται τη φιλανθρωπία του Κυρίου τους. Έτσι μετέχουν στη θεία Βασιλεία.


6. Τα ερίφια Όπως η αγάπη είναι το πλήρωμα και η σφραγίδα όλων των αρετών, έτσι και η αδιαφορία και ασυμπάθεια είναι το πλήρωμα της αμαρτίας. Ο Θεός αποκαλεί ερίφια τους ανθρώπους που έμειναν ξένοι στην αγάπη και η μόνη τους φροντίδα ήταν η ατομικότητά τους. Ποτέ τους δεν έθρεψαν τον πεινασμένο, ούτε φρόνησαν τον γυμνό, τον ασθενή, τον φυλακισμένο. Τέτοιες πράξεις ήταν γι’ αυτούς κατάρα και «κόλασις αιώνιος». Δεν βάδισαν στα ίχνη του Αμνού του Θεού.


Πάντοτε απομακρύνονταν από την οδό της αγάπης και της κοινωνίας των ανθρώπων στην απομόνωση, τον ατομισμό, τους κρημνούς της αμαρτίας, σαν άλλα ερίφια που φεύγουν από τον ποιμένα τους. Όταν λέγει ο Χριστός: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου», γι’ αυτούς ίσως να ακούονται, ως «πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι». Τα λόγια του Χριστού γι’ αυτούς είναι κατάρα και «πυρ αιώνιον». Ο Χριστός ποτέ δε βρήκε θέση στην καρδιά τους, ούτε και οι άλλοι άνθρωποι. Ούτε ένα ποτήρι νερό, ούτε ένα κομμάτι ψωμί δεν έδωσαν, ούτε και θυσίασαν ποτέ το θέλημά τους χάριν του θελήματος του Χριστού. Πώς θα ζήσουν μ’ εκείνους, πού έδωσαν και τη ζωή τους για τους εχθρούς τους; Οι Πατέρες λένε πως Βασιλεία του Θεού είναι το «θεαρέστως ζην».


Ο Θεός δεν επιβάλλει τιμωρίες, ούτε στέλλει κανένα στην κόλαση, ούτε δημιούργησε την κόλαση. Κόλαση είναι το αποτέλεσμα της αντίθεσης του αμαρτωλού προς τον Θεό και το θέλημά Του. Όπως και Παράδεισος είναι η ταύτισή μας με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος αρνηθεί το φως του Χριστού, μόνος του καταδικάζεται στο σκοτάδι του εγωισμού. Είμαστε οδοιπόροι προς την «Ημέραν του Κυρίου, την μεγάλην και επιφανή» (Πράξ. 2, 20). «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν» (Έβρ. 13, 14). Θα έπρεπε να είμαστε πάντοτε έτοιμοι, ώστε να «προσδοκώμεν την Παρουσία του Θεού» (Β’ Πέτρ. 3, 12).


Ο Χριστός, αν φαίνεται πως καθυστερεί να έλθει, είναι γιατί μακροθυμεί, για να γίνουμε οι ανελεήμονες ελεήμονες. Να ζήσουμε τη ζωή της αγάπης, του ελέους, που είναι η πρόγευση της Βασιλείας του Θεού. Η παρούσα Κυριακή της μελλούσης Κρίσεως, ας μας ξυπνήσει, για να στρέψουμε την προσοχή μας από τα ορατά και φθαρτά στα αόρατα και άφθαρτα. Να μην είμαστε εγκοσμιοκεντρικοί. Τα λόγια της αφοσιωμένης Νύμφης προς τον Νυμφίον: «Έρχου, Κύριε, Ιησού» (Αποκ. 22, 20), ας γίνουν καθημερινό βίωμα μας.



*Παύλου Μουκταρούδη, θεολόγου. «Διήρχετο διά των σπορίμων», τ. Β΄, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Λεμεσού, 2008.  *Εκ του ιστοτόπου <<vatopaidi>>. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF