Πρὸ ἑξαμήνου, πραγματοποιήθηκε ἕνα μεῖζον Οἰκουμενιστικὸ γεγονὸς πολὺ μεγάλης σημασίας καὶ βαρύτητος, τὸ ὁποῖο μᾶλλον δὲν προσέχθηκε μέσα στὸν καταιγισμὸ τόσων ἄλλων ἀποπροσανατολιστικῶν συμβάντων: ἡ 11η Γενικὴ Συνέλευση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στὴν Καρλσρούη τῆς Γερμανίας. Πρὶν ὅμως νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ αὐτό, θεωροῦμε καλὸ νὰ κάνουμε μιὰ σύντομη ἀναδρομὴ στὴν μέχρι τώρα ἐξέλιξη, γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὰ ὅσα διαδραματίσθηκαν καὶ τὸ μέγεθος τῶν εὐθυνῶν μας.
●Τὸ γνωστὸ Διάγγελμα τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως «πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ ἔτους 1920, πρότεινε οὐσιαστικὰ τὴν ἵδρυση μιᾶς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν», τὴν σύμπηξη δηλαδὴ μιᾶς «Διαχριστιανικῆς Ὁμοσπονδίας», γιὰ τὴν θεσμοποίηση αὐτοῦ ποὺ διαμορφώθηκε ὡς Οἰκουμενικὴ κίνηση. Ἡ πρόταση ἀπέβλεπε στὴν ὠφέλεια, ὅπως ἔλεγε, «τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος», δηλαδὴ Ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων, κάτι τὸ πρωτοφανὲς στὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σημειωτέον, ὅτι πρὸς διευκόλυνσιν αὐτοῦ τοῦ δυσσεβοῦς ἐγχειρήματος ἀποτολμήθηκε καὶ ἡ λεγόμενη Ἡμερολογιακὴ Μεταρρύθμιση τοῦ ἔτους 1924, γιὰ λόγους προσεγγίσεως τῶν Χριστιανικῶν κόσμων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.
Γιὰ νὰ ὑλοποιηθεῖ αὐτὸ τὸ ἐπικίνδυνο Οἰκουμενιστικὸ ὅραμα καὶ νὰ προχωρήσει τελικὰ στὴν πραγμάτωσή του, προϋπέθετε ὅτι οἱ Καινοτόμοι Οἰκουμενιστὲς στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐγκολπώθηκαν τὶς ἑξῆς κύριες ἐκκλησιολογικῆς φύσεως κακοδοξίες:
α) Ἀναγνώρισαν ἀπροϋπόθετα ὡς ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ἀσχέτως ὁμολογίας καὶ τύπου, β) θεώρησαν ὅτι δύνανται ὅλοι ὅσοι πιστεύουν στὸν Χριστὸ νὰ διατελοῦν σὲ συνεργασία καὶ κοινωνία, καὶ γ) μέσῳ δὲ τοῦ τρόπου τούτου μποροῦν ἀπὸ κοινοῦ πλέον νὰ ἀποδυθοῦν στὴν ἀντιμετώπιση τῶν διαφόρων δεινῶν καὶ προβλημάτων ποὺ ταλανίζουν τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο.
Ὅλοι αὐτοί, δῆθεν ὀρθόδοξοι καὶ ὄντως ἑτερόδοξοι, ἀπέκτησαν τὴν συνείδηση ὅτι συναποτελοῦν πλέον μία «Οἰκουμενικὴ Ἀδελφότητα», οἱ διαφορές τους δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς «νόμιμες ἐκφράσεις τῆς αὐτῆς πίστεως», ὅτι ὅλοι μαζὶ βρίσκονται μέσα στὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄρα ἀποτελοῦν «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», καὶ ὅτι ὅλοι μαζὶ μποροῦν νὰ παρέχουν κοινὴ μαρτυρία πίστεως καὶ νὰ διακονοῦν ἀπὸ κοινοῦ τὸν σύγχρονο κόσμο.
Ὅλα αὐτά, ὅπως γίνεται κατανοητό, δὲν ἀφήνουν κανένα περιθώριο γιὰ ἔκκληση Μετανοίας στοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ ἐνσωματωθοῦν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιὰ νὰ σωθοῦν· ὅπως ἐπίσης, καμιὰ ἀπολύτως ἀναφορὰ δὲν γίνεται στὴν Ἱεραποστολικὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι ὅσων ἐξέπεσαν ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι πρέπει ἀπαραίτητα νὰ ἐπανέλθουν σὲ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ὄντως Χριστιανικὴ ταυτότητα καὶ ὑπόσταση.
Ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς «Διαχριστιανικῆς Ὁμοσπονδίας», βασισμένης στὶς παραπάνω ἀντορθόδοξες ἀρχές, ἦταν ἡ ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὁλλανδίας τὸ ἔτος 1948.
Ἡ σταδιακὴ συμπερίληψη ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸ «Π.Σ.Ε.» ἕως τοῦ ἔτους 1965, ὡς «ὀργανικῶν μελῶν» του (λήγοντος τοῦ 20οῦ αἰ. ἀνακοίνωσαν τὴν ἀναστολὴ τῆς συμμετοχῆς του οἱ Ἐκκλησίες Γεωργίας καὶ Βουλγαρίας), κρίθηκε (ἡ συμπερίληψη) δεόντως ὡς «ἀποκαλυπτικῶς φρικαλέα», ὡς «ταπείνωσις τερατώδης» καὶ ὡς «ἀνήκουστος προδοσία» (π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
Οἱ ἐκ τῶν νεωτεριστῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς ἐπανέλαβαν συλλογικὰ σὲ διάφορες εὐκαιρίες τὴν ἀνανέωση τῆς Οἰκουμενιστικῆς συστρατεύσεώς τους, παρὰ τὸ ὅτι σὲ κάποιες περιστάσεις παραδέχθηκαν ὅτι τὸ «Π.Σ.Ε.» ἀπομακρύνεται συνεχῶς καὶ σταθερῶς ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ Ἀλήθεια καὶ Ἠθική.
Σχετικὰ πρόσφατα, μέσῳ τῆς ψευδο-συνόδου τοῦ Κολυμβαρίου στὴν Κρήτη τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, ἐπιβεβαίωσαν ἐπισήμως καὶ εὐχαρίστως τὴν τραγική τους συμπερίληψη στὸ «Π.Σ.Ε.», καυχόμενοι μάλιστα ὅτι «συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τὴν διάθεσιν αὐτῶν μέσων διὰ τὴν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καὶ τῆς συνεργασίας ἐπὶ τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων» (§ 17 κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον»). Ἔτσι ὅμως ἀπέδειξαν τὴν σοβαρὴ πνευματικὴ τύφλωσή τους καὶ τὴν ἐθελούσια ἀποστατικὴ κατάπτωσή τους.
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ, εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ ψευδο-σύνοδος αὐτὴ τοῦ 2016 διὰ τοῦ μόλις ἀναφερθέντος κειμένου της, εἰσήγαγε τὸν ὅρο Οἰκουμενικὴ Κίνηση (§ 4) χωρὶς νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐξετάσει καὶ νὰ ἀξιολογήσει τί εἶναι αὐτὴ ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ποιά ἦταν ἡ διαδρομὴ καὶ ἐξέλιξή της ἐπὶ ἕναν ὁλόκληρο αἰῶνα, καὶ κατὰ πόσον ὠφέλησε ἤ ἔβλαψε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, βάσει βεβαίως τοῦ Πατερικοῦ Παραδοσιακοῦ κριτηρίου· διότι τὸ κύριο ἐνδιαφέρον ἑστιάζεται ἀκριβῶς σὲ αὐτό: κατὰ πόσον ὁ σύγχρονος Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἤ δὲν εἶναι συμβατὸς μὲ τὴν πίστη καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ δὲ ἐπίκληση γενικῶς καὶ ἀορίστως τῆς «οἰκουμενικῆς ἀποστολῆς» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅπως ἐκφράσθηκε διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (§ 3), δὲν ἔχει καμία ἀπολύτως σύνδεση καὶ σχέση μὲ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἀλλὰ βρίσκεται ἀκριβῶς στὸν ἀντίποδά της. Οἱ ὁμόηχες λέξεις στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν βοηθοῦν καθόλου τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς καθιστοῦν ἔτι περισσότερον αὐτοκατακρίτους.
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, εἰσερχόμαστε στὴν παρουσίαση τοῦ θέματός μας.
● Ἐν ὄψει τῆς 11ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ «Π.Σ.Ε.», συνεκλήθη «Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Διάσκεψη» τὸν Μάϊο τοῦ 2022 στὸ Παραλίμνι τῆς Κύπρου, ὅπου φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Κωνσταντίας καὶ Ἀμμοχώστου. Στὴν διάσκεψη αὐτή, ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει Οἰκουμενιστικῶς, συμμετεῖχαν καὶ οἱ λεγόμενοι «Ἀνατολικοὶ Ὀρθόδοξοι», δηλαδὴ οἱ Ἀντι-χαλκηδόνιοι, οἱ ὁποῖοι λογίζονται καὶ ἀντιμετωπίζονται εἰδικῶς ἀπὸ τὸ «Π.Σ.Ε.» ὡς μέλη τῆς εὐρύτερης «ὀρθοδόξου οἰκογενείας ἐκκλησιῶν»! (βλ. Ἱστότοπο «Famagusta news» τῆς 10-5-2022). Ἄν τοῦτο ἀποτελεῖ καὶ συνιστᾶ «ὀρθόδοξη προπαρασκευή», μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε τί εἴδους «ὀρθοδοξία» θὰ ἐκόμιζε αὐτὴ ἡ «οἰκογένεια ἐκκλησιῶν» στὴν Γενικὴ Συνέλευση τοῦ «Π.Σ.Ε.»!…
Ἡ 11η Γενικὴ Συνέλευση τοῦ «Π.Σ.Ε.» συνεκλήθη στὴν Καρλσρούη τῆς Γερμανίας ἀπὸ 31 Αὐγούστου – 8 Σεπτεμβρίου 2022, μὲ γενικὸ θέμα: «Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κινεῖ τὸν κόσμο πρὸς τὴ συμφιλίωση καὶ ἑνότητα». Συγκέντρωσε περισσότερους ἀπὸ 4.000 συμμετέχοντες, προερχόμενους ἀπὸ 120 χῶρες τοῦ κόσμου καὶ ἀντιπροσωπεύοντες 352 «ἐκκλησίες-μέλη». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ πολυμελῆ ἀντιπροσωπία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν μητροπολίτη Νέας Ἰωνίας καὶ Φιλαδελφείας Γαβριήλ. Στὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνελεύσεως ἐγκρίθηκε «Δήλωση», ἡ ὁποία «καλεῖ γιὰ παγκόσμια κατάπαυση τοῦ πυρὸς καὶ ἀνανεωμένη δέσμευση γιὰ εἰρήνη» (βλ. Ἱστότοπο ecclesia.gr, «Ἱερὰ Σύνοδος», «Ἐπιτροπές», στήλη «Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων», ἑνότητα: «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιῶν»).
Τῆς ἀντιπροσωπίας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἡγήθη ὁ μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ἐμμανουήλ, ὁ δὲ Οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀπηύθυνε χαιρετισμὸ τηλεδιασκεπτικῶς, συμμετεῖχαν ἀντιπρόσωποι ἐπισήμων τοπικῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, καθὼς καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰωάννης. Ὁ Χαλκηδόνος Ἐμμανουὴλ στὸ μήνυμά του πρὸς τὴν Συνέλευση μίλησε περὶ τῆς «θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ», περὶ τῆς «κλιματικῆς ἀλλαγῆς» καὶ ἄλλων τοιούτων, ἔκλεισε δὲ ὡς ἑξῆς: «ὁ διχασμὸς μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν στὸν ὁποῖο σκοπεύουμε νὰ ἀνταποκριθοῦμε προσευχόμενοι γιὰ τὴν Ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι μία πνευματικὴ πληγή, μὲ κοινὲς εὐθῦνες –εἴτε ἀποδεκτὲς εἴτε ὄχι» (βλ. Ἱστότοπο «Orthodox Times» τῆς 1-9-2022).
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν Οἰκουμενιστικὴ κακοδοξία εἶχε ἐπισημάνει πρὸ μισοῦ αἰῶνος ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς, ὅταν ἔγραφε τὰ ἑξῆς στὴν «Δευτέρα Ἐπιστολὴ Πόνου» πρὸς τοὺς Προκαθημένους καὶ τοὺς Ἀρχιερεῖς ὅλων τῶν ἐπισήμων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τοῦ 1972: «Ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι αὐτονόητον, ὅτι ἀμφότεραι αἱ πλευραὶ (Ὀρθοδόξων καὶ Αἱρετικῶν) τυγχάνουν ἰσοδυνάμως ἐν δικαίῳ καὶ ἐν ἀδίκῳ, καὶ τοῦτο ἐφαρμόζεται ἐξ ἴσου εἴς τε τοὺς Καθολικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντας» (βλ. ἡμέτερο ἔργο, Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς – Ἕνας Σύγχρονος Ἀσκητὴς καὶ Ὁμολογητὴς Ἱεράρχης, 2015, σελ. 174.
.
Οἱ ἐργασίες τῆς Συνελεύσεως στὴν Καρλσρούη περιελάμβαναν συζητήσεις γιὰ εὐρύτατο φάσμα θεμάτων ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἀνθρωπότητα, ἐπίσης ὁμάδες μελέτης καὶ ἐργασίας, «στρογγυλὲς τράπεζες», κοινὲς προσευχές, ποικίλες ἐκδηλώσεις καὶ «καλλιτεχνικὰ δρώμενα» -ἐννοεῖται μέσα σὲ ἕνα καθαρὰ κοσμικὸ πλαίσιο, συνεντεύξεις τύπου, ὅπως καὶ σειρὰ Ψηφισμάτων γιὰ τὸν πόλεμο στὴν Οὐκρανία καὶ σὲ ἄλλες περιοχές, γιὰ τοὺς ἰθαγενεῖς πληθυσμοὺς ποὺ ἀπειλοῦνται ἤ ὑφίστανται διακρίσεις σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν Οἰκολογία, γιὰ τὴν «ὑπέρβαση τῆς ξενοφοβίας καὶ τοῦ ρατσισμοῦ» κ.λπ. Ἐπίσης, συζητήθηκαν θέματα γιὰ τὴν ἀλληλεγγύη πρὸς τοὺς διωκομένους Χριστιανοὺς σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν θέση τῶν Χριστιανῶν στοὺς Ἁγίους Τόπους, γιὰ τὴν εἰρηνικὴ συμβίωση στὴν Εὐρώπη, γιὰ «τὶς συνέπειες τῆς πανδημίας τοῦ covid-19» κ.ἄ. Δὲν ἔλειψε φυσικὰ ἡ καθιερωμένη παρουσία ἰθαγενῶν χορευτῶν μὲ τὶς ἐξωτικὲς τελετές τους, ὅπως καὶ ἀντιπροσώπων ἄλλων θρησκειῶν, ἐφ’ ὅσον οἱ Διαθρησκειακὲς σχέσεις ἀποτελοῦν σημαντικὴ παράμετρο τοῦ «Π.Σ.Ε.».
Εἰδικῶς ὡς πρὸς τὸ Οὐκρανικό, περίοπτη θέση εἶχαν οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς ὑπὸ τὸν φερόμενο ὡς Κιέβου Ἐπιφάνιο «Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας», προκειμένου βεβαίως νὰ μεταφέρουν τὴν δική τους ἐκδοχὴ ὡς πρὸς τὰ διαδραματιζόμενα στὴν χώρα τους, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα γενικῶς Δυτικὴ ἄποψη καὶ ἀντίληψη.
Ὅμως, ἐπειδὴ ἐτέθη ἐξ ἀρχῆς ἀμφισβήτηση γιὰ τὸ βάσιμο συμμετοχῆς τῆς ἀντιπροσωπίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴν Γενικὴ αὐτὴ Συνέλευση, ὑπῆρξε συνάντηση τῆς ἡγεσίας τοῦ «Π.Σ.Ε.» μὲ τὴν ἀντιπροσωπία τοῦ ἐν λόγῳ Πατριαρχείου τὴν 1-9-2022, «κατὰ τὴν ὁποίαν ὑπογραμμίσθηκε ὅτι τὸ ΠΣΕ ὀφείλει νὰ παραμείνει ἀνοικτὸς χῶρος γιὰ διάλογο ὅλων τῶν Χριστιανῶν καὶ δὲν μπορεῖ κἄν λόγος νὰ γίνει γιὰ κάποιου εἴδους ἀπομόνωση τῆς ἀντιπροσωπίας τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Γενικὴ Συνέλευση» (βλ. Ἱστότοπο Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, Εἰδήσεις, 8-9-2022: «Ὁλοκληρώθηκε ἡ ΙΑ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν»).
Ἐκ τούτου καταλαβαίνουμε ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας φοβούμενο πιθανὴ ἀπομόνωση ἤ ἀκόμη καὶ ἀποπομπή του ἀπὸ τὸ «Π.Σ.Ε.», λόγῳ τοῦ πολέμου στὴν Οὐκρανία, θεωρεῖ δυστυχῶς ἐπιτυχία τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ὑφίσταται κυρώσεις, οἱ ὁποῖες ἔστω καὶ ἄκον θὰ τὸ ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν παναιρετικὸ αὐτὸ Διαχριστιανικὸ Ὀργανισμό. Πάντως, γιὰ νὰ μετριάσει τοὺς πιθανοὺς ἐνδοιασμοὺς στὸν χῶρο του, τὸ ἐν λόγῳ Πατριαρχεῖο ἔγραψε στὸ ὡς ἄνω δημοσίευμά του ὅτι, «οἱ ἀντιπρόσωποι ἀναγνώρισαν τὶς ὑφιστάμενες μεταξὺ τῶν μελῶν τοῦ ΠΣΕ θεολογικές, κανονικὲς καὶ λοιπὲς διαφορές, ὡστόσο ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ συνδράμουν καὶ ἐφεξῆς ἀπὸ κοινοῦ στὴν ἀνάπτυξη τῆς διαχριστιανικῆς συνεργασίας καὶ τῆς μαρτυρίας τοῦ κόσμου γιὰ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία». Καμιὰ δὲ ἀναφορὰ δὲν ἔκαναν στὴν «Δήλωση γιὰ τὴν Ἑνότητα» τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως, περὶ τῆς ὁποίας ἀναφερόμεθα ἐν συνεχείᾳ, ὥστε νὰ διαφοροποιηθοῦν ἐπίσημα ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ χαρακτῆρα της.
● Σημειωτέον, ὅτι στὸ νέο ὀκταμελὲς προεδρεῖο τοῦ «Π.Σ.Ε.», ἐξελέγη καὶ ὁ μητροπολίτης Κωνσταντίας καὶ Ἀμμοχώστου Βασίλειος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, θέση ποὺ ἕως τώρα κατεῖχε ὁ μητροπολίτης Τιργοβιστίου Νήφων τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας.
● Αὐτὸ ὅμως ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο, εἶναι ἡ 6σέλιδη «Δήλωση γιὰ τὴν Ἑνότητα» (Unity Statement), ἡ ὁποία ἐνεκρίθη ἀπὸ τὴν Συνέλευση (Document No A 05 rev 1, στὸν ἐπίσημο Ἱστότοπο τοῦ «Π.Σ.Ε.»). Ἡ Δήλωση αὐτή, σύμφωνα μὲ τὴν Οἰκουμενιστικῆς κατευθύνσεως Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου: «συνόψισε τοὺς θεολογικοὺς ἄξονες ποὺ πρέπει νὰ διέπουν τὴν προσπάθεια τῶν Χριστιανῶν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς μεταξύ τους κοινωνίας» (βλ. Δελτίο Τύπου τῆς 22-9-2022 στὸν Ἱστότοπο αὐτῆς).
Παραδόξως, στὴν σχετικὴ ἑνότητα περὶ τοῦ «Π.Σ.Ε.» τῆς «Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων» στὸν Ἱστότοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ ἀρχικῶς δημοσιεύθηκε σχετικὴ ἀναφορὰ στὸ κείμενο αὐτὸ μὲ παραπομπὴ στὸ ἀγγλικὸ πρωτότυπο, κατόπιν τὸ δημοσίευμα αὐτὸ «ἐξαφανίσθηκε» (!) καὶ πλέον δὲν ὑπάρχει! Ἀλήθεια, τί σημαίνει αὐτὴ ἡ παράδοξη συμπεριφορά; Γιατί αὐτὴ ἡ ξαφνικὴ ἐξαφάνιση; Ἄς ἀναρωτηθεῖ ὁ κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης, καὶ ἄς ἐξαγάγει τὰ συμπεράσματά του, βάσει καὶ ὅσων θὰ ἀκολουθήσουν ἐν συνεχείᾳ…
Τί κείμενο εἶναι λοιπὸν αὐτό, περὶ τοῦ ὁποίου ἡ μὲν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου μᾶς βεβαιώνει ὅτι συνοψίζει τοὺς «θεολογικοὺς ἄξονες» (!) τῆς προσπάθειας «γιὰ ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν», ἐνῶ ἡ καθ’ ὕλην ἁρμόδια «Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ» τῆς Καινοτόμου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σπεύδει νὰ τὸ «ρίψει στὴν λήθη», διότι προφανῶς προξενοῦσε ἤ ἀνεμένετο νὰ προξενήσει τριγμοὺς καὶ προβλήματα ἐντὸς αὐτῆς;
Ἤδη πάντως ἡ Οἰκουμενιστικὴ ἀναφορὰ ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου περὶ «ἀποκαταστάσεως κοινωνίας», καὶ ὄχι κατὰ Θεὸν ἑνότητος διὰ τῆς εἰσαγωγῆς ἐν μετανοίᾳ τῶν ἀλλοτριωμένων ἑτεροδόξων στὸν Οἶκο τοῦ Πατρός, καταδεικνύει πασιφανῶς τὸ Οἰκουμενιστικὸ πιστεύω καὶ ὅραμα. Διότι καὶ τὸ κείμενο περὶ τῆς Ἑνότητος αὐτῆς τῆς Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ «Π.Σ.Ε.» ἀπηχεῖ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς ἀπαράδεκτο τρόπο σκέψεως τῶν προηγουμένων παρομοίων Γενικῶν Συνελεύσεων ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) καὶ στὸ Μπουσὰν τῆς Νοτίου Κορέας (2013).
Τὰ κατὰ πάντα ἀπορριπτέα καὶ καταδικαστέα ἐκεῖνα κείμενα ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς εἶχαν δεχθεῖ τότε τὴν σφοδρὴ κριτικὴ κάποιων ἐκ τῶν θεωρουμένων ὡς «παραδοσιακῶν Ἀρχιερέων» τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, διότι ὅπως ἀνέφερε εἷς ἐξ αὐτῶν, «ἐλλείψει ἐκπεφρασμένης καὶ ἐπισήμου ὀρθοδόξου διαφοροποιήσεως» ἐθεωροῦντο (καὶ θεωροῦνται) ὡς «κοινὴ ὁμολογία» τῶν μελῶν τοῦ «Π.Σ.Ε.», «δυστυχῶς, καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Εκκλησίας»!
Δηλαδὴ τότε ὑπῆρχε πρόβλημα, καὶ τώρα ποὺ τὰ πράγματα ὅλο καὶ χειροτερεύουν, δὲν ὑπάρχει; Παρῆλθε ἑξάμηνον ἀπὸ τὴν «Δήλωση Ἑνότητος» τοῦ «Π.Σ.Ε.» στὴν Καρλσρούη καὶ οὐδεὶς μέχρι σήμερα –ἀπ’ ὅσο γνωρίζουμε- ἐπέδειξε τὴν εὐαισθησία νὰ ἐκφράσει τὴν σοβαρὴ κριτικὴ ἀποτίμηση αὐτῆς, ὅπως καὶ τὴν διαφοροποίηση, καὶ βεβαίως ὄχι μόνον νὰ ἀρκεσθεῖ σὲ αὐτό, ἀλλὰ νὰ ἀναλάβει τὶς σοβαρὲς εὐθῦνες ποὺ τοῦτο συνεπάγεται, διότι διαφορετικὰ συνεχίζεται ἕνας ἀτέρμων χαρτοπόλεμος χωρὶς κανένα οὐσιαστικὸ ἀποτέλεσμα.
Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, μετὰ καὶ τὴν ψευδο-σύνοδο τοῦ Κολυμβαρίου, ἡ ὁποία παρέσχε ἔγκριση τῆς αἱρετικῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἡ δραματικὴ κατάπτωση δὲν φαίνεται νὰ συναντᾶ ἔστω καὶ τὴν στοιχειώδη ἀντίδραση ἐκ τῶν ἔσω!…
Παρουσιάζουμε ἐν τούτοις τὰ κύρια σημεῖα τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ Κειμένου τῆς Δηλώσεως περὶ Ἑνότητος, τῆς «κοινῆς ὁμολογίας» δηλαδὴ τῶν «μελῶν-ἐκκλησιῶν» τοῦ «Π.Σ.Ε.» (τί ἄλλο εἶναι ἕνα κείμενο ποὺ συνομολογεῖται;), γιὰ νὰ κατανοηθεῖ τὸ μέγεθος τῆς ἐκτροπῆς τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦν ἐν τούτοις νὰ φέρονται ἐξουσιαστικῶς, ὅπως καὶ τιμωρητικῶς ἔναντι κάθε Ὀρθοδόξου ἀντιδράσεως ὁποθενδήποτε προερχομένης πρὸς μεῖζον κρῖμα αὐτῶν.
Προηγουμένως, τίθεται τὸ ρητορικὸ ἐρώτημα: πῶς γιὰ τοὺς Νεοημερολογῖτες εἶναι στ’ ἀλήθεια ἐν Χριστῷ ἀδελφοί τους οἱ 352 «ἐκκλησίες» τοῦ «Π.Σ.Ε.», ἀλλ’ ὄχι οἱ Ἀντι-οικουμενιστὲς τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀλλοῦ, τοὺς ὁποίους μεταχειρίζονται μὲ περιφρόνηση καὶ ἀπαξίωση; Εἶναι λοιπὸν οἱ ἑταῖροι τους στὸ «Π.Σ.Ε.» «βαπτισμένοι» καὶ τοὺς δέχονται στὶς τελετές τους κανονικά, ἀλλ’ ὄχι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου οἱ τηροῦντες κατὰ τύπον καὶ οὐσίαν τὰ τῆς Πίστεως;
Πῶς νὰ χαρακτηρισθεῖ αὐτὴ ἡ ὑπερμεγέθης ἀσυνέπεια καὶ ποιά σκοπιμότητα ὑπηρετεῖ; Ἐμεῖς πάντως δὲν θὰ παύσουμε -μὲ πόνο καὶ ἀγάπη- νὰ ὀρθοτομοῦμε τὸν λόγον τῆς Ἀληθείας, ὄχι γιὰ νὰ διαπομπεύσουμε καὶ νὰ αὐτο-δικαιωθοῦμε, ἀλλὰ ἀπὸ χρέος εὐθύνης ἔναντι τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας τὴν ὁποίαν παιδιόθεν ὑπηρετοῦμε μὲ ὅλες τὶς μικρὲς δυνάμεις μας, ὅπως καὶ ἔναντι τῶν ἀνθρώπων.
● Τὸ κείμενο τῆς «Δηλώσεως γιὰ τὴν Ἑνότητα» εἶναι ἕνα καθαρὰ Οἰκουμενιστικὸ/Οὑμανιστικὸ διάγγελμα, χωρὶς καμιὰ οὐσιαστικὰ κάθετη ἀναφορὰ στὸν Θεὸ ὡς ἀρχικὸ καὶ ἔσχατο παράγοντα Ἑνότητος, χωρὶς καμιὰ ἔνδειξη ἤ διάθεση καὶ προσμονὴ γιὰ ἕνωση καὶ κοινωνία μαζί Του στὴν αἰωνιότητα. Ὅλο τὸ περιεχόμενο ἀναφέρεται ὁριζοντίως στὸ τί ζοῦμε, τί ἤδη βιώνουμε («ἀτελὴς κοινωνία ἐκκλησιῶν» μὲ σαφῆ ἀποδοχὴ τοῦ βαπτίσματος ἁπάντων), τί προσδοκοῦμε ὡς κλήση ἑνότητος ἐδῶ στὴν γῆ, μὲ ἀποδοχὴ καὶ νομιμοποίηση τῶν «θεολογικῶν ποικιλιῶν» («ἑνότητα σὲ πλοῦτο ποικιλομορφίας»), οἱ ὁποῖες ὀφείλονται σὲ διάφορες «θεολογικὲς παραδόσεις» καὶ σὲ διάφορους πολιτικο-εθνικο-ιστορικοὺς παράγοντες· ἐπὶ τοῦ παρόντος βιώνεται «ἀνταλλαγὴ δωρεῶν καὶ ἀμοιβαίας συσχετίσεως», σὲ περίπτωση δὲ ἀπομακρύνσεως ἀλλήλων, «θὰ ὑπάρξει πτωχοποίησις ἁπάντων»!
Ἡ «πορεία ἑνοποιήσεως τῶν ἐκκλησιῶν» τίθεται στὴν ὑπηρεσία ἑνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τῆς δημιουργίας. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τίθεται ἐπίσης στὴν ὑπηρεσία τῆς ὠθήσεως γιὰ συμφιλίωση καὶ ἑνότητα. Θεωρεῖται ὅτι ἤδη ὑπάρχει συμφωνία τῶν «μελῶν ἐκκλησιῶν» σὲ περισσότερα σημεῖα ἀπὸ ὅσα ὑπάρχει διαφωνία σὲ ὄψεις τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, τῆς κατανοήσεως τῶν μυστηρίων καὶ τῆς προσταγῆς γιὰ διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.
Ἐκφράζεται ἀκόμη ἡ βαθιὰ δέσμευση γιὰ τὴν ἑνότητα, τὴν «οἰκουμενικὴ πνευματικότητα» καὶ τὴν ἐκκλησιολογία, μὲ ἐναρκτήριο σημεῖο τὸ βάπτισμα. Γίνεται λόγος περὶ κοινῆς σκέψεως τοπικὰ καὶ παγκόσμια γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὅπως καὶ κοινῆς διακηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς διακονίας τοῦ κόσμου. Ἡ κοινὴ πορεία τους θεωρεῖται «κοινὸ προσκύνημα» ποὺ βέβαια προβλέπει «κοινὴ προσευχή».
Βεβαιώνεται ὅτι «ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πνευματικὴ πηγὴ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως» -ὅμως ὑπάρχει Ἀγάπη Χριστοῦ χωρὶς Ἀλήθεια Χριστοῦ;- ὁ Ὁποῖος –σύμφωνα μὲ τὴν «Δήλωση»- μᾶς ζητεῖ νὰ συμβαδίζουμε, μᾶς ὑποχρεώνει νὰ συμπροσευχόμαστε καὶ μᾶς ὠθεῖ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν πρόσκλησή Του νὰ εἴμαστε ἕνα στὸ πνεῦμα καὶ στὸν νοῦ. Ἡ ποιότητα τῆς σχέσεως «μεταξύ μας καὶ μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν μας» θὰ ἐμπνεύσει τὸ ταξίδι μας καὶ τὴν συνεργασία μας πρὸς τὴν «πλήρη ὁρατὴ κοινωνία γιὰ τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς προσευχήθηκε (Ἰω. 17:20-23)». Τονίζεται ὁ ὅρος «Οἰκουμενισμὸς τῆς καρδιᾶς» καὶ ἐπίσης περιλαμβάνεται καὶ ἡ ἔννοια τῆς «μετανοίας», ἡ ὁποία «θὰ καθάρει καρδιά, νοῦ καὶ θέληση γιὰ ἀληθινὸ ἐναγκαλισμὸ ἀλλήλων καὶ γιὰ μαρτυρία ἀγάπης στὸν κόσμο».
Ἐκφράζονται ἐπίσης εὐχὲς γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀντιμετώπιση τῶν κινδύνων καὶ τῶν δεινῶν τοῦ κόσμου καὶ γιὰ προσφορὰ ἀλλήλων πρὸς ἀλληλο-ενδυνάμωση σὲ μιὰ «μεταμορφωτικὴ μαθητεία». Ὅπως ἐπίσης καὶ εὐχές, γιὰ ἕναν κόσμο χαρᾶς, δικαιοσύνης καὶ εἰρήνης.
● Ὅλη αὐτὴ ἡ Οἰκουμενιστικὴ φλυαρία, καθαρὰ προτεσταντικῆς φύσεως, κατανοοῦμε ὅτι μὲ κανένα τρόπο δὲν δύναται νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἐκφράζει στοιχειωδῶς τὴν Ὀρθόδοξη θέση καὶ μαρτυρία. Γιὰ νὰ μὴν παραθέσουμε δὲ δική μας ἀνάλυση περὶ τούτου, ἀρκούμαστε στὴν προσαγωγὴ τῆς μαρτυρίας τοῦ περιφήμου Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογίας καὶ ἐμπειρικοῦ Διδασκάλου τῆς Πίστεως ἁγίου Γέροντος Ἰουστίνου Πόποβιτς, ἡ ὁποία εἶναι καταπέλτης:
«Ἀφοῦ οὕτως ἔχουν τὰ πράγματα, τότε διὰ τὸν παπικὸν-προτεσταντικὸν Οἰκουμενισμὸν μὲ τὴν ψευδοεκκλησίαν του καὶ τὸν ψευδοχριστιανισμόν του δὲν ὑπάρχει διέξοδος ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδόν του, ἄνευ ὁλοψύχου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ φάρμακον δι’ ἑκάστην ἁμαρτίαν, φάρμακον δοθὲν εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν μόνον Φιλάνθρωπον.
»Ἄνευ τῆς μετανοίας καὶ τῆς εἰσδοχῆς εἰς τὴν Ἀληθινὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικον καὶ ἀδιανόητον νὰ ὁμιλῇ τις περὶ τῆς ἑνώσεως “τῶν Ἐκκλησιῶν”, περὶ τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, περὶ τοῦ intercommunio (διακοινωνίας). Τὸ σπουδαιότερον ὅλων εἶναι νὰ γίνῃ τις “σύσσωμος” τοῦ Θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τούτου κοινωνὸς τῆς ψυχῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ κληρονόμος ὅλων τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τοῦ Θεανθρώπου».
Καὶ συνεχίζει οὐρανοσόφως: «Ὁ γυμνὸς ἠθικιστικὸς μινιμαλισμὸς καὶ ὁ ἀνθρωπιστικὸς εἰρηνισμὸς τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ πράττουν μόνον ἕν πρᾶγμα: φέρουν εἰς φῶς τὰς φυματικὰς οὑμανιστικὰς ρίζας των, δηλαδὴ τὴν ἀρρωστημένην φιλοσοφίαν των καὶ τὴν κατ’ ἄνθρωπον, “κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων” (Κολ. 2, 8), ἀνίσχυρον ἠθικήν των. Φανερώνουν ἐπὶ πλέον τὴν κρίσιν τῆς ἀνθρωπιστικῆς πίστεώς των εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν δοκητικὴν ἀναισθησίαν των διὰ τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ διὰ τὴν ἀποστολικὴν καὶ καθολικὴν συνέχειάν της, ἐν τῇ ἀληθείᾳ καὶ ἐν τῇ χάριτι. Ὁ δὲ ἀποστολικὸς ἁγιοπατερικὸς θεονοῦς καὶ ἡ ὀρθοφροσύνη εὐαγγελίζονται διὰ τοῦ στόματος τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ τὴν ἑξῆς ἀλήθειαν τῆς πίστεως: “Ἡ γὰρ πίστις βάσις ἐστὶ τῶν μετ’ αὐτήν, ἐλπίδος λέγω καὶ ἀγάπης, βεβαίως τὸ ἀληθὲς ὑφεστῶσα” (PG 90, στλ. 1189Α)» (βλ. Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, ἄ.χ., σελ. 225, 227-228).
Κατόπιν τούτων, εἶναι πασιφανὲς ὅτι οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὲς μετὰ ἕναν αἰῶνα ἀκατασχέτου Οἰκουμενιστικῆς δραστηριότητος καὶ διαβρώσεως, ὑπέστησαν πνευματικὴ ἀναισθησία καὶ ἀφαίμαξη. Ἔχασαν τὰ κριτήρια καὶ περιεπλάκησαν σὲ δίνη οἰκτρὴ ἀντι-εκκλησιαστικότητος καὶ ἡ διαπίστωση αὐτὴ εἶναι πάρα πολὺ στενόχωρη καὶ ἀπογοητευτική.
Ἄς ἀναλογισθοῦν ὅτι ὄχι ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ καὶ εὐτελεῖς, ἀλλ’ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καλεῖ αὐτοὺς σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση ἐσπευσμένως: Εἶναι ὥρα ἐγέρσεως ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς Οἰκουμενιστικῆς ναρκώσεως!
Ἐμεῖς ἀρκούμαστε σὲ μιὰ ὑμνολογικὴ ὑπενθύμιση ἀπὸ τὸν πνευματοφόρο κάλαμο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, γιὰ νὰ στρέψουμε τὴν προσοχὴ ὅλων στὴν λησμονημένη μαθητεία μας, ἄν πράγματι ποθοῦμε τὴν αἰώνιο σωτηρία ἐν τῇ ἁγίᾳ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ:
«Δεῦτε καθαρᾷ τῇ καρδίᾳ, καὶ νηφαλέᾳ διανοίᾳ, τῆς τοῦ Βασιλέως θυγατρός, τῆς Ἐκκλησίας τὴν ὡραιότητα, ὑπὲρ χρυσίον λάμπουσαν, κατανοοῦντες μεγαλύνωμεν.
»Χαῖρε καὶ εὐφραίνου ἡ Νύμφη (Ἐκκλησία), τοῦ Βασιλέως τοῦ μεγάλου, κατοπτριζομένη τηλαυγῶς, τοῦ σοῦ Νυμφίου τὴν ὡραιότητα, σὺν τῷ λαῷ σου κράζουσα· Σὲ Ζωοδότα μεγαλύνομεν» (βλ. Μηναῖον Δεκεμβρίου θ΄, Κανόνας τῶν Ἐγκαινίων, Ὠδὴ θ΄).
Μόνον διὰ τῆς τοιαύτης πνευματικῆς ἐπιγνώσεως, ἀνακαινίσεως καὶ στάσεως θὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας στοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν. Ἡ μετανοητική, μεταμορφωτική, δοξολογική, καθάρσιος στάση καὶ ἀποστολὴ ἐξαγιάζει ἐμᾶς καὶ τὸ περιβάλλον μας καὶ διαχέεται εὐρύτερα σὲ ὅσους καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους ἔχουν τὰ κριτήρια καὶ τὶς προϋποθέσεις γιὰ ἀναγέννηση «ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος» (Ἰω. 3, 5). Ἀμήν!
+Ὁ Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος ΚΛΗΜΗΣ
Φεβρουάριος 2023
Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Πλαταμώνος
της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου