ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ: «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» (1962) - ΕΚΤΟ ΜΕΡΟΣ

 



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ:


«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»


Ένας επικός θρήνος, μια λυρική ελεγεία, μία ανείπωτη πραγματεία για τη ζωή των Ελλήνων Μικρασιατών και την καταστροφή της Σμύρνης. Για να θυμόμαστε αυτά, που ενδεχομένως να ζήσουμε! <<Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια>>; Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή. Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή. Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915. Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922. Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε: <<Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις>>. Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί: <<Θηρίο είν' ο άνθρωπος>>! Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας έγινε bestseller της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα <<Ματωμένα Χώματα>> έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση.



ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ







ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
(1962)


Σαράντα χρόνια συμπληρώθηκαν από τότε που ο μικρασιατικός ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις προγονικές εστίες του. Και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της νεότερης ιστορίας μας. Κείνοι που έζησαν μέσα στη θύελλα φεύγουν ένας ένας κι η ζωντανή μαρτυρία τους χάνεται. Χάνονται οι λαϊκοί θησαυροί ή μπλαλσαμώνονται στα ιστορικά αρχεία. <<Απ' του πεθαμένου το μάτι, μην περιμένεις δάκρυ>> λέει μια μικρασιατική παροιμία. Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αφτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμησες, όπως το κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα. Κάτω απ' το Μανώλη Αξιώτη, τον κεντρικό αφηγητή του βιβλίου, υπάρχει ο μικρασιάτης αγρότης, που έζησε τ' Αμελέ Ταμπούρια του 14-18, που φόρεσε αργότερα τη στολή του Έλληνα φαντάρου, που είδε την καταστροφή, έζησε την αιχμαλωσία και που πρόσφυγας, έφαγε πικρό ψωμί, σαράντα χρόνια λιμενεργάτης συνδικαλιστής, μαχητής της Εθνικής μας Αντίστασης. Ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθισε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γράμματάκια του, τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια. Από τέτοιους αυτόπτες μάρτυρες πήρα το υλικό που χρειαζόμουνα, για να γράψω τούτο το μυθιστόρημα, με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα' να μην ξεχνούν οι παλιοί' να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.

Δ.Σ.




«ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»



Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοσηΑθήνα 1986, σελ. 66-72.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».


ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ '12 επιστρατευθήκανε απ' τον Τούρκο, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου, ο Πανάγος και ο Μιχάλης. Ο Μιχάλης όμως κατάφερε να λιποταχτήσει. Πέρασε στην Ελλάδα και πήγε εθελοντής στον ελληνικό στρατό. <<Άγια δουλειά έκανε>>, είπε ο πατέρας. Και οι παπάδες, οι δάσκαλοι και οι δημογέροντοι το σχολιάζανε κρυφά, σαν ένα παράδειγμα που άξιζε να βρει μιμητές. Προαιώνιοι λυτρωτικοί πόθοι ξυπνούσανε στις ψυχές των ραγιάδων.
Μα και το κίνημα των Νεότουρκων φούντωνε κι αυτό. Όπως φωνάζανε για την Κρήτη, φωνάζανε τώρα και για τη Μακεδονία <<Μπιζίμ Μακεντόνια>>. Και το θέμα αυτό ηλέκτριζε εμάς κι αυτούς. <<Ξύπνα, χαϊβάνι>>, λέγανε οι Νεότουρκοι στο λαό τους. Μα το χαϊβάνι δεν ξυπνούσε με διαταγές. Φόνοι και διωγμοί χριστιανών αρχίσανε δω και κει. Ο γιος του Σεϊτάνογλου, ο Τίμος, γύρισε, θυμούμαι, τούτη την εποχή από τη Μέση Ανατολή. -Κακά μαντάτα σου φέρνω, πατέρα, είπε. Οι Τούρκοι παράγιναν μουφλούζηδες. Τους τρώνε τ' αφτιά ένα σωρό πράκτορες Γερμανοί, Ταλιάνοι, Φράγκοι.
Στο Μπεϋρούτ αντάμωσα το Νουρήμπεη και μου 'δωσε ένα φυλλάδιο που κυκλοφόρησε στη Μέση Ανατολή. Διάβασε να δεις τί γράφει. Ο γέρος έβαλε μ' αξιοπρέπεια τα χρυσά γυαλία του με το μαύρο κρεμαστό κορδόνι. Από τις πρώτες αράδες άρχισε να στραβώνει το στόμα του, να χαϊδεύει νευρικά τις φαβορίτες και το κοντό περιποιημένο μούσι του. Αν πεινούμε και υποφέρουμε μεις οι Τούρκοι -έγραφε το φυλλάδιο- αιτία είναι οι γκιαούρηδες που στα χέρια τους κρατούνε τον πλούτο μας και το εμπόριό μας. Ως πότε όμως θ' ανεχόμαστε την εκμετάλλευση και τις προκλήσεις. Μποϋκοτάρετε τα προϊόντα τους. Σταματήστε κάθε δοσοληψία μαζί τους. Τί τη θέλετε τη φιλία τους; Ποιό τ' όφελος να συναδελφώνεστε και να τους προσφέρετε με τόση ειλικρίνεια την αγάπη και τον πλούτο μας... Έγραφε πολλά εκείνη η φυλλάδα κι ο γέρος δεν πίστευε στα μάτια του. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε δυνατά την κάθε αράδα.
-Ξέρεις, πατέρα, ποιός κυκλοφόρησε το άτιμο αυτό γραφτό σ' ολόκληρη την Ανατολή; είπε ο Τίμος. -Οι Νεότουρκοι. Ποιός άλλος; -Δεν το βρήκες. Μην κουράζεσαι άδικα και ψάχνεις. Θα σου το πω εγώ: Η Ντόουτσε Παλαιστίνιεν Μπανκ! Μάλιστα, η Γερμανική Τράπεζα της Παλαιστίνης το κυκλοφόρησε. Κατάλαβες τώρα; Ο γερο - Σεϊτάνογλου έκλεισε τ' αλεπουδίσια μάτια του κι έμεινε πολλήν ώρα συλλογισμένος. Σαν ξύπνιος έμπορας που ήτανε, άρχισε να καταλαβαίνει πως το ξένο κεφάλαιο μπούκαρε διψασμένο στο ξέφραγο αμπέλι της Τουρκιάς και πάλευε να κάνει πέρα κάθε αντίπαλο, να κρατηθεί. Για τούτο γύρισε κι είπε στο γιο του:
-Σκέφτουμαι ν' αυξήσω τις καταθέσεις μας στις Τράπεζες της Ελβετίας και της Γαλλίας για να μη μείνουμε καμιά ώρα επί ξύλου κρεμάμενοι! Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, μα πολύ φοβούμαι πως μας περιμένουνε σκληρές μέρες. Δεν είναι πια η Τουρκιά που ξέραμε... Σωστή κουβέντα είπε. Όμως ένας λαός, που έμαθε να ζει αδελφικά πλάι σ' έναν άλλον, χρειάζεται γερές δόσεις μίσους για ν' αλλάξει αισθήματα. Οι απλοί Τούρκοι, που ζούσανε μακριά απ' το φαρμάκι της προπαγάνδας, χρόνια συνεχίζανε αδέρφια να μας ανεβάζουνε κι αδέρφια να μας κατεβάζουνε. Το αλισβερίσι δυσκόλεψε, όμως οι Έλληνες εμπόροι, εργοστασιάρχες, χτηματίες, επιστήμονες εξακολουθούσανε να κρατούνε στα χέρια τους τη ζωή του τόπου.
Δεν είχε περάσει μήνας απ' όταν ο Τίμος Σεϊτάνογλου γύρισε από τη Μέση Ανατολή κι ο πατέρας του τον έστειλε να κουμαντάρει το σαπουτζίδικο ενός άκληρου μπάρμπα του που πέθανε. Με πήρε μαζί του, στη νέα δουλειά, να τόνε βοηθήσω. Ένα πρωί, να και μπαίνει στο γραφείο κάποιος Τούρκος, λαϊκός άνθρωπος.
-Είμαι ο Ισμαήλ αγάς από την Προύσα είπε, κι έκανε έναν αργό τεμενά, φέρνοντας το χέρι ανάλαφρα στην καρδιά, στο στόμα και στο μέτωπο. Πού βρίσκεται ο Γιωργάκης εφέντης; -Στον άλλο κόσμο, τ' αποκρίθηκε τ' αφεντικό μου. -Απόθανε; Μπρε! Μπρε! Τί μου λες! Και ποιός βρίσκεται τώρα στο πόδι του; -Εγώ, εφέντη μου. Στους ορισμούς σου. Ήρθα να πλερώσω, έκανε ο Τούρκος. -Τί να πληρώσεις, Ισμαήλ αγά, δεν ξέρω τίποτα. -Έχω ένα παλιό χρέος. Μόλις τώρα ευκολύνθηκα από παράδες και να με συμπαθάτε που άργησα λιγάκι. Τ' αφεντικό μου άρχισε να ψάχνει. Κοίταξε προσεχτικά παντού κι ύστερα είπε. -Αγά μου, δε φαίνεσαι πουθενά χρεωμένος. Θα σ' έσβησε ως φαίνεται ο μακαρίτης. -Ψάξε καλά, ουλάν, ψάξε μ' ανοιχτά μάτια. Μη βγάζεις βιαστικά τις κουβέντες σου. Ο συγχωρεμένος ο Γιωργάκη εφέντης είχε τάξη στη δουλειά του. Και ο παράς είναι αρκετός. Κάπου θα βρεις το λογαριασμό μου. Ξαναψάχνει ο Σεϊτάνογλου, ανοίγει ντοσιέδες, βιβλία, σερτάρια, τίποτα. -Άφησε, αγά μου, του κάνει, άφησε να ψάξω και στο πατάρι, όπου φυλάμε κάτι παλιά τεφτέρια και περνάς ύριο και τα ξαναλέμε.
Το άλλο πρωί νά' τος ο Τούρκος. -Βρήκες τίποτα, ρωτάει. Εδώ σου έφερα ένα χαρτί να σ' ευκολύνω. -Τόνε βρήκα τον λογαριασμό σου, Ισμαήλ αγά. Το και το χρωστάς. -Άφεριμ! Του λέει ευχαριστημένος ο Τούρκος. Βγάζει απ' το σελάχι του -τη φαρδιά δερμάτινη ζώνη με τα μεγάλα θηκάρια- μια πάνινη σακούλα, ξετυλίγει το σπάγκο και την αφήνει να κάνει ένα δυο γύρους στον αέρα, μετά χώνει τη χερούκλα του, πιάνει μια χουφτιά λίρες και μετζίτια κι αρχινάει κι αρχινάει να τα πετάει στο μαρμάρινο τεζιάκι: <<Μπιρ ικί...>>. Ξεπλερώνει το λογαριασμό, μα συνεχίζει να μετρά. -Τί κάνεις εκεί; τον σταματάει τ' αφεντικό μου. Πάρε πίσω τούτες τις λίρες, είναι παραπάνω. -Δεν είναι παραπάνω. Είναι το διάφορο. Το χρήμα γεννάει. Κι εγώ άργησα να ξοφλήσω. Ούτε άτιμος είμαι ούτε ναμκιώρης.
Ο Ισμαήλ αγάς δεν ήταν εξαίρεση. Κόβονταν ακόμα για μας οι απλοί άνθρωποι της Τουρκιάς. Τη χρειαζότανε τη φιλία και τη συνεργασία μας. Μας είχε γεννήσει και τους δυο λαούς η ίδια γη. Στα βάθη της ψυχής μας ούτε μεις τους μισούσαμε ούτε αυτοί. Ο πατέρας μου κατέβηκε στη Σμύρνη και μοσχοπούλησε τη σοδειά του. Μάζεψε εκατόν είκοσι τούρκικες χρυσές λίρες και μια και δεν είχε χρέος στον έμπορα τις έβαλε όλες στο πουγκί του. Τον βοήθησα να κάνει μαζωμένες τις προμήθειες για το χειμώνα -από ρούχα ίσαμε πιπέρι και σπίρτα- για να μην τον εκμεταλλεύονται οι μπακάληδες του χωριού.

Έτσι κι αποτελέψαμε τα ψώνια, πήγαμε στην προκυμαία σεργιάνι. Κουβεντιάζαμε και προχωρούσαμε όταν μού 'ρθε μια ιδέα. Πήγα στο ταμείο του κινηματογράφου <<Πατέ>> κι αγόρασα δυο εισιτήρια. -Πάμε, πατέρα, του είπα, να διασκεδάσεις και λόγου σου λιγάκι. -Τί' ναι δω; με ρώτηξε. Μπας κι είναι θέατρο; -Θα δεις, θα δεις! -Μπρε, για στάσου! μού' κανε κατακόκκινος από ντροπή. Είκοσι χρόνια κατεβαίνω στη Σμύρνη και δεν πάτησα σε θέατρο και θα πάω, μαθές τώρα, με το παιδί μου! Είδα κι έπαθα να τον κάνω να καταλάβει πως συχνάζανε κει οι καλύτεροι φαμελίτες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Όταν βγήκαμε απ' το θέαμα ήτανε αναστατωμένος και μαγεμένος.

-Του χρόνου, αν είμαστε καλά, θα φέρω και τη μάνα σου, να το δει τούτο το θέαμα, είπε. Δεν τ' αξιώθηκε. Σαν τσεκουριά ήρθε η αρρώστια και τό 'ριξε κείνο το γερό κορμί, που ίσαμε τα εβδομήντα δεν ήξερε τί θα πει πονοκέφαλος, δεν είχε σάπιο δόντι ούτε άσπρη τρίχα. Ο χαμός του με πόνεσε, γιατί τ' απεθαμένου γονιού μόνο τα καλά θυμάται το παιδί. Και τον τελευταίο καιρό ο γέρο-Αξιώτης έδειχνε συχνά τον καλό εαυτό του.
Μια μέρα μάλιστα, λίγο πριν πεθάνει, γύρεψε να μας δικαιολογήσει τα σκληρά του φερσίματα. Μας ιστόρησε, για πρώτη φορά, τα όσα τράβηξε μικρός από τον πατέρα του. Πώς ορφάνεψε και γεύτηκε την έχθρητα της μητριάς και πώς από οκτώ χρονώ παιδί τον αναγκάσανε μια χειμωνιάτικη νύχτα να πάρει τις στράτες, και να πέσει σ' άσπλαχνα χέρια. Τον ακούγαμε δίχως συγκίνηση, με μια βουβαμάρα που έλεγε πολλά.


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ».
Αποσπασματικές αναρτήσεις από το βιβλίο
της Διδώς Σωτηρίου: <<Ματωμένα Χώματα>>, εκδόσεις <<ΚΕΔΡΟΣ>>,
11η έκδοση, Αθήνα 1986, σελ. 66-72.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF