ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

ΝΕΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΗΝΑ ΕΞ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

 



Κάποιος Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μεταβαίνοντας στὴν πανηγύρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, κατέλυσε σ᾿ ἕνα ξενοδοχεῖο. Ὁ ξενοδόχος, ποὺ τὸν ἀντελήφθη ὅτι εἶχε χρήματα μαζί του, ἐσηκώθη κατὰ τὰ μεσάνυχτα καὶ τὸν σκότωσε. Ἔπειτα, ἀφοῦ κομμάτιασε τὰ μέλη του, τὰ ἔβαλε σ᾿ ἕνα ζεμπύλι καὶ τὰ ἐκρέμασε, ἀναμένοντας νὰ ξημερώσῃ, γιὰ νὰ τὰ ἐξαφανίσῃ.


νῶ ὅμως ὁ φονιὰς βρισκόταν σὲ ἀγωνία καὶ μέριμνα, πῶς, ποὺ καὶ πότε νὰ ἐξαφανίσῃ τὰ μέλη τοῦ σκοτωμένου χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθῇ κανείς, νἄσου καὶ τοῦ παρουσιάζεται ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ὡς στρατιώτης καβαλλάρης καὶ τὸν ρωτᾶ τί ἔγινεν ὁ ξένος ποὺ κατέλυσε στὸ πανδοχεῖο του τὴ νύκτα. Ὁ ξενοδόχος προσποιεῖται παντελῆ ἄγνοια. Τότε ὁ Ἅγιος καταβαίνοντας ἀπὸ τὸ ἄλογο μπῆκε στὸ ἐσωτερικό της οἰκίας καὶ πῆγε ἴσια πρὸς τὸ ζεμπύλι. Ἀφοῦ τὸ κατέβασε, κοίταξε μὲ ἄγριο βλέμμα τὸν φονιὰ καὶ τοῦ εἶπε. - Ποιὸς εἶναι αὐτός;


ντρομος ὁ ξενοδόχος ἔμεινε ἄφωνος καὶ ρίχτηκε σὰν πτῶμα ἐλεεινὸ στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ συνήρμοσε ὅλα τὰ μέλη τοῦ σκοτωμένου, προσευχήθηκε καὶ τὸν ἀνέστησε. Ὁ νεκρὸς σηκωμένος σὰν ἀπὸ ὕπνο βαθύ, θυμήθηκε ὅσα ἔπαθε ἀπὸ τὸν ξενοδόχο. Ἐδόξασε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀνεζώωσε κι ἐπροσκυνοῦσε εὐχαριστώντας τὸν φαινόμενο στρατιώτη, σὰν αἰτία τῆς ἀναστάσεώς του. Ἀφοῦ σηκώθηκε στὰ πόδια του καὶ ὁ φονιάς, ὁ Ἅγιος τοῦ πῆρε τὰ κλεμμένα χρήματα καὶ δίνοντάς τα πίσω στὸν ἀναστημένο, τοῦ εἶπε: - Πήγαινε, ἀδελφέ, στὸ ταξίδι σου.


Κατόπιν, ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς τὸν φονιά, τὸν ἔδειρε ὅπως τοῦ ἄξιζε. Ἐκεῖνος, πεσμένος στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν συγχωρήσῃ. Τελικὰ ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν ἐνουθέτησε ἀρκετά, τὸν ἐσυγχώρησε. Προσευχήθηκεν ἐπὶ τόπου ἐκεῖ γιὰ λογαριασμό του, ἀνέβη ὕστερα στὸ ἄλογο κι ἔγινε ἄφαντος. Τότε ἀντελήφθη ὁ ξενοδόχος πὼς ἦταν ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, στὸ πανηγύρι τοῦ ὁποίου πήγαινε νὰ προσκυνήσῃ ὁ ξένος.


Κάποιος πλούσιος Χριστιανὸς ὑποσχέθηκε νὰ κάμῃ δίσκον ἀσημένιο στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου. Πῆγε λοιπὸν σ᾿ ἕνα χρυσοχόο καὶ παρήγγειλε νὰ τοῦ κατασκευάση δυὺ δίσκους. Στὸν ἕνα νὰ γράψη τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου καὶ στὸν ἄλλο τὸ δικό του. Ὅταν κατασκευάστηκαν οἱ δίσκοι, βλέποντας ὁ δωρητὴς ὅτι ὁ δίσκος τοῦ Ἁγίου ἦταν λαμπρότερος καὶ ὡραιότερος ἀπὸ τὸν δικό του, τὸν κράτησε γιὰ λογαριασμό του καὶ παράδωσε στὴν ἐκκλησία τὸν ἄλλο. Ταξιδεύοντας κάποτε μὲ πλοῖο, τὴν ὥρα τοῦ δείπνου ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἔφερε στὴν τράπεζα τὸν δίσκο μὲ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Ἁγίου γεμάτον φαγητά. Ἐκεῖνος δὲ ἤρχισε νὰ τρώγη ἀπὸ τὰ φαγητὰ τοῦ δίσκου χωρὶς καμιὰν εὐλάβεια.


ταν ἐσηκώθη ἡ τράπεζα, πῆρε ὁ ὑπηρέτης τὸν δίσκο γιὰ νὰ τὸν πλύνῃ στὴ θάλασσα. Τυχαία ὅμως τοῦ ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια καὶ βούλιαξε στὸ βυθό. Τρόμαξε τότε ὁ ὑπηρέτης καὶ θέλοντας νὰ τὸν συγκρατήσῃ, ἔπεσε στὴ θάλασσα κι αὐτός. Ὁ κύριός του, βλέποντας αὐτά, ἐλεεινολογοῦσε τὸν ἑαυτό του κι ἔλεγε: - Ἀλλοίμονο, σ᾿ ἐμὲ τὸν ἄθλιο γιατὶ μὲ τὸ νὰ ἐπιθυμήσω τὸν δίσκο τοῦ Ἁγίου, ἔχασα μὲ τὸν δίσκο καὶ τὸν δοῦλο μου. Ἀλλὰ ὑπόσχομαι, Θεέ μου, ὅτι ἂν βρῶ ἔστω καὶ τὸ λείψανο τοῦ δούλου μου, θὰ δώσω στὸν Ἅγιο καὶ τὴν ἀξία τοῦ δίσκου, ποὺ βούλιαξε στὴ θάλασσα.


φοῦ βγῆκε λοιπὸν ἀπὸ τὸ πλοιάριο, περίμενε στὴν ἀκρογιαλιὰ νὰ δῇ ἐκβραζόμενο τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ δούλου του. Ἀλλ᾿ ὢ τοῦ θαύματος! Βλέπει ξαφνικὰ τὸν δοῦλο του νὰ βγαίνῃ ζωντανὸς ἀπὸ τὴ θάλασσα, κρατώντας στὰ χέρια του καὶ τὸν δίσκο τοῦ Ἁγίου. Ὅσοι βρίσκονταν μέσα στὸ πλοῖο, βγῆκαν ἔξω ὅλοι μονομιᾶς καὶ βλέποντας τὸν δοῦλο μὲ τὸν δίσκο στὰ χέρια του ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξαζαν τὸν Θεό. Συγχρόνως δὲ ρωτοῦσαν καὶ τὸν δοῦλο μὲ τί τρόπο ἐσώθη ἀπὸ τὴν θάλασσα. Κι ὁ δοῦλος τοὺς διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:


Εὐθὺς ποὺ ξέπεσα στὴ θάλασσα, παρουσιάστηκαν μπροστά μου τρεῖς ἄνθρωποι ὡραῖοι κατὰ τὴν ὄψι. Ὁ μεγαλύτερός των στὴν ἡλικία ἦταν ντυμένος στὰ στρατιωτικά, ὁ δεύτερος ἦταν ὄμορφος νέος κι ὁ τρίτος διάκονος. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἄνθρωποι μὲ πῆραν ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς θαλάσσης καὶ περπατώντας μαζί μου χτὲς καὶ σήμερα, ἐφθάσαμεν ἕως ἐδῶ. Τὸ θαῦμα διαφημίστηκε παντοῦ καὶ ἐξαιτίας του δοξάζεται μέχρι σήμερα ὁ Χριστός, ποὺ τιμᾶ κατὰ τέτοιον τρόπο τοὺς Ἁγίους Του. Οἱ τρεῖς ἄνθρωποι ποὺ ἔσωσαν τὸν ὑπηρέτη ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς θαλάσσης ἦσαν, ὁ μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἡλικία ὁ Ἅγιος Μηνᾶς· ὁ ὄμορφος νέος ὁ Ἅγιος Βίκτωρ καὶ ὁ διάκονος ὁ Ἅγιος Βικέντιος. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἑορτάζονται κι οἱ τρεῖς τὴν ἴδια μέρα, στὶς 11 Νοεμβρίου, τὴ μέρα ποὺ μαρτύρησαν. Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ μαρτύρησε τὸ ἔτος 160, ὁ Βικέντιος τὸ 235 καὶ ὁ Μηνᾶς τὸ 296.


Μια γυναίκα ποὺ πήγαινε στὰ προσκύνημα τοῦ Ἁγίου, ἐκβιαζόταν στὸ δρόμο ἀπὸ κάποιον γιὰ αἰσχρὴ πράξι. Τότε ἐκείνη ἐπεκαλέστηκε τὸν Ἅγιο νὰ τὴν συνδράμῃ. Καὶ ὁ Ἅγιος δὲν τὴν παρέβλεψε. Καὶ τὴν ἰδίαν ἐφύλαξε καθαρὴν καὶ ἀμόλυντη, καὶ τὸν ἐκβιαστὴν ἐτιμώρησε καὶ διεπόμπευσε. Ὁ ἐκβιαστής, ἀφοῦ ἔδεσε τὸ ἄλογο στὸ πόδι του, ἐπροσπαθοῦσε νὰ βιάσῃ τὴ γυναίκα. Τὸ ἄλογο ὅμως ἐξαγριώθηκε κατὰ τοῦ κυρίου του κι ἔτρεχε μανιασμένο, σέρνοντας ξοπίσω του καὶ κεῖνον κατὰ γῆς. Δὲν σταμάτησε δέ, παρὰ μόνον σὰν ἔφτασε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου. Ἀπ᾿ ἔξω ἐκεῖ ἐχρεμέτιζε δυνατά. Πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ γιὰ τὴ γιορτή, ἀκούοντας τὸ ἐπίμονο χρεμέτισμα τοῦ ἀλόγου βγῆκαν ἔξω νὰ δοῦν τί συμβαίνει. Πήγαιναν δὲ ποὸς τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ἄλλο πολὺ πλῆθος Χριστιανῶν.


Βλέποντας ὁ ἐλεεινὸς ἐκβιαστὴς τὴ συνάθροιση τόσου λαοῦ καὶ φοβούμενος μὴν πάθει μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ τὸ ἄλογο, ποὺ ἦταν ἀκόμη ἐξαγριωμένο, ἐξομολογήθηκε τὴν ἁμαρτία του μπροστά σε ὅλους. Εὐθὺς τότε ἡσύχασε καὶ τὸ ἄλογο καὶ στάθηκε μὲ ἡμερότητα. Ἀφοῦ ἔλυσε τότε τὸ πόδι του ἀπὸ τὸ ἄλογο, μπῆκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου καὶ ἀφοῦ πρόσπεσε στὴν ἁγίαν εἰκόνα του, παρεκάλεσε νὰ μὴ τὸν ἀφήσῃ ἄλλοτε νὰ πέσῃ σὲ παρόμοιον πειρασμό.


ΑΛΛΟΤΕ πάλι παρέμειναν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου ἕνας κουτσός, μία ἄλαλη γυναίκα κι ἄλλοι πολλοὶ ἀσθενεῖς, γιὰ νὰ πάρουν γιατρειὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄρρωστοι κοιμοῦνταν, παρουσιάστηκε ὁ Ἅγιος στὸν κουτσὸ καὶ τοῦ εἶπε: - Πήγαινε τώρα, ποὺ εἶναι ἡσυχία, πιάσε τὸ ἐπανωφόρι τῆς ἄλαλης γυναίκας καὶ θὰ γιατρευτῇς. Ἔτσι ἔκαμε ὁ κουτσός. Πῆγε σιγὰ-σιγὰ καὶ ἀφαίρεσε τὸ ἐπανωφόρι τῆς βουβῆς. Ἐκείνη ὅμως ταράχτηκε ἀμέσως κι ἀνατινάχτηκε. Ἀμέσως δὲ ἐλύθηκε ἡ γλώσσα τῆς καὶ κατηγοροῦσε τὸν κουτσὸ ὅτι τὴν ἐνόχλησε. Ἐκεῖνος δὲ πάλι, ἐπειδὴ ἔνιωσε ντροπὴ γιὰ τὰ λόγια της γυναίκας, σηκώθηκε στὰ πόδια του κι ἄρχισε νὰ τρέχῃ...


νας Ἑβραῖος εἶχε φίλον Χριστιανόν, ποὺ τοῦ ἐμπιστευόταν μεγάλα ποσά, κάθε φορὰν ποὺ ταξίδευα σὲ μακρυνὸν τόπο. Σ᾿ αὐτὸν ἐμπιστεύτηκε τὴν τελευταίαν φορὰ ἕνα πορτοφόλι μὲ πεντακόσια νομίσματα. Ὁ Χριστιανὸς ὅμως ἔβαλε κατὰ νοῦν νὰ καταχραστῇ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Ἑβραίου καὶ νὰ σφετεριστῇ τὰ χρήματά του. Ἔτσι, ὅταν ἐκεῖνος ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ καὶ ἐζήτησε τὸ πορτοφόλι του, ἀρνήθηκε ὅτι ἔλαβε τέτοιο πράγμα. Ὁ Ἑβραῖος, ποὺ δὲν ἤλπιζε τέτοιαν συμπεριφορὰ ἀπὸ τὸν φίλο του, στενοχωρήθηκε πολὺ καὶ κόντευε νὰ χάσῃ τὸ λογικό του. Ὅταν κάπως συνῆλθε, ἔκαμε τὴν ἀκόλουθο πρότασι στὸν Χριστιανό. Ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε μάρτυρας κατὰ τὴν παραλαβὴ τῶν χρημάτων, νὰ φανερωθῇ μέσῳ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ ποιὸς εἶχε τὸ δίκιο. Ὁ Χριστιανὸς δέχτηκε τὴν πρότασι καὶ πῆγαν οἱ δύο μαζὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου.


κεῖ ὁ Χριστιανὸς χωρὶς δισταγμὸ κι ἀργοπορία ἔκανεν ὅρκο καὶ βεβαίωσε τὴν ἄρνησι τῆς παρακαταθήκης. Μετὰ τὸν ὅρκο βγῆκαν κι οἱ δυὸ ἀπὸ τὸ ναὸ κι ἀνέβηκαν στ᾿ ἄλογά τους, γιὰ νὰ γυρίσῃ ὁ καθένας στὸ σπίτι του. Τὸ ἄλογο ὅμως τοῦ Χριστιανοῦ κατεχόταν ἀπὸ μίαν νευρικότητα καὶ ἀτακτοῦσε. Ἐξαγριωνόταν ἐνάντια στὸν ἀφέντη του, στεκόταν στὰ πισινά του, δάγκανε τὸ χαλινάρι καὶ φοβέριζε νὰ τὸν γκρεμίσῃ, νὰ τὸν σκοτώσῃ. Σὲ μία στιγμὴ τὸν πέταξε στὴ γῆ, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν βλάψῃ. Ἐχάθηκαν μόνο τὸ μαντήλι του, τὸ κλειδί του κι ἡ χρυσή του σφραγίδα. Ἔπειτα, ἀφοῦ ξαναΐππευσε ἐπροχωροῦσε μαζὶ μὲ τὸν Ἑβραῖο. Ἐκεῖνος ὁ καημένος, μὴ ὑποφέροντας τὴ ζημιὰ τῶν χρημάτων, ἦταν λυπημένος κατάκαρδα καὶ στέναζε σ᾿ ὅλο τὸν δρόμο.


ταν προχώρησαν ἀρκετά, ὁ Ἐβραῖος θέλοντας νὰ πιάσῃ μὲ τὸ καλὸ τὸν Χριστιανό, ἴσως μεταμεληθῇ καὶ τοῦ ἐπιστρέψη τὰ χρήματα, σ᾿ ἕνα μέρος κατάλληλο, τοῦ πρότεινε νὰ κατέβουν ἀπὸ τ᾿ ἄλογα, γιὰ νὰ φᾶν ψωμί. Μόλις ὅμως ἄρχισαν νὰ τρῶνε, ἐφάνη νὰ ἔρχεται σ᾿ αὐτοὺς ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστιανοῦ, κρατώντας στὸ ἕνα χέρι τὸ πορτοφόλι τοῦ Ἑβραίου καὶ στὸ ἄλλο τὸ κλειδὶ μὲ τὸ μαντήλι του. Βλέποντας αὐτὰ ὁ Χριστιανὸς τἄχασε καὶ ρώτησε τὸν ὑπηρέτη. - Τί εἶναι αὐτά; Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: - Ἕνας ἱππέας φοβερὸς πέρασε ἀπὸ τὴν κυρία μου καὶ δίνοντάς της τὸ κλειδὶ μὲ τὸ μαντήλι σου, τῆς εἶπε: «Στεῖλε μὲ μεγάλη ταχύτητα τὸ πορτοφόλι τοῦ Ἑβραίου, γιὰ νὰ μὴ κινδυνεύῃ ὁ ἄντρας σου». Ἀμέσως τότε ἐκείνη μοῦ τὰ παρέδωσε καί, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή της, σοῦ τὰ φέρνω.


Ἑβραῖος τότε, ὅλος χαρά, παρεκίνησε τὸν Χριστιανὸ νὰ ἐπιστρέψουν ἀμέσως στὸν Ἅγιο. Ἐκεῖ δέ, ὁ μὲν Ἑβραῖος παρεκάλει νὰ βαπτισθῇ, δὲ Χριστιανὸς ζητοῦπε συγχώρησι γιὰ τὴν ψευδορκία, μὲ τὴν ὁποίαν παρώργισε τὺν Θεό. Ἔλαβαν δὲ καὶ οἱ δύο ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσαν. Ὁ Ἑβραῖος ἐδέχθη τὸ Ἅγιον Βάπτισμα κι ἔγινε μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανὸς πῆρε ἄφεσι γιὰ τὸ κρίμα τῆς ψευδορκίας καὶ τῆς κακῆς σκέψεως νὰ σφετερισθῇ τὰ ξένα χρήματα. Ἔτσι ἐπέστρεψαν ἀμφότεροι στὰ σπίτια τους χαίροντες καὶ δοξάζοντες τὸν Θεό.


Στὰ 1826, τὴν ἐποχὴ τοῦ τρόμου καὶ τῶν σφαγῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, οἱ Τοῦρκοι κάτοικοι τοῦ Ἡρακλείου της Κρήτης ἐπιβουλεύθηκαν τὴ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν συμπολιτῶν των. Ἐσκέφθηκαν ὡς κατάλληλην εὐκαιρία νὰ κορέσουν τὴν αἱμοδιψία τους τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ὅταν θὰ βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν ἐκκλησιασμὸ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ. Τὸ Πάσχα ἔπεσε τότε στὶς 18 Ἀπριλίου. Γιὰ νὰ παραπλανήσουν οἱ συνωμότες τὶς διοικητικὲς ἀρχές, ἔβαλαν φωτιὰ σὲ διάφορα σημεῖα τῆς πόλεως μακρυὰ ἀπὸ τὴν Μητρόπολι. Καὶ ὅταν πιὰ εἶχεν ἀρχίσει ἡ Ἀναστάσιμη λειτουργία καὶ διαβαζόταν τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιο, μανιώδη τουρκικὰ στίφη περιεκύκλωσαν τὸν ναό, ἕτοιμοι νὰ ἐφορμήσουν γιὰ τὸ ἀποτρόπαιο ἔργο τῆς σφαγῆς.


Ξαφνικὰ ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμὴ παρουσιάστηκε ἀνάμεσά τους Ἕνας καβαλλάρης μεσήλικας μὲ γυμνὸ ξίφος, ποὺ περιέτρεχε τὸ ναὸ καὶ τοὺς ἀποδίωχνε. Φοβισμένοι οἱ αἱμοβόροι βάρβαροι τὸ βάλανε στὰ πόδια κι ἔτσι ἐματαιώθηκαν οἱ καταχθόνιοι σκοποί τους. Ὁ πολιὸς γέροντας δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν Μεγαλομάρτυρα Μηνᾶ. Οἱ Τοῦρκοι, ἐξαιτίας τοῦ σκότους καὶ τῆς συγχύσεως, ἔλαβαν τὸν Ἅγιο ὡς τὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς προκρίτους καὶ πὼς ἦταν σταλμένος ἀπὸ τὸν Διοικητὴ γιὰ νὰ ματαιώσῃ τὴ σφαγή. Γι᾿ αὐτὸ πῆγαν στὸ Διοικητήριο γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν. Ὁ Διοικητὴς ὅμως δὲν ἤξερε τίποτα. Διαπιστώθηκε ἀκόμα πὼς οὔτε κι ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς προκρίτους εἶχε ἀπομακρυνθῇ τὴ νύχτα ἐκείνη ἀπὸ τὸ σπίτι του. Κατάλαβαν τότε ὅλοι πῶς ἐπρόκειτο γιὰ θαυματουργικὴ ἐπέμβασι τοῦ πολιούχου τῆς πόλεως Ἁγίου Μηνᾶ. Διέδωσαν μάλιστα τὸ θαῦμα οἱ Τοῦρκοι, ποὺ στὸ ἑξῆς κατείχοντο ἀπὸ δέος καὶ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιον, μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς προσέφεραν κάθε χρόνο καὶ διάφορα δῶρα στὸ ναό του.


Τὰ θαύματα αὐτὰ εἶναι σταχυολογημένα ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Συναξαριστὴ καὶ μεταγλωττισμένα στὴ σύγχρονο νεοελληνικὴ γλώσσα. Δὲν εἶναι ὅμως τὰ μόνα θαύματα ποὺ ἐπετέλεσεν ὁ Ἅγιος. Ἕνα σωρὸ ἀλλὰ ἀναφέρονται στὶς διηγήσεις τοῦ λαοῦ. τόσο στὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα τὴν Αἴγυπτο, ὅσο στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Κύπρο, κυρίως δὲ θεραπεῖες ἀρρώστων. Ὁ Ἅγιος θεωρεῖται εἰδικὸς γιὰ τὴ θεραπεία τῆς σπλήνας. Εκ του ιστολογίου «nektarios.gr». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF