ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΑΠΙΟΣ (ΜΕΡΟΣ Β')




Το οδοιπορικό και η ανεύρεση του σκηνώματος του Οσίου Παταπίου Η εύρεση του σκηνώματος πραγματοποιείται το 1904, οπότε και το ασκητήριο λαμβάνει την σημερινή του μορφή (17). Ο ιερέας Κωνσταντίνος Σουσάνης, λόγω του αναστήματός του, κάθε φορά που λειτουργούσε ήταν αναγκασμένος να σκύβει. Για τον λόγο αυτό ζήτησε να ανοιχθεί λίγο ο χώρος. Ο Βασίλειος Πρωτοπαππάς, μαρμαράς στο επάγγελμα από το Λουτράκι, ανέλαβε την διάνοιξη του δυτικού τοίχου του ιερού καθώς και την απομάκρυνση των χωμάτων που τον συγκρατούσαν. Ξαφνικά ο κασμάς σφηνώθηκε αποκαλύπτοντας το σκήνωμα του οσίου, το οποίο παρέμεινε άθικτο και ευωδιάζονν.


Το λείψανο του Οσίου στηριζόταν σε μία κέδρινη βάση προς το κεφάλι και μία μαρμάρινη προς τα πόδια, ενώ ολόκληρο το σκήνωμα καλυπτόταν με μία σειρά από κεραμίδια. Το σώμα του Οσίου έφερε επίσης πετραχήλι. Εντός της κρύπτης βρέθηκαν ένας μικρός ξύλινος σταυρός ρωσικού τύπου, βυζαντινά νομίσματα, διαφόρων εποχών, και μία δερμάτινη μεμβράνη με το όνομα του Οσίου. Χωρίς αμφιβολία η ύπαρξη βυζαντινών νομισμάτων επιβεβαιώνει την σχέση του Οσίου με την Κωνσταντινούπολη.


Για την ύπαρξη του ρωσικού τύπου σταυρού, κατά την ανεύρεση του λειψάνου, οι Παπακώστας και Καψάσκης δεν κατόρθωσαν να επιχειρηματολογήσουν ικανοποιητικά, αρκούμενοι μόνο στον σχολιασμό για την απεικόνιση του Οσίου στην τοιχογραφία του σπηλαίου με σταυρό ρωσικού τύπου. Ο Κουκουλάς, αντίθετα, ερμηνεύει την παραπάνω αμέλεια από το γεγονός ότι οι δύο ερευνητές αγνοούσαν την μαρτυρία του ρώσου προσκυνητή Ζώσιμου το 1420, αλλά και του Ιγνατίου, οι οποίες επιβεβαιώνουν την σχέση της μονής του Προδρόμου της Πέτρας με ρώσους προσκυνητές.


Το λείψανο στη συνέχεια τοποθετήθηκε σ' ένα πρόχειρο κιβώτιο και με μέριμνα του Μητροπολίτου Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Αντιβασιλέως Δαμασκηνού, στη σημερινή ξύλινη λάρνακα. Το ζήτημα της μεταφοράς λειψάνων στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας είναι μεγάλο. Είναι γνωστό ότι όχι μόνο βασιλείς και πατριάρχες αλλά και λαϊκοί μετακόμιζαν λείψανα Αγίων, Αποστόλων, μαρτύρων και άλλων επιφανών ή μη αγίων(18). Κατά την διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ό, τι πολυτιμότερο υπήρχε στην Παλαιστίνη είχε μεταφερθεί στην Βασιλεύουσα. Τόση ήταν η ευλάβεια των χριστιανών, ώστε ουδέποτε ανέγειραν ναό χωρίς την κατάθεση τιμίων λειψάνων.


Περιγραφές για τον ανεξάντλητο πλούτο των ιερών λειψάνων της Κωνσταντινούπολη διαβάζουμε τόσο σε Έλληνες (19) όσο και σε Λατίνους συγγραφείς. Στο σπουδαίο σύγγραμμα του Riant (20) πληροφορούμαστε τις αρπαγές λειψάνων και κειμηλίων από του Σταυροφόρους το 1204, που φυλάσσονταν τον 19 ο αιώνα στην Δύση. Η μεγάλη ευλάβεια των Δυτικών, όπως διακήρυτταν, ώστε να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, για τα λείψανα βοήθησε στην διάσωση πολλών εγγράφων σχετικά με την ιστορία των ιερών λειψάνων της Κωνσταντινούπολης. Το γεγονός ότι οι Λατίνοι, κατά την λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, προτιμούσαν την αρπαγή λειψάνων αγίων οι οποίοι τιμώνταν στην Δύση εξηγεί την παραμονή του λειψάνου του Οσίου Παταπίου στη Βασιλεύουσα.


Η ιστορία του λειψάνου του Οσίου Παταπίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περιπετειώδης. Το θέμα που προκύπτει, όμως, είναι πώς το λείψανο βρέθηκε στα Γεράνεια Όρη. Το συναξάριο του Ματθαίου - Λαγγή θέτει το ερώτημα, ο Όσιος ήρθε πριν τον θάνατό του στην Κορινθία ή το λείψανό του μεταφέρθηκε εκεί από συνασκητές του ή μεταγενέστερους μοναχούς που ασκήτεψαν εκεί κατά τα χρόνια της δουλείας; Το ενδεχόμενο ο Όσιος να ασκήτεψε στην Κορινθία δεν φαντάζει απίθανο, εφόσον ο βίος του Συμεών Μεταφραστή αφήνει ανοικτό αυτό το ενδεχόμενο (21).


Ο Μαργιωρής υποστηρίζει, ότι ο Όσιος στο ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη ασκήτεψε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Κόρινθο (22). Στην περιοχή των Γερανείων βρισκόταν από τότε σπήλαιο στο οποίο είχε διαμείνει ο πρωτόκλητος Ανδρέας ταξιδεύοντας προς την Πάτρα. Εκεί υπήρχε ένα εξωκκλήσι, γύρω από το οποίο ασκούνταν λίγοι μοναχοί. Σήμερα δεσπόζει ο ιερός ναός του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος ιδρύθηκε το 1345 από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζηνό. Ο Όσιος, αναφέρει, ερχόμενος από την Κρήτη έφθασε στην Κόρινθο, όπου και συνδέθηκε με εκκλησιαστικούς και μοναστικούς παράγοντες, οι οποίοι του ζήτησαν να διδάξει στους μοναχούς την άσκηση και την προσευχή, σύμφωνα με τα πρότυπα των Αιγυπτιακών μοναστηριών.


Ο Όσιος, όμως, επιθυμώντας την αγαπημένη του απομόνωση κατευθύνθηκε σε μία από τις κορυφές των Γερανείων, όπου βρήκε αρχαίο σπήλαιο, το οποίο χρησιμοποιείτο ως προσκυνητάριο από τους πρώτους χριστιανούς, λόγω των διωγμών. Γύρω από την περιοχή άσκησης του Οσίου εγκαταστάθηκαν και οι επτά μαθητές του Οσίου. Η φήμη του Οσίου επεκτάθηκε με αποτέλεσμα την γρήγορη αύξηση του αριθμού των ασκητών. Τόσος ήταν ο σεβασμός προς τον Όσιο, ώστε πολλοί άρχοντες της Κορίνθου του ζήτησαν να αναλάβει την επισκοπική έδρα της Κορίνθου. Ο Μαργιωρής επισημαίνει, ακόμη, ότι σε μία ομιλία του, ο Πατάπιος ζήτησε, οπουδήποτε κι αν συμβεί ο θάνατός του, να ενταφιαστεί στο αγαπημένο του ασκητήριο (23). Η αναχώρηση από την σκήτη των Γερανείων τοποθετείται, κατά τον Μαργιωρή, το 435.


Επίσης στο συναξάρι Ματθαίου - Λαγγή διαβάζουμε για κάποιους ασκητές οι οποίοι θρηνούσαν τον θάνατο του Οσίου. Ποιοί ήταν αυτοί οι μοναχοί; Οι μοναχοί από την μονή του και γιατί δεν αναφέρονται λαϊκοί; Αν ο θάνατος συνέβη στην Κωνσταντινούπολη, φυσικά θα ήσαν εκεί συγκεντρωμένοι και λαϊκοί και μοναχοί. Ο Μαργιωρής αναφέρεται σε μία τελευταία σύναξη των μαθητών του Οσίου, κατόπιν αίτησης του Παταπίου. Από την Αίγυπτο, ισχυρίζεται, προσκλήθηκαν οι συνασκητές Θεόδωρος και Αμμώνιος. Από τα Γεράνεια οι Αρσένιος και Νίκων, και από την Ιερουσαλήμ η μοναχή Υπομονή και ο γέροντας Σεχνούτι. Οι μαθητές του αυτοί, ισχυρίζεται, ήσαν αυτοί που μετέφεραν το λείψανο του Οσίου στο σπήλαιο των Γερανείων, υπακούοντας στο θέλημά του.


Ο Βίος του Συμεών, αντιθέτως, αναφέρει ρητώς ότι ο Όσιος την εποχή που έγραφε βρισκόταν στον ναό του Προδρόμου. Πρόκειται για τον ναό του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλασσόταν το λείψανο του Οσίου μέχρι το 1420, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω. Στο συγκεκριμένο συναξάρι εικάζεται ότι η μεταφορά του λειψάνου πραγματοποιήθηκε κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με δεδομένη την απεικόνιση της Οσίας Υπομονής από κοινού με τον Όσιο Πατάπιο. Από την άλλη πλευρά ο Μαργιωρής υποστηρίζει ότι η Υπομονή και ο Νίκων υπήρξαν μαθητές του Οσίου και οι οποίοι υπακούοντας στην επιθυμία του Οσίου μετέφεραν και έκρυψαν το σκήνωμα του Οσίου στην σκήτη των Γερανείων. Η επιχειρηματολογία του Μαργιωρή πάντως παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες.


Οι ιστορικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι το λείψανο μέχρι το 1420 βρισκόταν σίγουρα στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά και η επιγραφή «Ὅσιος Νίκων νέος ὁ ἐν τῷ Ξηρῷ ὄρει ἀσκήσας» δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο άγιος ασκήτεψε στην Βασιλεύουσα. Παρόλα αυτά η συγκεκριμένη επιγραφή δημιούργησε πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Η παράθεση της φράσης «Ξηρῷ ὄρει» οδήγησε κάποιους να υποστηρίξουν ότι πρόκειται για νέους οσίους. Όμως, το επιχείρημα αυτό καταρρίπτεται από το γεγονός ότι στην τοιχογραφία του Οσίου Παταπίου δεν συναντούμε την λέξη «νέος», όπως σε αυτήν του Νίκωνα.


Η επιγραφή επίσης στην τοιχογραφία του Οσίου Παταπίου «ὁ ἐν τῷ Ξηρῷ ὄρει ἀσκήσας » οδήγησε πολλούς να υποστηρίξουν ότι πρόκειται περί άλλου Παταπίου. Το επιχείρημα αυτό, όμως, εξασθενεί τόσο από τα βυζαντινά αναθήματα όσο και από την παράδοση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την παράδοση, η επιγραφή «ὁ ἐν τῷ Ξηρῷ ὄρει ἀσκήσας » αναφέρεται στον Ξηρόλοφο της Κωνσταντινούπολης. Η ερμηνεία αυτή όμως φαίνεται προβληματική, διότι ο Ξηρόλοφος γνωρίζουμε ότι ήταν ο 7 ος λόφος στην Κωνσταντινούπολη, και με δεδομένο ότι βρισκόταν στην ακριβώς απέναντι κατεύθυνση από τις Βλαχέρνες, όπου ασκήτεψε ο Όσιος – στον 6 ο λόφο -, φαίνεται να μην έχει καμία απολύτως σχέση.


Επομένως, τα επιχειρήματα του ’γγελου Παπακώστα ότι το σκήνωμα πρέπει να αποδοθεί σε συνώνυμο νεοφανή Όσιο πρέπει να απορριφθούν (24). Το ερώτημα που ακόμα γεννάται είναι ποιος είναι ο Όσιος Νίκων. Εύστοχα κατά τον Κουκουλά, πρέπει να στηριχθούμε στις περιγραφές των προσκυνητών της Μονής του Προδρόμου της Πέτρας. Ο ερευνητής εικάζει ότι, είτε πρόκειται για κάποιον ρώσο μοναχό, ο οποίος ασκήτεψε στον ίδιο χώρο με τον Όσιο Πατάπιο, είτε για κάποιον έλληνα μοναχό, ο οποίος έλαβε το όνομα Νίκων έχοντας ως πρότυπό του τον γνωστό Όσιο Νίκωνα της ρωσικής εκκλησίας. Ο Κουκουλάς τοποθετεί την δράση του Νίκωνα στα χρόνια των Παλαιολόγων (25).


Η προσωνυμία «νέος», σίγουρα, προστέθηκε με σκοπό την διάκριση του Οσίου από τον έτερο μεγάλο Όσιο της ρωσικής εκκλησίας Νίκωνα, του 11 ου αιώνος, μοναχό και ποιμενάρχη της εκκλησίας του Χριστού. Κατά την γνώμη μας, εάν η παραπάνω υπόθεση του Κουκουλά αποδειχθεί, και όντως ο Νίκων έδρασε τα τελευταία χρόνια των Παλαιολόγων και συνδέεται με την Κορινθία, τότε πρέπει σοβαρά να εξεταστεί το ενδεχόμενο εάν αυτός μετέφερε το λείψανο του Οσίου στην Κορινθία. Διά του προσώπου αυτού θα μπορούσε κάλλιστα να ερμηνευθεί η απεικόνιση της Οσίας Υπομονής στο ασκητήριο, η απεικόνιση του ιδίου καθώς και η ύπαρξη του ρωσικού σταυρού.


Όσον αφορά τα επιχειρήματα του Μαργιωρή, κατά την γνώμη μας, πρέπει να θεωρηθούν έωλα, εφόσον έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ιστορικές πηγές. Τις ίδιες επιφυλάξεις εκφράζει και ο Μητροπολίτης Κορίνθου Προκόπιος, ο οποίος επισημαίνει ότι αυτά που αναφέρει ο Μαργιωρής δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα με δεδομένη την απουσία πηγών. Επίσης, ο Κουκουλάς αναφέρει ότι ο Μαργιωρής δεν καταφέρνει να πείσει σε τίποτα, διότι όσα περιγράφει κινούνται «μεταξύ ευσεβούς αγνοίας, φανταστικών γεγονότων και ιστορικών ανακριβειών, αν δεν επιχειρεί να περάσει απόψεις περί μυστικισμού και απόκρυφων δοξασιών, με κέντρο τον Όσιο Πατάπιο» (26).


Οι πηγές, πάντως, επιβεβαιώνουν ότι το 740, οπότε ο Ανδρέας Κρήτης επισκέπτεται την μονή των Αιγυπτίων και γράφει, το λείψανο του Οσίου, το οποίο αποτελεί το επίκεντρο της πανήγυρης, βρισκόταν στην μονή των Αιγυπτίων. Ο Στυλιανός Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι μετά την διάλυση της μονής των Αιγυπτίων, το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην γειτονική μονή του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, λόγω του πνευματικού δεσμού του Παταπίου με τον ιδρυτή της, Βάρα. Όντως το επιχείρημα του Παπαδόπουλου περί πνευματικού δεσμού των δύο μοναχών επιβεβαιώνεται από το χειρόγραφο του ηγουμένου της μονής που ίδρυσε ο Βάρας τον 6 ο αιώνα (27).


Στο έργο του Janin (28) διαβάζουμε για την μονή του Θεοδώρου του Αιγυπτίου και για τον ναό του Προδρόμου της μονής των Αιγυπτίων. Η μονή των Αιγυπτίων δημιουργήθηκε το πρώτο μισό του 5 ου αιώνα από κάποιον Θεόδωρο εξ ου και η ονομασία «μονῆς Θεοδώρου τοῦ Αἰγυπτίου» Η μονή, όπως αναφέρει και το όνομά της, κατοικήθηκε από Αιγύπτιους μοναχούς, μεταξύ των οποίων και από τον Όσιο Πατάπιο, ο οποίος και θάφτηκε εκεί. Άλλοι τοποθετούν τον χρόνο δράσης του Οσίου τον 5ο - 6ο αιώνα, όπως ο Γεδεών, ενώ οι Βολλανδιστές τον 7 ο αιώνα. Κατά την γνώμη μας, ο χρόνος δράσης του Οσίου πρέπει να τοποθετηθεί τον 5ο - 6ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία ο συνασκητής του Βάρας ίδρυσε την μονή του Προδρόμου της Πέτρας. Τον 8 ο αιώνα φαίνεται στην μονή να ζουν μοναχοί, όπως μαρτυρεί ο Ανδρέας Κρήτης το 740, ο οποίος βρίσκεται εκεί για τον εορτασμό του Οσίου. Πάντως μετά τον 8 ο αιώνα φαίνεται να μην υπάρχουν στην μονή Αιγύπτιοι μοναχοί. Η τοποθεσία της μονής πιθανολογείται ότι βρίσκεται στην γειτονιά των Βλαχερνών, όπου ο Όσιος είχε την σκήτη του «πρὸς τῷ ἐν Βλαχέρναις τείχει».


Για τον ναό του Προδρόμου της μονής των Αιγυπτίων, στο έργο του Janin (29) διαβάζουμε ότι εκεί θάφτηκε ο Όσιος Πατάπιος στον οποίο φαίνεται να ανήκε η σκήτη του. Ομοίως και αυτός βρισκόταν κοντά στο τείχος των Βλαχερνών. Η ταύτιση της μονής με κάποια εκκλησία ή μονή είναι δύσκολη. Ο Janin υποστηρίζει ότι είναι πιθανόν η εκκλησία αυτή να υπήρχε ακόμα και όταν ο Μεταφραστής έγραφε τον Βίο του Οσίου. Η μαρτυρία πάντως του Συμεών Μεταφραστή, τον 10 ο αιώνα, πιστοποιεί ότι το ιερό σκήνωμα βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη (30). Ο Παπαδόπουλος αναφέρεται σε μία ενδιαφέρουσα μαρτυρία ενός ανώνυμου Ρώσου που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, και ο οποίος αναφέρει ότι σε έναν ναό (στις Βλαχέρνες ) βρίσκονται τα λείψανα του Οσίου Παταπίου και της Αγίας Αναστασίας (31). Γνωρίζουμε όμως ότι στην περιοχή των Βλαχερνών βρισκόταν η μονή του Προδρόμου «τοῦ ἐν τῇ Πέτρᾳ», την οποία ίδρυσε ο Αιγύπτιος μοναχός Βάρας, φίλος του Οσίου Παταπίου, η οποία βρισκόταν στο ενδιάμεσο των μονών του Οσίου Παταπίου και του Οσίου Ραβουλά, κοντά στην πύλη του Ρωμανού (32).


Ο Μανουήλ Γεδεών υποστηρίζει ότι η μονή του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας ανοικοδομήθηκε από τον Βάρα (33). Η ανέγερση της μονής από πλίνθους και ξεστούς λίθους τοποθετείται πριν από την αυτοκρατορία του Ζήνωνα (429 - 491). Κατά τα χρόνια του Αναστασίου του Θράκα ερημώθηκε και ξαναλειτούργησε με την έλευση του Αιγύπτιου μοναχού Βάρα.


Αργότερα συναντούμε την μονή του Προδρόμου ακμάζουσα μέχρι και με 200 μοναχούς μεταξύ των οποίων, κατά τα τέλη του 14 ου αιώνος, και Ρώσοι. Τον 14 ο αιώνα η μονή καταλαμβάνει την τρίτη θέση στην ιεραρχία των άλλων μονῶν, μετά την μονή των Στουδίου και των Μαγκάνων, «τετιμημένην εἶναι τὴν μονὴν τῷ ἀρχιμανδριτάτῳ καὶ συγκελικῷ ὀνόματι καὶ τὸν καθηγούμενον καὶ τοὺς διαδόχους αὐτοῦ ἀρχιμανδρίτην καὶ πρωτοσύγκελον εἶναι καὶ ὀνομάζεσθαι καὶ τάξιν έχειν τρίτην ἐν ταῖς ἱεραῖς τε καὶ συνοδικαῖς συνελεύσεσι. Τὴν γὰρ πρώτην τάξιν κέκτηται ἀρχῆθεν ὁ τοῦ Στουδίου ἀρχιμανδρίτης, δευτέραν δὲ ὁ τῶν Μαγκάνων» (34). Το 1383 και το 1391 διαβάζουμε τις περιγραφές δύο ρώσων μοναχών.


Ο ανώνυμος διάκονος που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 1383 αναφέρει απλά ότι «Ἤλθομεν εἰς τὴν μονὴν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Προδρόμου καὶ προσκυνήσαμεν τὰ ἅγια λείψανα καὶ σπουδαίως παρηγορήθημεν ὑπὸ τῶν Ῥώσσων τῶν ἐν αὐτῷ οἰκούντων» (35). Ο Ρώσος διάκονος Αλέξανδρος, ο οποίος μας είναι άγνωστος από άλλες πηγές, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το διάστημα μεταξύ Μαρτίου 1391 και πρώτου εξαμήνου 1397 (36). Αν και δεν αναφέρει την ύπαρξη σκηνώματος του Οσίου, άλλη μεταγενέστερη πηγή το επιβεβαιώνει. Ο Αλέξανδρος συγκεκριμένα γράφει: «ἐν μοναστηρίῳ τοῦ Προδρόμου ὀνομαζομένῳ πλουσίῳ ἐν Θεῷ ὑπάρχουσι τὰ λείψανα τοῦ Προδρόμου, ἡ κάρα τοῦ ἁγίου Βονιφατίου καὶ τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος. Το μοναστήριον τοῦτο οὕτε πόλεις κέκτηται, οὔτε κώμας, καὶ ὅμως θείᾳ χάριτι εἶναι πλουσιώτερον τῶν ἄλλων μοναστηρίων» (37).


Το 1403 η μονή του Προδρόμου υπήρχε, και αυτό μας το επιβεβαιώνει ο Καστιλιαννός πρεσβευτής Ruy Gongales de Clavijo, ο οποίος την επισκέφτηκε το φθινόπωρο του 1403 (38). Η περιγραφή της μονής περιλαμβάνεται σ' ένα μικρό σύγγραμμα του Ph. Brunn με τίτλο «Κωνσταντινούπολις, τὰ ἱερὰ αὐτῆς καὶ τὰ λείψανα ἐν ἀρχῇ τοῦ ΙΕ΄ αἰῶνος ». (Οδησσός 1883). Ο περιηγητής αναφέρει ότι η μονή του Προδρόμου, η λεγόμενη «della Petra (της Πέτρας)», βρίσκεται δίπλα στο αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή των λειψάνων που ο ίδιος προσκύνησε, «Τῷ ἐπετράπη ἡ προσκύνησις τῶν ἁγίων λειψάνων τῶνδε : τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, οὗ εὐρίσκετο ἐκεῖ μόνον τὸ μεταξὺ τοῦ ὤμου καὶ τῆς χειρὸς μέρος, τοῦ ἄρτου, ὃν ὁ σωτὴρ ἡμῶν ἔδωκε τὴν Πέμπτη τοῦ μυστικοῦ δείπνου τῷ Ἰούδᾳ, ὀλίγου αἴματος τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, τοῦ αἵματος, ὅπερ ἀνέβλυσεν ἐκ σταυροῦ πληγωθέντος ὑπὸ Ἰουδαίων ἐν Βηρυτῷ, τῶν τριχῶν τοῦ πώγωνος τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, τεμαχίου τοῦ λίθου, ἐφ ' οὗ κατετέθη ὁ Σωτὴρ ἡμῶν ἀποκαθηλωθείς, τοῦ σιδήρου τῆς λόγχης τοῦ Λογγίνου, τοῦ καλάμου καὶ τοῦ σπόγγου καὶ τῶν ἰματίων τοῦ Σωτήρος ἡμῶν» (39).


Η περιγραφή του ρώσου διακόνου Ζωσιμᾶ, το 1420, είναι η τελευταία που συναντούμε και στην οποία υπάρχει μονολεκτική αναφορά για σκήνωμα του Οσίου Παταπίου, «Ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ μονὴ τοῦ Προδρόμου, ἐν ἧ ἐφύλαττον τὰ ἐργαλεία τῶν παθῶν, τὴν ἐσθῆτα τοῦ Σωτῆρος, τὴν λόγχην, τὸν κάλαμον, τὴν χολὴν καὶ τὸ αἷμα τὸ καταρρεῦσαν ἐκ τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ διατρηθείσης ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων τῆς Βηρυτοῦ, ἕνα τῶν ἄρτων τῶν ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος παρασκευασθέντων διὰ τὸν τελευταῖον δεῖπνον, τὸν λίθον τὸν ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων τεθέντα ὑπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ Σωτῆρος καὶ τὰς τρίχας τῆς μητρὸς τοῦ Θεοῦ» (40), αλλά και «At the Blachernae Church repose the robe and girdle of the All - pure ( Mother of God ) and relics of St. Patapius» (41).


Το 1578 μας παραδίδεται μία άλλη περιγραφή από τον Στέφανο Γερλάχιο, ο οποίος συνόδευε τον πρεσβευτή Ungnad του αυτοκράτορος της Γερμανίας και ο οποίος μαρτυρεί ότι η μονή έχει μετατραπεί σε γυναικεία. Η καλή σχέση που είχε αναπτύξει με τον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ (1536 - 1595) και τον πρωτονοτάριο και ρήτορα Ζυγομαλά, τον βοήθησαν να είναι ακριβής στις αρχαιολογικές του έρευνες. Από το ημερολόγιό του σήμερα μπορούμε να σχετίσουμε την μονή της Πέτρας με τη θέση του Μπογδάν – Σεράϊ (42). Πηγαίνοντας στο αγίασμα των Βλαχερνών και στην εκκλησία της Παμμακαρίστου ( Φετιέ τζασιμή ), έδρα του Πατριαρχείου μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, πέρασε πρώτα από την μονή του Ιωάννου του Βαπτιστού, που παλαιά ονομαζόταν της Πέτρας.


Συγκεκριμένα στην περιγραφή του διαβάζουμε: «φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε μονὴ μεγαλοπρεπὴς · κατέχει εὐρεῖαν ἔκτασιν καὶ περιβάλλεται ὑπὸ μεγάλου τείχους ἐκ λελαξευμένων λίθων. Ὁ νάρθηξ κεκόσμηται ὠραίαις εἰκόσι τοῦ ἁγίου Βασιλείου, Χρυσοστόμου, Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, τοῦ Σωτῆρος καὶ πολλῶν ἐρημιτῶν καὶ πνευματικῶν ( ἐξομολογητῶν ). Ἡ ἐκκλησία ἐστὶ κεκλεισμένη. Ἐν τῇ ἐσωτερικῇ αὐλῇ εὑρίσκονται τὰ κελλία τῶν ἑλληνίδων μοναχῶν τῶν ὀνομαζομένων πτωχῶν καὶ συντηρουμένων ὑπὸ τῶν πλουσίων Ἑλλήνων. Αὗται ἔχουσι μίαν ἡγουμένην καὶ ἕνα μοναχὸν, οἵτινες διευθύνουσι τὰς θρησκευτικὰς αὐτῶν ἀσκήσεις» (43). Στα χρόνια του Στεφάνου η μονή δεν λειτουργούσε αλλά μόνο ερείπια υπήρχαν, στα οποία «οἱ Ἑβραίοι ὑφαίνουσι καὶ κλώθουσι μέταξαν» (44). Η ιστορία της μονής, κατά τον Γεδεών, φαίνεται να ολοκληρώνεται το 1564, οπότε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάσαφ Β΄ ο Μεγαλοπρεπής (1556-1565) αγόρασε ερείπια του ναού (45).


Ο Γερλάχιος αναφέρει ότι στην θέση Μπογδάν - Σεράϊ ζούσε κάποια οικογένεια προκρίτου Έλληνα με το όνομα Ραούλ, ο οποίος πριν από 60 χρόνια κατέφυγε στην Ρωσία. Ο γιος του αργότερα πούλησε την περιουσία στον Μιχαήλ Καντακουζηνό Αγχιαλίτη, τον οποίο οι Τούρκοι ονομάζουν Σεϊτάνογλου, και ο οποίος με την σειρά του παραχώρησε την περιοχή στο Βοεβόδα της Μολδαβίας, εξ ου και το όνομα Μπογδάν - Σεράϊ. Ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Ιωάννης Θεοδώρου Καλλιμάχης αργότερα αφιέρωσε την μονή στην αγιορείτικη μονή του Αγίου Παντελεήμονος, δηλαδή στην ρωσική μονή «ἐπὶ τῷ παρὰ τῶν ὁσιωτάτων πατέρων διακυβερνᾶσθαι καὶ διεξάγεσθαι διὰ παντός» (46). Η στενότατη σχέση της μονής Προδρόμου της Πέτρας με την αυτοκρατορική αυλή, οδήγησε τους Κουκουλά - Παπαδόπουλο να αναζητήσουν το πρόσωπο που μετέφερε το σκήνωμα του Οσίου στον οικογενειακό κύκλο των Παλαιολόγων. Η Ελένη Δραγάση - Παλαιολόγου, σύζυγος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα, εκάρη μοναχή με το όνομα Υπομονή.


Συγκεκριμένα στον Σ.Δ. Βυζάντιο διαβάζουμε «Μανουὴλ Β΄Παλαιολόγος (…) ἀπέθανε τῇ 21 Ἰουλίου 1425, ἐνδυθεὶς πρὸ δύο ἐτῶν τὸ μοναχικὸν σχῆμα, καὶ μετονομασθεὶς Ματθαῖος. Ἔσχε δὲ γυναῖκαν Εἰρήνην ἢ Ἐλένην, θυγατέρα τοῦ Δραγάση, ἡγεμόνος τῆς παρὰ τὸν Ἀξιὸν Μακεδονίας, ἀποθανοῦσαν τὴν 13 Μαρτίου 1450 καὶ ταφεῖσαν ὅπου καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ( Μονὴ Παντοκράτορος), ἀφ ' οὗ, μικρὸν πρὸ τοῦ θανάτου αὐτῆς, ἀνέλαβεν τὸ μοναχικὸν σχῆμα, μετονομασθεῖσα Ὑπομονὴ (47). Ο σέρβος ηγεμόνας και πατέρας της Κωνσταντίνος Δραγάσης ενταφιάστηκε στην μονή του Προδρόμου. Ομοίως, το 1450 η Μαρία Λάσκαρη Λεοντάρη, μητέρα του δεσπότη Δημητρίου Παλαιολόγου, ενταφιάστηκε εκεί. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν την σύνδεση της μονής με το παλάτι. Ο Λουκάς Νοταράς, ανιψιός του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και μέγας δούκας της Κωνσταντινούπολης, κατά την πολιορκία της Πόλης το 1453 ήταν αρμόδιος με 500 άνδρες για την φύλαξη της περιοχής του «Πετρίου».


Ο Λουκάς Νοταράς είχε έναν αδελφό, τον Αγγελή, ο οποίος, μετά από δωρεά του ξάδερφού του Θωμά Παλαιολόγου, απέκτησε πολλά κτήματα στην περιοχή των Τρικάλων Κορινθίας. Ο Κουτίβας ισχυρίζεται ότι ο Αγγελής, μόλις η κατάσταση σταθεροποιήθηκε, ταξίδεψε με ψευδώνυμο στην Κωνσταντινούπολη, όπου συγκέντρωσε χρήματα που είχε κρύψει η οικογένειά του. Όταν επέστρεψε στην Κορινθία, μ' αυτά τα χρήματα αγόρασε μεγάλες εκτάσεις γης στα Τρίκαλα (48). Οι Κουκουλάς και Παπαδόπουλος, υιοθετώντας το επιχείρημα του Κουτίβα υποστηρίζουν ότι ο Αγγελής σ' αυτό το ταξίδι του, μεταξύ των άλλων κειμηλίων, έφερε και το λείψανο του Οσίου διασώζοντάς το μ' αυτόν τον τρόπο από τους Τούρκους. Αν και ο συναξαριστής (49) επισημαίνει ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι' αυτό το θέμα, εφόσον όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, αφού είτε ο άγιος ασκήτεψε στην Κορινθία είτε κάποιοι μοναχοί είτε κάποιοι λαϊκοί μετέφεραν το λείψανο κάποιες πιθανότητες πρέπει να αποκλειστούν. Το ενδεχόμενο ο Όσιος να ασκήτεψε στην Κορινθία αποκλείεται, εφόσον οι πηγές και οι μαρτυρίες δεν το επιβεβαιώνουν, ενώ και η μόνη αναφορά σ' αυτό το θέμα, από τον Μαργιωρή, πρέπει να θεωρηθεί έωλη.


Επιπλέον η πιθανότητα κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν σχετίζονταν με την Μονή της Πέτρας και την Κορινθία, να μετέφεραν το λείψανο του Οσίου φαντάζει απίθανο. Σ' αυτόν τον ισχυρισμό πρέπει να τεκμηριωθεί πώς άσχετοι άνθρωποι, όχι μόνο μετέφεραν, αλλά απεικόνισαν τις συγκεκριμένες μορφές στο ασκηταριό, οι οποίες σημειωτέον δεν απαντώνται σε άλλο εκκλησιαστικό κτίσμα της περιοχής, να αναιρεθούν όλα τα παραπάνω επιχειρήματα και να βρεθεί κάποιος άλλος σύνδεσμος της Οσίας Υπομονής με την Κορινθία (50). Αν και ο Κουτίβας αναφέρεται μόνο για μεταφορά χρημάτων από τον Αγγελή, η τοπική παράδοση διατηρεί ζωντανή στην μνήμη της τον Αγγελή ως το πρόσωπο που μετέφερε το λείψανο του Οσίου. Επίσης, σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειας Νοταρά, τόσο ο ’γιος Γεράσιμος όσο και ο Όσιος Πατάπιος θεωρούνται προστάτες τους. Το έτερο ερώτημα που κάποιος θα μπορούσε να θέσει είναι γιατί το λείψανο μεταφέρθηκε στα Γεράνεια και όχι στα Τρίκαλα, όπου και έδρασε η οικογένεια Νοταρά. Εύστοχα ο Κουκουλάς υποστηρίζει ότι την εποχή του Θεόδωρου Παλαιολόγου –αδερφός του Μανουήλ Παλαιολόγου- τα Γεράνεια Όρη με τους Έλληνες αρβανίτες παρείχαν ασφάλεια για την φύλαξη του ιερού λειψάνου (51).


Το διάστημα από το 1904 – 1953, με δεδομένη την ελλιπή φύλαξη του σκηνώματος, τμήματα από το λείψανο του Οσίου αποκόπτονταν, από προσκυνητές για λόγους “ευλάβειας”. Το φαινόμενο αυτό τερματίστηκε το 1953 με την ίδρυση της Μονής. Σήμερα διασώζεται σε ξεχωριστή λάρνακα η ωλένη του Οσίου. Το ξεχωριστό αυτό τμήμα τιμάται από την Ιερά Μητρόπολη Κορίνθου, μαζί μ' άλλα λείψανα τοπικών Αγίων, σε τοπικές εορτές, όπως τα Παύλεια.




Υποσημειώσεις (μέρος Β')


(17) βλ. Ματθαίου – Λαγγή, Ὁ Μέγας συναξαριστὴς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας , Ἀθῆναι 1997 5, σσ. 255-261. Όσιος Πατάπιος ο θαυματουργός, Βίος, Θαύματα καὶ Ακολουθίαι τοῦ χαριτοβρύτου κλέους τῶν Γερανείων. Χαράλαμπος. Μ. Μπούσιας, Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου, Ἀθῆναι 2004, σσ. 83-113. Σπ. Καψάσκης, Προσκυνητάριον τῆς ἐν Γερανίοις ὄρεσι, παρὰ τὸ Λουτράκιον Κορινθίας, Μονῆς τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Παταπίου ,Αθῆναι 1964, σελ. 8.
(18) βλ. Α. Γ. Πασπάτης, Βυζαντιναὶ μελέται τοπογραφικαὶ καὶ ἱστορικαὶ, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1877, σελ. 285.
(19) βλ C. Riant, Les textes Grecs ne donnent que peu de descriptions de reliquaires , Paris 1879.
(20) βλ. C. Riant, Des d épouilles religieuses enlevées à Constantinople au XIII siècle par les Latins, et des documents historiques nés de leur transport en Occident, Paris 1875.
(21) βλ. Ματθαίου - Λαγγή, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας , Αθήνα 1999, σελ. 258.
(22) βλ. Μαργιωρής Ν., Πατάπιος ο ταπεινός ο εξ Αιγύπτου φιλόσοφος και Όσιος , Αθήνα 2005 σελ. 64.
(23) βλ. ό. π. σημ. 22. σελ. 71.
(24) βλ. Κουκουλάς Α., Στα χνάρια του τόπου μου , εκδ. Πνευματικό -Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λουτρακίου – Περαχώρας, Λουτράκι 1990, σελ. 477.
(25) βλ. ό. π. σημ. 24, σελ. 503.
(26) βλ. ό. π. σημ. 24, σελ. 477.
(27) βλ. ό. π. σημ. 24, σελ. 483.
( 28 ) βλ. Janin R., La Géographie Ecclésiastique de l'Empire Byzantin ,III, Paris 1953. σελ. 15.
(29) βλ. ό. π. σημ. 24, σσ. 423-424.
(30) βλ. ό. π. σημ. 3. PG 116, 367 a.
(31) « You go southwest from the Apostles (church) to the Monastery “Rich by God”. The Monastery “Rich by God” is of the Forerunner. There reposes the hand of St. John the Prior. The water on the right side as you enter the monastery is brought from the Danube. You go north from there to Blachernae; The Blachernae Monastery is near the wall. The robe of the holy Mother of God and (her) girdle are there in a stone chest bound with iron bands. (At Blachernae a young girl was boiled in tar). St Patapius and St Anastasia are in separate chapel» βλ. G. P. Μ ajeska, Russian Travelers to Constantinople in the fourteenth and fifteenth centuries , Dumbarton Oaks Library and Collection Washington, District of Columbia 1984, σελ. 150.
(32) βλ. Χαράλαμπος. Μ. Μπούσιας, Όσιος Πατάπιος ο θαυματουργός, Βίος, Θαύματα καὶ Ακολουθίαι τοῦ χαριτοβρύτου κλέους τῶν Γερανείων, Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου, Ἀθῆναι 2004, σελ. 18.
(33) βλ. ΒΕ σελ. 51.
(34) βλ. Mortdmann, « Βογδάν - Σεράϊ ἤτοι ἡ Μονὴ τοῦ ἐνδόξου Προφήτου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου ἡ ἐπικεκλημένη τῆς παλαιᾶς Πέτρας», ε΄κδ. Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ε.Φ.Σ. Παράρτημα ΙΘ΄ τόμου , 1891, σελ. 6.
(35) βλ. ό. π. σημ. 31.
(36) βλ. Majeska, Russian travelers to Constantinople in the Fouthteenth and fifteenth centuries, Dumbarton Oaks Library and Collection Washington, District of Columbia 1984, σσ. 156- 157.
(37) βλ. ό. π. σημ. 36.
(38) βλ. ό. π. σημ. 36.
(39) βλ. ό. π. σημ. 36.
(40) βλ. ό. π. σημ. 36.
(41) βλ. Majeska, Russian travelers to Constantinople in the Fouthteenth and fifteenth centuries , Dumbarton Oaks Library and Collection Washington, District of Columbia 1984, σελ. 186.
(42) βλ. Mortdmann, «Τοπογραφία Κωνσταντινουπόλεως», εκδ. ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ε.Φ.Σ σελ. 12.
(43) βλ. ό. π. σημ 36.
(44) βλ. ό. π. σημ 36.
(45) βλ. Μ..Γεδεών, Χρονικὰ τοῦ πατριαρχικοῦ οἴκου καῖ τοῦ ναοῦ, ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1884, σελ 148.
(46) Βλ. ΒΕ σελ. 51.
(47) βλ. Κουκουλάς Α., Στα χνάρια του τόπου μο υ, εκδ. Πνευματικό-Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λουτρακίου – Περαχώρας, Λουτράκι 1990, σελ. 493.
(48) βλ. Σταύρος Κουτίβας, Οι Νοταράδες στην υπηρεσία του έθνους και της εκκλησίας , Πατριωτικός όμιλος απογόνων αγωνιστών του 1821, Αθήνα 1968, σελ. 48.
(49) βλ. Ματθαίου – Λαγγή, Ὁ Μέγας συναξαριστὴς τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας , Ἀθῆναι 1997 5 σσ, 255-261.
(50) βλ. Κουκουλάς Α., Στα χνάρια του τόπου μου , εκδ. Πνευματικό-Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Λουτρακίου – Περαχώρας, Λουτράκι 1990, σελ. 497.
(51) βλ. ό. π. σημ. 50, σελ. 504.



*Εκ του ιστολογίου «apostoliki-diakonia.». Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF