ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2024

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ' ΜΑΤΘΑΙΟΥ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ




«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις » (Ματθ. 15,28)


ΧΡΙΣΤΟΣ, ἀγαπητοί μου, –πρέπει νὰ τὸ ποῦμε πολλὲς φορές, ὥσπου νὰ ῥιζώσῃ στὴν καρδιά μας–εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὸς εἶνε τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας, ἡ ῥίζα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Χριστός μας εἶνε Θεός .Τὸ φωνάζει ὅλο τὸ σύμπαν, ὑλικὸ καὶ πνευματικό. Τὸ φωνάζουν πρὸ παντὸς τὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε κάνει καὶ θὰ κάνῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.Ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα αὐτὰ διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.


Χριστός, βαδίζοντας ἀπὸ πόλι σὲ πόλι κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἔφτασε στὰ ἄκρα τοῦ Ἰσραήλ. Πέρα ἀπὸ ᾿κεῖ κατοικοῦσαν εἰδωλολάτρες, οἱ κάτοικοι τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος.Γιατί ὁ Χριστὸς ἔφτασε μέχρι τὰ σύνορα;Γιὰ νὰ δείξῃ, ὅτι δὲν εἶνε Θεὸς ἑνὸς μόνο λαοῦ, ὅπως τὸν ἤθελαν –καὶ τὸν θέλουν μέχρι σήμερα–οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, γιατὶ ὅλοι εἶνε παιδιά του.


ρθε στὰ σύνορα, γιὰ νὰ βρῇ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ· στοὺς εἰδωλολάτρες, στοὺς Ἕλληνες, στὴν Εὐρώπη,στὴν Ἀμερική, στὴν Ἀφρική, στὴν Αὐστραλία,στὴν ἀπέραντη Ἀσία.Ὅταν ἔφτασε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ, μιὰ γυναίκα Χαναναία , ἀπ᾽ αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ κατοικοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ Ἰσραήλ, ἄφησε τὴνπατρίδα καὶ τὸ χωριό της, καὶ ἦρθε νὰ τὸν βρῇ. Καὶ μόλις εἶδε τὸ Χριστό, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ «Κύριε, ἐλέησον» , νὰ λέῃ αὐτὲς τὶς δυὸλέξεις ποὺ κ᾿ ἐμεῖς τὶς λέμε στὴν ἐκκλησία.Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» τὸ λέμε πολλὲς φο-ρὲς κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας. Ὁ ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου ζητᾷ ὡρισμένα πράγματα ἀπὸ τὸ Θεό, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶνε ἡ πηγὴ ὅλων τῶν ἀγαθῶν.


νῷ λοιπὸν ὁ ἱερεὺς παρακαλεῖ, οἱ ψάλτες καὶ ὅλος ὁ λαὸς λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἐμεῖς ὅμως αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» δὲν τὸ λέμε μὲ τὴν καρδιά μας. Μέσ᾽ στὴν ἐκκλησία ὁ ἕνας κοιτάει τὸ ρολόι του, ὁ ἄλλος χασμουριέται. Τὸ κορμί μας εἶνε ἐκεῖ, ἀλλὰ ἡ ψυχή μας εἶνε ἔξω, στὸ δρόμο, στὴν ἀγορά, στὸ σπίτι, στὰ παιδιά, στὴ γυναῖκα, στὰ χωράφια, στὰ ζῷα… Δὲν λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ὅπως ἡ Χαναναία.Ἐκείνη τό ᾽λεγε μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν καρδιά της.Τί ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Κύριο; Εἶχε ἕνα κορίτσι ἄρρωστο· ἦταν δαιμονισμένο, εἶχε δαιμόνιο. –Μὰ ὑπάρχουν δαιμόνια; θὰ πῇ κάποιος.Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς πάῃ στὴν Κεφαλονιά, στὸν Ἅγιο Γεράσιμο, νὰ δῇ τί κάνουν τὰ δαιμόνια. Μόλις θὰ μπῇ τὸ δαιμόνιο στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος χάνει τὰ λογικά του.


λλα λέει καὶ ἄλλα κάνει. Πέφτει μιὰ στὸ νερὸ -μιὰ στὴ φωτιά, ἀφρίζει. Εἶνε θέαμα ἐλεεινό.Ἡ μάνα αὐτὴ ὑπέφερε, καιγόταν. Ἔτρεξε σὲ γιατρούς, ἴσως καὶ σὲ μάγους ἀκόμη. Ἀλλὰ οἱ μάγοι κακὸ καὶ ὄχι καλὸ θὰ κάνουν· γιατὶ εἶνε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος. Καὶ ἡ Χαναναία, ἀφοῦ δὲ βρῆκε πουθενὰ θεραπεία, κατέφυγε στὸ Χριστό . Τὸν παρακαλοῦσε· Ἐλέησέ με τὴ δυστυχισμένη μάνα… Γιατὶ μιὰ φορὰ ὑποφέρει τὸπαιδί, δέκα φορὲς ὑποφέρει ἡ μάνα. Καὶ ὁ Χριστός; Ἄκουγε δίχως νὰ δίνῃ ἀπάντησι. Ἤθελε νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστι τῆς γυναίκας. Οἱ μαθηταί του τὸν παρακαλοῦσαν νὰ κάνῃ καλὰ τὸ κορίτσι, γιὰ νὰ πάψῃ ἡ μάνα νὰ φωνάζῃ. Μὰ ἐκεῖνος δὲν τοὺς ἄκουγε.


κεῖ φάνηκε ἡ μεγάλη πίστι τῆς Χαναναίας .Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν παρακαλοῦσε. Κ᾿ ἐκεῖνος τῆς εἶπε κάτι λόγια πολὺ σκληρά , ποὺ ἂν δὲν εἶχε πίστι θά ᾿φευγε. –Σ᾿ ἀκούω, τῆς ἀπάντησε. Ἀλλὰ δὲν εἶνε σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ ποὺ εἶνε προωρισμένο γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὸ δώσω στὰ σκυλιά.Ποιά εἶνε τὰ σκυλιά , καὶ ποιά τὰ παιδιά ; Τὰ θαύματα ποὺ κάνω, λέει ὁ Χριστός, πρέπει νὰτὰ ἀπολαύσουν τὰ παιδιά. Παιδιὰ εἶνε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός , ποὺ πίστευε στὸν ἀληθινὸΘεό. Σκυλιὰ εἶνε οἱ εἰδωλολάτρες , γιατὶ ὅπωςτὰ σκυλιὰ κάνουν ἀσχήμιες ἔτσι κι αὐτοὶ ἔκαναν πράγματα ποὺ προκαλοῦσαν φρίκη. –Ναί, Κύριε, ἀπαντᾷ ἡ Χαναναία· δὲν εἶμα ιἄξια νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος καὶ παιδί σου καὶ ν᾿ ἀπολαμβάνω τὰ ἀγαθά σου.


να σκυλάκι εἶμαι. Ἀλλὰ στὸ σπίτι, ὅταν τὰ παιδιὰ τρῶνε τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαγητό, καὶ τὸ σκυλάκι περιμένει νὰ πέσῃ κανένα ψίχουλο γιὰ νὰ τὸ φάῃ. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, Κύριε, δός μου κ᾿ ἐμένα ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴ χάρι σου . Δὲν θέλω ὁλόκληρο τὸ ψωμί, ἕνα ψίχουλο ζητῶ… Ὅπως μιὰ ἀκτίνα, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ ἄπειρο, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ τὴ γῆ, ἔτσι κ᾽ ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φτάνει.Μεγάλη ἡ ταπείνωσι τῆς Χαναναίας.Ἐμᾶς, νὰ μᾶς ἔλεγε κάποιος σκυλιά; θὰ φεύγαμε θυμωμένοι.


Καμμιὰ φορὰ λέμε οἱ ἱεροκήρυκες κάποιο λόγο αὐστηρό, κ᾿ οἱ Χριστιανοὶ θυμώνουν. Ἄ, μᾶς ἔβρισε σήμερα, λένε· δὲν ξαναπᾶμε στὴν ἐκκλησία… Καὶ ποῦ νὰ γίνῃ ἔλεγχος γιὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα! θὰ μᾶ σταυρώσετε… Ἀπὸ τὰ χίλια ποὺ κάνετε ἕνα σᾶς λέμε, μ᾿ ὅλο τὸν πόνο καὶ τὴν εὐγένεια,κ᾿ ἐσεῖς θυμώνετε καὶ μᾶς κατηγορεῖτε.Ἐδῶ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ὕβρισε τὴ γυναῖκα,σκυλάκι τὴν εἶπε. Αὐτὴ ὅμως δὲ θύμωσε. Μά-λιστα ἅρπαξε τὴν εὐκαιρία καὶ ἀπήντησε· –Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι· δός μου λοιπὸν κ᾽ ἐμένα ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὸ τραπέζι σου.Τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε μιὰ τέτοια πίστι,τῆς εἶπε· –Ὦ γυναίκα, μεγάλη εἶνε ἡ πίστι σου, «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις» (Ματθ. 15,28). Θαυμά-ζω καὶ βραβεύω τὴν πίστι σου.Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη βγῆκαν τὰ δαιμόνιακαὶ τὸ κορίτσι της ἔγινε καλά.


Νὰ μιμηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς τὴν πίστι τῆς Χαναναίας, ἀγαπητοί μου. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.Ὅπως ἐκείνη ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς ἔχουμε βάσανα .Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς βάσανα. Ὁ ἕνας ἔχει παιδὶ ἀνάπηρο, ὁ ἄλλος ἔχει παιδὶ ἄρρωστο στὸ κρεβάτι, ὁ ἄλλος ἔχει παιδὶ καθυστερημένο καὶ ἀνόητο ποὺ δὲ μαθαίνει γράμματα. Ἄλλος ἔχει δύσκολη γυναῖκα, μὲσκληρὴ γλῶσσα, ποὺ τὸν πικραίνει συνεχῶς καὶ τὸν κάνει νὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ σπίτι του. Ἡ ἄλλη ἔχει ἄντρα ἄσωτο, μέθυσο, σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο… Ἄλλος πάλι ἔχει οἰκονομικὲς δυσχέρειες καὶ δὲ μπορεῖ νὰ βγάλῃ τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν του. Ἄλλον τὸν κυνηγοῦν, τὸνσυκοφαντοῦν, τὸν διαβάλλουν, τὸν τρέχουνστὰ δικαστήρια. Ἄλλος ἔχει κορίτσι καὶ δὲ μπορεῖ νὰ τὸ παντρέψῃ. Ἄλλος ἔχει βάσαναμὲ τὸν ἑαυτό του· ἔχει κάποια ἀρρώστια. Ἄλλος ἔχει δαιμόνια…


μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπουδὲν εἶνε ἔξω· δὲν εἶνε οὔτε ὁ ἄντρας οὔτε ἡγυναίκα οὔτε τὸ παιδί. Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς εἶνε μέσα· εἶνε ὁ ἑαυτός μας, ποὺ πει-ράζεται ἀπὸ τὰ δαιμόνια.Ἂν ὅπως ὁ γιατρὸς ἀκτινοσκοπεῖ τὸ σῶμα ἐξετάσουμε κ᾿ ἐμεῖς βαθειὰ τὴν ψυχή μας, θὰ δοῦμε ὅτι ἔχουμε πολλὰ δαιμόνια . Ὅλοι οἱ ἄν-θρωποι πειράζονται ἀπὸ δαιμόνια. Ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ δαιμόνιο τοῦ θυμοῦ, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸ δαι-μόνιο τῆς πορνείας ἢ τῆς μοιχείας, ἄλλος ἀ-πὸ τὸ δαιμόνιο τῆς φιλαργυρίας καὶ πλεονεξίας… Καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ κακοῦ μας ἑαυτοῦ ὑποφέρουμε καὶ εἴμαστε σὰν δαιμονισμένοι.Τί νὰ κάνουμε; Νὰ τρέξουμε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία . Νὰ ποῦμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ὅπως ἡ Χαναναία.


Νὰ ποῦμε πολλὲς φορὲς«Ἐλέησέ μας, Θεέ μου, γιατὶ χανόμαστε».Κάθονται ἀμέριμνοι, γλεντοῦν καὶ διασκεδάζουν· ἢ τρέχουν γιὰ τὰ ὑλικὰ κέρδη, κ᾿ ἔπειτα μαλώνουν στὴ μοιρασιά. Δὲ βλέπουν, ὅτι ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ κινδυνεύει νὰ γίνῃ παγκόσμιος πόλεμος . Δὲ θὰ μείνῃ τίποτε, στάχτη θὰ γίνουν ὅλα. Καὶ μετὰ θὰ δοῦμε, ποῦ εἶνε τὰ κέρδη, οἱ ἡδονές, οἱ καυγᾶδες, οἱ πορνεῖες καὶ οἱ μοιχεῖες. Θὰ γίνῃ στάχτη ὁ πλανήτης μας, γιατὶ ἁμαρτήσαμε πολὺ στὸ Θεό.Σ᾿ αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια ποὺ ζοῦμε, ἀδελφοί μου, νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πλησιάσουμε στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ ποῦμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» .Κύριε, ἐλέησε τὰ παιδιά μας, ποὺ ἔφυγανἀπὸ τὸ δρόμο σου. Ἐλέησε τοὺς δασκάλουςκαὶ καθηγητὰς στὰ σχολεῖα. Ἐλέησε τοὺς ἄρχοντές μας. Ἐλέησε τὴ γῆ, τὰ χωράφια, τὰ ζῷα. Ἐλέησε τὴν πατρίδα μας καὶ ὅλα τὰ ἔθνη.


Κύριε, ἐλέησέ μας .Ἡ Χαναναία εἶπε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ζεστὴ καρδιά , καὶ ὁ Χριστός μας ἔκανε τὸ θαῦμα. Σ᾿ ἐμᾶς ἡ καρδιὰ εἶνε μπούζι. Κι ὅταν ἐκκλησιαζόμαστε οὔτε δάκρυα οὔτε τίποτα…Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ μᾶς δώσῃ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας . Καὶ τότε ἐκεῖνος θὰ πῇ στὸν καθένα μας αὐτὸ ποὺεἶπε στὴ Χαναναία· «Ὦ ἄνθρωπε, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις»· ἀμήν. *Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου - Φλωρίνης τὴν 8-2-1981. *Εκ του ιστολογίου «Ακτίνες» της 16.2.2013. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF