ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ Α. ΚΑΝΤΙΩΤΗ: «Η ΩΡΑΙΟΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ»




«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου ὁ Γαβριὴλ καταπλαγεὶς ἐβόα σοι, Θεοτόκε·

Ποῖόν σοι ἐγκώμιον προσαγάγω ἐπάξιον; τί δὲ ὀνομάσω σε; ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι. Διὸ ὡς προσετάγην βοῶ σοι·

Χαῖρε, ἡ Κεχαριτωμένη»

(Ἀκάθ. ὕμν.)



ὕμνος αὐτός, ἀγαπητοί μου, ψάλλεται τελευταῖος στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου. Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐγκώμια τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀθάνατο ἐγκώμιοτῆς παρθενίας. Εἶνε ἀκόμη ὁ ἔμμεσος ἔλεγχος ὅσων ἐγκατέλειψαν τὰ διδάγματα τοῦΕὐαγγελίου καὶ ὡς χοῖροι κυλίονται στὸ τέλμα τῶν αἰσχροτάτων παθῶν καὶ ἡδονῶν.


Μᾶς λέει, ὅτι ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ στάθηκε μὲ θαυμασμὸ μπροστὰ στὴν Παρθένο. Τί ἐθαύμασε; Τὸ κάλλος, τὴν «ὡραιότητα τῆς παρθενίας».Τὸ κάλλος εἶνε δύο εἰδῶν · ἔχουμε κάλλος φυσικὸ καὶ κάλλος ὑπερφυσικό, ἔχουμε κάλλος σωματικὸ καὶ κάλλος πνευματικό.


Τὸ σωματικὸ κάλλος εἶνε ἡ ἁρμονία ἡ τάξις ἡ συμμετρία ποὺ ὑπάρχει στὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα. Εἶνε ἐπίσης ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει στὰ ἔμψυχα ἀγάλματα, ὅπως εἶνε οἱ ὡραῖες γυναῖκες καὶ οἱ ὡραῖοι ἄνδρες.Αὐτὸ ὅμως τὸ κάλλος εἶνε μικρᾶς ἀξίας.Γιατί μικρᾶς; Πρῶτον, διότι εἶνε φθαρτό . Ἦρθε στὴ μητρόπολι μία γριὰ 85 ἐτῶν μὲ τὸ μπαστουνάκι. Τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ σκύψιμο ἄγγιζε τὰ σκαλοπάτια. Τὴν ἔβαλα νὰ καθήσῃ. Βγάζει μιὰ φωτογραφία καὶ μοῦ τὴ δείχνει.


ταν μιὰ ὡραιοτάτη κοπέλλα. –Εἶνε ἡ ἐγγονή σου; ρώτησα. –Ποιά ἐγγονή μου· ἐγώ εἶμαι. Πρὶν ἀπὸ 60χρόνια δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ὡραιότερη. Τώρα κατήντησα ἔτσι…Καὶ δὲν εἶνε μόνο φθαρτὸ τὸ κάλλος αὐτό·εἶνε καὶ ἐπιζήμιο . Ἐξ αἰτίας τοῦ γυναικείου κάλλους δημιουργοῦνται ζηλοτυπίες, διαζύγια, φόνοι, οἰκογενειακὰ δράματα, παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ συρράξεις. Ἡ ὡραία Ἑλένη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ἔγινε αἰτία τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου. Καὶ ἡ Κλεοπάτρα, μὲ τὰ κάλλη της, ἔγινε τὸ μῆλο τῆς ἔριδος, ἕνεκα τοῦ ὁποίου διασπάσθηκε ἡ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία...


νοῖξτε τὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν (11,22)· Τὸκάλλος, μᾶς λέει, πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπαραιτήτως ἀπὸ τὴν ἀρετή. Πάρτε –ἐπιτρέψτε μου τὴ λέξι, δὲν εἶνε δική μου, τὴ λέει ἡ ἁγία Γραφή–, πάρτε ἕνα χοῖρο, μιὰ γουρούνα. Στολίστε την μὲ μεταξωτά, περάστε της περιδέραια, κρεμάστε της σκουλαρίκια, βάλτε της βραχιόλια. Ἔχει καμμιὰ ἀξία ἡ γουρούνα; Μόλις τὰ φορέσῃ αὐτά, ἔτσι ὅπως εἶνε, θὰ πέσῃ μέσα στὴ λάσπη. Ὅση ἀξία ἔχει μιὰ γουρούνα στολισμένη, τόση ἀξία ἔχει καὶ μιὰ γυναίκα διεφθαρμένη, κι ἂς εἶνε καλλονή. Θέλετε ἕνα ἀκόμη παράδειγμα ἀπὸ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ; Περπατοῦσαν, μᾶςλέει, δύο κάποτε στὸ δρόμο.


ἕνας ἦταν ἀσκητής, καὶ ὁ ἄλλος ἦταν ἄγγελος. Ὁ ἀσκητὴς δὲν τὸν κατάλαβε τὸν ἄγγελο· τὸν πέρασε γιὰ ἕναν ὡραῖο νέο. Περνώντας ἀπὸ μιὰ χαράδρα βρίσκουν ἕνα σκύλο ψόφιο ποὺ βρω-μοῦσε. Ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε τὴ μύτη του· ὁ ἄγγελος τίποτε. Προχωροῦν παραπάνω, συναντοῦν ἕνα βόδι ψόφιο. Ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε πάλι τὴμύτη του· ὁ ἄγγελος ὄχι. Προχωροῦν ἀκόμηπαραπέρα, συναντοῦν ἕνα ἄλογο ψόφιο, καὶ ἔγιναν πάλι τὰ ἴδια· ὁ ἀσκητὴς ἔπιασε τὴ μύ-τη του, ὁ ἄγγελος τίποτε. Προχωροῦν παραπέρα καὶ νά, ἔβγαινε ἀπὸ τὴν πόλι μιὰ ὡραιοτάτη γυναίκα. Ἔλαμπε ἐξωτερικά, φοροῦσε μεταξωτά, καὶ τὰ βραχιόλια της κουδούνιζαν. Ὁ ἀσκητὴς τέντωσε τὰ μάτια του καὶ τὴν κοίταζε. Ὁ ἄγγελος ἔπιασε τὴ μύτη του.


Μὰ τί εἶσαι σύ; ῥώτησε ὁ ἀσκητής. Ὅταν περνούσαμε ἀπὸ τὰ ψοφίμια ποὺ βρωμοῦσαν δὲν ἔπιανες τὴ μύτη σου, τώρα σ᾿ αὐτὴ τὴν καλλονή, ποὺ κ᾿ ἐμένα τοῦ ἀσκητῆ συγκλονίζει τὸ εἶναι μου, ἐσὺ πιάνεις τὴ μύτη σου; –Ἄ, τοῦ ἀπαντᾷ, ἐγὼ εἶμαι ἄγγελος. Καὶ ἦρ­θα νὰ σὲ διδάξω, ὅτι δὲν ὑπάρχει χειρότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὸ κάλλος, ὅταν αὐτὸ σκεπάζῃ βρωμιές. Αὐτὴ ἡ γυναίκα, ποὺ εἶνε ἐξωτερικὰ ὡραιοτάτη, ἐσωτερικὰ εἶνε βρώμα καὶ δυσωδία· γι᾿ αὐτὸ ἔπιασα τὴ μύτη μου. Ναί κοπέλλα μου, ναί κυρία μου! Ὁσοδήποτε ὡραία καὶ ἂν εἶσαι, ἐὰν δὲν ἔχῃς ἐσωτερικὸ κάλλος, προκαλεῖς τὴν βδελυγμία ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων.


κτὸς ὅμως ἀπὸ τὸ κάλλος τὸ σωματικὸ ὑπάρχει καὶ τὸ ἀθάνατο καὶ αἰώνιο κάλλος, τὸ ὁποῖο δὲν φθείρει ὁ πανδαμάτωρ χρόνος. Καὶ τὸ κάλλος αὐτὸ εἶνε τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς· εἶνε ἡ παρθενία, εἶνε ἡ ἁγνότης τῶν αἰσθημάτων, τῆς σκέψεως καὶ τῆς καρδιᾶς.  Ἡ δὲ ἁγνότης ἐσκήνωσε κατ᾿ ἐξοχὴν στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Παρθένος. Καὶ ὄχι μόνο παρθένος, ἀλλὰ ἀειπάρθενος. Ἡ Παναγία ἦταν τὸ «ῥόδον τὸ ἀμάραντον», τὸ «κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν» (ᾎσμ. 2,2).


λλ᾿ ἂς σταματήσουμε ἐδῶ κι ἂς κάνουμε ἕνα ἐρώτημα. Ἐὰν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατέβαινε τώρα στὴν ἁμαρτωλή μας γῆ καὶ ζητοῦ­σε γυναῖκα παρθένο, θὰ εὕρισκε;... Ἦταν κάποτε ἐποχή, ποὺ ἀπὸ τὴ Μάνη μέχρι τὸν Ἕβρο κι ἀπὸ τὴν Κέρκυρα μέχρι τὴν Κύπρο ἡ ἁγνότης ἐλατρεύετο καὶ ἡ Ἑλλὰς ἔ­κτιζε Παρθενῶνες, γιὰ νὰ ἀκούγεται σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο, ὅτι ἡ Ἑλλὰς τιμᾷ τὴν παρθενία. Ὑπῆρχε ἐγκράτεια. Νέος καὶ νέα ἦταν 100% ἁγνοί. Ἔρχονταν σὲ γάμο καὶ ἔλεγε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Σὲ καὶ μόνον, καὶ αἰωνίως».


Ποιός σήμερα μπορεῖ νὰ τὸ πῇ; Παίζουμε θέατρο, κωμῳδία καὶ τραγῳδία. Ἔπαυσε πλέον ἡ ἁγνότης ν᾿ ἀποτελῇ ἀπαραίτητο προσὸν τοῦ γάμου. Καὶ ἐνῷ ἄλλοτε δι᾿ ἔλλειψιν ἁγνότητος δημιουργοῦνταν τεράστια ἐπεισόδια, σήμερα πλέον ἀποκτήσαμε συνείδησι ἐκφύλων λαῶν. Σὲ πολλὰ μέρη ἐπικρατοῦν οἱ προγαμιαῖες σχέσεις· μόλις ἀρραβωνιάζονται, ἔρ­χονται σὲ σαρκικὲς σχέσεις. Ἀπόψε στὸν Ἀκάθιστο εἶνε γεμᾶτες οἱ ἐκ­κλησίες. Ὡραῖο θέαμα, πλήρης ὁ οἶκος τοῦ Θε­οῦ. Μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι βρίσκεστε ἐ­δῶ. Καὶ σὲ λίγο θ᾿ ἀκούσετε· «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρ­θενίας σου, καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁ­γνείας σου…». 


Πολὺ ὡραῖα! Πόσες φο­ρὲς θὰ τὸ ἀκούσετε; Τέσσερις – πέντε φορὲς τὸ χρόνο. Καὶ μετά; Μετρῆστε· χίλιες φορές, δύο καὶ τρεῖς χιλιάδες φορές, ἀκούγεται ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον, ἀπὸ τὸ αἰσχρὸ ῥαδιόφωνο καὶ τὴν αἰσχροτάτη τηλεόρασι κι ἀπὸ τὰ θέατρα καὶ τοὺς κινηματογράφους, ἀκούγεται ἡ… «ὡραιότης» τῆς πορνείας, ἡ «ὡραιότης» τῆς μοιχείας, ἡ «ὡραι­ότης» πάσης κακίας καὶ διαφθορᾶς.


χ πατρίδα εὐλογημένη, πῶς ἤσουν ἄλλοτε! Διαβάστε τὰ δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ ἔ­ψαλλαν κάτω στὸ Μωριᾶ, στὴν Κρήτη, στὰ νησιά, πέρα στὸν Ἕβρο καὶ στὸν Πόντο τὸν ἀ­θά­νατο. Τὰ τραγούδια ἐκεῖνα ἦταν τρόπον τι­νὰ μετάφρασις τοῦ ὡραιοτάτου αὐτοῦ ὕμνου, ποὺ ψάλλουμε στοὺς Χαιρετισμούς· «Τὴν ὡ­ραιότητα τῆς παρθενίας σου…». Ὑμνοῦσε ὁ Ἕλληνας καὶ ἡ Ἑλληνίδα τὴν παρθενία. Τώρα ὅλοι καὶ ὅλα σπρώχνουν τὸ νέο καὶ τὴ νέα στὴν ἀτιμία καὶ τὴ διαφθορά.


Μόνο ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ἀκούγεται ὁ ἔ­παινος τῆς παρθενίας. Ἔξω ἀκούγονται τὰ ἀν­τίθετα. Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε ἐδῶ μέσα νὰ ψάλλουμε «Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας…», καὶ ἔξω τὴν… «ὡραιότητα» τῆς πορνείας καὶ τὴν «ὡραιότητα» τῆς ἀσελγείας. Ὄχι. Κινδυνεύει ἡ Ἑλλάς, ἡ μαρτυρικὴ αὐτὴ χώρα, νὰ σαπίσῃ μέσα στὸν βόρβορο τῶν αἰ­σχρῶν παθῶν. Καὶ εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι. –Ἀπαισιόδοξος εἶσαι; θὰ μοῦ πῆτε. Ὄχι δὲν εἶμαι ἀπαισιόδοξος. Γιατί, παρ᾿ ὅ­λα αὐτά, ἡ παρθενία δὲν ἐξέλιπε.


Μπορῶ νὰ σᾶς τὸ μαρτυρήσω. Ὑπάρχουν νέοι παρθένοι, βοσκοὶ καὶ χωρικοί, ἀλλὰ καὶ ἐπιστήμονες. Ὑ­πάρχουν νέες παρθένες. Καὶ στὴν ἐπαρχία καὶ μέσα στὴν Ἀθήνα. Ὑπάρχουν νέοι καὶ νέες, φοιτηταί, καθηγηταί, ἁγνὰ παιδιά, ἄγγελοι. Ὑπάρχουν παρθένοι καὶ στὸ ἐξωτερικό, καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ βρωμερὸ Παρίσι. Ὄχι ὄχι, δὲν θὰ ἐκλείψῃ ἡ παρθενία! Ὅσο κι ἂν διαβάλλεται, ὅσο κι ἂν λιγοστεύουν οἱ παρθένοι, ἐφ᾿ ὅσον ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ μαρ­μαίρουν τὰ ἄστρα καὶ τρέχουν οἱ ποταμοὶ καὶ ἀνθίζουν ἄνθη καὶ κελαϊδοῦν ἀηδόνια, δὲν θὰ παύσῃ νὰ τιμᾶται ἡ παρθενία, εἰς αἶσχος ὅ­σων τὴν περιφρονοῦν.


Μὲ τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας, ὡς Χριστιανοὶ Ἕλληνες καὶ Ἑλληνίδες, ἂς ψάλλουμε τώρα τὸν ὕμνο «Τὴν ὡραι­ότητα τῆς παρθενίας σου…»· ἀμήν. (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος. Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 18-4-1975. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου «Ακτίνες» της 4.4.2014. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF