ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΚΑΘ. ΥΜΝΟΥ ΣΤΟΝ Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ Κ. ΠΑΛΑΜΑ



Ακάθιστος Ύμνος, «η πλέον, ίσως, δημοφιλής ιερά Ακολουθία της Ορθοδόξου Εκκλησίας», κατά την έκφραση του επιφανούς Θεολόγου πατρός Επιφανίου Θεοδωροπούλου, είναι ένα Κοντάκιο –ποιητική ομιλία– που αποτελείται από τα εξής μέρη: Το Προοίμιο, τους Οίκους, δηλαδή τις στροφές, που μεταξύ τους έχουν οργανική ενότητα, και το Εφύμνιο. Πρέπει να γνωρίζουμε, ότι ο Ακάθιστος είχε συντεθεί, για να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές ανάγκες του Ευαγγελισμού, γιατί και το Κοντάκιο και οι 24 Οίκοι είναι αναπόσπαστα μέρη της Εορτής του Ευαγγελισμού και ανήκουν μόνο σ' αυτήν.


του Κων/νου Δεληγγιάννη
Δρ. Φιλ. Ομότ. Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης


Το Κοντάκιο αναφερόταν αρχικά σε κοινό εορτασμό του από την Καινή Διαθήκη έως την Εικονομαχία. Στη μελέτη αυτή ο Καθηγητής κ. Μητσάκης παραθέτει πλήρη βιβλιογραφία και σαφέστατα συμπεράσματα. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε στις δοξολογίες για τη διάσωση της Βασιλεύουσας από τις βαρβαρικές επιδρομές, επί Ηρακλείου το 622, Κωνσταντίνου Πωγωνάτου το 672 και επί Λέοντος Ισαύρου το 717, που όπως αναφέρει ο λαμπρός θεολόγος και άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «έκτοτε εθεσπίσθη και ψάλλεται ο Ύμνος εις κάθε Εκκλησίαν».


Ο χαρακτήρας του Ακαθίστου είναι Θεοτοκολογικός και Χριστολογικός και όπως ήδη αναφέραμε, αναφέρεται στην «κατ' εξοχήν εορτή, βάσιν και, κεφάλαιον όλων των Εορτών...», όπως γράφει ο Θεολόγος Ιερομόναχος Ιωακείμ Ιβηρίτης σε μια περισπούδαστη μελέτη του. Ο Ακάθιστος Ύμνος και το Κοντάκιο, δηλαδή οι Οίκοι του Ευαγγελισμού, δεν είναι επική η λυρική ποίηση, όπως υποστηρίχθηκε από αρκετούς μελετητές, αλλά «Δράμα», του οποίου το χορικό αποτελούν οι Οίκοι. Αφού για το Δράμα απαιτείται «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας» που να έχει «μέγεθος, ηδυσμένον λόγον, πρόσωπα δρώντα, κάθαρση, δέηση» κ.λ.π., ο Ακάθιστος τα έχει όλα.


Πράξις σπουδαιωτέρα και τραγικωτέρα από το δράμα της πτώσεως του ανθρώπινου γένους δεν ήτο δυνατόν να υπάρξει! Λύτρωση απολύτρωση, η Σταυρική Θυσία. «Ο ηδυσμένον λόγος», η Υμνολογία των Κανόνων, των Ωδών, των Κοντακίων, των Οίκων, πρόσωπα δε ο Αρχάγγελος, η Θεοτόκος, ο Υμνωδός. «Αδέτω σοι Δέσποινα κινών την λύραν του Πνεύματος» κ.λ.π. Και μετά έρχεται η λύση του δράματος, το Εμβατήριο: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια», για τη νίκη των οποίων καταγάγει η Θεοτόκος ως Στρατηγός στην πάλη των ανθρώπων κατά του Διαβόλου.


Διά της συγκαταθέσεως, «Ιδού η δούλη Κυρίου», σαρκώνεται ο Λόγος και καταλύεται η δύναμις του Αντιχρίστου. Υπάρχει μεγαλύτερη νίκη απ' αυτήν της Υπεραγίας Θεοτόκου εναντίον του Αντιχρίστου; Εάν μελετήσει καλά ο ερευνητής το κεφάλαιον της «Βασιλείου Τάξεως» του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, πως εορταζόταν στους Βυζαντινούς τα επινίκια, θα αντιληφθεί σίγουρα την ερμηνεία του «Ακαθίστου»! Ακόμη το λεξιλόγιο του Ακαθίστου είναι πέρα για πέρα θεολογικό και αντιπροσωπεύει την θεολογία της εποχής του Υμνογράφου, όπως διαμορφώθηκε από τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας.


Δεν μπορεί να έχει γραφτεί πριν από την Σύνοδο της Εφέσου το 431, «άρα είναι έργο» καταλήγει ο βυζαντινολόγος Καθηγητής Κ. Μητσάκης, «της μεγάλης ακμής του Κοντακίου, τέλος Ε΄ αρχές Ϛ΄ αιώνος». Όλα τα στοιχεία συνηγορούν για την απόδοση του Ακαθίστου στον Ρωμανό τον Μελωδό. Το μόνο χειρόγραφο που τον αναφέρει, βέβαια, ονομαστικά είναι ο κώδικας 41 της Μονής Βλατάδων σε μια παρασελίδια, πολύ μεταγενέστερη σημείωση, στο φύλο 193.


Χωρίς, βέβαια, να είναι ο ερευνητής απόλυτα σίγουρος, ο ποιητής του Ακαθίστου προέρχεται από τους κύκλους των λογίων της δεύτερης σοφιστικής που αντιπροσωπεύουν τις τάσεις των σχολών της Ανατολής. Ανάλυση των εκφραστικών τρόπων του Ακαθίστου με τους αντίστοιχους, που παρουσιάζουν και Κοντάκια του Ρωμανού, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ενότητα ύφους και πλήρης ταυτότης εκφραστικών μέσων. Ο ποιητής του Ακαθίστου με την ολόθερμη πίστη, αναζήτησε την καθαρή λυτρωτική ποίηση και ο ύμνος του αποβαίνει γνήσια εξεικόνιση της ψυχής και ησυχασμός ανάμεσα στα ουσιώδη σημεία της θρησκευτικότητας, που είναι η προσευχή όταν περνά από την τροφή της ελπίδας και της αγάπης μακριά από την σκοπιμότητα του αντιποιητικού θετικισμού.


Το κείμενο του Ακαθίστου, όπως και τα ανάλογα προς αυτό υμνολογικά-λειτουργικά κείμενα, είναι οπωσδήποτε έκφραση του Υψηλού, όπως θα έλεγε ο σοφός Καθηγητής της Βυζαντινής Ρυθμολογίας Παν. Μιχελής. Η θρησκεύουσα ψυχή που απαιτεί φτάνει στην εσωτερική κάθαρση. Κι αν ακόμη η έννοια του Θεού είναι απρόσιτη, ξαναγυρίζει σε μας η φωνή αυτή χωρίς να χάνει την ουσία της και χωρίς να δοκιμάσει ατυχία στον προορισμό της και κοινωνεί με τον Θεό και επικοινωνεί και μαζί μας. Η ουσία της είναι θεικού ύμνου.


Με αυτή την υπόσταση ανέβηκε στην ύπαρξη της δημιουργίας. Παρακολουθώντας ο ερευνητής τα σχετικά ευαγγελικά κείμενα και το κείμενο του Ακαθίστου, διαπιστώνει ότι ο μελωδός δεν ακολουθεί το κείμενο τυπικά, αλλά το πλουτίζει με μια ανάπτυξη του θέματος, που είναι σκίρτημα ψυχής, ποιητική ελευθερία σύμφωνα με την δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συγκίνηση μαζί και δόνηση, ένα δημιουργικό ταξίδι ανάμεσα στα ευαγγελικά κείμενα. Οι Οίκοι του β΄ μέρους, Ν-Ω, έχουν καίριους δογματικούς όρους. Ανασκευή κακόβουλων αιρέσεων, όπως του Νεστοριανισμού, του Μονοφυσιτισμού, Δοκητισμού κ.λ.π. Και εδώ, βέβαια, ο οίστρος του Υμνογράφου είναι απλωμένος με επάρκεια και οι κατάλληλες φράσεις προσάγονται με καλλολογικό, ωραιότατο υμνογραφικό ένδυμα και κάτω από διαρκή θερμότητα πνευματικού αισθήματος.


Βέβαια η Υπεραγία Θεοτόκος είναι το Πρόσωπο στο οποίο κυρίως απευθύνεται ο Υμνογράφος. Το κατηγόρημα κάθε προτάσεως αναφέρεται σ' Αυτήν. Τίποτα δεν είναι πρόχειρο και το ζύγισμα ουσιαστικών και επιθέτων είναι πάντοτε εύστοχο. Σειρά προτάσεων καταφατικών είναι ο Ακάθιστος, προτάσεις κρίσεως ανάμεσα σε μια διαρκή λιτότητα, ζουν μαζί χωρίς να συγκρούονται μέσα στους στίχους, ενωμένες στην κοινή λατρεία προς την Παναγία. Κάθε περιφραστικό κατηγόρημα περιέχει φράσεις θαυμασμού και χαιρετισμού με επιφωνηματική δόνηση. Τα πρωτότυπα επίθετα του κάνουν το κείμενο πλαστικό, κέντημα δεξιοτεχνικότατο, σαν κήπο πολύανθο, ένα έγχρωμο δειλινό ορίζοντα όπως οι ώρες που ψάλλεται ο Ύμνος.


Ο Μελωδός είναι λουσμένος, όπως οι αγιογράφοι του Πανσέληνου με ένα τέλειο ζωγραφικό-αγιογραφικό αίσθημα, αισθάνεται την έξαρση του υψηλού όσο και του ηθικού θέματος. Το ζωγραφικό χρώμα το αντικαθιστά η μουσικότητα. Ο κόσμος των ιδεών έρχεται να συναντήσει τον άνθρωπο τον αναζητούντα διά της ικεσίας την μεσιτεία της Θεοτόκου. Αν φανταστούμε στην περίοπτη θέση Της την Πλατυτέρα, αγιογραφημένη στην αψίδα του Ιερού, έτσι όπως συμβολίζει μια σύνδεση της γης με τον ουρανό, τότε θα καταλάβουμε τον Υμνογράφο του Ακαθίστου καθώς συνενώνει έννοιες μετάρσιες, χαρακτηρισμούς ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον ιδεαλισμό.


Αν προσέξει ο πιστός το τι εκλέγει να υμνήσει ο Μελωδός από τα περιστατικά του Ευαγγελισμού της Παναγίας μας και της Γεννήσεως του Κυρίου και τι από τη δογματική διδασκαλία για την Θεομήτορα, θα δει μια οπτασιαζόμενη ψυχή του υμνογράφου, που εκφράζοντας την Ορθόδοξη Θεολογία, εκφράζει και μεταδίδει έναν έντονο εσωτερισμό, που διαρκώς κυοφορεί ένα γνήσιο πνευματικό φρόνημα ποιήσεως. Ο υμνογράφος μας έδωσε το υψηλό ορθόδοξο θρησκευτικό περιεχόμενο όπως ο γνήσιος λαικός τραγουδιστής, που με τις πατροπαράδοτες ρίζες κρατά αλώβητο τον πυρήνα του Χριστιανικού Ελληνισμού.


Παρά την υψηλή δογματική του θέση ο Ύμνος είναι απόλυτα εύληπτος από το λαό, όπως η Θεία Λειτουργία πλάστηκε ακριβώς για να είναι προσιτή σε όλους τους πιστούς. Η επίδραση του Ύμνου στη Νεοελληνική Λογοτεχνία Όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας εμπνεύστηκαν από το λαμπρό αυτό έργο της Ορθοδόξου Πίστεως. Ελλείψει χώρου θα αναφερθούμε σύντομα σε δύο κορυφαίους δημιουργούς, στον Αλ. Παπαδιαμάντη και τον Κ. Παλαμά. Ερευνώντας τα γραπτά του Παπαδιαμάντη, διαβάζουμε επί λέξει τα εξής: «Εν τω προκειμένω ύμνω απαντώσι και εμπνεύσεις ακραιφνεστάτης ποιήσεως... Η δι' όλου του ποιήματος διήκουσα ιδέα είναι η υπεροχή της Θείας Σοφίας έναντι των προσπαθειών της ανθρώπινης διανοίας προς εύρεσιν της αληθείας και η προσκύνησις της Παναγίας».


Τα τέσσερα γνωστά ποιήματα του Παπαδιαμάντη για την Παναγία δείχνουν και τη δική του υμνογραφική δημιουργία και την αγάπη του για τον Ύμνο. Εξ' ίσου πλούσια είναι και η λύρα του εθνικού μας ποιητή Κ. Παλαμά. Χαρακτηρίζει τον Ακάθιστο «τέλειον μωσαικόν απαρτισθέν από ψηφίδας εκλεκτώς περιμαζευμένας πανταχόθεν. Είναι κατόρθωμα δογματικόν μαζί και πανηγυρικόν». Στη «Φλογέρα του Βασιλιά» κυρίως, όπου αντικατοπτρίζεται η ψυχή του ποιητή στην προσήλωσή της, στην Ελληνική Εθνότητα, η Παναγία συνενώνει τον θρησκευτικό ευαγγελισμό καθώς ιστορείται η ζωή του Βυζαντίου. 


Απευθυνόμενος στην Θεοτόκο: «Μητέρα των ανέλπιδων κι όλων του κόσμου Σκέπη», είναι επηρεασμένος από το «την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι, Μήτηρ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην Σου» και από το «Χαίρε σκέπη του κόσμου». Ο δικός του στίχος από τη Φλογέρα του Βασιλιά: «Υπέρμαχη Στρατήγισσα σ' εσέ τα νικητήρια», «Μ' εσέ ξημέρωσε η χαρά και σβήει η κατάρα πήρε με Σε Μητέρα», από το «Χαίρε δι' ης η χαρά εκλάμψει χαίρε δι' ης η χαρά εκλείψει» κ.λ.π. Ο δικός του στίχος: «Σκέπη του Κόσμου πιο πλατειά απ' τον κόσμο, στο σκοτάδι, πύρινε στύλε οδηγητή και της ψυχής, λιμάνι», από το «Χαίρε σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης, χαίρε πύρινε στύλε, οδηγών τους εν σκότει» κ.λ.π. Στον δέκατο και ενδέκατο λόγο της «Φλογέρας του Βασιλιά» υπάρχουν στίχοι από τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα: «Ψηλότερη απ' τους ουρανούς, πιο καθαρή απ' τον ήλιο και πιο ακριβή από τα Χερουβείμ, πιο δοξασμένη ακόμα κι από τα Σεραφείμ, εσύ, στάμνα του Θείου Μάνα», προέρχονται από τον μικρό Παρακλητικό Κανόνα: «Την υψηλοτέραν των Ουρανών και καθαρωτέραν λαμπηδόνων ηλιακών...


Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ... Στάμνε Μάνα φέρουσα» κ.λ.π. Όχι μόνο οι μορφωμένοι, αλλά και ο απλός Ελληνικός λαός, τον Ακάθιστο τον έζησε στους αιώνες μέσα στην κατανυκτική ψαλτική τη γεμάτη δραματικό τόνο. Ο μυστικισμός του νίκησε την τυπολατρεία και η μηχανική αποστήθιση των τροπαρίων έδωσε στη λαική ψυχή το δέος να προσεγγίσει τα δυσκολονόητα σημάδια του μελωδού. Η υψηλή τάση να ενσαρκωθούν τα υπερκόσμια η να εξαϋλωθούν τα κοσμικά, αυτή που μορφοποιεί την ιδέα, προσδίδει στην αναχώρηση αυτή μια λύτρωση, από την οποία έχει τόση ανάγκη ο σημερινός τραγικός άνθρωπος.


Είναι δυστύχημα που τέτοια αριστουργήματα του βυζαντινού Ελληνισμού και της Ορθοδόξου Πίστεως δεν υπάρχουν στα νεοελληνικά αναγνώσματα, γιατί «ορισμένοι» συντάκτες των Παιδαγωγικών Ινστιτούτων ξέρουν μόνο να προσκολλώνται στους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς μηχανισμούς και δεν αντιλαμβάνονται, ότι τέτοια κείμενα είναι εγερτήριο σάλπισμα, που αφυπνίζουν από τον λήθαργο, διδάσκουν και καθοδηγούν τις Ελληνικές γενεές στο καθήκον, θρησκευτικό και εθνικό. Ο Ακάθιστος Ύμνος θα μας υποδεικνύει τους δυο δρόμους που πρέπει να διανύσουμε, τον έναν ως Έθνος, ως λαός, ως φυλή, και τον άλλον ως Χριστιανοί Έλληνες Ορθόδοξοι. Περιοδικό «Ενοριακή Ευλογία», Τεύχος 141. *Αναδημοσίευση εκ του ιστολογίου «Διακόνημα» της 11.5.2014. Επιμέλεια, παρουσίαση ημετέρα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF