ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ: «ΑΣΚΗΤΙΚΑ» - ΛΟΓΟΣ Γ': ΠΕΡΙ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΣ



 


Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του αγίου Ισαάκ του Σύρου:
«Ασκητικά»
εκδόσεις «Μαρίας Β. Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 15-18.
Φωτοτυπική ανατύπωσις της εκδόσεως 1871.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»


Χάριτι Θεού προβαίνουμε στην ηλεκτρονική μεταφορά αποσπασματικών αναρτήσεων, από το πασίγνωστο έργο του αγίου αββά Ισαάκ του Σύρου «ΑΣΚΗΤΙΚΑ», από φωτοτυπική ανατύπωση του 1871, που επιμελήθηκαν οι εκδόσεις «Ρηγοπούλου». Το βιβλίο μπορεί να αναγνωσθεί στο διαδίκτυο σε μορφή PDF, ωστόσο θεωρήσαμε, πως για την αποτελεσματικότερη ανάγνωσή του, θα ήταν, ίσως, καλύτερα να αναγνωσθεί σε τακτικές αποσπασματικές αναρτήσεις, ίσως για να γίνει πιο κατανοήσιμο.  Τα «ΑΣΚΗΤΙΚΑ» ήταν και το βιβλίο που συνιστούσε συνεχώς και επιμόνως ο αγαπημένος μας Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας, λέγοντας: «Να διαβάζετε καθημερινά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο. Εγώ πολύ ωφελήθηκα από αυτά που γράφει. Ένα μικρό κομμάτι κάθε μέρα...». Ο όσιος καταγόταν από γονείς Σύρους. Γεννήθηκε στη Νινευΐ της Μεσοποταμίας ή κατά τη γνώμη άλλων κοντά στην Έδεσσα της Συρίας. Ενώ ήταν στο απόγειο της νεότητός του, άφησε τον κόσμο και εγκαταστάθηκε μαζί με τον αδελφό του σε ένα κοινόβιο της περιοχής. Εκεί φόρεσε το αγγελικό σχήμα του μοναχού και ασκήθηκε με κοπιώδεις αγώνες στις αρετές της μοναχικής ζωής. Αργότερα, πλέον ώριμος πνευματικά, αποχώρησε σε ένα ερημικό και ήσυχο μέρος, όπου κατοίκησε μόνος με μόνο τον Θεό. Επιδόθηκε με ζήλο στη νοερή προσευχή και αξιώθηκε από το Θεό μεγάλων χαρισμάτων. Στα κείμενά του σημειώνει πως για μεγάλο χρονικό διάστημα δέχθηκε πολλούς πειρασμούς στο ερημητήριό του και πληγές από τα πονηρά πνεύματα, αλλά πάντοτε με τη βοήθεια της θείας Χάριτος τα υπερκερούσε και ενδυνάμωνε πνευματικά και ψυχικά.  Ο «Ευεργετινός» είναι γεμάτος από αποσπάσματα των Λόγων του. Σ' αυτόν άλλωστε παραπέμπει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός στα έργα του, που δημοσιεύονται στην «Φιλοκαλία», ο 'Οσιος Νικηφόρος ο Μονάζων, διδάσκαλος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και ο 'Αγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, ο οποίος συνιστά στους Ησυχαστές την μελέτη των Λόγων του. Ο 'Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς άλλωστε σημειώνει: «...καρπόν της προσευχής ο 'Αγιος Ισαάκ προσηγόρευσε τον φωτισμόν· φησί γαρ [ο ῞Αγιος Ισαάκ], «καθαρότης εστί νοός, εφ' η διαυγάζει εν τω καιρώ της προσευχής το φως της Αγίας Τριάδος· και τότε ο νους υπεράνω της προσευχής γίνεται και ου δεί καλείν ταύτην προσευχήν, αλλά τοκετόν της καθαράς προσευχής, της διά του Πνεύματος καταπεμπομένης» και πάλι «προσευχή εστί καθαρότης νοός, ήτις μόνη εκ του φωτός της Αγίας Τριάδος μετ' εκπλήξεως τέμνεται...». Ευχόμαστε στους αναγνώστες μας την καλή και εποικοδομητική ανάγνωση, προς πνευματική τέρψη και καρποφορία των λόγων που δίδαξε ο ουρανοπολίτης αυτός, παραδομένος πλήρως στον Θεό, ερημίτης.



Γ. Δ.




Γ': ΠΕΡΙ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΣ



Περί αναχωρήσεως' και ότι δεν πρέπει να δειλιώμεν και να φοβώμεθα,
αλλά να στηρίζωμεν την καρδίαν εις την προς Θεόν πεποίθησιν,
και να έχωμεν θάρρος και αδίστακτον πίστον, ως έχοντες φρουρόν και φύλακα τον Θεόν.



Εάν ποτε ευρεθής άξιος ν' αναχωρήσης εκ του κόσμου και να ησυχάσης κατά μόνας, η οποία ησυχία έχει ελαφρά της ελευθερίας τα φορτία διά την ουράνιον βασιλείαν, μη σε ταράξη ποσώς ο λογισμός του φόβου κατά την συνήθειαν αυτού διά διαφόρων τρόπων της μεταβολής των λογισμών, αλλά μάλλον πίστευε, ότι έχεις φύλακα αυτόν τον Θεόν, όστις είναι μετά σου, και την περί τούτου ακρίβειαν ας σε πληροφορήση η φρόνησίς σου, ότι συ μεθ' όλης της κτίσεως ενός και του αυτού δεσπότου εστέ δούλοι, όστις διά μόνου ενός νεύματος κινεί, και σαλεύει, και ημερώνει και οικονομεί τα πάντα, και ουδείς δούλος δύναται να βλάψη τινά εκ των συνδούλων αυτού άνευ της προσταγής εκείνου, όστις προνοεί και κυβερνά τα πάντα. Ταύτα αφού συλλογισθής, ευθύς ανάστα και λάβε θάρρος. Εάν δε εδόθη άδεια εις τινα κτίσματα να κακοποιήσωσί τινα δούλον του Θεού, αλλά τούτο δεν συνέβη εις πάσαν περίστασιν' και εις παν πράγμα' καθότι ούτε οι δαίμονες, ούτε τα βλαπτικά θηρία, ούτε οι κακοί άνθρωποι δύνανται να πληρώσωσι το ευατών κακόν θέλημα προς αφανισμόν και απώλειαν του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός' και  όταν θέλη, δίδει και όρια εις αυτά, κατά πόσιν πρέπει να βλάψωσι' διότι δεν δίδει εις αυτά την ελευθερίαν να κακοποιήσωσί τινα, όσον αυτά θέλουσιν' επειδή εάν σου εγίνετο τούτο, δεν ηδύνατο να ζήση εις τον κόσμον πάσα σαρξ'  διότι δεν αφήνει ο Θεός  τα κτίσματα αυτού, ίνα πλησιάση εις αυτά η εξουσία των δαιμόνων και των κακών ανθρώπων, και βλάψωσιν αυτά κατά το θέλημα αυτών' διά τούτο λέγε πάντοτε εις την ψυχήν σου, εγώ έχω φύλακα, όστις με φυλάττει, και δεν δύναται κανέν των κτισμάτων να φανή έμπροσθέν μου, εκτός μόνον εάν εδόθη εις αυτό άδεια άνωθεν. Πίστευσον αδιστάκτως, ότι ούτε εις τα όμματά σου δύνανται να φανώσιν, ούτε εις τα ώτα σου τολμώσι να δώσωσι κρότον διά των εαυτών απειλών' καθότι εάν είχον άδειαν άνωθεν, δεν υπήρχεν ανάγκην πλέον να σε φοβήσωσι διά λόγου και λόγων, αλλ' ευθύς ήθελον εκπληρώσει το έργον της βλάβης κατά το θέλημα αυτών. Και πάλιν, λέγε καθ' εαυτόν, ότι εάν ήναι θέλημα του δεσπότου μου να εξουσιάσωσιν οι δαίμονες και οι κακοί λάνθρωποι το πλάσμα αυτού, ουδ' εγώ αποφεύγω τούτο, αλλά δέχομαι αυτό μετά μεγίστης μου ευχαριστήσεως, ως ευγνώμων τις δούλος, όστις δεν θέλει να καταργήση το θέλημα του κυρίου αυτού, και ούτω θέλεις πληρωθή από χαράν εις τους πειρασμούς σου, γνωρίζων ακριβώς, ότι σε κυβερνά, και διευθύνει τα κατ' εσέ η θεία πρόνοια. Στήριξον λοιπόν την καρδίαν σου εις την προς τον Κύριον πεποίθησιν, και μη φοβηθής, μήτε από νυκτερινού φόβου, μήτε από τα βέλη τα πετώμενα την ημέραν' διότει λέγει, ότι η πίστις του δικαίου, την οποίαν έχει προς τον Θεόν, ημερώνει τα άγρια θηρία και κάμνει αυτά ως πρόβατα. Εάν δε λέγεις, ότι εγώ δεν είμαι δίκαιος, ώστε να έχω πεποίθησιν εις τον Θεόν, αλλά γνώριζε, ότι και συ διά την εργασίαν της αρετής εξήλθες εις την έρημον, ήτις υπάρχει πλήρης θλίψεων, και δι' αυτό τούτο υπήκουσας εις το θέλημα του Θεού' λοιπόν νομίζεις, ότι ματαίως κοπιάζεις, υποφέρων κόπους και θλίψεις; όχι, ο Θεός δεν θέλει τον κόπον σου, αλλά συ προσφέρεις εις αυτόν θυσίαν αγάπης τας ιδίας σου θλίψεις και στενοχωρίας. Ταύτην την διάκρισιν δεικνύουσι πάντες, όσοι αγαπώσι τον Θεόν, στενοχωρούντες και θλίβοντες εαυτούς διά την προς αυτόν αγάπην' διότι όσοι προθυμοποιούνται να ζήσωσιν εν φόβω Θεού, υποφέρουσι πάσαν θλίψιν, και υπομένουσι πάντα διωγμόν δι' αυτόν, και αυτός κάμνει αυτούς εξουσιαστάς των εαυτού κρυπτών θησαυρών. Είτε δε τις των αγίων πατέρων' υπήρχέ τις αναχωρητής, γέρων τίμιος, προς τον οποίον, ευρισκόμενος εις λύπην των πειρασμών, απήλθον και εγώ άπαξ' αυτός δε ο μακάριος ασθενής ων έκειτο' αφού δε ησπάσθην αυτόν, και εκάθισα πλησίον αυτού, είπον προς αυτόν' εύχου, πάτερ, υπέρ εμού, διότι πολύ θλίβομαι από τους πειρασμούς των δαιμόνων' εκείνος δε ανοίξας τους οφθαλμούς αυτού, και ατενίσας προς εμέ, είπε' τέκνον, συ εισέτι νέος υπάρχεις, και ο Θεός δεν αφήνει εις σε πειρασμούς' και εγώ είπον, ναι, και νέος ειμή, και πειρασμούς έχω δυνατών ανθρώπων' και εκείνος πάλιν είπε, λοιπόν ο Θεός θέλει να σε σοφίση' εγώ δε απήντησα, και πως θέλει να με σοφίση, αφού καθημέραν κινδυνεύω τον ψυχικόν θάνατον;  και εκείνος, σιώπα, τέκνον, ο Θεός σε αγαπά' μέλλει ο Θεός να σοι δώσοι την χάριν του. Είπε δε πάλιν' γνώριζε, τέκνον, ότι τριάκοντα χρόνους επολέμησα μετά των δαιμόνων, και, παρελθόντες του εικοστού έτους, δεν εφοβήθην ποσώς υπό του Θεού' οπότε δε παρήλθε το εικοστόν πέμπτον έτος, ήρχισα να ευρίσκω μικράν τινα ανάπαυσιν. και προϊόντος του χρόνου, ηύξανε και η ανάπαυσίς μου' αφού δε παρήλθεν το εικοστόν έβδομον, και έφθασα το εικοστόν όγδοον, ηυξάνθη και η ανάπαυσίς μου περισσότερον' παρερχομένου δε και του τριακοστού και φθάνοντας ήδη εις το τέλος, τόσον ησθάνθην την δύναμιν της αναπαύσεως, ώστε δεν εγνώριζον εις πόσον μέτρον έφθασα. Είπε δε προσέτι και τα εξής' ότι όταν εγερθώ εις την προσευχήν μου, μία μόνην δόξαν προφθάνω να είπω' εφεξής δε εάν και τρεις ημέρας σταθώ, ευρίσκομαι εις έκπληξιν μετά του Θεού, και δεν αισθάνομαι ποσώς τον κόπον. Ιδού λοιπόν το δι' υπομονής έργον του πολλού καιρού ποίαν ανάπαυσιν προεξένησεν εις εμέ.





ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ



ΛΟΓΟΙ:



Α'. Περί αποταγής και μοναχικής πολιτείας
Β'. Περί απαρνήσεως κόσμου και αποχής της προς τους ανθρώπους παρρησίας
Γ'. Περί αναχωρήσεως, και ότι δεν πρέπει να δειλιώμεν και να φοβώμεθα, αλλά να στηρίζωμεν την καρδίαν εις την προς Θεόν πεποίθησιν, και να έχωμεν θάρρος και αδίστακτον πίστιν, ως έχοντες φρουρόν και φύλακα τον Θεόν
Δ'. Περί του πόθου του κόσμου
Ε'. Περί του απομακρύνεσθαι εκ του κόσμου, και εξ όλων, όσα θολώνουσι και σκοτίζουσι τον νουν
ς'. Περί της ωφελείας της προερχομένης εκ της φυγής του κόσμου
Ζ'. Περί τάξεως και καταστάσεως των αρχαρίων, και όσα άλλα ανήκουσιν εις αυτούς
Η'. Περί λεπτής τάξεως της διακρίσεως
Θ'. Περί τάξεως της μοναχικής πολιτείας συντομίας τε και διαφοράς και πώς, και τίνι τρόπω γεννώνται αι αρεταί η μία από την άλλην
Ι'. Περί του δια τίνος τρόπου φυλάττεται το κάλλος της μοναχικής πολιτείας, και τις είναι ο τρόπος της δοξολογίας του Θεού
ΙΑ'. Περί του ότι δεν πρέπει ο δούλος του Θεού, όστις επτώχευσεν από τα του κόσμου, και εξήλθεν εις αναζήτησιν του Θεού, επειδή δεν έφθασεν εις την επίγνωσιν της αληθείας, να φοβηθή και να παύση πλέον από την αναζήτησιν του Θεού, και να ψυχράνη την θέρμην αυτού, την γεννωμένην από τον θείον πόθον και την έρευναν των θείων μυστηρίων, από τα οποία αίτια του φόβου αυτού συμβαίνει να ταράττηται ο νους δια της ενθυμήσεως των παθών
ΙΒ'. Περί του πώς οφείλει να κάθηται ο διακριτικός εις την ησυχίαν
ΙΓ'. Περί του ότι είναι ωφέλιμος εις τους ησυχαστάς η αργία από τας φροντίδας, και επιζήμιος η είσοδος και η έξοδος εκ του κελλίου αυτών
ΙΔ'. Περί αλλαγής και τροπής, της γινομένης εις τους οδεύοντας την οδόν της ησυχίας, ήτις είναι ωρισμένη υπό του Θεού
ΙΕ'. Περί των ησυχαστών, πότε άρχονται να γνωρίζωσι, που έφθασαν δια των πνευματικών αυτών κόπων, πλέοντες την απέραντον θάλασσαν της ησυχαστικής ζωής, και πότε δύνανται να ελπίσωσιν ολίγον, ότι οι κόποι αυτών ήρχισαν να δίδωσιν εις αυτούς καρπούς
Ις'. Περί των τρόπων των αρετών
ΙΖ'. Περί ερμηνείας των τρόπων της αρετής, και ποία είναι η δύναμις και η διαφορά εκάστου
ΙΗ'. Περί του πόσον γίνεται το μέτρον της γνώσεως, και τα μέτρα τα περί της πίστεως
ΙΘ'. Περί πίστεως και ταπεινοφροσύνης
Κ'. Περί του, πόσην τιμήν έχει η ταπεινοφροσύνη, και πόσον ο βαθμός αυτής είναι ανώτερος [...]



Αποσπασματικές αναρτήσεις εκ του βιβλίου
του αγίου Ισαάκ του Σύρου:
«Ασκητικά»
εκδόσεις «Μαρίας Β. Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 15-18.
Φωτοτυπική ανατύπωσις της εκδόσεως 1871.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση
«ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF