ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ


 

 

 

Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός,

πάντοτε παρότρυνε τοὺς Ῥωμηοὺς νὰ ὁμιλοῦν τὴν γλώσσα τους.

 Ἐγνώριζε καλῶς ὅτι ὅποιος χάνει τὴν γλῶσσά του, 

σιγὰ-σιγά, χάνει καὶ τὴν πίστη του.

Γιὰ πολλὰ χρόνια μετά, ἕνας μεγάλος ξύλινος Σταυρός, 

ποὺ στηνόταν πάντα στὸν τρόπο ποὺ κήρυττε, ὑπενθύμιζε τὴν διδασκαλία του καὶ τὰ θαύματά του. 

Ὁ Ἅγιος ἔφευγε γιὰ ἄλλους τόπους κινούμενος ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,

 ἔμενε ὅμως ὁ Σταυρός, 

ἀψευδὴς μάρτυς τῆς ἁγίας διελεύσεώς του.

Τὸ σπουδαῖον εἶναι τὸ ὅτι ὄχι μόνον οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ οἱ Ὀθωμανοί, τιμοῦσαν ὑπερβολικὰ τὸν Ἅγιο. 

Τὸν σέβονταν, ὡς Ἀζίζ, ὡς Ἅγιο. 

Εἶχε θεραπεύσει πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς ἀπὸ ἀνίατες ἀσθένειες. 

Τὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ ἴδιος σὲ μία ἐπιστολή του πρὸς τὸν αὐτάδελφό του Χρύσανθο 

ποὺ τότε ἦταν δάσκαλος στὴν Νάξο.


Τὸν μισοῦσαν ὅμως θανάσιμα οἱ Ἑβραῖοι. Ὁ Ἅγιος οὐδέποτε εἶχεν ἐκστομίσει κάτι ἐναντίον τους. Στὰ κηρύγματά του εἰσχωροῦσαν καὶ κατάσκοποι, ῥωμηοὶ πολλὲς φορές, σταλμένοι ἀπὸ τοὺς κρατοῦντας. Τὸ γνώριζε αὐτὸ ὁ Ἅγιος καὶ γιὰ αὐτὸ ἦταν προσεκτικός. Μιλοῦσε ἀλληγορικὰ καὶ ὁ νοῶν νοείτω.


Γιατί τὸν μισοῦσαν λοιπόν; Γιατὶ ἐμμέσως τοὺς ἐζημίωνε. Δίδασκε τὸν λαό, ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ κάνουν παζάρια, οὔτε νὰ πηγαίνουν σὲ παζάρια καὶ νὰ κάνουν ἀγοραπωλησίες κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Ἡ Κυριακή, εἶναι ἡμέρα ἁγιασμένη, ανήκει στὸν Κύριο. Οἱ Χριστιανοί, πρέπει νὰ πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία και ὄχι στὰ παζάρια. Καὶ μετὰ τὴν Ἐκκλησία νὰ προσεύχονται, νὰ διαβάζουν βιβλία πνευματικά.Οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν φανατικοὶ τηρητὲς τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου.


Οὔτε φωτιὰ δὲν ἄναβαν. Εἶχαν πείσει τοὺς Τούρκους –μὲ χρῆμα ἄφθονο βέβαια- νὰ γίνονται τὰ παζάρια τὴν Κυριακή. Τοὺς Τούρκους δὲν τοὺς ἔνοιαζε καὶ πολύ. Αὐτοὶ σὰν ἀργία εἶχαν τὴν Παρασκευή. Οἱ Χριστιανοί, δυναστευόμενοι δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀντιδράσουν. Ἦσαν τὰ θύματα. Θὰ μποροῦσαν τὰ παζάρια νὰ γίνονται σὲ ἄλλη μέρα τῆς ἑβδομάδος, ἀλλὰ τότε οἱ Χριστιανοί, ἐργάζονταν.


Καὶ ποιός θὰ τοὺς ἄρμεγε; Τὰ παζάρια ἦσαν τότε ἀπαραίτητα. Ἐκεῖ εὕρισκες ἀπὸ βελόνι μέχρι κανόνι, ποὺ λέει ὁ λόγος. Ἐμπορικὰ καταστήματα δὲν ὑπῆρχαν. Τὸ ἐμπόριο γινόταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὰ παζάρια. Καλοῦσε λοιπὸν ὁ Ἅγιος σὲ παθητικὴ ἀντίσταση τοὺς Χριστιανούς. Αὐτοὶ ἦσαν οἱ περισσότεροι. Δὲν ἦτο δυνατόν, μία μικρὴ μειονότης ποὺ ἦσαν οἱ Εβραῖοι νὰ ἐπιβάλλουν τὶς θελήσεις των. Τὰ παζάρια ἔπρεπε νὰ γίνονται τὰ Σάββατα.Εἶναι προτιμότερο νὰ πατήσῃς τίγρη στὰ νύχια, παρὰ Ἑβραῖο στὸ συμφέρον.


Αὐτὸ τὸ συμφέρον τοὺς εἶχε μεταβάλλει σὲ δυνάστες. Ὅλοι οἱ Ῥωμηοί, ἀκόμη καὶ τὸ Πατριαρχεῖο, στέναζαν ἀπὸ τὴν τοκογλυφία τους.Ἔπρεπε λοιπόν, νὰ φύγῃ ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὴν μέση. Μὰ πῶς ὅμως; Ἡ κατηγορία ὅτι κήρυττε νὰ γίνονται τὰ παζάρια τὸ Σάββατο δὲν θὰ ἔπιανε. Καὶ ἂν ἔπιανε δὲν θὰ ὡδηγοῦσε σὲ θάνατο τὸν Ἅγιο. Χρειάζονταν νὰ βροῦν γερὸ πάτημα. Καὶ δὲν ἄργησαν νὰ τὸ βροῦν.


Μαΐστορες στὴν συκοφαντία, ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ μας. Διέδωσαν ὅτι ὁ Ἅγιος ἦταν πράκτορας τῆς Μοσχοβίας, τῆς Ῥωσσίας δηλαδή. Αὐτὸ θὰ ἔπιανε ἔστω καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε ἴχνος ἀληθείας. Οἱ Τοῦρκοι φοβοῦνταν τοὺς Ῥώσσους, ὅπως ὁ διάβολος φοβᾶται τὸ λιβάνι. Οἱ ἀλλεπάλληλοι Ῥωσσοτουρκικοὶ πόλεμοι κατέληγαν πάντα μὲ νίκη τῶν Ῥώσσων.


Τὸ μάτι τοῦ Τσάρου ἦταν πάντα στραμμένο στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ Αἰγαῖο, στὴν Μεσόγειο. Κάθε λοιπὸν ἀναφορὰ στοὺς Ῥωσσους, θεωροῦνταν προδοσία κατὰ της Ὑψηλῆς Πύλης. Οἱ ἀναφορὲς τῶν κατασκόπων ἦταν αρνητικές. Ἀπεδείχθη ὅτι ἡ κατηγορία ἦταν ψευδής, καὶ ἔτσι ἔπεσε στὸ κενό. Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίστηκαν.


ταν δὲν πιάνει ἡ συκοφαντία πιάνει ὁ παράς. Ἐδωροδόκησαν (παληὰ ἡ τέχνη καὶ πάντοτε ἐπιτυχής), τον Κοὺρτ Πασά. Κοὺρτ στὰ τούρκικα σημαίνει λύκος και λύκος ἦταν. Μὲ δόλο συνέλαβε τὸν Ἅγιο. Σύντομες οἱ διαδικασίες. Οἱ επτὰ δήμιοι τοῦ ἀνέγνωσαν τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση τοῦ Πασά: Θάνατον στὴν ἀγχόνη. Κρεμάλα.


Αἴτιο: Ἦταν προδότης, ἀγνώμων στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Σουλτάνου. Τόλμησε νὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι κατὰ τοῦ αὐθέντη του.Ὁ Ἅγιος ἐδέχθη μὲ πολλὴ χαρὰ τὴν ἀπόφαση, καίτοι ἤξερε ὅτι ἦταν κατασκευασμένη. Ἄλλωστε αὐτὸ δὲν ποθοῦσε πάντοτε; Νὰ σφραγίσῃ μὲ τὸ αἷμά του τὴν διδαχή του.Τὸ περίμενε πάντα.


Γιὰ αὐτὸ μόλις ἄκουσε την καταδίκη του γονάτισε καὶ προσευχήθηκε στὸν Ἅγιο Θεό. Τὸν εὐχαρίστησε καὶ τὸν ἐδόξασε γιατὶ τὸν ἀξίωσε νὰ θυσιάσῃ καὶ τὴν ζωή του γιὰ Αὐτόν, τὸν ὁποῖον ἠγάπησεν ἡ ψυχή του.Σηκώθηκε, ἐστράφη καὶ πρὸς τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος καὶ εὐλόγησε ὅλους τοὺς Χριστιανούς, στὰ πέρατα τῆς γῆς, ὅσους φυλάσσουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.


Οἱ δήμιοι τον ἔσυραν κοντὰ σὲ ἕνα γέρικο δένδρο. Ἔψαξαν καὶ βρῆκαν ἕνα γερὸ κλωνάρι. Θέλησαν νὰ δέσουν πισθάγκωνα τὰ χέρια του. Ὁ Ἅγιος ὑπεσχέθη ὅτι δὲν πρόκειται νὰ φέρῃ ἀντίσταση. Θὰ τὰ κρατεῖ σταυρωμένα μπροστὰ στὸ στῆθός του, σὰν νὰ ἦταν δεμένα. Τὸ δέχθηκαν. Τί μποροῦσε ἐξ ἄλλου νὰ κάμη ἕνα ἀδύναμο γεροντάκι σὲ ἑπτὰ θηρία; Ἔφεραν τὸ χοντρὸ σκοινί. Ἔκαμαν θηλειὰ συρόμενη στὸ ἕνα ἄκρο. Ζύγιασαν τὸ ἄλλο ἄκρο καὶ τὸ πέταξαν πάνω ἀπὸ τὸ κλωνάρι.


Πέρασαν τὴν θηλειὰ στὸ λαιμὸ τοῦ Ἁγίου. Τὴν ἔσφιξαν. Ἑπτὰ ζευγάρια μυώδη μπράτσα τράβηξαν τὸ σχοινί. Τὸ ἁγιασμένο σῶμα βρέθηκε μὲ μιᾶς μετέωρο. Ἦλθε τὸ τέλος. Ἡ ψυχή του σὰν λευκὸ περιστέρι πέταξε στὸν οὐρανό. Ὁ ἀστὴρ ὁ μέγας καὶ τὸ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστου, ἔδυσε στὴν γῆ γιὰ νὰ ἀνατείλῃ στὸν οὐρανό.Μόλις τὸ σῶμα ἔπαψε νὰ κινῆται, οἱ βάρβαροι δήμιοι τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὴν αὐτοσχέδια κρεμάλα. Τὸ ξεγύμνωσαν, τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ ἕνα βαρὺ λιθάρι καὶ τὸ πέταξαν στὸ ποτάμι. Καὶ ὅλα αὐτὰ κρυφὰ καὶ ἐν βίᾳ. Νὰ μὴ τὸ μάθῃ ὁ λαός.Δὲν ἄργησε νὰ τὸ μάθῃ.


Πλήθη πιστῶν ἄρχισαν νὰ συῤῥέουν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἔψαχναν, ἔψαχναν ὅλο τὸ ποτάμι γιὰ νὰ βροῦν τὸ Ἅγιο Λείψανο, ἀλλὰ εἰς μάτην.Ἐκεῖ κοντά, ὑπῆρχεν ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Ἔφθασε καὶ σὲ αὐτὸ ἡ φήμη ὅτι ὁ Ἅγιος μαρτύρησε καὶ ὅτι τὸ ἅγιο λείψανο δὲν βρισκόταν.Ἕνας εὐλαβὴς ἱερομόναχος τοῦ Μοναστηριοῦ, ὀνομαζόμενος παπα-Μάρκος ἀπεφάσισε νὰ ψάξῃ καὶ αὐτός.


ταν ἤδη ἡ τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ μαρτύριο. Κατεβαίνει στὸ ποτάμι, μπαίνει σὲ μία βάρκα, κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, προσεύχεται καί... βλέπει τὸ ἅγιο λείψανο. Πλέει στὸ νερὸ ὄρθιο, σὰν νὰ εἶναι ζωντανό. Τὸ συστέλλει μὲ πολλὴν εὐλάβεια, το τυλίγει μὲ τὸ ῥάσο του καὶ τὸ ἐνταφιάζει πίσω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς του.


τάφος δὲν ἄργησε νὰ γίνῃ προσκύνημα τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐνιαίας Ἠπείρου. Ἀργότερα, ὁ Ἀλὴ Πασὰς ὁ Τεπελενλῆς, ὁ σατράπης τῶν Ἰωαννίνων κατέβαλε μεγάλο ποσὸ χρημάτων γιὰ νὰ χτισθῆ μεγάλος ναός, στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του. Τί σχέση μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ τύραννος ἐκεῖνος Τουρκαλβανός, μὲ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ; Τὸν θεωροῦσε ἅγιο ἄνθρωπο καὶ κυρίως προφήτη.


 

Ὅταν ακόμη ἦταν ἄσημος ληστής, 

στὸ Τεπελένι,

 ὁ Ἅγιος τοῦ προεῖπε ὅτι θα γινόταν πασάς. 

Καὶ σφηνώθηκε στὸ μυαλό του.

 Καὶ ὅταν ἔγινε πασάς, βεβαιώθηκε γιὰ τὸ προφητικό του χάρισμα. 

Καὶ τὸ ξεπλήρωσε μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. 

Ὅταν τὸν ῥώτησε ὁ πασάς, 

ἂν θὰ πάῃ στὴν Πόλη νικητής, 

 ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπήντησε: 

Θὰ πᾶς ἀλλὰ μὲ κόκκινα γένεια. 

Δὲν ἔζησε γιὰ νὰ δῇ τὴν προφητεία ἐκπληρουμένη. 

Ἕνας τορβᾶς μὲ κομμένο καὶ ἁλατισμένο κεφάλι, μὲ τὰ γένεια κόκκινα, ἔφθασε κάποτε στὴν Πόλη. 

Ἦταν τὸ δικό του κεφάλι...!


                                                                                           

   Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF