Μ.Παρασκευή, βραδάκι.
Στο χωριό έκανε ένα τέτοιο τσουχτερό κρύο, που ούτε τον Γενάρη δεν είχε ματακάνει.
Οι κουτσουπιές -παράξενο- δεν άνθισαν ακόμη,
μόνο κάτι κακοτράχηλες κορομηλιές και κάποιες γυμνές αγριοαχλαδιές
ξεμπουμπούλιασαν κάτι κατάλευκα, χιονάτα λουλουδάκια.
Βροχή, σχεδόν κάθε μέρα,
γεμάτες μυρωδιές από τα καπνισμένα τζάκια,
ανάκατες με τις βρεγμένες πρασινάδες
του παγερά στενάχωρου, αφιονισμένου αγρού.
Δροσερά, φρέσκα ζόχια, μεθυστικά, φτασμένα μάραθα και κάτι γεγέδικα, πλουμιστά αγριολούλουδα, σπαρμένα εδώ κι εκεί, να μυρίζουν την ατμόσφαιρα, σαν τον επιτάφιο της Μ. Παρασκευής. Απόγευμα. Στα παιδιά δεν βάζουν καλά ρούχα σήμερα, το έχουν έθιμο να τα φυλλάνε για αύριο το βράδυ. Ο Δημοσθένης έκοψε κάτι λυγερόκορμα χορτάρια, να τα πάει στον επιτάφιο, έψαχνε να βρει και πασχαλίτσες, αλλά μάταια δεν βρήκε... Όλη η οικογένεια πήγε νωρίτερα ν' ανάψει τα μοναχικά κανδύλια στα παγωμένα μνήματα και τις μαύρες απ' την κάπνα και τα χρόνια, κρεμαστές, κουρμπανιστές κανδύλες της ιστορικής αυτής, άσημης και άγνωστης στους πολλούς, πετρόκτιστης, πελεκημένης εκκλησίας. Μια παλιά, σκουριασμένη, λεπτεπίλεπτη ξυλόσομπα έκανε σε λίγο μερικές ωραίες λιανισμένες κουμαριές να ζεσταίνουν αισθαντικά τον χώρο. Ο επιτάφιος όμορφα στολισμένος με ό,τι διέθετε η Ευρυτανική γη, κάποιες κόκκινες σαν αίμα παπαρούνες, λίγα σπιτικά, μικροσκοπικά γαρύφαλλα και μπόλικα, λουλουδιασμένα αγριόχορτα για χρωματιστή, χωμάτινη αντίθεση. Μαζεύτηκαν σαράντα άτομα όλα κι όλα, μικρό χωριό, οι περισσότεροι δεν είχαν τα ναύλα για να έρθουν, κι όσοι ήρθαν, έκαναν αφάνταστα υπερήφανο τον παπα-Βασίλη, που είδε την εκκλησία σχεδόν μισογεμάτη από γνωστούς και άγνωστους συγχωριανούς του. Σε κάποια χωριά, υπάρχει μια τέτοια απέριττη απλότητα στους χαρακωμένους από τις δουλειές ανθρώπους, που για μας, τους δυστηχείς κατοίκους των μεγαλουπόλεων είναι σχεδόν ακατανόητη και αβίαστα πολλές φορές,παρεξηγήσιμη. Ο Νίκος κι ο Κώστας στο αναλόγιο είχαν αρχίσει τους ψαλμούς κι ο παπα-Βασίλης βολόδερνε στο εκκλησίασμα και χαιρετούσε σαν πιτσιρίκι της αλάνας έναν-έναν τους αγαπημένους συντοπίτες του. Κάποια στιγμή, απλούς και απονήρευτος λησμόνησε, πως ήρθε η σειρά του, για να συνεχίσει....''Παπα-Βασίλη-τον έκραναν-η σειρά σου!'' ''-Μποι-μποι παιδί μου,τ' αστόισα τελείως, συμπαθάτε με.'' Και συνέχισε την ακολουθία του Επιταφίου, κατανυκτικά κι απλοικά με μια γενναία,συναισθηματική αυθεντικότητα που έκαναν αυτή την λειτουργία του χωριού, να διαφέρει. Οι ψάλτες -παιδιά του ιερέως- παρ' όλο που ήταν συχνά κακόηχοι και παιδικόφρονα άτονοι, είχαν όμως εκείνο το αψεγάδιαστο μεράκι των ανθρώπων, που το προσπαθούν να ψάλλουν, όχι για την δόξα των ανθρώπων, αλλά για την άγια μέρα που έφτανε στην δύση της. Την ώρα που ο παπά-Βασίλης έψελνε το ''έραναν τον τάφο αι μυροφόραι μύρα'', έβγαζε βεβιασμένα από την τσέπη του μια παλιά, κολώνια ''Μυρτώ'' και ράντιζε το εκκλησίασμα, που κρυφογελούσε με μια προσποιητή σοβαροφάνεια, που ωστόσο δεν κατάφερνε να κρύψει το πλατύ-φαρδύ χαμόγελο. Κι όμως σκεφτόμουν... Κανείς μας δεν σκέφτηκε να φέρει λίγο μύρο, αναγκάζοντας τον παππούλη να βγάλει από ένα σχεδόν σάπιο σεντούκι, μια ξεχασμένη από τα χρόνια κολώνια λεμονιού. Βγήκε ο επιτάφιος χαρμόλυπα σημαιοστολισμένος ανάμεσα στα μνήματα και τα σιδερένια περιφράγματα. Στο παγερό σκοτάδι είχες την εντύπωση, πως να, θα σηκωθούνε οι νεκροί, να πάρουν μέρος και αυτοί σ' αυτόν τον αργόσυρτο βηματισμό θανάτου. Περπατούσαμε ανάμεσα στα λασπωμένα χορτάρια των μνημάτων και το παγερό ψιλόβροχο της σκοταδιασμένης νύχτας αργά, σκωπτικά, σχεδόν νεκρικά. Σαν τέλειωσε η ακολουθία, βγήκε στον άμβωνα ο σχεδόν αγράμματος και απλούς παπά-Βασίλης, για να πει...: ''Σας ευχαριστώ ούλους, που καταφέρατε να ρθείτε. Αύριο, πρώτα ο Θεός-θα βγάλω Ανάσταση γύρω στις 10.00, γιατι στις 7.00 θα πάω στον Τριπόταμο και μετά από δω, θα πάω στην Σιβίστα. Μ' έχει πιάσει κι αυτό το αφορισμένο το αυχενικό, που δεν λέει να γερέψει. Παραχώρηση Θεού κι αυτό. Καλή Ανάσταση πατριώτες! Αυτά είπε ο παππα-Βασίλης -σχεδόν συγκινημένος- και ανόθευτα συναισθηματικός, όπως άλλωστε είναι κι όλη του η οικογένεια κι οι φευγάτοι από χρόνια, ονομαστοί γονείς του. Ένα βορεινό ψιλόβροχο προσγειωνόταν με ακαθόριστη απαλότητα πάνω στα πρόσωπά μας, έλαμπαν στην αδιάφορη φέξη ενός παρακολουθούντος, λυπημένου φεγγαριού.
Ακούγονταν από κοντά τα λυπημένα,γνωστά γλυκολάλητα αηδονάκια,
σαν να ήθελαν κι αυτά,
να προσδώσουν έναν ελαφρύ τόνο χαράς στο βαρύ,
αργόσυρτο και αποπνικτικά στενάχωρο συναίσθημα αυτής της πεθαμένης μέρας.
Ο Χριστός μας-σκεφτόμουν- είναι παντού,
μας βλέπει και μας συναισθάνεται.
Στην στροφή που έκανε το μονοπάτι προς το σπίτι,
ο μικρός μου Δημοσθένης σαν να διάβαζε την σκέψη μου,μου είπε...
''Μπαμπά θα ήρθε σήμερα στον επιτάφιο ο Χριστός
και θα σταμάτησε στα Χρύσοβα...!''
Χρύσοβα: μικρό χωριό της Ανατολικής Ευρυτανίας
Γιώργος Δ. Δημακόπουλος
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου