ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ


«Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία»

Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Στο μικρό καθολικό, οι γέροντες ξαπλωμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M' ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως την γέννησή τους. Ο παππά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάννα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της. Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους. Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ' τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας. Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ' ένα Κύριε ελέησον, τα ανεβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ' απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν, Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε την θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση. Τελούμε πνευματικά « ανάπηροι» στο μακαρισμό του εξαρτημένου Εγώ μας, αναζητούμε την χαμένη αρτιμέλεια της υποστελλόμενης ψυχής μας, ανυπακούουμε στην υποκριτική στάση ζωής. Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να πνίξουμε στον κόρφο της την εαλωμένη αθωότητα της παιδικής αμεριμνησίας μας, κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα! Μπουσουλάμε γογγύζοντας στους εφάμαρτους δρόμους της υποκριτικής ζωής μας, έρπουμε γλοιωδώς στην λάσπη, που εωσφορικώς βαπτίσαμε πολιτισμένη κοινωνία! Επιτέλους να πάψουν αυτοί οι διαρκείς κύκλοι γύρω απ' τον ειδωλολάτρη εαυτό μας, το μεγαλείο του χριστιανού αναπαύεται στον προσευχητικό ξεσηκωμό και την ταπεινή μεγαλοσύνη. Η αγάπη μας είναι η σταυρική θυσία του εγώ μας στην εγωϊκότητα των άλλων. Ο σταυρός μας είναι τα ζυγιστικά του Πατρός που σβήνουν με γομολάστιχα τις μεγαλεπίβολες, θηριώδεις αμαρτίες μας κι η ελπίδα μας φοράει τα καλά της μπροστά στο αιματοβαμμένο δισκοπότηρο του αμνοικού Ιησού μας. Τα βράδια αιωρούνται χαροποιά στα γράμματα της αγιοπνευματικής Αλφαβήτας, ζωγραφίζουν την Πίστη ως έκθαμβο, αγιοπρεπές θήλυ, που ίσταται σε συννεφοσκεπούσα ομίχλη, πάνω από τα μικροκαμωμένα σπίτια των ανθρώπων. Πορφυροφορούσα κόρη, που χάσκει με χαμόγελο και κορομηλένια μάγουλα, που ροδοκοκκινίζουν στην παρακλητική αγάπη των πιστών. Η Πίστη είναι αναγεννητικό επίθεμα στις πληγές της αμαρτίας, δροσερή ανάσα στην πνευματική άπνοια των φιλόνικων ανθρώπων, σουλατσάρει σε χλοερούς, φρεσκοσκαμμένους κήπους και περιβόλια που μεθούν στην αρχοντιά των λουλουδιών. Βαστάει στα χέρια της τα εύοσμα βασιλικά των Χριστοφόρων λόγων, λούζεται μακάρια στην μετάνοια ενός αλλόφρονα, που ανακαλύπτει πάνω της τον μυρίπνοο Παράδεισο της συστελλόμενης ψυχής. Η Πίστη Θε μου είναι τα χρυσαφένια στάρια του χωριού, που μικρά, βάζαμε τρεχάλα ανάμεσα στα ξεραμένα στάχυα και τ' αγκάθια του αγρού, το ανταριασμένο βουϊτό από τους μεγαλοδύναμους ήχους των ελάτων, που στέκονταν πάντα όρθια. Νοικοκύρηδες, φρεσκοπλυμένοι χωρικοί, που τις Κυριακές έπαιρναν τα δύσβατα μονοπάτια για την εκκλησιά των Παμμεγίστων Ταξιαρχών! Βλέπαμε την Πίστη να σιγοντάρει στο αναλόγιο, εκείνον τον ταπεινό, ολιγογράμματο ιερέα, που έβγαινε στον άμβωνα για να μοιράσει τ' αντίδωρα κρίνα της ανυπέρβλητης αγάπης. Ύστερα βοηθούσε στα χωράφια την μαυροφορεμένη χήρα, που πριν να σπείρει τον καρπό στα σκαλισμένα αυλάκια, σταύρωνε με το χέρι της το αγιασμένο χώμα, ράντιζε με αγιασμό εκείνον τον πολύχρωμο, ταιριαστό μπαχτσέ με τις ντάλιες, τους κατιφέδες και τους κρίνους. Η Πίστη πάλι κατοικεί στα αδύναμα σπίτια των φτωχών, κάθεται στο τραπέζι με τα αλάδωτα ρεβίθια, τις ελιές και το αχνισμένο, ζυμωτό ψωμί, χορταίνει τα στόματα με μοσχοθυμιασμένες ευλογίες και απόκοσμες παραινέσεις της ερήμου. Σκάει χαμόγελο στην βρεφική αγνότητα Χριστούλιδων μικρών! Η Πίστη δεν λέει ψέμματα στα χείλη των παιδιών, παίζει κυνηγητό με την ταπείνωση και κρυφτό με την ντροπή. Στέκει προσευχητικά μετέωρη σε νηπιακούς ασπασμούς, σε ανυπόκριτες, παιδικές προσευχές. Είναι το θεϊκό αντίδοτο στο διάβα μιας φουσκοθαλασσιάς ζωής, το υπέρμαχο δοξάρι στην ηδύχοη πνοή του ουρανού, η υπογραφή του Θεού στην μετάνοια του πιστού. Μακάριοι αυτοί που την βρήκαν να τους περιμένει με το πρωϊνό ξύπνημα της αυγής και την εσπερινή δύση του ηλίου! (Φθινόπωρο 2013) Γιώργος Δ. Δημακόπουλος Δημοσιογράφος





Ιστολόγιο «ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ»

Έτος: 11ο (2013 - 2024)

Δημοσιογραφικό Εργαστήρι Ορθόδοξης Μαρτυρίας και Ομολογιακής Κατάθεσης

Διαχειριστής:

Γιώργος Δ. Δημακόπουλος

Δημοσιογράφος

Icon by Serhei Vandalovskiy, icon - painter, Ukraine



«Απάνου απ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου / Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρά μου. / Είναι και μνήμα θλιβερό και χαρωπή εκκλησία / Σκοτάδι η θλίψι μου σκορπά και λάμψιν η θρησκεία».



Κωστής Παλαμάς


Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΑ ΠΛΟΥΣΙΟΥ



Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήρθε στη γη για να θεραπεύσει τους ανθρώπους από τα φθοροποιά πάθη και τις ροπές τους. Τα πάθη κι οι ροπές είναι σοβαρές ψυχικές παθήσεις. Κλέβει ποτέ ένας γιός από τον πατέρα του; Όχι. Ο δούλος όμως κλέβει από τ’ αφεντικό του. Τη στιγμή που ο Αδάμ εγκατέλειψε την ιδιότητα του υιού κι απόκτησε την ιδιότητα του δούλου, το χέρι του απλώθηκε για να πιάσει τον απαγορευμένο καρπό. Γιατί ο άνθρωπος κλέβει αυτό που ανήκει σ’ έναν άλλο; Είναι επειδή το χρειάζεται; Ο Αδάμ τα είχε όλα, δεν του έλειπε τίποτα. Παρ’ όλ’ αυτά όμως προχώρησε στην κλοπή.


Γιατί ο άνθρωπος κλέβει άλλον άνθρωπο κι ο δούλος άλλο δούλο; Επειδή έμαθαν πρώτα να κλέβουν από τ’ αφεντικό τους. Οι άνθρωποι συνήθως κλέβουν πρώτα από το Θεό κι έπειτα ο ένας από τον άλλο. Ο προπάτορας του ανθρώπινου γένους άπλωσε το χέρι του να κλέψει πρώτα αυτό που ανήκε στο Θεό κι έπειτα, σαν αποτέλεσμα, οι απόγονοί του άρχισαν να κλέβουν ο ένας τον άλλο.


Οι άνθρωποι κλέβουν από Θεό και ανθρώπους, από τη φύση κι από τον εαυτό τους. Ο άνθρωπος δεν κλέβει μόνο με τις σωματικές αισθήσεις του, αλλά και με την καρδιά, την ψυχή και το νου του. Δεν υπάρχει πράξη κλοπής που ο διάβολος να μην είναι συνεργός του ανθρώπου. Είναι ο υποβολέας και υποκινητής κάθε κλοπής.


Είναι ο εισηγητής και καθοδηγητής κάθε σκέψης για κλοπή. Κανένας κλέφτης στον κόσμο δεν ήταν ποτέ μόνος του. Συνήθως υπάρχουν τουλάχιστο δύο που συμμετέχουν σε μια κλοπή κι ένας τρίτος που παρακολουθεί. Ο άνθρωπος κι ο διάβολος πάνε για να κλέψουν κι ο Θεός που τους βλέπει. Όπως η Εύα δεν έκλεψε μόνη της, αλλά παρέα με το διάβολο, έτσι κανένας άνθρωπος δεν έχει τελέσει μια πράξη κλοπής μόνος του, αλλά πάντα με την παρέα του διαβόλου.


Ο διάβολος όμως δεν είναι μόνο καθοδηγητής και συνοδός στην κλοπή, αλλά κι εκείνος που τη διαδίδει. Δεν τον ενδιαφέρουν τα κλεμμένα, αλλά η απώλεια της ψυχής του ανθρώπου, η διχόνοια και το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους κι η απώλεια ολόκληρης της ανθρωπότητας. Δεν πηγαίνει να κλέψει για χάρη της κλοπής, αλλ’ «ως λέων ορυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α' Πέτρ. ε’ 8).


Το ότι είναι ο διάβολος που παρακινεί την ψυχή σε κάθε πονηρό έργο και σπέρνει κάθε πονηριά στην ψυχή, το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος (βλ. Ματθ. ιγ' 39). Με κάθε κλοπή που κάνει ο άνθρωπος, ο διάβολος κλέβει ένα μέρος από την ψυχή του. Η ψυχή του κλέφτη συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, μαραίνεται και πεθαίνει, όπως ο πνεύμονας που έχει προσβληθεί από φυματίωση.


Για ν’ απαλλαγεί κανείς από το πάθος της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως όλα όσα έχει είναι του Θεού κι όχι δικά του. Όταν χρησιμοποιεί τα υπάρχοντά του, πρέπει νά ‘χει κατά νου πως αυτά είναι του Θεού, όχι δικά του. Όταν τρώει στο τραπέζι, πρέπει να ευχαριστεί το Θεό, γιατί το ψωμί δεν είναι δικό του, αλλά του Θεού.


Για να θεραπευτεί ο άνθρωπος από την αρρώστια της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως και τα υπάρχοντα των άλλων είναι του Θεού. Επομένως όταν κλέβει από τους ανθρώπους, είναι σα να κλέβει από το Θεό. Είναι δυνατό να κλέψει κανείς από Εκείνον που βλέπει τα πάντα; Για να καταδιώξει ο άνθρωπος τον πονηρό συνεργό του στην κλοπή, τον σπορέα κάθε κακού, πρέπει ν’ αγρυπνεί για την ψυχή του, ώστε ο διάβολος να μη σπείρει μέσα του επιθυμίες κλοπής.


Κι όταν τις βρίσκει σπαρμένες μέσα του, πρέπει να παλέψει για να τις κάψει με τη φωτιά της προσευχής. Δεν είναι παράφρονας ο άνθρωπος που τρέχει πίσω από το κακό, όταν έχει γνωρίσει το καλλίτερο; Δεν είναι ανόητος και γελοίος ο κλέφτης που επισκέπτεται το σπίτι κάποιου άλλου τη νύχτα για να κλέψει βαμβακερά εμπορεύματα, όταν βλέπει το φίλο του να τον επισκέπτεται για να του χαρίσει ένα φορτίο γεμάτο βαμβακερά και μεταξωτά; Ο Κύριος Ιησούς που αγαπά το ανθρώπινο γένος, έφερε μαζί Του και άνοιξε για τον άνθρωπο αμέτρητα κι ασύγκριτα ουράνια δώρα και κάλεσε όλους τους ανθρώπους να τα πάρουν, φανερά κι ελεύθερα, με έναν όρο: ν’ αποσπάσουν πρώτα την ψυχή τους από τα φθαρτά επίγεια αγαθά.


Μερικοί άνθρωποι τον υπάκουσαν, πήραν τα δώρα τους και πλούτισαν. Άλλοι όμως δεν τον υπάκουσαν και έμειναν με τα φθαρτά και κλεμμένα πλούτη τους. Σαν προειδοποίηση σ’ αυτούς τους τελευταίους, ο Κύριος είπε την παραβολή του σημερινού ευαγγελίου. «Είπε δε παραβολήν προς αυτούς λέγων· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα. και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· τί ποιήσω, ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου;» (Λουκ. ιβ' 16, 17). Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απλά πλούσιος. Η σοδειά του ήταν τόσο πλούσια από το θερισμό, ώστε δεν είχε που να βάλει τους καρπούς.


Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος έβλεπε τα χωράφια με τα σιτηρά του, τα περιβόλια και τ’ αμπέλια του που έγερναν από το βάρος των καρπών, τους κήπους του που ήταν γεμάτοι από κάθε λογής λαχανικά και τις κυψέλες του που ήταν γεμάτες μέλι, αλλά δε γύρισε προς τον ουρανό ν’ αναφωνήσει: «Δόξα σοι, Ύψιστε και πολυέλεε Κύριε!


Πόσα πλούτη έχει η δύναμη κι η σοφία Σου, πόσα βγάζεις από τη μαύρη γη! Με τις ακτίνες του ήλιου Σου δίνεις γλυκύτητα σ’ όλα τα φρούτα στη γη! Σε κάθε φρούτο έχεις δώσει ένα πανέμορφο σχήμα κι ένα καταπληκτικό άρωμα! Τους λιγοστούς μου κόπους τους αντάμειψες εκατονταπλάσια! Ελέησες το δούλο Σου κι έδωσες με τα χέρια Σου τόσο πλούσια δώρα στην αγκαλιά του! Παντοδύναμε Κύριε, δίδαξέ με να δώσω χαρά στ’ αδέρφια και στους συνανθρώπους μου με τα δώρα Σου αυτά.


Έτσι εκείνοι θα ευχαριστήσουν και θα δοξολογήσουν μαζί μου το άγιο όνομά Σου και την ανέκφραστη αγαθότητά Σου». Μήπως είπε τέτοια λόγια ο πλούσιος; Όχι! Αντί να θυμηθεί το Δοτήρα κάθε αγαθού, αρχικά σκέφτηκε που να μαζέψει και να φυλάξει τ’ αγαθά του, όπως ο κλέφτης που βρίσκει μια τσάντα με χρήματα στο δρόμο και δεν τον απασχολεί σε ποιόν ανήκουν αυτά, ποιος τά ‘χασε, αλλά πρώτη σκέψη του είναι που να τα κρύψει. Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος στην πραγματικότητα είναι ένας κλέφτης. Δεν μπορεί να ισχυριστεί πως όλ’ αυτά τα αγαθά βγήκαν από δικούς του κόπους. Ο κλέφτης ασχολείται με την κλοπή και χρησιμοποιεί κάθε επιδεξιότητα κι εξυπνάδα.


Αντί για προσευχή ευχαριστίας και δοξολογίας στο Θεό και καρδιακή χαρά, άρχισε αμέσως ν’ ανησυχεί, να σκέφτεται πως θα μαζέψει τόσα αγαθά και να τα διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μείνει πίσω ούτε ένα σπυρί για τα πουλιά, ούτε ένα μοναδικό μήλο να πέσει στα χέρια των φτωχών γειτόνων του.


«Και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου» (Λουκ. ιβ' 18). Προσέξτε σε τι μεγάλους κόπους προβαίνει ένας ασυλλόγιστος άνθρωπος! Αντί να προσπαθήσει να σκοτώσει τον παλαιό άνθρωπο μέσα του και ν’ αναστήσει το νέο, εξαντλεί όλες του τις προσπάθειες στο να γκρεμίσει τις παλιές αποθήκες, τους στάβλους και τα υποστατικά του, για να χτίσει καινούργια.


Αν η πλούσια συγκομιδή του συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να μεγαλώσει πάλι τις σιταποθήκες του ή να χτίσει καινούργιες. Έτσι οι σιταποθήκες του από χρόνο σε χρόνο αυξάνονται ή μεγεθύνονται, ενώ η ψυχή του ολοένα στενεύει και παλιώνει κι οι παλιοί καρποί του σαπίζουν, όπως κι η ψυχή του. Γύρω του σωρεύεται το μίσος κι εναντίον του εκτοξεύονται κατάρες. Οι φτωχοί θα βλέπουν με φθόνο τα πλούτη του κι οι πεινασμένοι θα καταριούνται τη σκληρότητα, τη φιλαυτία και την ιδιοτέλειά του. Έτσι τα πλούτη του φέρνουν την καταστροφή τόσο στον ίδιο όσο και στους ανθρώπους που ζουν κοντά του.


Θυμήσου αυτούς που κρυώνουν. Ζεις σ’ ένα πλούσια επιπλωμένο σπίτι; Βάλε μέσα και τους άστεγους. Ένιωσες ευτυχισμένος σε μια γιορτή; Προσπάθησε να χαροποιήσεις τους λυπημένους και τους θλιμμένους. Σε τιμούν ως άνθρωπο πλούσιο; Προσπάθησε να επισκεφτείς και ν’ ανακουφίσεις τους ενδεείς.


Είσαι ευχαριστημένος από τον προ­ϊστάμενό σου; Κάνε και τους υφισταμένους σου χαρούμενους. Αν είσαι σπλαχνικός κι ευγενικός μαζί τους, θα βρεις έλεος κι ευσπλαχνία όταν η ψυχή σου αναχωρήσει από το σώμα σου». Δύο μεγάλοι ασκητές στην έρημο της Αιγύπτου προσευχήθηκαν στο Θεό να τους αποκαλύψει αν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να υπηρετεί το Θεό καλύτερα απ’ αυτούς. Και τους αποκαλύφτηκε το εξής:


Δέχτηκαν την εντολή να πάνε σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος και σ’ ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, για να βρουν απάντηση στο ερώτημά τους. Πήγαν στον τόπο που τους αποκαλύφτηκε και βρήκαν έναν απλοϊκό άνθρωπο που τον έλεγαν Ευχάριστο. Ήταν κτηνοτρόφος. Οι ασκητές δε βρήκαν τίποτα αξιόλογο στον άνθρωπο αυτό, αλλά τον ρώτησαν πώς προσπαθούσε να τηρήσει το θέλημα του Θεού.


Ο Ευχάριστος δίστασε αρκετά κι υστέρα τους είπε πως μοίραζε όσα κέρδιζε από τα ζωντανά του σε τρία μερίδια: Το ένα μερίδιο το έδινε στους φτωχούς και τους άπορους, άλλο ένα για να περιποιείται τους ξένους και το τρίτο το κρατούσε για τον εαυτό του και τη σεμνή σύζυγό του. Οι ασκητές τ’ άκουσαν αυτά, ευχαρίστησαν τον ευεργέτη τους και γύρισαν στα κελλιά τους.


Η ψυχή αναζητά το στολισμό της, δηλαδή αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια (πρβλ. Γαλ. ε’ 22, 23). Εκείνος όμως τη φορτώνει με μέθη, λαιμαργία, μοιχεία και ματαιότητα. Πώς θα μπορούσε να μην πεθάνει ένα χορτοφάγο αρνί, όταν έχει για συντροφιά ένα σαρκοβόρο σκυλί; Πώς μπορεί να ζήσει η ψυχή όταν καταπιέζεται από ένα βαρύ πτώμα;


Ολόκληρη η ανοησία του πλουσίου βέβαια δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι προσφέρει κρέας στο αρνί ή μάλλον σαρκική τροφή στην ψυχή. Είναι και το ότι μεταβάλει τον εαυτό του σε κυρίαρχο του χρόνου και της ζωής. Βλέπουμε πως προετοιμάζει για τον εαυτό του τροφές και ποτά για έτη πολλά. Ας ακούσουμε εδώ όμως και τη φωνή του Θεού:


«Είπε δε αυτώ ο Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ' 20). Έτσι μίλησε ο Κύριος της ζωής και του κόσμου, ο δημιουργός του χρόνου και του θανάτου, που «εν χειρί αυτού ψυχή πάντων ζώντων και πνεύμα παντός ανθρώπου» (Ιώβ, ιβ' 10). Ανόητε άνθρωπε!


Γιατί σκέφτεσαι με την κοιλιά σου κι όχι με το νου σου; Όπως δεν ήταν στη δική σου δύναμη να ορίσεις την ημέρα που θα γεννηθείς, έτσι δεν μπορείς να ορίσεις και τη μέρα που θα πεθάνεις. Ο Κύριος άναψε το καντήλι της επίγειας ζωής σου όταν Εκείνος έκρινε πως ήταν ο κατάλληλος χρόνος. Ο ίδιος θα το σβήσει όταν το αποφασίσει. Όπως τα πλούτη σου δεν όρισαν το χρόνο της έλευσής σου στον κόσμο, έτσι δεν μπορούν να καθυστερήσουν και το χρόνο της αναχώρησής σου.


Ο Κύριος τέλειωσε την παραβολή με τα εξής λόγια: «Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών» (Λουκ. ιβ' 21). Τί θα πάθει ο πλούσιος; Θ’ αποχωριστεί ξαφνικά τα πλούτη του, όπως κι η ψυχή του θα χωριστεί από το σώμα του. Τα πλούτη του θα δοθούν σε άλλους, το σώμα του θα παραδοθεί στη γη κι η ψυχή του θα οδηγηθεί σε τόπο σκοτεινό, όπου «ο βρυγμός και ο τρυγμός των οδόντων».


Ούτε ένα καλό έργο δε θα βρεθεί για να τον υποδεχτεί στη βασιλεία των ουρανών, να βρει η ψυχή του κάποιον τόπο εκεί. Το όνομά του δε θα βρεθεί γραμμένο στο Βιβλίο της Ζωής. Δε θα τον γνωρίσουν και δε θα βρεθεί ανάμεσα στους ευλογημένους του Πατρός. Την ανταπόδοσή του την έλαβε ολόκληρη στη γη, τ’ αρίφνητα ουράνια πλούτη του Θεού δε θ’ αποκαλυφτούν στο πνεύμα του.


Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα από το να πεις: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!». Έτσι μιλάνε οι ελαφρόμυαλοι κι οι άθεοι. Ο συνετός κι αφοσιωμένος πιστός λέει:


«Γενηθήτω το θέλημα του Θεού!» Καλύτερα να μείνεις χρόνια στο κρεβάτι με αρρώστιες και πόνους, παρά να πεθάνεις απροετοίμαστος κι αμετανόητος. Οι πόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο περνούν γρήγορα, όπως κι οι χαρές. Στον άλλο κόσμο όμως δεν υπάρχει τίποτα εφήμερο και παροδικό. Όλα είναι αιώνια, είτε βάσανα είτε χαρά. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να υποφέρεις λίγο εδώ παρά εκεί, όπου το μέτρο τόσο του πόνου όσο και της χαράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο.


Γενηθήτω το θέλημα του Θεού! Προσευχόμαστε στον παντεπόπτη Θεό μας να μη μας στείλει ξαφνικό θάνατο, ενώ βρισκόμαστε μέσα στην αμαρτία, στις κακές μας πράξεις, αλλά να μας λυπηθεί, όπως λυπήθηκε το βασιλιά Εζεκία (βλ. Ησ. λη' 1-5) και να μας δώσει χρόνο μετάνοιας. Να μας ελεήσει και να μας δώσει κάποια ένδειξη ότι ο θάνατος είναι κοντά, ώστε να βιαστούμε να ζήσουμε κάπως καλύτερα και να γλιτώσουμε την ψυχή μας από το «αιώνιο πυρ».


Έτσι τα ονόματά μας θα γραφτούν στη Βίβλο της Ζωής και τα πρόσωπά μας θα είναι ορατά στη βασιλεία του Χριστού, του Θεού μας. Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.





Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», 
Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014


Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Print Friendly and PDF