Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτον ένας ευλαβής νέος,γραμματικός ενός άρχοντος μάγου,χωρίς όμως να ηξεύρη ο νέος,ότι ο αφέντης του αυτός ήτο μάγος.Εν μια δε των ημερών μετά την δύσιν του ηλίου,καβαλλικεύσας ο άρχων και προστάξας τον νέον να τω ακολούθη,εβγηκεν έξω της πόρτας του Κάστρου.
Περιπατήσαντες δε,έως,ότου έγινε σκότος,έφθασαν εις ένα κάμπον και εκεί βλέπουν ένα παλάτι μεγάλο.Κατέβη ο άρχων από το άλογον και ευθύς ελθόντες τινές από το παλάτιον εκείνο εκράτησαν το άλογον,ο δε άρχων έμβηκεν εις το παλάτιον,ηκολούθει δε και ο νέος κατόπιν.Εκεί βλέπει ένα μεγάλον αξιωματικόν,όπου εκάθητο εις θρόνο υψηλόν,δορυφορούμενον από πολλούς υπηρέτας.
Παρευθύς ο αξιωματικός εκείνος επρόσταξε και έφεραν αλλον θρόνον και εκάθησεν επάνω εις αυτόν ο άρχων,ο δε νέος εστέκετο οπίσω του θρόνου του αφέντου του.Τότε άρχισε ο φαινόμενος εκείνος αξιωματικός να ερωτά τον άρχοντα φιλικώς,πώς διάγει.Ο δέ αρχων απεκρίθη,ότι τον ευχαριστει πολύ διά τας ευεργεσίας,όπου του χαρίζει και τον ευτύχει και τον δοξάζει.Ο δε νέος τούτα ακούων εγνώρισεν,ότι ο αξιωματικός εκείνος ηταν ο σατανάς με τους υπηρέτας του δαίμονας και ότι ο αφέντης του ήτον μάγος.
Μετά την ομιλίαν ερώτησεν ο σατανάς.Αυτός δε ο όπισθέν σου στεκόμενος νέος,ποιός είναι;Απεκρίθη ο μάγος και λέγει.Και αυτός δούλος σου είναι αφέντα μου.Τότε ερώτα και τον ίδιον νέον και του λέγει,δούλος μου είσαι νεανία;Ο δε ευλογημένος εκείνος ποιήσας το σημείον του Σταυρού απεκρίθη με γενναιότητα και αφοβία:«Δούλος ειμί Πατρός,Υιού και Αγίου Πνεύματος» και ομού με τον λόγον άφαντα έγιναν παρευθύς και παλάτια και θρόνοι και ο σατανάς και οι υπηρέται του και αυτός ο ίδιος άρχων ο αφέντης του.
Αρπάσαντες γάρ αυτόν οι φίλοι του δαίμονες,σύσσωμον εκατέβασαν τον άθλιον εις το πυρ της κολάσεως και μόνος ευρέθη ο νέος εις την πεδιάδα εκείνην.Επιστρέψας δε εις την πόλιν και ερωτώμενος περί του αφέντου του τί έγινεν,απεκρίνατο,ότι εκατέβη σύσσωμος εις τον άδην.Μετά ημέρας τινάς προσεκολλήθη ο ίδιος νέος εις έναν έπαρχον του Βασιλέως και γίνεται και τούτου γραμματικός.Ο δε έπαρχος με το να ήτον πολλά ευλαβής και θεοφοβούμενος,ειχε συνήθειαν και κάθε βράδυ,αφ΄ου ετελείωνε τάς βασιλικάς υπηρεσίας,ανεγίνωσκε τον εσπερινόν εις το παρεκκλήσιον,όπου είχε εν τω οίκω του.
Εν μια δε των ημερών,ψαλλόντων τον εσπερινόν του επάρχου και του γραμματικού,έβλεπεν ευλαβώς ο έπαρχος εις την Εικόνα του Δεσπότου Χριστού και ω του θαύματος!Βλέπει την αγίαν Εικόνα όπου είχε τους οφθαλμούς ατενίζοντας εις τον γραμματικόν.Κράζει τον εις το μέρος,όπου εστέκετο ο γραμματικός και έβλεπε πάλιν τον Δεσπότην Χριστόν όπου εγύρισε τους οφθαλμούς του και έβλεπε τον νέον ακλινώς.Τότε κατανυχθείς την καρδίαν ο έπαρχος και θαυμάζων το γεγονός,πίπτει κατά πρόσωπον εμπροσθεν της αγίας Εικόνας μετά δακρύων λέγων:
« Ινα τι Κύριε αποστρέφης το πρόσωπόν σου απ΄εμου;Εγώ θαρρώ,ότι όσα υπάρχοντα μοί χάρισες κατά το θέλημά σου,τά οικονόμω και αλλα ομοια».Τότε,ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλευ!Ακούει φωνήν προέλθουσαν από την εικόνα του Δεσπότου Χριστου και λέγουσαν:«Ναι και σοί ευχαριστω,ότι όσα σοι εχάρισα κατά το θέλημά μου διοικείς και οικονόμεις,εις τούτον τον νέον,όμως ειμαι χρεώστης,διότι εις κίνδυνον ζωής ευρισκόμενος δεν με αρνήθη,αλλά αφόβως ωμολόγησε το όνομά μου και τους εχθρούς μου κατήσχυνε και ηφάνισεν».
Αντιγραφή από το ιστολόγιο ''ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ''
Τίτλος, επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου